Η ακύρωση απόφασης που έκανε δεκτή αγωγή αποζημίωσης της προσφεύγουσας εταιρείας, δεν παραβίασε τη δίκαιη δίκη και το δικαίωμα στην περιουσία, γιατί ζημίωνε τρίτο μέρος που δεν ήταν διάδικος .
ΑΠΟΦΑΣΗ
Agro Frigo OOD κατά Βουλγαρίας της 05.09.2019 (αρ. προσφ. 39814/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επανάληψη διαδικασίας και ακύρωση απόφασης που αφορούσε τρίτο που δεν συμμετείχε ως διάδικος. Προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.
Η προσφεύγουσα εταιρεία υπέβαλε αίτημα για γεωργική επιχορήγηση από πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση της απορρίφθηκε και όταν έγινε δεκτή μετά από ένσταση της σε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, είχε πλέον διακοπεί η επιχορήγηση. Άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά του κράτους στα εγχώρια Δικαστήρια η οποία έγινε δεκτή. Η αποζημίωση καταβλήθηκε ωστόσο το κράτος δια του Υπουργού Οικονομικών ζήτησε και επέτυχε την ακύρωση της απόφασης γιατί δεν είχε συμμετάσχει ως διάδικος.
Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προστασία των δικαιωμάτων και των νόμιμων συμφερόντων τρίτων, συνιστά θεμιτό λόγο που δικαιολογεί την ακύρωση μιας αμετάκλητης απόφασης, χωρίς να είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Στην συγκεκριμένη υπόθεση η ακύρωση της απόφασης σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρίας που είχε ήδη λάβει την αποζημίωση, αποσκοπούσε στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τρίτου, όπως προβλέπεται από το εσωτερικό 6 παρ. 1 της Σύμβασης.
Επίσης το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι αρχές δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να διορθώνουν τα λάθη τους, ακόμη και εκείνα που οφείλονται σε δική τους αμέλεια, διότι η διατήρηση τους, θα ήταν αντίθετη προς τη θεωρία του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στην δε συγκεκριμένη υπόθεση θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ακόμα και εάν η εταιρεία ενήργησε με καλή πίστη, συνεπώς έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα εταιρεία, Agro Frigo OOD, είναι βουλγαρική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Nova Zagora (Βουλγαρία).
Η υπόθεση αφορά την ακύρωση μιας αμετάκλητης απόφασης υπέρ της προσφεύγουσας εταιρίας μετά την επανάληψη της διαδικασίας.
Το 2006 η εταιρεία Agro Frigo OOD υπέβαλε αίτηση για επιχορήγηση στο πλαίσιο του Προγράμματος SAPARD (ειδικού Προγράμματος για τη Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόγραμμα διοικείται από κυβερνητική υπηρεσία. Τον Αύγουστο του 2006, ο επικεφαλής του Ταμείου απέρριψε την αίτηση της Agro Frigo OOD, διαπιστώνοντας ότι δεν είχε τα απαραίτητα έγγραφα και δεν πληρούσε τις σχετικές απαιτήσεις.
Η Agro Frigo OOD υπέβαλε αίτηση ακύρωσης της απόφασης και τον Μάρτιο του 2008 ένα περιφερειακό δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Ταμείου και αποφάσισε ότι η Agro Frigo OOD είχε υποβάλει όλα τα απαραίτητα έγγραφα και ότι το σχέδιό της πληρούσε τις αιτούμενες απαιτήσεις. Η απόφαση επικυρώθηκε το Δεκέμβριο του 2008 από το Ανώτατο Διοικητικό δικαστήριο. Εντούτοις, η Agro Frigo OOD ενημερώθηκε τον Δεκέμβριο του 2009 ότι η σύναψη συμβάσεων από το Ταμείο για τους δικαιούχους στο πλαίσιο του προγράμματος SAPARD είχε σταματήσει τον Οκτώβριο του 2007 καθώς η Βουλγαρία είχε προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007.
Το 2010 η προσφεύγουσα εταιρεία άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά του Ταμείου. Το Διοικητικό δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση, αλλά τον Απρίλιο του 2011, κατόπιν προσφυγής, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αναθεώρησε την πρωτοβάθμια απόφαση. Επιδικάστηκαν στην Agro Frigo OOD περίπου 5,6 εκατ. Βουλγαρικά Levs (περίπου 2,85 εκατομμύρια ευρώ) για ζημιές και επιπλέον 717.811 (περίπου 367.000 ευρώ) για τόκους. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη.
Τον Ιούνιο του 2011 ο Υπουργός Οικονομικών υπέβαλε αίτηση επανάληψη της διαδικασίας στην απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου. Τόνισε ότι η αποζημίωση που καταβλήθηκε στην Agro Frigo OOD έπρεπε να καταβληθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό, πράγμα που σήμαινε ότι το κράτος είχε επηρεαστεί από την απόφαση, αλλά δεν είχε κληθεί. Τον Δεκέμβριο του 2011 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αποδέχτηκε την αίτηση του Υπουργού, ακύρωσε την προηγούμενη απόφασή του, άνοιξε εκ νέου τη διαδικασία και επανεξέτασε την υπόθεση.
Τελικά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση της εταιρείας για αποζημίωση τον Δεκέμβριο του 2014. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε υπάρξει άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του Ταμείου αναφορικά με την άρνηση χορήγησης επιχορήγησης στην Agro Frigo OOD και στις τυχόν ζημιές που υπέστη λόγω ότι η καταβολή μιας τέτοιας επιχορήγησης θα μπορούσε να γίνει μόνο αφού η ίδια η επιχείρηση είχε πραγματοποιήσει επένδυση. Ωστόσο, δεν είχε δημιουργήσει τη γεωργική αγορά που είχε προγραμματίσει με δικά της οικονομικά μέσα.
Επικαλούμενη το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας), η προσφεύγουσα εταιρία ισχυρίζεται ότι η ακύρωση μιας οριστικής αποφάσεως υπέρ της, η οποία της είχε απονέμει αποζημίωση σε βάρος του κράτους, προσβάλλει τα δικαιώματά της για δίκαιη δίκη και ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η προσφεύγουσα εταιρία, άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά του Ταμείου μετά την απόρριψη της αιτήσεώς της για επιχορήγηση. Σύντομα μετά την απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2011, έλαβε εκτελεστή αμετάκλητη απόφαση.
Ωστόσο, ύστερα από αίτηση επανάληψης διαδικασίας του Υπουργού Οικονομικών, βασιζόμενη σε αλλαγές σε σχέση με τη λειτουργία του SAPARD και με αποτέλεσμα αλλαγές στην καταβολή οποιωνδήποτε αποζημιώσεων, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση της απόφασης της 15ης Απριλίου 2011, πραγματοποίησε ακρόαση σχετικά με την αίτηση επανεξέτασης, και με απόφαση της 20ης Δεκεμβρίου 2011, ακύρωσε την προηγούμενη απόφασή του. Άνοιξε εκ νέου τη διαδικασία, διαπιστώνοντας ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Με τον τρόπο αυτό, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε διατάξεις που αποσκοπούσαν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τρίτων που δεν συμμετείχαν, αλλά τα δικαιώματά τους θίγονται από δικαστικές διαδικασίες. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προστασία των δικαιωμάτων και των νόμιμων συμφερόντων τρίτων μπορεί, καταρχήν, να συνιστά θεμιτό λόγο που δικαιολογεί την ακύρωση μιας αμετάκλητης απόφασης, χωρίς να είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Από την πλευρά του, το Δικαστήριο δέχεται τη διαπίστωση του εθνικού δικαστηρίου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 246 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το οποίο καθορίζει τους όρους για την επανάληψη διαδικασίας.
Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ακύρωση της απόφασης της 15ης Απριλίου 2011 σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρίας αποσκοπούσε στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τρίτου, όπως προβλέπεται από το εσωτερικό δίκαιο.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι μετά την εκ νέου συζήτηση της υπόθεσης της προσφεύγουσας εταιρίας, τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή της περί αποζημίωσης βάσει στοιχείων που δεν είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, δηλαδή την αιτιολόγηση της αίτησης της προσφεύγουσας εταιρίας για επιδότηση σε έγγραφα τα οποία είχαν πλαστογραφηθεί ή ήταν άκυρα.
Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι η επανάληψη της διαδικασίας και η ακύρωση της απόφασης της 15ης Απριλίου 2011 ήταν αναγκαία λόγω σημαντικών και επιτακτικών περιστάσεων, όπως απαιτεί η νομολογία του, και ότι δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, ανεξάρτητα από το αν η προσφεύγουσα εταιρία μπορούσε ή όχι να έχει δικαιολογημένη πεποίθηση ότι θα λάβει την αποζημίωση που της είχε χορηγηθεί αρχικά, η προσβολή της απόφασης ήταν νόμιμη. Όπως προαναφέρθηκε, βασίστηκε σε διατάξεις εσωτερικού δικαίου και το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόστηκαν κατά τρόπο συμβατό με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Επιπλέον, η παρέμβαση επιδίωκε θεμιτό σκοπό, δηλαδή την προστασία των δικαιωμάτων του κράτους ως συμβαλλόμενου μέρους που θίγεται από αμετάκλητη απόφαση.
Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι αρχές δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να διορθώνουν τα λάθη τους, ακόμη και εκείνα που οφείλονται στη δική τους αμέλεια, διότι η διατήρηση τους θα ήταν αντίθετη προς τη θεωρία του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Επίσης, το Δικαστήριο επισημαίνει επιπλέον ότι θα μπορούσε να αμφισβητηθεί εάν η εταιρεία ενήργησε με καλή πίστη.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
(επιμέλεια echrcaselaw.com).