Στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν σε τεθέντα υπό μερική δικαστική συμπαράσταση χωρίς αυστηρό και εξατομικευμένο έλεγχο των ικανοτήτων του. Παραβίαση του δικαιώματος σε ελεύθερες εκλογές

ΑΠΟΦΑΣΗ

Anatoliy Marinov κατά Βουλγαρίας της 15.02.2022 (αρ. προσφ.  26081/17)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μερική δικαστική συμπαράσταση. Στέρηση δικαιώματος του εκλέγειν. Δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές.

Ο προσφεύγων είχε τεθεί σε μερική δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικών διαταραχών. Αυτοδίκαια απώλεσε το δικαίωμα ψήφου. Η αίτηση του για αποκτήσει και πάλι δικαιοπρακτική ικανότητα και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, απορρίφθηκε για διαδικαστικούς λόγους. Ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να ψηφίσει στις εθνικές εκλογές . Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος για ελεύθερες εκλογές.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε  ότι ένα τέτοιο μέτρο περιορισμού των ατόμων που έχουν τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση ήταν θεμιτός, ωστόσο επεσήμανε ότι αυτή η γενική μεταχείριση όλων όσων έχουν πνευματικές ή ψυχιατρικές αναπηρίες  ήταν αμφισβητήσιμες και η περικοπή των δικαιωμάτων τους έπρεπε να υπόκειται σε αυστηρό δικαστικό έλεγχο.

Εν προκειμένω διαπίστωσε  ότι ο προσφεύγων στερήθηκε το δικαίωμα ψήφου χωρίς αυστηρό ατομικό έλεγχο απλά και μόνο επειδή είχε κάποια ελαφριά ψυχική διαταραχή και είχε τεθεί υπό μερική δικαστική συμπαράσταση.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ο αυτός ο περιορισμός δεν ήταν ανάλογος  προς τον θεμιτό στόχο του περιορισμού των δικαιώματος ψήφου και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Επιδίκασε ποσό 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.926 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Anatoliy Tsvetankov Marinov, είναι Βούλγαρος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1975 και ζει στη Σόφια.

Το 1999 ο προσφεύγων διαγνώστηκε με ψυχιατρικές διαταραχές και τέθηκε υπό μερική δικαστική συμπαράσταση το επόμενο έτος, με δικαστική απόφαση. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό του και ήταν περιστασιακά επιθετικός, αλλά ότι η πάθηση του δεν ήταν σοβαρή. Ως αποτέλεσμα της θέσης υπό μερική δικαστική συμπαράσταση, στερήθηκε το  δικαίωμα ψήφου αυτοδίκαια λόγω της συνταγματικής απαγόρευσης των δικαιωμάτων ψήφου για οποιονδήποτε  τίθεται σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης.

Τον Νοέμβριο του 2015, ο προσφεύγων μέσω δικηγόρου εξουσιοδοτημένου από τον ίδιο και τον δικαστικό συμπαραστάτη του, υπέβαλε αίτηση για να αποκατασταθεί η δικαιοπρακτική του ικανότητα. Το δικαστήριο σημείωσε ότι η αίτηση είχε κατατεθεί από τον δικαστικό συμπαραστάτη και απέρριψε την αίτηση λόγω έλλειψης ενεργητικής  νομιμοποίησης  τον Φεβρουάριο του 2016. Το εγχώριο δικαστήριο έκρινε  ότι μόνο ο προσφεύγων θα μπορούσε να είναι διάδικος σε μια τέτοια διαδικασία και επομένως ο δικαστικός συμπαραστάτης θα έπρεπε να είχε αναφέρει την διεύθυνση του, ώστε να κληθεί με αυτή την ιδιότητα.

Η έφεση εναντίον της παραπάνω απόφασης απορρίφθηκε και  ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για άδεια προσφυγής στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι είχε στερηθεί την ελεύθερη και άμεση πρόσβαση σε δικαστήριο. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Περιφερειακό Δικαστήριο για να κινηθούν εκ νέου οι διαδικασίες. Τον Οκτώβριο του 2016 το Περιφερειακό Δικαστήριο περάτωσε εκ νέου τη διαδικασία, με το σκεπτικό ότι ο δικαστικός συμπαραστάτης  του, που θεωρείται ως αιτών, δεν είχε συμμορφωθεί με τις οδηγίες του δικαστηρίου να καταστήσει τον συμπαραστατούμενο διάδικο  στην υπόθεση και να δηλώσει διεύθυνση στην οποία θα μπορούσε να κληθεί.

Καθώς ακόμα δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στις βουλγαρικές  βουλευτικές εκλογές τον Μάρτιο του 2017.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, υπέβαλε νέα αίτηση για αποκατάσταση της δικαιοπρακτικής του ικανότητας. Το Δεκέμβριο 2017, το δημοτικό δικαστήριο της Σόφιας, θεωρώντας ότι ήταν σε θέση να διαχειρίζεται τις δικές του υποθέσεις και τα συμφέροντά του, αποκατέστησε τη δικαιοπρακτική του ικανότητα και ήρε την μερική δικαστική συμπαράσταση.

Βασιζόμενος στο άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (δικαίωμα στις ελεύθερες εκλογές), ο προσφεύγων κατήγγειλε την αυτοδίκαιη  αφαίρεση του δικαιώματος του εκλέγειν λόγω του καθεστώτος της δικαστικής συμπαράστασης χωρίς ατομική δικαστική αξιολόγηση ως δυσανάλογη και ότι είχε παραβιάσει τα δικαιώματά του. Υποστήριξε ότι ο αποκλεισμός των ατόμων με αναπηρία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές, από το δικαίωμα του εκλέγειν αντίκεινται στα διεθνή πρότυπα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ουσία της καταγγελίας του προσφεύγοντος δεν ήταν ότι είχε αφαιρεθεί  η δικαιοπρακτική του ικανότητα, αλλά ότι λόγω του γεγονότος αυτού, είχε αποκλειστεί η συμμετοχή του σε οποιαδήποτε μορφή εκλογικής διαδικασίας εντός της χώρας του.

Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, η αφαίρεση των δικαιωμάτων ψήφου από εκείνους που τελούν υπό δικαστική συμπαράσταση διασφάλιζε ότι μόνο τα άτομα που είναι ικανά να λαμβάνουν τεκμηριωμένες και ουσιαστικές αποφάσεις θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην επιλογή του νομοθετικού σώματος της χώρας. Υποστήριξε ότι η ατομική κατάσταση κάθε ατόμου αξιολογούνταν από τα εθνικά δικαστήρια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ώστε να εξακριβωθεί εάν θα θέσουν το εν λόγω πρόσωπο υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης.

Το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι το μέτρο είχε θεμιτό σκοπό. Ωστόσο, σημείωσε ότι ο περιορισμός δεν έκανε διάκριση μεταξύ αυτών που τελούν  υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση και εκείνων υπό μερική. Επιπλέον, δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει ότι ο εγχώριος νομοθέτης είχε προσπαθήσει να σταθμίσει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα ή να εκτιμήσει την αναλογικότητα του Συνταγματικού περιορισμού ως είχε και έτσι άνοιξε  ο δρόμος στα δικαστήρια να αναλύσουν την ικανότητα ενός ατόμου να ασκήσει το δικαίωμα ψήφου, ανεξάρτητα από την απόφαση να τεθεί το εν λόγω πρόσωπο υπό δικαστική συμπαράσταση. Φάνηκε εξάλλου, ότι μια τέτοια δυνατότητα δεν θα ήταν σύμφωνη με το εγχώριο νομικό πλαίσιο.

Ο προσφεύγων είχε απωλέσει το δικαίωμά του εκλέγειν ως αποτέλεσμα ενός αυτοδίκαιου γενικού περιορισμού που ίσχυε για όσους υπόκεινται σε μερική δικαστική συμπαράσταση χωρίς ατομική δικαστική αξιολόγηση της καταλληλότητας της αντίληψης του. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι αυτή η γενική μεταχείριση όλων όσων έχουν πνευματικές ή ψυχιατρικές αναπηρίες  ήταν αμφισβητήσιμες και ο περιορισμός των δικαιωμάτων τους έπρεπε να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αδιάκριτη αφαίρεση του δικαιώματος του εκλέγειν του προσφεύγοντος – χωρίς ατομικό δικαστικό έλεγχο και αποκλειστικά με βάση το γεγονός ότι η ψυχική του αναπηρία σήμαινε ότι είχε τεθεί υπό μερική δικαστική συμπαράσταση – δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν ανάλογη προς τον θεμιτό στόχο περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος. Διαπίστωσε συνεπώς  παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Βουλγαρία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 1.926 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες