Η συμμετοχή δικαστή σε νομοπαρασκευαστική επιτροπή δεν στοιχειοθετεί έλλειψη αμεροληψίας. Ο ορισμός δικαστή κατά παράβαση της ποινικής δικονομίας παραβιάζει τη δίκαιη δίκη.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Chim και Przywieczerski κατά Πολωνίας της 12.04.2018 (υπ ‘αριθ. 36661/07 και 38433/07)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η συμμετοχή δικαστή σε νομοπαρασκευαστική επιτροπή σχετικά με το σχέδιο νόμου του Κοινοβουλίου βάση του οποίου  διευρύνονταν οι προθεσμίες για τη δίωξη των αδικημάτων, δεν στοιχειοθετεί έλλειψη αμεροληψίας του. Ούτε οι δηλώσεις του κατά τη διάρκεια της δίκης ότι υπήρξαν «40 εκατομμύρια θύματα» εξαιτίας των παραπτωμάτων των προσφευγόντων, ούτε  η συνέντευξη του  σε περιοδικό που αρνούμενος να σχολιάσει τη δίκη είχε εκφράσει την υποστήριξή του στην επιβολή αυστηρών ποινών για τους εγκληματίες και σχολίασε ότι αυτό που έβλεπε ήταν μια ατμόσφαιρα ατιμωρησίας στοιχειοθετούν προσωπική μεροληψία. Όμως ο διορισμός του στο πρωτόδικο Δικαστήριο αντίθετα από τις διατάξεις του εθνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας παραβιάζουν τη δίκαιη δίκη γιατί οι προσφεύγοντες δικάστηκαν από δικαστήριο που δεν λειτουργούσε νομίμως, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Παραβίαση μόνο ως προς το τελευταίο σκέλος.

ΔΙΑΤΑΞΗ

άρθρο 6 § 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η προσφεύγουσα στην πρώτη προσφυγή είναι η Janina Irena Chim, η οποία γεννήθηκε το 1950 και ζει στη Βαρσοβία. Ο προσφεύγων στη δεύτερη προσφυγή είναι ο Dariusz Przywieczerski, ο οποίος γεννήθηκε το 1946 και ζει στο Apollo Beach, Φλόριντα, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο προσφεύγοντες  είναι Πολωνοί.

Η κ. Chim ήταν αναπληρώτρια γενική διευθύντρια της εταιρίας FOZZ, ενώ ο κ. Przywieczerski ήταν ο Διευθυντής και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου μιας εταιρείας που πραγματοποίησε συναλλαγές με την εταιρεία FOZZ. Μετά την απόδοση κατηγοριών τον Ιανουάριο του 1998, η κα Chim και ο κ. Przywieczerski καταδικάστηκαν τον Μάρτιο του 2005 για υπεξαίρεση των κεφαλαίων της εταιρείας FOZZ και άλλων αδικημάτων. Τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης και πρόστιμα.

Κατά την έφεση, ισχυρίστηκαν ότι ο δικαστής της δίκης είχε διοριστεί παράνομα καθώς δεν πραγματοποιήθηκε η σωστή διαδικασία για την επιλογή του και ότι δεν ήταν αμερόληπτος. Σημείωσαν ιδίως ότι συμμετείχε ως σύμβουλος στη σύνταξη της νομοθεσίας σχετικά με το σχέδιο νόμου του Κοινοβουλίου βάση του οποίου  διευρύνονταν οι προθεσμίες για τη δίωξη των αδικημάτων. Το σχέδιο νόμου έκανε άμεση αναφορά στην υπόθεση FOZZ.

Το Εφετείο τον Ιανουάριο του 2006 ακύρωσε εν μέρει τις καταδικαστικές αποφάσεις. Περαιτέρω διαδικασίες περιλάμβαναν μια μερική ανάκληση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου από το Ανώτατο Δικαστήριο τον Φεβρουάριο του 2007, η οποία επίσης απέρριπτε τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με την έλλειψη αμεροληψίας του δικαστή. Τον Φεβρουάριο του 2009 το Συνταγματικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε μία από τις προηγούμενες αποφάσεις του ότι ο νόμος περί προθεσμίας ήταν συνταγματικός και ότι η υιοθέτηση του νομοσχεδίου δεν επηρέασε τον δικαστικό προσδιορισμό της υπόθεσης FOZZ.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο εξέτασε μαζί τις δύο προσφυγές δεδομένου των ίδιων πραγματικών περιστατικών και νομικού πλαισίου και αρχικά εξέτασε την προσφυγή της κας Chim και του κ. Przywieczerski σχετικά με τον διορισμό του πρωτοβάθμιου Δικαστή.

Σημείωσε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Δικαστής είχε διοριστεί κατά παράβαση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά αυτό δεν επηρέασε την αρχική απόφαση. Τα δικαστήρια είχαν απορρίψει τις προσφυγές των προσφευγόντων επί του θέματος και, ως εκ τούτου, δεν είχαν διορθώσει το διορισμό του δικαστή. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το δικαστήριο δεν λειτουργούσε σύμφωνα το νόμο, κατά την έννοια της Σύμβασης, οδηγώντας σε παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων.

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της κ. Chim και του κ. Przywieczerski περί ελλείψεως αμεροληψίας εκ μέρους του Δικαστή, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, υπήρξε υποκειμενική και αντικειμενική αμεροληψία. Αρχικά, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Δικαστής είχε κάνει διάφορες δηλώσεις κατά τη διάρκεια της δίκης, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολίου ότι υπήρξαν «40 εκατομμύρια θύματα» εξαιτίας των παραπτωμάτων των προσφευγόντων. Είχε επίσης δώσει συνέντευξη σε περιοδικό αρνούμενος να σχολιάσει τη δίκη αλλά είχε εκφράσει την υποστήριξή του στην επιβολή αυστηρών ποινών για τους εγκληματίες και σχολίασε ότι αυτό που έβλεπε ήταν μια ατμόσφαιρα ατιμωρησίας. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τέτοιες δηλώσεις δεν έδειχναν ότι ο δικαστής ήταν προσωπικά προκατειλημμένος εναντίον των προσφευγόντων.

Σε δεύτερη εξέταση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες είχαν καταγγείλει ειδικότερα τη συμμετοχή του δικαστή στην νομοθεσία σχετικά με τις προθεσμίες. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτό δεν ίσχυε.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δήλωσε ότι είχε εξετάσει τα πρακτικά της επιτροπής του Κοινοβουλίου που χειρίστηκε το νομοσχέδιο και διαπίστωσε ότι ο δικαστής ήταν κυρίως απών από τις συζητήσεις και ότι η μοναδική φορά που ήταν παρών, δεν του είχε επιτραπεί να σχολιάσει. Οι προσφεύγοντες δεν είχαν παράσχει επίσης κανένα στοιχείο για τους ισχυρισμούς τους ότι ο δικαστής συμβούλευε τους  βουλευτές της αντιπολίτευσης σχετικά με το νομοσχέδιο ή ότι είχε συνδέσμους με το κόμμα της αντιπολίτευσης Νόμος και Δικαιοσύνη.

Σχετικά με την τρίτη καταγγελία, αναφορικά με  τη νομοθετική παρέμβαση, το Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς ότι ήταν απαράδεκτη, αναφορικά με την κα Chim δεδομένου ότι δεν υπήρξε θύμα της εφαρμογής της νομοθεσίας περί προθεσμίας.

Μολονότι ήταν παραδεκτή όσον αφορά τον δεύτερο προσφεύγοντα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του δικαιώματός του δίκαιης δίκης.

Συγκεκριμένα, συμφώνησε με το σκεπτικό του Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι ο νόμος δεν είχε επηρεάσει τον διορισμό του Δικαστή στη υπόθεση του κ. Przywieczerski ουσιαστικά, αλλά απλώς επέκτεινε την προθεσμία ποινικής ευθύνης. Ανέφερε επίσης τη δική του νομολογία σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής, η βάση της οποίας διαπίστωνε ότι υπήρχαν διαδικαστικοί νόμοι οι οποίοι δεν ορίζουν αδικήματα ούτε προβλέπουν κυρώσεις. Το Δικαστήριο διαπίστωσε απουσία αυθαιρεσίας στην περίπτωση του κ. Przywieczerski, ότι η εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τη παραγραφή του 2005 δεν είχε παραβιάσει το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της κας Chim για αποζημίωση και ηθική βλάβη. Επίσης, απέρριψε την αξίωση του κ. Przywieczerski για αποζημίωση και συμπέρανε ότι η διαπίστωση παραβίασης από μόνη της ήταν επαρκής δίκαιη ικανοποίηση σε σχέση με οποιαδήποτε ηθική βλάβη. Επιδικάστηκαν 5.000 ευρώ στον δεύτερο προσφεύγοντα για τα έξοδα και τις δαπάνες σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες