Συστημικός περιορισμός της εκπροσώπησης του υπόπτου από δικηγόρο στην προδικασία: παραβίαση της δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Mehmet Zeki Çelebi κατά Τουρκίας της 28.1.2020  (αρ. προσφ. 27582/07)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δίκαιη δίκη και δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο.

Ο προσφεύγων συνελήφθη,  με την κατηγορία συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση, εκβίασης και ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατά συναυτουργία. Στο στάδιο την προανάκρισης ζήτησε νομική εκπροσώπηση ωστόσο βάσει νόμου δεν κρίθηκε απαραίτητη και η απολογία του έγινε απουσία δικηγόρου. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, όμως οι προανακριτικές καταθέσεις του, που είχαν γίνει απουσία δικηγόρου, ελήφθησαν υπόψιν στην καταδικαστική απόφαση. Τα εγχώρια Δικαστήρια καταδίκασαν το προσφεύγοντα αμετάκλητα σε ισόβια κάθειρξη.

Το Στρασβούργο υπενθυμίζει ότι η εκπροσώπηση από δικηγόρο κατά τη διάρκεια του σταδίου της προανάκρισης μπορεί να περιοριστεί προσωρινά όταν υπάρχουν «επιτακτικοί λόγοι» για αυτό.

Στην προκείμενη περίπτωση το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι δεν υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι για να περιοριστεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο ενώ ήταν υπό κράτηση.

Τέλος το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εγχώρια  δικαστήρια παρέλειψαν να ασκήσουν τις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις όσον αφορά  την άρνηση εκπροσώπησης από δικηγόρο κατά την υποβολή καταθέσεων στο προανακριτικό στάδιο και τη μεταγενέστερη χρήση αυτών των καταθέσεων  για να εξασφαλίσουν την καταδίκη του,

Έκρινε ότι η δίκαιη δίκη στη συνολική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος παραβιάστηκε λόγω του βασικού διαδικαστικού ελαττώματος που προέκυπτε από τον συστημικό περιορισμό του δικαιώματός της εκπροσώπησης από δικηγόρο κατά το προδικαστικό στάδιο. Παραβίαση του άρθρου  6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6§1

Άρθρο 6 § 3γ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Mehmet Zeki Çelebi, είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1973 και ζει στο Van (Τουρκία).

Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του ότι η ποινική δίκη εναντίον του για την ιδιότητα μέλους της τρομοκρατικής οργάνωσης PKK (Κόμμα Εργατών του Κουρδιστάν), για εκβιασμούς και δολοφονίες, ήταν άδικη λόγω του συστημικού περιορισμού που επιβάλλεται στο δικαίωμά του για νόμιμη εκπροσώπηση από  δικηγόρο.

Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εναντίον του άλλαξε τη κατάθεση του σχετικά με τις κατηγορίες εναντίον του.

Όταν συνελήφθη για πρώτη φορά το 1999 κατά την ανάκριση από την  αστυνομία, ομολόγησε ότι είχε διαπράξει, εκ μέρους του ΡΚΚ, εκβίαση έξι φορές και είχε ενεργήσει ως «τσιλιαδόρος» κατά τη διάρκεια μιας ανθρωποκτονίας. Στη συνέχεια ενώπιον του εισαγγελέα και του ανακριτή, ομολόγησε τα τρία περιστατικά εκβιασμού και αρνήθηκε τη συμμετοχή του στην ανθρωποκτονία.  Σύμφωνα με διάταξη νόμου  δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο σε αυτό το  στάδιο.

Κατά τη διάρκεια της δίκης εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο και απέσυρε όλες τις προηγούμενες καταθέσεις  του. Ωστόσο, το 2004 αποφάσισε να τις επιβεβαιώσει, ζητώντας να επωφεληθεί από το Ν. 4959, ο οποίος προέβλεπε μείωση της ποινής του αν έδινε πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητές αυτού  και άλλων κατηγορουμένων.

Στη συνέχεια υποστήριξε για τα επόμενα πέντε χρόνια, μέχρι την καταδίκη του το 2009, ότι συμμετείχε σε δύο περιστατικά εκβιασμού και ως «τσιλιαδόρος» σε ανθρωποκτονία, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε ποινική ευθύνη για το τελευταίο. Η καταδίκη του βασίστηκε στις καταθέσεις του, σε εκείνες του συγκατηγορούμενου  του και των θυμάτων, καθώς και αναφορές από τη διαδικασία ταυτοποίησης. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

Στην κατ’ έφεση διαδικασία, ο δικηγόρος του αμφισβήτησε ανεπιτυχώς τη χρήση των καταθέσεων του με απουσία δικηγόρου. Το 2010, το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και δικαίωμα συνηγόρου της επιλογής του), ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για τον περιορισμό του δικαιώματός του για εκπροσώπηση από συνήγορο κατά την κράτηση του στην Αστυνομία και τη μεταγενέστερη χρήση από το δικαστήριο των καταθέσεων  του που ελήφθησαν χωρίς τη παρουσία δικηγόρου για την καταδίκη του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η εκπροσώπηση από δικηγόρο κατά τη διάρκεια του σταδίου  της προανάκρισης μπορεί να περιοριστεί προσωρινά όταν υπάρχουν «επιτακτικοί λόγοι» για αυτό. Ωστόσο, οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε νομικές συμβουλές επιτρέπονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και πρέπει να βασίζονται σε ατομική εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης.

Το Δικαστήριο  επισημαίνει εξ αρχής ότι από 23.07 έως  01.08.1999 απαγορεύθηκε στον προσφεύγοντα η επικοινωνία με δικηγόρο ως αποτέλεσμα της απαγόρευσης από το νόμο που προβλέπεται στο άρθρο 31 του νόμου αριθ. 3842. Ως εκ τούτου, δεν είχε εκπροσώπηση από  δικηγόρο όταν έκανε την κατάθεση  του στην αστυνομία, στον εισαγγελέα και στον ανακριτή.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, αντίθετα με τη Beuze, όπου ο περιορισμός του δικαιώματος εκπροσώπησης από δικηγόρο απορρέει από την έλλειψη νομικής διάταξης στο βελγικό δίκαιο, η εκπροσώπηση του προσφεύγοντος από  δικηγόρο στην υπό κρίση υπόθεση περιορίστηκε δυνάμει του άρθρου 31 Ν. 3842 και εφαρμόζεται σε όποιον τελεί  υπό κράτηση σε σχέση με αδίκημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων κρατικής ασφάλειας, ανεξάρτητα από την ατομική εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε περίπτωσης. Υπενθυμίζοντας ότι η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που πληρούν την ουσιαστική απαίτηση επιτακτικών λόγων δεν παρέχει αυτομάτως επαρκή αιτιολόγηση για τον περιορισμό της πρόσβασης των υπόπτων σε νομικές συμβουλές, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ένας τέτοιος νόμιμος περιορισμός, ο οποίος αποκλείει οποιαδήποτε ατομική αξιολόγηση, δεν μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο σε σχέση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις της έννοιας «επιτακτικοί λόγοι».

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν υπήρχαν τέτοιοι λόγοι για να περιοριστεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο ενώ ήταν υπό κράτηση.

Όσον αφορά τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει ήδη διαπιστώσει παραβιάσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης σε σχέση με δύο άλλα άτομα που έχουν επίσης δικαστεί και καταδικαστεί με την ίδια ποινική διαδικασία, όπως και ο προσφεύγων, δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να ασκήσουν τις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις όσον αφορά τις διαδικαστικές ελλείψεις τις οποίες διατύπωσαν οι προσφεύγοντες, δηλαδή την άρνηση εκπροσώπησης από δικηγόρο κατά την υποβολή καταθέσεων στην αστυνομία και τη μεταγενέστερη χρήση αυτών των καταθέσεων για να εξασφαλίσουν την καταδίκη τους.

Συνοπτικά, η αδικία που προκλήθηκε στη συνολική νομιμότητα της διαδικασίας από τον περιορισμό του δικαιώματος εκπροσώπησης από δικηγόρο δεν μπορεί να αποδυναμωθεί απλώς από την επιβεβαίωση από τον προσφεύγοντα των προηγούμενων καταθέσεων του που δόθηκαν απουσία δικηγόρου σε μεταγενέστερο στάδιο με την παρουσία δικηγόρου, εκτός αν το εν λόγω κενό αντιμετωπιστεί και αποκατασταθεί επαρκώς από τα εθνικά δικαστήρια, δηλαδή με την εξαίρεση των καταθέσεων που έγιναν χωρίς την παρουσία δικηγόρου.

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα εγχώρια Δικαστήρια  δεν εξέτασαν το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που έδωσε ο προσφεύγων απουσία δικηγόρου ούτε τις συνθήκες υπό τις οποίες δόθηκαν οι καταθέσεις αυτές προτού τις χρησιμοποιήσουν για να εξασφαλίσουν την καταδίκη του προσφεύγοντος.

Επισημαίνει περαιτέρω ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Κυβέρνηση, ο δικηγόρος του προσφεύγοντα αμφισβήτησε στην προσφυγή του τη χρήση καταθέσεων που έγιναν χωρίς δικηγόρο. Εντούτοις, το Ακυρωτικό Δικαστήριο παρέμεινε αδιάφορο και σε σχέση με το διαδικαστικό σφάλμα, διότι δεν προέβη σε εκτίμηση των συνεπειών της απουσίας δικηγόρου σε κρίσιμα σημεία της διαδικασίας.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν είναι πεπεισμένο ότι το γεγονός και μόνον ότι ο προσφεύγων  επιβεβαίωσε τις προηγούμενες καταθέσεις του που έγιναν χωρίς δικηγόρο αρκεί για να απαλλάξει τα εθνικά δικαστήρια από την ουσιώδη υποχρέωσή τους βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης να ασκήσουν τις απαραίτητες διαδικαστικές εγγυήσεις σε σχέση με τα διαδικαστικά ελαττώματα ή ότι η επιβεβαίωση αυτή καθεαυτή είχε αντισταθμιστικό αποτέλεσμα καθιστώντας τη δίκη δίκαιη ως σύνολο.

Ως εκ τούτου, η συνολική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος παραβιάστηκε λόγω του βασικού διαδικαστικού ελαττώματος που προέκυπτε από τον συστημικό περιορισμό του δικαιώματός της εκπροσώπησης από δικηγόρο στο στάδιο της προδικασίας, την αποτυχία των εθνικών δικαστηρίων να διορθώσουν το κενό αυτό και η χρήση των καταθέσεων που έγιναν απουσία δικηγόρου για να τον καταδικάσουν σε ισόβια κάθειρξη, η οποία είναι μία από τις βαρύτερες κυρώσεις του τουρκικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης

Παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της ΕΣΔΑ

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες