Άρνηση χορήγησης επιδόματος. Η στέρηση του δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων παραβίασε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Elisei-Uzun και Andonie κατά Ρουμανίας της 23.04.2019 (αριθ. 42447/10)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Διακριτική μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων. Άρνηση χορήγησης επιδόματος σε συγκεκριμένους υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μη δυνατότητα συμμετοχής των προσφευγόντων στην ακροαματική διαδικασία ενώπιον  Εφετείου στη συζήτηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης χορήγησης επιδομάτων. Κατάργηση επιδομάτων λόγω συνταγματικών νομοθετικών αλλαγών.  Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των προσφευγόντων χωρίς να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους και χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόρριψη της αξίωσής τους.  Παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Μη παραβίαση του άρθρου 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου,  λόγω της ορθής εξισορρόπησης μεταξύ του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και του δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι η νομοθεσία δεν προέβλεπε πλέον τα συγκεκριμένα επιδόματα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6§1

Άρθρο 14

Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες γεννήθηκαν το 1975 και ζουν στο Târgu-Mureş. Άρχισαν να εργάζονται ως δικαστικοί υπάλληλοι στο δικαστήριο του Mureş τον Ιούνιο του 2000.

Η υπόθεση αφορά την  πρόσβαση σε δικαστήριο αναφορικά με διαμαρτυρία για εικαζόμενη διακριτική μεταχείριση.

Τον Δεκέμβριο του 2007, οι κ.κ. Elisei-Uzun και Andonie προσέφυγαν στο δικαστήριο του Mureş για αποζημίωση που να αντιστοιχεί στο «επίδομα εμπιστευτικότητας» (spor de fidelitate), το οποίο θεωρούσαν ότι δικαιούνταν από το Δεκέμβριο του 2004 σε σχέση με τον μισθό τους. Κατήγγειλαν ότι πληρούσαν τις ίδιες προϋποθέσεις με όλους τους άλλους δικαστικούς και μη υπαλλήλους που είχαν λάβει το επίδομα εμπιστευτικότητας, αλλά είχαν αποκλειστεί από τις νομοθετικές διατάξεις. Άσκησαν αγωγή κατά του εργοδότη τους, του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργείου Οικονομικών.

Τον Φεβρουάριο του 2008, το Περιφερειακό Δικαστήριο δέχτηκε την αγωγή και διέταξε την καταβολή αποζημίωσης στους προσφεύγοντες λόγω διάκρισης. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Οικονομικών άσκησαν έφεση, αλλά τον Μάιο του 2008 το Εφετείο απέρριψε την έφεση. Θεώρησε ότι οι προσφεύγοντες απέδειξαν την ύπαρξη διακριτικής μεταχείρισης. Το δικαστήριο βασίστηκε στους νόμους που ρυθμίζουν το «επίδομα εμπιστευτικότητας» (spor de confidenţialitate). Εν τω μεταξύ, οι αρχές κατέβαλαν σε κάθε έναν από τους προσφεύγοντες το 30% της αποζημίωσης.

Τον Νοέμβριο του 2008, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση για τη διόρθωση ουσιωδών σφαλμάτων της απόφασης του Εφετείου. Ζήτησαν να αντικατασταθεί η λέξη «εμπιστευτικότητα» με τη λέξη «αφοσίωση». Το Εφετείο δέχτηκε την αίτηση, δεδομένου ότι η χρήση της φράσης «επίδομα εμπιστευτικότητας» είχε προέλθει από τεχνικό σφάλμα και δεν επηρέασε την αιτιολογία της αποφάσεως.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε έκτακτο ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης του Μαΐου του 2008 και επεσήμανε ότι το αντικείμενο της διαφοράς δεν ήταν το επίδομα εμπιστευτικότητας, αλλά μάλλον το επίδομα αφοσίωσης. Τον Οκτώβριο του 2009, το Εφετείο έκανε δεκτό το έκτακτο ένδικο μέσο και εξαφάνισε την απόφαση. Έκρινε ότι το αντικείμενο της διαφοράς είχε προσδιοριστεί εσφαλμένα ως δικαίωμα επί του «επιδόματος εμπιστευτικότητας». Αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί απλό τυπικό λάθος. Παρατήρησε επίσης ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε κηρύξει αντισυνταγματικές τις σχετικές διατάξεις του διατάγματος για την καταπολέμηση των διακρίσεων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν πλέον νομικοί λόγοι για την υποστήριξη της αγωγής των προσφευγόντων. Επομένως, απέρριψε την αρχική αγωγή των προσφευγόντων.

Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν πολλές ανεπιτυχείς εφέσεις κατά της απόφασης αυτής.

Επικαλούμενοι το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα ακρόασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) στη Σύμβαση, οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται ότι  η απόφαση του Εφετείου του Οκτωβρίου 2009 παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθώς αυτή είχε παραβλέψει μια αμετάκλητη και δεσμευτική απόφαση, η οποία, επιπλέον, είχε εν μέρει εκτελεστεί. Ειδικότερα διαμαρτυρήθηκαν ότι τα δικαιώματά τους δυνάμει του άρθρου 6 § 1 έχουν παραβιαστεί, καθώς το Εφετείο στην απόφαση αυτή απέρριψε την αρχική αγωγή τους χωρίς να τους δώσει την ευκαιρία να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους και χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόρριψη αυτής.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης, το ΕΔΔΑ επισημαίνει εξαρχής ότι τα δύο δικαστήρια που έκριναν υπέρ των προσφευγόντων, εξέτασαν το βάσιμο του αιτήματός τους για αποζημίωση και επικαλέστηκαν, πέραν του εσωτερικού δικαίου, απευθείας την σύμβαση.

Ωστόσο, το Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, της 14ης Οκτωβρίου 2009,  έκρινε ότι η αρχική αγωγή των προσφευγόντων αφορούσε μια νομοθετική αλλαγή και βασίστηκε αποκλειστικά στις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό, το Εφετείο απέτυχε να αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι αποφάσεις αυτές με κάποιο τρόπο ήταν σχετικές με την αγωγή των προσφευγόντων. Επιπλέον, δεν έκανε αναφορά στις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης (οι οποίες εξάλλου δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εξέτασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου).

Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν για τη δυνατότητα εφαρμογής των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου, διότι στην ίδια ακρόαση το δικαστήριο εξέτασε το έκτακτο ένδικο μέσο και επανεξέτασε την αρχική αγωγή των προσφευγόντων.  Επομένως, το εν λόγω δικαστήριο έπρεπε να ζητήσει τη γνώμη των διαδίκων ως προς το βάσιμο της αρχικής αγωγής υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων που επέφερε η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ιδίως διότι η ερμηνεία των επίμαχων νομικών διατάξεων αποτελούσε αμφισβητούμενο σημείο κατά την πρώτη διαδικασία που έλαβε χώρα πριν από την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων.

Εντούτοις, το Εφετείο εξέτασε, κατά την ίδια διαδικασία, τόσο το έκτακτο ένδικο μέσο, όσο και την αρχική αγωγή που άσκησαν οι προσφεύγοντες. Οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους επί της ουσίας και ειδικότερα να σχολιάσουν τις πιθανές συνέπειες των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 2008.

Όμως, τα εθνικά δικαστήρια έχουν καθήκον να επιτρέπουν στους διαδίκους να υποβάλουν τα επιχειρήματά τους και να προβαίνουν σε ορθή εξέταση των ισχυρισμών, επιχειρημάτων και αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν τα μέρη. Υπό τις ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υποθέσεως, το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι η εισαγωγή, στο σκεπτικό του Εφετείου, του επιχειρήματος που στηρίζεται στον αντισυνταγματικό χαρακτήρα των διατάξεων του διατάγματος περί απαγορεύσεως των διακρίσεων αιφνιδίασε τους προσφεύγοντες και παραβίασε το δικαίωμα ακρόασης στην διαδικασία.

Επιπλέον, το ΕΔΔΑ δεν μπορεί να διατυπώσει κανένα επιχείρημα στην απόφαση του Εφετείου της 14ης Οκτωβρίου 2009 που θα εξηγούσε γιατί το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να επικαλεστεί απευθείας τις διατάξεις του Συντάγματος που κατοχυρώνουν την αρχή της ισότητας και της μη διάκρισης. Το ΕΔΔΑ παρατηρεί συναφώς ότι η αιτιολογία του Εφετείου  δεν περιέχει καμία αναφορά στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 14 της σύμβασης ή το άρθρο 1 του 12ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το Εφετείο, με την αμετάκλητη του απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, απέρριψε την αγωγή των προσφευγόντων χωρίς να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους και χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόρριψη της αξίωσής τους. Έτσι, παραβίασε το δικαίωμα των προσφευγόντων σε δίκαιη δίκη και κατά συνέπεια υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Τέλος, οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονταν ότι η άρνηση χορήγησης του επιδόματος εμπιστευτικότητας αποτελούσε διάκριση λόγω του επαγγέλματός τους, κατά παράβαση του άρθρου 14 της σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθώς και το άρθρο 1 του 12ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα εγχώρια δικαστήρια επέτυχαν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των προσφευγόντων στην προστασία της ιδιοκτησίας και του γενικού συμφέροντος για τη διόρθωση των σφαλμάτων κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, έτσι έκρινε ότι δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου σε συνδυασμό με το άρθρο 14 και άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση: το Δικαστήριο απονέμει το ποσό των 4.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και  το ποσό των 1.350 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα που καλύπτει τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.(επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες