Θανατηφόρος ξυλοδαρμός στρατιωτικού κατά την σύλληψή του. Την έρευνα διεξάγει για 12 χρόνια χωρίς αποτέλεσμα η αρχή που τον συνέλαβε. Αναποτελεσματική έρευνα. Παραβίαση δικαιώματος στη ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Shavadze κατά Γεωργίας της 19.11.2020 (αρ. προσφ. 72080/12)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Άγριος ξυλοδαρμός από αστυνομικούς. Δικαίωμα στη ζωή και αποτελεσματική έρευνα.

Ο σύζυγος της προσφεύγουσας, αξιωματικός του στρατού, συνελήφθη για αδίκημα του νόμου περί ναρκωτικών. Στην προσπάθειά του να δραπετεύσει, ξυλοκοπήθηκε άγρια από αστυνομικούς και απεβίωσε. Η έρευνα διεξήχθη από την ίδια αρχή που τέλεσε το αδίκημα, δηλαδή από το Υπουργείο Εσωτερικών, η οποία δεν εξέδωσε κανένα πόρισμα και έκτοτε η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη. Στην προσφεύγουσα δεν επετράπη να λάβει την ιδιότητα διαδίκου και δεν είχε πρόσβαση στη δικογραφία. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Το Στρασβούργο επανέλαβε την υποχρέωση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας για παράνομους ή ύποπτους θανάτους. Οι αρχές οφείλουν να λαμβάνουν  όλα τα εύλογα μέτρα που έχουν  στη διάθεσή τους όπως μάρτυρες, ιατροδικαστικές εκθέσεις, καταγραφή περιστατικού για να διεξάγουν ενδελεχώς  έρευνα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έρευνα στην περίπτωση του θανάτου του συζύγου της προσφεύγουσας, διεξήχθη από την ίδια αρχή  που προκάλεσε το θανάσιμο τραυματισμό δηλαδή από το Υπουργείο Εσωτερικών γεγονός που παραβίασε την αρχή της αμεροληψίας. Επιπροσθέτως το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η έρευνα ξεκίνησε στις 16 Αυγούστου 2008 και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Σε συνδυασμό με το γεγονός   ότι η προσφεύγουσα δεν κατέστη διάδικος και δεν έλαβε αντίγραφο της νεκροψίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 2 ως προς το διαδικαστικό του σκέλος.

Όσον αφορά τα αίτια του θανάτου, το ΕΔΔΑ, δεδομένου ότι η Κυβέρνηση δεν είχε παράσχει στο Δικαστήριο τα αποτελέσματα της νεκροψίας  παρά την κρίσιμη σημασία για την εξήγηση των τραυματισμών  και την διαπίστωση της αιτίας  του θανάτου του, ούτε ανέλαβε την ευθύνη για τον θάνατο, έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 ΕΣΔΑ).  Επιδίκασε δε ποσό 40.000 ευρώ για ψυχική οδύνη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΣΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Tsitsino Shavadze, είναι υπήκοος της Γεωργίας η οποία γεννήθηκε το 1965 και ζει στο Batumi (Γεωργία).

Ο σύζυγός της, αξιωματικός του στρατού απεβίωσε κατά τη διάρκεια αστυνομικής του κράτησης, μετά από σύλληψή του.

Κατά τη διάρκεια του πενταήμερου πολέμου μεταξύ στρατιωτικών δυνάμεων Γεωργίας και Ρωσίας τον Αύγουστο του 2008, ο σύζυγος της προσφεύγουσας, R.Sh., συνελήφθη σε έναν δρόμο στο Batumiα από μονάδα δυνάμεων ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών. Ανεξάρτητοι αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους αστυνομικούς  και τον αποκάλεσαν «προδότη της χώρας» πριν μεταφερθεί σε ένα φορτηγό.

Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή των γεγονότων, οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον R.Sh. για  ναρκωτικά. Τραυματίστηκε θανάσιμα όταν προσπάθησε να δραπετεύσει κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του από το Batumi στη Τιφλίδα.

Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της είχε πεθάνει ως αποτέλεσμα σοβαρής κακομεταχείρισης, ισχυριζόμενη ότι το σώμα του έφερε σαφή σημάδια βασανιστηρίων. Κατέθεσε βίντεο, όπου φαίνονταν το σώμα του συζύγου τους στο οποίο εμφανίζονταν πολλαπλοί τραυματισμοί, συμπεριλαμβανομένων εκτεταμένων σοβαρών τραυμάτων και εμφανιζόντανε  και σπασμένα δάχτυλα.

Το Υπουργείο Εσωτερικών κίνησε αμέσως ποινική έρευνα σχετικά με τον θάνατο του R.Sh. Τις επόμενες ημέρες πραγματοποίησε όλα τα προκαταρκτικά ερευνητικά μέτρα πριν από την παράδοση της έρευνας στις εισαγγελικές αρχές. Η έρευνα δεν εξέδωσε κανένα πόρισμα και έκτοτε η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη χωρίς να έχει ολοκληρωθεί. Η προσφεύγουσα η οποία έχει επανειλημμένα διαμαρτυρηθεί για μη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία με την ιδιότητα του υποστηρικτή της κατηγορίας, ούτε της είχε επιτραπεί η πρόσβαση στη δικογρφαία της υπόθεσης ούτε στη σχετική ιατροδικαστική νεκροψία.

Στηριζόμενη στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι οι αστυνομικοί είχαν βασανίσει τον σύζυγό της μέχρι θανάτου και ότι η σχετική έρευνα ήταν αναποτελεσματική.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Γενικές αρχές

Το Δικαστήριο είχε ήδη τονίσει ότι όταν ένα άτομο τίθεται υπό κράτηση σε καλή υγεία και πεθαίνει από τις δυνάμεις ασφαλείας, η υποχρέωση των αρχών να λογοδοτούν για τη μεταχείριση αυτού του ατόμου είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Κατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο έχει εφαρμόσει γενικά το πρότυπο της απόδειξης «πέρα από εύλογες αμφιβολίες».

Η υποχρέωση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας για παράνομους ή ύποπτους θανάτους έχει αποτυπωθεί στην πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ. Αυτή είναι μια υποχρέωση που αφορά τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν και όχι τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν. Οι αρχές πρέπει να λάβουν εύλογα μέτρα στη διάθεσή τους για να διασφαλίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με ένα περιστατικό, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, μαρτύρων, ιατροδικαστικών στοιχείων και, κατά περίπτωση, αυτοψία που παρέχει πλήρη και ακριβή καταγραφή του τραυματισμού και αντικειμενική ανάλυση κλινικών ευρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αιτίας του θανάτου. Τα άτομα που είναι υπεύθυνα για μια έρευνα θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα από οποιονδήποτε εμπλέκεται ή ενδέχεται να εμπλακεί στα γεγονότα. Οι αρχές πρέπει πάντα να κάνουν μια σοβαρή προσπάθεια να ανακαλύψουν τι συνέβη και δεν πρέπει να βασίζονται σε βιαστικά ή αβάσιμα συμπεράσματα για να αρχειοθετήσουν  την έρευνά τους.

Εφαρμογή των παραπάνω αρχών στην παρούσα υπόθεση

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο σύζυγος της προσφεύγουσας απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 2008 στα χέρια των αστυνομικών του Υπουργείου Εσωτερικών. Ωστόσο, η διαδικασία της έρευνας ξεκίνησε, αμέσως μετά τον θάνατό του, από ανακριτές της ίδιας αρχής και όχι από την εισαγγελική αρχή, σε αντίθεση με αυτό που απαιτείται από τη σχετική εσωτερική νομοθεσία. Αν και η εισαγγελική αρχή ανέλαβε την έρευνα σε μεταγενέστερο στάδιο, οι εισαγγελείς στηρίχθηκαν, όπως αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση, αποκλειστικά στα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξε προηγουμένως το Υπουργείο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η πρωταρχική και πιο αποτελεσματική έρευνα που διεξήχθη από τους προανακριτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών, εκτός ότι  αποτελούσε ανεξήγητη απόκλιση από τους εσωτερικούς διαδικαστικούς κανόνες, προφανώς παραβίασε τις απαιτούμενες απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ. Μια τέτοια διαδικαστική ανεπάρκεια δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει τις επακόλουθες εξελίξεις στην έρευνα.

Εξαιτίας αυτής της  διαδικαστικής κατάστασης,  η προσφεύγουσα  δεν μπορούσε να ασκήσει καθόλου διαδικαστικά δικαιώματα. Δεν μπόρεσε να λάβει καμία πληροφορία σχετικά με την έρευνα και δεν της επιτράπηκε να συμβουλευτεί την έκθεση σχετικά με το πόρισμα της  ιατροδικαστικής εξέτασης του σώματος του συζύγου της (νεκροψία). Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, σύμφωνα με τη σχηματισθείσα δικογραφία, μέχρι σήμερα, η έρευνα για το θάνατο του συζύγου της προσφεύγουσας – που ξεκίνησε στις 16 Αυγούστου 2008 – δεν κατέληξε σε κανένα αποδεικτικό αποτέλεσμα. Μια τέτοια απαγορευτική καθυστέρηση υποδηλώνει τη μη συμμόρφωση των εγχώριων αρχών με τις απαιτήσεις έγκαιρης και εύλογης διάρκειας. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να διακρίνει κανένα συγκεκριμένο λόγο για μια τόσο παρατεταμένη έρευνα σε εθνικό επίπεδο. Αυτή η έλλειψη δέουσας επιμέλειας, η οποία στα μάτια του Δικαστηρίου μοιάζει με εσκεμμένη καθυστέρηση, αποτελεί μια ακόμη ένδειξη ότι η ποινική επανεξέταση αποδείχθηκε ότι απέχει πολύ από το αποτέλεσμα και έχει στερήσει την προσφεύγουσα  από κάθε δυνατότητα αποζημίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η καθυστέρηση της δικαιοσύνης συχνά σημαίνει αρνησιδικία, καθώς η ύπαρξη παράλογων περιόδων αδράνειας και η έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους των αρχών κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας καθιστούν την έρευνα αναποτελεσματική, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα.

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της αρχικής έρευνας, τον αποκλεισμό του συγγενή του αποθανόντος και τις απαγορευτικές καθυστερήσεις στη διαδικασία, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η ποινική έρευνα για τον θάνατο ήταν αναποτελεσματική και παραβίασε τις διαδικαστικές υποχρεώσεις του εναγόμενου κράτους σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης.

Όσον αφορά την καταγγελία για την ουσιαστική πτυχή του άρθρου 2 της Σύμβασης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ο R.Sh. είχε σκοτωθεί από κρατικούς πράκτορες, ιδίως από τους αξιωματικούς του Υπουργείου Εσωτερικών που είχαν συμμετάσχει στη σύλληψη και συνοδεία του R.Sh. Επομένως, το βάρος της απόδειξης έφερε η κυβέρνηση να παράσχει ικανοποιητική και πειστική εξήγηση για το πώς ακριβώς διαδραματίστηκαν τα εν λόγω γεγονότα, η απουσία των οποίων, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, θα συνεπάγεται παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης στο ουσιαστικό του σκέλος.

Σχετικά με αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εγχώρια έρευνα δεν έχει καταλήξει και συνεχίζεται. Ενώ η επίσημη εκδοχή που παρουσίασε η κυβέρνηση είναι ότι οι αστυνομικοί κατέφυγαν στη χρήση βίας σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την παράνομη διαφυγή του R.Sh. από την αστυνομική κράτηση, αυτή όμως η εκδοχή δεν υποστηρίχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Δεδομένου ότι δεν έχει δοθεί πρόσβαση στον στενότερο συγγενή του αποθανόντος και, χωρίς καμία εξήγηση, η κυβέρνηση δεν έχει παράσχει στο Δικαστήριο τα αποτελέσματα της νεκροψίας  του συζύγου της προσφεύγουσας παρά την κρίσιμη σημασία για την εξήγηση των τραυματισμών  και τη διαπίστωσης της αιτίας  του θανάτου του, το   ΕΔΔΑ δεν μπορούσε να αποδεχτεί την επίσημη εκδοχή των λόγων πίσω από τη χρήση θανατηφόρας βίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τις μαρτυρίες της αστυνομικής βαρβαρότητας σχετικά με τη σύλληψη του συζύγου της προσφεύγουσας  και τη φύση των τραυματισμών που ήταν ορατοί στο σώμα  του αποβιώσαντος, όπως φαίνεται από την βιντεοσκόπησή του, παρατηρήσεις που δεν ήταν συμβατές με την άποψη της κυβέρνησης και τον ισχυρισμό της ότι η απώλεια της  ζωής του R.Sh. ήταν αποτέλεσμα της αναγκαίας χρήσης βίας για να αποφευχθεί η σύλληψή του.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Κυβέρνηση δεν έχει λάβει υπόψη τις περιστάσεις του θανάτου  του συζύγου της προσφεύγουσας  και δεν ανέλαβε  την ευθύνη του εναγόμενου κράτους για το θάνατό του.

Κατά συνέπεια, απεφάνθη ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ τόσο στο διαδικαστικό όσο και στο ουσιαστικό σκέλος του.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 40.000 ευρώ για ψυχική οδύνη (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες