Δηλώσεις στην τηλεόραση για θέμα δημοσίου συμφέροντος σε βάρος δικαστικού συμπαραστάτη ενηλίκου. Ποινική καταδίκη για δυσφήμιση! Καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Κίτσος κατά Ελλάδος της 22.09.2022 (αρ. προσφ. 21793/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμιση δύο προσώπων που ασκούσαν τα καθήκοντά τους, ως δικαστικός συμπαραστάτης ενηλίκου ο ένας και μέλος του εποπτικού συμβουλίου η δεύτερη.

Ο προσφεύγων εμφανίστηκε στην τηλεόραση και διατύπωσε κατηγορίες κατά των δύο ανωτέρω προσώπων. Ειδικότερα, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι τα δύο εν λόγω άτομα είχαν κατορθώσει να θέσουν τον Β.Π. υπό δικαστική συμπαράσταση, εφαρμόζοντας ένα «σατανικό σχέδιο», ότι είχαν «προκαλέσει την εξαφάνιση του Β.Π.» και χορηγώντας φάρμακα και ασκώντας ψυχολογική βία στον Β.Π.. είχαν οργανώσει τη μεταβίβαση μέρους της περιουσίας του τελευταίου στην Μ.Β.. έναντι τιμήματος ευτελούς αξίας και τους αποκάλεσε «απατεώνες».

Αργότερα τα δύο αυτά πρόσωπα καταδικάστηκαν για υπεξαίρεση για τις ανωτέρω πράξεις.

Μετά από μήνυσή τους εναντίον του προσφεύγοντος, για τις τηλεοπτικές του δηλώσεις εναντίον τους ο τελευταίος καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό για συκοφαντική δυσφήμηση και σε δεύτερο βαθμό για απλή δυσφήμηση. Η δευτεροβάθμια απόφαση επικυρώθηκε και από τον Άρειο Πάγο. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η ποινική του καταδίκη ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην εν λόγω υπόθεση έπρεπε να γίνει στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων, αφενός του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και αφετέρου της προστασίας της φήμης των άλλων. Το Δικαστήριο τόνισε καταρχάς ότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος ήταν τέτοιας φύσης που θα μπορούσαν να αμαυρώσουν τη φήμη του δικαστικού συμπαραστάτη του ενήλικα και του μέλους του εποπτικού συμβουλίου.

Ωστόσο, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα σχόλια του προσφεύγοντος περιείχαν έναν συνδυασμό γεγονότων, όπως αποδέχθηκαν τα εθνικά δικαστήρια, και αξιολογικών κρίσεων που είχαν κάποια πραγματική βάση, στο βαθμό που υποστηρίχθηκαν από την επακόλουθη ποινική καταδίκη των κατηγορηθέντων προσώπων για υπεξαίρεση/απιστία. Ακόμη, οι επίδικοι χαρακτηρισμοί δεν αφορούσαν απλώς μια ιδιωτική διαφορά, αλλά έθιγαν θέματα δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι έγιναν επισήμως στην εθνική τηλεόραση.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκαν τα εθνικά δικαστήρια για να δικαιολογήσουν την παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης δεν ήταν «σχετικοί και επαρκείς» και επομένως, διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.500 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη και 1.210 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 13 Δεκεμβρίου 2005 ο προσφεύγων εμφανίστηκε στην εθνική τηλεόραση και προέβη σε ισχυρισμούς κατά του Θ.Γ., δικαστικού συμπαραστάτη του Β.Π., και της M.Β., μέλους του εποπτικού συμβουλίου της δικαστικής συμπαράστασης του Β.Π. Ειδικότερα, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι τα δύο εν λόγω άτομα είχαν καταφέρει να θέσουν τον Β.Π. υπό δικαστική συμπαράσταση, εφαρμόζοντας έτσι ένα «σατανικό σχέδιο», το οποίο είχε ως αποτέλεσμα «ο Β.Π. να εξαφανιστεί», και – « με τη χορήγηση ψυχοτρόπων φαρμάκων και την άσκηση ψυχολογικής βίας» στον Β.Π. – οργάνωσαν τη μεταβίβαση μέρους της περιουσίας του τελευταίου στην Μ.Β. για ένα ευτελές πόσο. Τους αποκάλεσε επίσης απατεώνες».

Το 2007 τόσο ο Θ.Γ. και η M.Β. απομακρύνθηκαν από τα καθήκοντά τους, ως δικαστικός συμπαραστάτης και μέλος του εποπτικού συμβουλίου αντίστοιχα, για πράξεις και παραλείψεις επειδή δεν είχαν ενεργήσει με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του Β.Π., καθώς είχαν ανταλλάξει μέρος της ακίνητης περιουσίας του τελευταίου με ακίνητο που ανήκε στην M.Β. το οποίο άξιζε λιγότερο από το ήμισυ της αξίας του προαναφερόμενου. Σε ποινική δίωξη που ακολούθησε και έληξε το 2010, καταδικάστηκαν για υπεξαίρεση σε σχέση με τις προαναφερόμενες ενέργειες.

Μετά από μήνυση των Θ.Γ. και M.Β., ο προσφεύγων καταδικάστηκε το 2012 σε πρώτο βαθμό για συκοφαντική δυσφήμιση λόγω των δηλώσεών του στην εθνική τηλεόραση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών με αναστολή. Μετά από έφεση του προσφεύγοντος, το 2013 η ποινή φυλάκισης μειώθηκε σε επτά μήνες με αναστολή, αφού μετετράπη το αδίκημα σε απλή συκοφαντική δυσφήμιση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος σχετικά με την υπαγωγή του Β.Π. υπό το καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και τη μεταβίβαση μέρους της περιουσίας του στην M.Β. για ένα συμβολικό ποσό αποτελούσαν τετελεσμένα γεγονότα, ότι οι υπόλοιπες δηλώσεις είτε αντιστοιχούσαν είτε έμοιαζαν πολύ με δηλώσεις γεγονότων, οι οποίες, επιπλέον, ήταν αναληθείς και είχαν βλάψει τη φήμη του Θ.Γ. και της M.Β. Το γεγονός ότι είχαν απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους ή ότι είχαν καταδικαστεί για υπεξαίρεση λόγω ανταλλαγής της ακίνητης περιουσίας του Β.Π. δεν τους καθιστούσε, από μόνο του, «απατεώνες». Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετέτρεψε τις κατηγορίες από συκοφαντική δυσφήμιση σε απλή δυσφήμιση, ενώ απέρριψε το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι όσα είπε το έκανε γιατί είχε έννομο συμφέρον.

Μετά την άσκηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Θεώρησε ότι η τελευταία είχε συμπεριλάβει επαρκή αιτιολογία στην απόφασή της. Δεν υπήρχε τίποτα αντιφατικό στην αποδοχή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του γεγονότος ότι η ακίνητη περιουσία είχε μεταβιβαστεί σε χαμηλή τιμή, καθώς αυτή ήταν διαφορετική από το συμβολικό ποσό που ανέφερε ο προσφεύγων. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε επίσης το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε ερμηνεύσει εσφαλμένα το άρθρο 362 του Ποινικού Κώδικα. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε περαιτέρω παραβίαση των δικαιωμάτων του βάσει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ σε σχέση με την ακροαματική διαδικασία, η οποία είχε καταστήσει άκυρη ολόκληρη τη δικαστική διαδικασία. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό ως απαράδεκτο, αιτιολογώντας ότι οι λόγοι ακύρωσης λόγω παραβίασης της Σύμβασης αφορούσαν την ουσία και όχι την ακροαματική διαδικασία, όπως εσφαλμένα υποστήριξε ο προσφεύγων. Για τους λόγους αυτούς, προσπαθούσε να ανατρέψει την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις ήταν αναληθείς και ότι, κατά συνέπεια, είχε υπερβεί τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης. Σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης δεν είχε παραβιαστεί.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η ποινική του καταδίκη ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης που εγγυάται το άρθρο 10 της Σύμβασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο επισήμανε εξαρχής ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος ισοδυναμούσε με «παρέμβαση» της δημόσιας αρχής στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης, ότι αυτή η παρέμβαση προβλεπόταν από το άρθρο 362 του Ποινικού Κώδικα και επιδίωκε τον θεμιτό σκοπό της προστασίας της φήμης ή των δικαιωμάτων των άλλων.

Οι γενικές αρχές για την αξιολόγηση της αναγκαιότητας παρέμβασης στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης συνοψίστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Μπαλάσκας κατά Ελλάδας (αρ. προσφ. 73087/17, §§ 36-39, 5 Νοεμβρίου 2020).

Εφαρμόζοντας αυτές τις αρχές στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο τόνισε καταρχάς ότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος ήταν τέτοιας φύσης που θα μπορούσαν να αμαυρώσουν τη φήμη των Θ.Γ. και M.Β. και ότι, κατά συνέπεια, άγγιζαν το απαιτούμενο επίπεδο σοβαρότητας ώστε να συμπεριλαμβάνονται στην σφαίρα προστασίας που παρέχει το άρθρο 8 της Σύμβασης σε σχέση με αυτές. Τα εθνικά δικαστήρια χαρακτήρισαν τις επίμαχες δηλώσεις του προσφεύγοντος ως ίσες ή όμοιες με δηλώσεις γεγονότων και τις θεώρησαν αναληθείς. Ωστόσο, δεν παρείχαν πειστικούς λόγους για αυτό το συμπέρασμα. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα σχόλια του προσφεύγοντος περιείχαν έναν συνδυασμό δηλώσεων γεγονότων, όπως αποδέχθηκαν τα εθνικά δικαστήρια, και αξιολογικών κρίσεων που είχαν κάποια πραγματική βάση, στο βαθμό που υποστηρίχθηκαν από την επακόλουθη απομάκρυνση των δικαστικών συμπαραστατών από τα καθήκοντά τους και την ποινική καταδίκης τους για υπεξαίρεση/απιστία. Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με τη σχετική πραγματική βάση χωρίς να παράσχουν επαρκή αιτιολογία (βλ. Mατάλας κατά Ελλάδας αρ. προσφ. 1864/18, § 53, 25 Μαρτίου 2021). Απλώς εκτίμησαν κατά πόσο οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο επίσημο έγγραφο ήταν ικανές να προκαλέσουν βλάβη στα δικαιώματα της προσωπικότητας και της φήμης των εναγόντων, χωρίς να εκτιμήσουν πως η ποινική καταδίκη και η απομάκρυνση από τα καθήκοντά τους ως δικαστικοί συμπαραστάτες είχαν επηρεάσει τις κατηγορίες εναντίον του προσφεύγοντος

Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου έγιναν οι δηλώσεις. Σε αντίθεση με τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης, οι επίδικοι χαρακτηρισμοί δεν αφορούσαν απλά μια ιδιωτική διαφορά, αλλά έθιγαν θέματα δημοσίου συμφέροντος (βλ. Couderc and Hachette Filipacchi Associés κατά Γαλλίας [GC], αρ. 40454/07, § 103, ΕΣΔΑ 2015 (αποσπάσματα )), όπως φάνηκε και από το γεγονός ότι οι δηλώσεις έγιναν στην εθνική τηλεόραση. Οι Θ.Γ. και M.Β. είχαν αναλάβει τα καθήκοντά τους ως δικαστικός συμπαραστάτης και μέλος του εποπτικού συμβουλίου ενός ατόμου που ήταν πολύ γνωστό στην Κέρκυρα και θα μπορούσαν επομένως να αναμένουν έναν ορισμένο βαθμό δημόσιου ελέγχου σχετικά με τον τρόπο που είχαν ενεργήσει υπό αυτή την ιδιότητα. Τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν τη συνέντευξη που έδωσε ο προσφεύγων στο σύνολό της, αλλά επικεντρώθηκαν στους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησε, αποκομμένους από το πλαίσιό τους. Ως εκ τούτου, παρέλειψαν να συμπεριλάβουν στην αξιολόγησή τους οποιεσδήποτε εκτιμήσεις σχετικά με τη συμβολή της συνέντευξης του προσφεύγοντος σε ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και στον έλεγχο των ενεργειών των δικαστικών συμπαραστατών, τον οποίο οι τελευταίοι θα όφειλαν να αναμένουν. Όσον αφορά την ποινή που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις στην παρούσα υπόθεση που να δικαιολογούν την επιβολή ποινής φυλάκισης (βλ. αποφ. Μπαλάσκας).

Τα παραπάνω στοιχεία οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που επικαλέστηκαν τα εθνικά δικαστήρια για να δικαιολογήσουν την παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία έκφρασης δεν ήταν «σχετικοί και επαρκείς» και ότι η εξισορροπητική άσκηση μεταξύ του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης και του δικαιώματος των μηνυτών στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής δεν ασκήθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της Σύμβασης).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.210 ευρώ για δικαστικά έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες