Κακομεταχείριση κρατουμένων που αποπειράθηκαν να αποδράσουν από την αστυνομία. Καταδίκη για εξευτελιστική τους μεταχείριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Gablishvili κ.α. κατά Γεωργίας της 21.02.2019 (αρ. προσφ. 7088/11)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απόπειρα απόδρασης από τις φυλακές. Οι προσφεύγοντες είχαν περάσει μέσω μιας ανοικτής πόρτας, είχαν ανέβει πάνω σε ψηλό τοίχο και είχαν πηδήξει από την πίσω αυλή. Καταγγελίες ότι τους ασκήθηκε αστυνομική βία με ξύλινα ραβδιά και σιδερένιους σωλήνες κατά το στάδιο της σύλληψης τους, αλλά και κατόπιν της παράδοσής τους στη αστυνομία.

Παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3 αναφορικά με τον πρώτο και τέταρτο προσφεύγοντα. Το  ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι τραυματισμοί αυτοί προκλήθηκαν από κακομεταχείριση στην οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της σύλληψης, λαμβάνοντας υπόψη τα εγκληματολογικά αποδεικτικά στοιχεία, τη φύση των τραυματισμών τους και τις λεπτομερείς και συνεκτικές μαρτυρίες τους. Αντίθετα για τους λοιπούς προσφεύγοντες, το Στρασβούργο δεν μπόρεσε να συναγάγει πέραν εύλογης αμφιβολίας ότι η προσφυγή στη σωματική βία των αστυνομικών ήταν υπερβολική, δεδομένου ότι είχαν αντισταθεί στη σύλληψη, ενώ τα τραύματά τους ήταν δευτερεύοντα χωρίς μακροχρόνιες συνέπειες για την υγεία τους.

Επιπλέον, υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ως προς όλους τους προσφεύγοντες, δεδομένου ότι οι αρχές δεν διενήργησαν ανεξάρτητη, εμπεριστατωμένη και αποτελεσματική έρευνα του περιστατικού.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες,  Giorgi Gablishvili,  Romik Kasyanovi,  Zurab Gachechiladze και  Giorgi Mtchedlidze, είναι Γεωργιανοί που γεννήθηκαν το 1988, το 1982, το 1984 και το 1987 αντίστοιχα. Το επίδικο χρονικό διάστημα εξέτιαν τις ποινές τους στη φυλακή Rustavi αρ. 1 στη Γεωργία.

Η υπόθεση αφορούσε την υποτιθέμενη κακομεταχείριση των κρατουμένων και την αποτυχία των εθνικών αρχών να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα ως προς το θέμα αυτό.

Στις 30 Μαρτίου 2009, οι προσφεύγοντες συνελήφθησαν σε ναυπηγείο πίσω από τη φυλακή κατά τη διάρκεια μίας επιχείρησης απόδρασης. Σύμφωνα με αυτούς, είχαν περάσει μέσω μιας ανοικτής πόρτας, είχαν ανέβει πάνω σε ψηλό τοίχο και είχαν πηδήξει από την πίσω αυλή. Εκεί δέχθηκαν επίθεση από τους αστυνομικούς της φυλακής που τους χτύπησαν σοβαρά με ξύλινα ραβδιά και σιδερένιους σωλήνες. Μετά τη σύλληψη, οι υποψήφιοι τοποθετήθηκαν σε ένα κελί τιμωρίας, όπου συνέχισαν να τους χτυπάνε.

Την ίδια ημέρα, το Υπουργείο Φυλακών διέταξε ποινική έρευνα για τις περιστάσεις της απόπειρας απόδρασης. Ο ανακριτής που εξέτασε τους προσφεύγοντες, απέδωσε όλους τους τραυματισμούς τους  στην πτώση από το τείχος της φυλακής. Ο ανακριτής εξέτασε επιπλέον έναν επίσημο διορισμένο από το κράτος πραγματογνώμονα, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τραυματισμοί των προσφευγόντων θα μπορούσαν να προκληθούν από χτυπήματα με σκληρά αντικείμενα κατά τη στιγμή της προσπάθειας απόδρασης.

Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, οι προσφεύγοντες απέσυραν τις αρχικές τους δηλώσεις και κατέθεσαν ότι είχαν υποστεί κακομεταχείριση κατά τη σύλληψή τους. Τον Δεκέμβριο του 2009 το δικαστήριο της πόλης Rustavi τους καταδίκασε για απόπειρα απόδρασης από τη φυλακή. Ο δεύτερος και ο τρίτος των προσφευγόντων κρίθηκαν επίσης ένοχοι για αντίσταση κατά των φρουρών της φυλακής. Όλες οι προσφυγές τους απορρίφθηκαν.

Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν μήνυση για κακομεταχείριση και ζήτησαν την ποινική δίωξη των υπευθύνων. Το Υπουργείο Φυλακών ανέκρινε τον Διοικητή των φυλακών και τέσσερις άλλους φύλακες που συμμετείχαν στο περιστατικό και όλοι τους αρνήθηκαν ότι είχαν χτυπήσει τους προσφεύγοντες.

Στις 20 Αυγούστου 2012, ο εισαγγελέας που ήταν αρμόδιος για την υπόθεση αποφάσισε να θέσει στο αρχείο την υπόθεση ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα. Αποδέχθηκε πλήρως την εκδοχή των γεγονότων των αστυνομικών, καταλήγοντας  ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν τραυματιστεί όταν πήδηξαν από τον τοίχο. Οι προσφεύγοντες δεν ενημερώθηκαν σχετικά με την απόφαση και ενημερώθηκαν για αυτή το 2014.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν ότι είχαν υποστεί κακομεταχείριση από τους αστυνομικούς υπάλληλους της φυλακής κατά τη σύλληψή τους μετά από την απόπειρά τους να αποδράσουν από την φυλακή και στο αμέσως επόμενο διάστημα, ενόσω βρίσκονταν στα κελιά τους. Υποστήριξαν επίσης ότι οι αρχές δεν κατάφεραν να διενεργήσουν διεξοδική, επαρκή και ανεξάρτητη έρευνα των ισχυρισμών τους περί κακομεταχείρισης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….

Παραβίαση του άρθρου 3 (μεταχείριση) όσον αφορά τον πρώτο και τέταρτο προσφεύγοντα

Μη παραβίαση του άρθρου 3 (μεταχείριση) όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτο προσφεύγοντες

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η Κυβέρνηση δεν παρείχε εύλογες εξηγήσεις ως προς την αιτία των τραυματισμών του πρώτου και τέταρτου προσφεύγοντος. Λαμβάνοντας υπόψη σωρευτικά τα αποδεικτικά στοιχεία και τη φύση των τραυματισμών των προσφευγόντων, και ενόψει των λεπτομερών και συνεκτικών μαρτυριών, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι τραυματισμοί αυτοί προκλήθηκαν από κακομεταχείριση στην οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της σύλληψη στις 30 Μαρτίου 2009.

Λαμβανομένων υπόψη των τραυματισμών που σημειώθηκαν και του γεγονότος ότι ορισμένοι από τους υπαλλήλους των φυλακών δέχτηκαν την θέση του πρώτου και του τέταρτου των προσφευγόντων,  ότι οι δύο δεν είχαν αντισταθεί στη σύλληψη,  το Δικαστήριο είναι έτοιμο να εξετάσει σοβαρά στους ισχυρισμούς τους ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των προσφευγόντων παραβίασαν τις εντολές των αξιωματικών να παραδοθούν.

Σημειώνει συναφώς ότι οι δύο ενδιαφερόμενοι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν για αντίσταση κατά των υπαλλήλων των φυλακών. Αυτές οι περιστάσεις καταλογίζονται έντονα σε βάρος των ενδιαφερομένων, με αποτέλεσμα το βάρος της κυβέρνησης να αποδείξει ότι η χρήση βίας δεν ήταν υπερβολική σε αυτή την περίπτωση, είναι λιγότερο αυστηρό.

Το Δικαστήριο έχει επίγνωση των δυσκολιών που συναντούν τα κράτη στη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας στα σωφρονιστικά καταστήματα και ότι μια απλή υπόθεση ανυπακοής των κρατουμένων μπορεί γρήγορα να εξελιχθεί σε εξέγερση. Παρατηρεί ότι οι τρεις υπό κράτηση αξιωματικοί υπέστησαν διάφορα τραύματα κατά τη διάρκεια του συμβάντος. Τα τραύματα που υπέστησαν οι δύο προσφεύγοντες, από την άλλη πλευρά, ταξινομήθηκαν σωρευτικά ως δευτερεύοντα χωρίς μακροχρόνιες συνέπειες για την υγεία τους.

Εν πάση περιπτώσει, Δικαστήριο διαπίστωσε ο βαθμός σοβαρότητας των χτυπημάτων στο σώμα και τα άκρα των δύο προσφευγόντων δεν μπορούσε από μόνος του να αποδείξει επαρκώς ότι οι αρχές είχαν χρησιμοποιήσει υπερβολική δύναμη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι από τα στοιχεία του φακέλου των υποθέσεων προκύπτει ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν την απόπειρα απόδρασης εξελίχθηκαν αυθόρμητα. Ως εκ τούτου, οι φύλακες που διενήργησαν τη σύλληψη ενδέχεται να μην ήταν σε θέση να λάβουν μέτρα για να ελαχιστοποιήσουν τυχόν τραυματισμούς.

Το ΕΔΔΑ κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, δεν μπορεί να συναγάγει πέραν εύλογης αμφιβολίας ότι η προσφυγή στη σωματική βία για τη συγκράτηση του δεύτερου και του τρίτου των προσφευγόντων ήταν υπερβολική. Το Δικαστήριο δεν αγνοεί το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι ο ξυλοδαρμοί τους εξακολούθησαν από τους φύλακες και μετά την παράδοσή τους. Σημειώνει ωστόσο ότι τα ιατρικά στοιχεία της δικογραφίας δεν διαφοροποιούνταν μεταξύ των τραυματισμών που προκλήθηκαν ως απάντηση στην επίθεση που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της σύλληψης και στους τραυματισμούς που φέρεται ότι ακολούθησαν λόγω της μεταγενέστερης κακομεταχείρισης.

Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένης της ανωτέρω διαπίστωσης, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να συναγάγει πέραν πάσης αμφιβολίας συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες είχαν χτυπηθεί ενόσω βρίσκονταν στα κελιά τους.  Τονίζει ειδικότερα στο σημείο αυτό ότι η αδυναμία του να καταλήξει στο συμπέρασμα ως προς το αν υπήρξε απαγόρευση του άρθρου 3 της Σύμβασης μετά τη σύλληψη των προσφευγόντων οφείλεται αισθητά στην αδυναμία των εθνικών αρχών να διερευνήσουν αποτελεσματικά την καταγγελία τους.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης στο ουσιαστικό της σκέλος όσον αφορά τον πρώτο και τον τέταρτο προσφεύγοντα. Επιπλέον, διαπιστώνει ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της σύμβασης ως προς την ουσία του όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο προσφεύγοντα.

Παραβίαση του άρθρου 3 (έρευνα) και για τους τέσσερις προσφεύγοντες

Εν προκειμένω, παρά το γεγονός ότι οι αρχές επιλήφθησαν έγκαιρα για εγκληματολογική εξέταση των τραυματισμών των προσφευγόντων, ακόμη και αν δεν ήταν προβληματική, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για να ξεκινήσει επίσημη έρευνα και να ληφθούν σχετικές μαρτυρίες. Επομένως, η έρευνα δεν ανταποκρίνεται στις σχετικές προδιαγραφές.

Από την απόφαση του εισαγγελέα να θέσει στο αρχείο την υπόθεση προκύπτει επίσης ότι τα συμπεράσματα βασίζονται μόνο στις μαρτυρίες που δόθηκαν από τους υπαλλήλους των φυλακών που εμπλέκονται στο περιστατικό. Ο εισαγγελέας αποδέχτηκε την αξιοπιστία των δηλώσεων των φυλάκων χωρίς να παράσχει καμία πειστική αιτιολογία, παρά το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι υποκειμενικές και να αποφεύγουν την ποινική ευθύνη για την υποτιθέμενη κακομεταχείριση των προσφευγόντων. Η αξιοπιστία των δηλώσεων των αξιωματικών των φυλακών θα έπρεπε να είχε αμφισβητηθεί, δεδομένου ότι η έρευνα είχε ως σκοπό τη διαπίστωση εάν ήταν δυνατόν να ασκηθούν ποινικές διώξεις σε βάρος τους. Επιπλέον, η εξέταση των φυλάκων ήταν επιφανειακή. Αφού εξέτασε την ουσία των δηλώσεών τους, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το περιεχόμενό τους αποτελούσαν στερεότυπες εκφράσεις σύμφωνα με τις οποίες δεν είχαν συμμετάσχει σε οποιαδήποτε κακομεταχείριση και ότι η φυσική δύναμη που είχε χρησιμοποιηθεί για να συλλάβουν τους προσφεύγοντες ήταν απαραίτητη. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, ανεξάρτητα από την ισχυρή αποδεικτική αξία που συνήθως προσελκύουν τα ιατροδικαστικά αποδεικτικά στοιχεία, η έρευνα δεν προσπάθησε καν να επιδιώξει θεμελίωση σε αυτά.

Επιπλέον, δεν είναι σαφές εάν οι αρχές αμφισβήτησαν ορισμένους δυνητικά σημαντικούς μάρτυρες. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται, για παράδειγμα, οι φύλακες των φυλακών, οι οποίοι, σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, είχαν διαταχθεί από τον διοικητή των φυλακών να πυροβολήσουν τους προσφεύγοντες μετά τη σύλληψή τους, ο ερευνητής ο οποίος φέρεται ότι έλαβε τις αρχικές δηλώσεις των προσφευγόντων υπό την πίεση του επικεφαλής της Υπηρεσίας Φυλακών, ο οποίος φέρεται να επισκέφθηκε τους προσφεύγοντες σύντομα μετά το περιστατικό και τους υποσχέθηκε επιείκεια με αντάλλαγμα τη σιωπή. Η κυβέρνηση δεν υπέβαλε αντίγραφο των δηλώσεών τους ως μέρους του φακέλου έρευνας.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν διενήργησαν ανεξάρτητη, εμπεριστατωμένη και αποτελεσματική έρευνα των περιστάσεων που περιβάλλουν το περιστατικό της 30ής Μαρτίου 2009. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Συμβάσεως, στο πλαίσιο του διαδικαστικού του σκέλους, έναντι όλων των προσφευγόντων.

Δίκαιη ικανοποίηση : Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 6.000 ευρώ για καθέναν από τους πρώτο και τέταρτο των προσφευγόντων και 3.000 ευρώ για καθέναν από τους υπόλοιπους για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες