Η ποινή της ισόβιας κάθειρξης στο «μικροσκόπιο» του ΕΔΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΤΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ 

Hutchinson κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 17.01.2017 (αρ. προσφ. 57592/08)

 ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ισόβια κάθειρξη. Συμβατότητα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Ο προσφεύγων έχει καταδικαστεί για τρεις κατηγορίες . Η  τιμωρία που του επιβλήθηκε ήταν ισόβια κάθειρξη με την ελάχιστη προβλεπόμενη  προς έκτιση ποινή τα  18 χρόνια κάθειρξης. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει την επιβολή της ισόβιας κάθειρξης για εκείνους που έχουν καταδικαστεί για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, όπως η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Ωστόσο, για να είναι συμβατή η ποινή με τη Σύμβαση έπρεπε να υφίστανται: α) μια προοπτική απελευθέρωσης για τον κρατούμενο και β) μια δυνατότητα επανεξέταση της ποινής του. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ποινές ισόβιας κάθειρξης στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν τώρα να θεωρούνται ως επανεξετάσιμες, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Η ισόβια κάθειρξη για να είναι συμβατή με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ πρέπει να υφίσταται νομοθετικά προοπτική απελευθέρωσης του ισοβίτη κρατουμένου και να έχει αυτός την δυνατότητα επανεξέτασης της ποινής του.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Arthur Hutchinson, είναι Βρετανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1941 και βρίσκετε υπό κράτηση στις φυλακές Durham (Ηνωμένο Βασίλειο).

Τον Σεπτέμβριο του 1984, ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για τρεις κατηγορίες, για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βιασμό και διακεκριμένη κλοπή, όπου ο δικαστής τον καταδίκασε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης με ελάχιστη έκτιση ποινής τα 18 έτη, απόφαση που κατέστη αμετάκλητη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν απαγορεύει την επιβολή της ισόβιας κάθειρξης για εκείνους που έχουν καταδικαστεί για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, όπως η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Ωστόσο, για να είναι συμβατή η ποινή με τη Σύμβαση έπρεπε να υπάρχει τόσο μια προοπτική απελευθέρωσης για τον κρατούμενο όσο και μια ενδεχόμενη επανεξέταση της ποινή τους.

Σε μια προηγούμενη απόφαση της 9ης Ιουλίου 2013 (στην υπόθεση των Vinter και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου αριθμ. προσφ. 66069/09, 130/10 και 3896/10), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εγχώρια νομοθεσία αναφορικά με την εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης να απελευθερώσει έναν ισοβίτη στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ασαφής. Προσδιόρισε ειδικότερα μια διαφορά στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος μεταξύ των όρων της σχετικής νομοθεσίας, συγκεκριμένα  του άρθρου 30 του Ποινικού Κώδικα (ποινές) του 1997, και των επίσημων  δημοσιευμένων πολιτικών, όπως ορίζεται στο Εγχειρίδιο του Ισοβίτη. Το εγχειρίδιο αυτό ήταν κυρίως πολύ περιοριστικό, δίνοντας στους ισοβίτες μερική εικόνα των συνθηκών υπό τις οποίες θα μπορούσαν να απελευθερωθούν. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο  30, το οποίο, ερμηνευμένο από τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τον συμβατικό τρόπο, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι υποχρεώνει τον Υπουργό να απελευθερώσει ισοβίτη, όπου αποδεικνύονταν σε «εξαιρετικές περιστάσεις» ότι η ισόβια κάθειρξη δεν ήταν πλέον συμβατή με το άρθρο 3. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο, ως εκ τούτου, δεν πείστηκε ότι οι ισόβιες ποινές των προσφευγόντων τους έδιναν προοπτικές απελευθέρωσης ή μία δυνατότητα επανεξέτασης και δεν ήταν ως εκ τούτου, συμβατές με το άρθρο 3 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου είχε από τότε, αποσαφηνίσει το περιεχόμενο του σχετικού εθνικού δικαίου. Στην απόφασή του στην υπόθεση του R. κατά McLoughlin στις 18 Φεβρουαρίου του 2014, το Εφετείο απάντησε στην απόφαση Vinter και άλλοι, επιβεβαιώνοντας το νόμιμο καθήκον του Υπουργού, να έχει δικαίωμα απελευθέρωσης ισοβιτών με  τρόπο συμβατό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Όσο για τη δημοσιευμένη πολιτική, το εγχειρίδιο του ισοβίτη δεν μπορούσε να περιορίσει την υποχρέωση του Υπουργού να εξετάσει όλες τις περιστάσεις που σχετίζονται με την απελευθέρωση σύμφωνα με το άρθρο 30.

Το Δικαστήριο στη συνέχεια ανέλυσε το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αναφορικά με τη φύση και την έκταση της αναθεώρησης των ισόβιων ποινών, καθώς και τα κριτήρια, τους όρους και το χρονοδιάγραμμα για την αναθεώρησή των ποινών.

Κατ’ αρχάς, η εκτελεστική εξουσία και όχι ο δικαιοδοτικός χαρακτήρας της επανεξέτασης δεν ήταν καθαυτή αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 3, όπως προκύπτει από μια σειρά από προηγούμενες υποθέσεις ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο ελιγμών («περιθώριο εκτίμησης») των μελών να αποφασίζουν για τέτοια ζητήματα. Επιπλέον, οποιαδήποτε κριτική αναφορικά με το εθνικό σύστημα- η επανεξέταση μιας ποινής στην Αγγλία και στην Ουαλία έχει ανατεθεί στον Υπουργό – αντισταθμίστηκαν με την επίδραση του Νόμου περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRA). Ειδικότερα, ο υπουργός δεσμεύεται από το άρθρο 6 του Νόμου περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με το δικαίωμα απελευθέρωσης ισοβιτών κατά τρόπο συμβατό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, έχοντας υπόψη τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ και παρέχοντας λόγους και αιτιολογία για κάθε απόφαση. Πράγματι, η απόφαση του Υπουργού σχετικά με πιθανή απελευθέρωση υπόκειται στον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία με τη σειρά τους δεσμεύονται από την ίδια υποχρέωση να ενεργούν σύμφωνα με τα δικαιώματα της Σύμβασης.

Επιπλέον, και αυτό είναι κρίσιμο, το Εφετείο σημείωσε στην απόφαση στο R. Κατά McLoughlin ότι οι «Εξαιρετικές περιστάσεις» που αναφέρονται στο άρθρο 30 δεν μπορούσαν νομίμως να περιοριστούν σε καταστάσεις όπου η ζωή του ισοβίτη έρχονταν στο τέλος της, όπως ανακοινώθηκε στο Εγχειρίδιο του ισοβίτη, αλλά έπρεπε να περιλαμβάνουν όλες τις έκτακτες συνθήκες που ήταν σχετικές με την απελευθέρωση του ισοβίτη σύμφωνα με την αρχή της συμπόνοιας. Επιβεβαίωσε επίσης ότι ο όρος «ανθρωπιστικοί λόγοι» είχε ευρεία έννοια, έτσι ώστε να είναι συμβατή με το άρθρο 3 της Σύμβασης. Υπό αυτή την άποψη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τόνισε ότι ο ρόλος του Νόμου περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ήταν σημαντικός, το άρθρο 3 του νόμου απαιτούσε ότι η νομοθεσία πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από όλους τους δημόσιους φορείς σε ένα τρόπο συμβατό με τη Σύμβαση. Το Δικαστήριο ήταν έτσι πεπεισμένο ότι δύναται μια αναθεώρηση, η οποία όχι μόνο θα μπορούσε, αλλά έπρεπε να εξεταστεί αν, υπό το πρίσμα της σημαντικής αλλαγής του  ισοβίτη και της προόδου προς την κατεύθυνση της επανένταξης, η ισόβια κάθειρξη θα μπορούσε ακόμα να δικαιολογηθεί με νόμιμους ποινικούς λόγους.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο δεν έκρινε το εγχώριο σύστημα ως ανεπαρκές, αναφορικά με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για την αναθεώρηση, και ιδίως αν οι ισοβίτες θα μπορούσαν να γνωρίζουν πως όφειλαν να ενεργήσουν για να τεθούν ελεύθεροι, και υπό ποιες συνθήκες έλαβε χώρα η αναθεώρηση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το τμήμα 30 αναφορικά με τη δυνατότητα απελευθέρωσης θα μπορούσε, όχι μόνο να καθοδηγηθεί  από όλη την σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ως έχει σήμερα και όπως θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου).

Τέλος, αναφορικά με το χρονικό πλαίσιο της επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 30 του νόμου 1997, ο Υπουργός μπορεί να διατάξει την αποφυλάκισή «ανά πάσα στιγμή». Το γεγονός ότι το εσωτερικό σύστημα επιτρέπει η διαδικασία της επανεξέτασης  να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προς το συμφέρον των κρατουμένων, δεδομένου ότι δεν χρειάζεται να περιμένει το πέρας συγκεκριμένων ετών για μια πρώτη ή μεταγενέστερη επανεξέταση. Σε κάθε περίπτωση, η ατομική/προσωπική κατάσταση του κ. Hutchinson ήταν στο επίκεντρο της παρούσας αποφάσεως, και δεν είχε αποτραπεί ή αποθαρρυνθεί από το να αιτηθεί στον Υπουργό οποιαδήποτε στιγμή σχετικά με την απελευθέρωσή του.

Με τον τρόπο αυτό, το εγχώριο σύστημα, με βάση το καταστατικό (ο ποινικός κανονισμός  (ποινές) 1997 και ο νόμος για τα ανθρώπινα δικαιώματα), η νομολογία (των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου και του ΕΔΔΑ) και η δημοσιευμένη επίσημη πολιτική (στο Εγχειρίδιο του Ισοβίτη), δεν αποδείκνυαν την διαπιστωθείσα απόκλιση, την οποία είχε εντοπίσει το Δικαστήριο στην απόφαση Vinter.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ποινές ισόβιας κάθειρξης στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν τώρα να θεωρούνται ως επανεξετάσιμες, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Ξεχωριστές γνώμες

Ο Δικαστής López Guerra και ο δικαστής Pinto de Albuquerque εξέφρασαν μειοψηφούσες γνώμες. Ο  Δικαστής Sajó εξέφρασε χωριστή γνώμη. Αυτές προσαρτώνται στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες