Σωματικές έρευνες κρατουμένου στον πρωκτό συνιστούν εξευτελιστική μεταχείριση. Παραβίαση και άρθρου 13 για μη χορήγηση νομικής βοήθειας για άσκηση αγωγής αποζημίωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Roth κατά Γερμανίας της 22.10.2020 (αρ. προσφ.  6780/18 και 30776/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εξευτελιστική μεταχείριση και δικαίωμα αποζημίωσης. Ο προσφεύγων, κρατούμενος σε κατάστημα κράτησης στην Γερμανία, υπέστη κακομεταχείριση κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του. Υποβλήθηκε τουλάχιστον σε 12 σωματικές έρευνες σε απόκρυφα σημεία του σώματος του  αφού υποχρεωνόταν να γδυθεί μπροστά στους αστυνομικούς. Τα εγχώρια δικαστήρια έκριναν τις σωματικές έρευνες ως προσβλητική μεταχείριση, ωστόσο θεώρησαν ότι η αναγνώριση της προσβολής αρκούσε ως δικαίωση και αρνήθηκαν τη χορήγηση νομικής συνδρομής για να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης.

Το Στρασβούργο υπενθύμισε ότι, όσον αφορά ένα πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του, κάθε προσφυγή στη σωματική βία που δεν είναι απολύτως απαραίτητη εξαιτίας της δικής του συμπεριφοράς προσβάλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και συνιστά  παραβίαση του δικαιώματος που αναφέρεται στο άρθρο 3. Εν προκειμένω το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι σωματικές έρευνες που υπεβλήθη ο προσφεύγων συνιστούσαν αδιαμφισβήτητα απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Περαιτέρω έκρινε ότι η άρνηση των αρχών να του παράσχουν νομική συνδρομή για άσκηση αγωγής αποζημίωσης ήταν αδικαιολόγητη γιατί η εξευτελιστική μεταχείριση που είχε υποστεί ήταν τέτοιου μεγέθους που η χρηματική αποζημίωση θεωρούνταν επιβεβλημένη. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε στην διάθεση του πραγματική προσφυγή αποζημίωσης για την κακομεταχείριση  που υπέστη, κατά συνέπεια υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Peter Roth, είναι Γερμανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1960 και εκτίει επί του παρόντος ποινή φυλάκισης στο κατάστημα κράτησης  Straubing (Γερμανία).

Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή  στο ΕΔΔΑ σχετικά με επαναλαμβανόμενες σωματικές έρευνες στη φυλακή και την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να του χορηγήσουν αποζημίωση για ηθική βλάβη.

Οι έρευνες ήταν τυχαίες και περιοδικές και πραγματοποιούνταν στη φυλακή Straubing σε ποσοστό σε ποσοστό 1/5 των κρατουμένων, χωρίς εξαίρεση, πριν ή μετά τις καθιερωμένες επισκέψεις τους. Τέτοιες έρευνες περιλάμβαναν το να είναι γυμνοί οι κρατούμενοι και τον έλεγχο της πρωκτικής περιοχής. Τον Νοέμβριο του 2016 το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η πρακτική αυτή ήταν αντισυνταγματική. Ο προσφεύγων κίνησε αρκετές διαδικασίες στα ποινικά δικαστήρια σχετικά με τις σωματικές έρευνες που είχε υποβληθεί.  Το 2016 και το 2017 τα δικαστήρια αναγνώρισαν ότι ορισμένες έρευνες ήταν παράνομες. Ωστόσο, όταν ζήτησε νομική συνδρομή προκειμένου να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, τα δικαστήρια θεώρησαν ότι οι αποφάσεις που έκριναν παράνομες τις έρευνες αποτελούσαν επαρκή επανόρθωση, καθιστώντας  περιττή οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση. Επομένως, διαπίστωσαν ότι η άσκηση αγωγής αποζημίωσης  δεν είχε επαρκείς προοπτικές επιτυχίας και απέρριψαν τα αιτήματά του για νομική συνδρομή.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι οι επαναλαμβανόμενες σωματικές έρευνες παραβίασαν τα δικαιώματά του σύμφωνα με τα άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικού ένδικου μέσου).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3

Η έννοια της  κακομεταχείρισης πρέπει να  έχει  ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της Σύμβασης. Η εκτίμηση αυτού του ελάχιστου επιπέδου σοβαρότητας είναι σχετική. Εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως η διάρκεια της κακομεταχείρισης, τα σωματικά και ψυχικά της αποτελέσματα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το φύλο, η ηλικία και η υγεία του θύματος. Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, όσον αφορά ένα πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του, ή, γενικότερα, έρχεται σε επαφή με αστυνομικούς, κάθε προσφυγή στη σωματική βία που δεν έχει καταστεί απολύτως απαραίτητη εξαιτίας της δικής του συμπεριφοράς προσβάλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και συνιστά, κατ’ αρχήν, παραβίαση του δικαιώματος που αναφέρεται στο άρθρο 3.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι έντεκα έρευνες του προσφεύγοντος, οι οποίες περιλάμβαναν επιθεώρηση του πρωκτού ήταν παρεμβατικές. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι οι επαναλαμβανόμενες έρευνες στις οποίες ο προσφεύγων έπρεπε να υποβληθεί ήταν τυχαίες. Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες έγινε σωματική έρευνα στον προσφεύγοντα, περίμενε επισκέψεις  ή είχε συναντήσεις με δημόσιους υπαλλήλους. Τα εγχώρια δικαστήρια είχαν πράγματι αναγνωρίσει ότι η καταστρατήγηση  του δικαιώματος επισκεπτηρίου  δεν ήταν πιθανή στην περίπτωση του προσφεύγοντος.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν ήταν ικανοποιημένο από το γεγονός ότι οι έρευνες στον προσφεύγοντα είχαν καθορισμένη  σχέση με τη διατήρηση της ασφάλειας των φυλακών ή την πρόληψη του εγκλήματος.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι επαναλαμβανόμενες σωματικές έρευνες άσκοπα υποτιμούσαν ή εξευτέλιζαν τον προσφεύγοντα. Ωστόσο, λόγω της απουσίας νόμιμου σκοπού για αυτές τις επαναλαμβανόμενες και γενικευμένες έρευνες, το αίσθημα αυθαιρεσίας και τα συναισθήματα κατωτερότητας και άγχους που συχνά συνδέονται με αυτά, καθώς και το αίσθημα σοβαρής προσβολής της αξιοπρέπειας που αναμφισβήτητα οφείλεται στην υποχρέωση να γδυθεί μπροστά σε άλλο άτομο και να υποβληθεί  σε επιθεώρηση του πρωκτού, είχε ως αποτέλεσμα έναν βαθμό ταπείνωσης που ξεπερνούσε το – αναπόφευκτο και, επομένως, ανεκτό – επίπεδο που περιλαμβάνονται στις έρευνες κρατουμένων.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, εν προκειμένω, τα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν ότι οι σωματικές  έρευνες του προσφεύγοντος ήταν παράνομες και παραδέχτηκαν ότι η παρέμβαση στα δικαιώματα προσωπικότητας του λόγω αυτών των ερευνών ήταν σοβαρή. Οι εθνικές αρχές  έχουν αναγνωρίσει, τουλάχιστον κατ ‘ουσίαν, παράβαση του άρθρου 3.

Ωστόσο, οι εθνικές αρχές, όταν αρνήθηκαν να χορηγήσουν στον προσφεύγοντα νομική συνδρομή για να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, θεώρησαν ότι δεν ήταν απαραίτητη η χορήγηση χρηματικής αποζημίωσης για την ηθική βλάβη που υπέστη από αυτήν την παράβαση. Το Δικαστήριο, ωστόσο, δεν διέκρινε κανέναν λόγο που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση του προσφεύγοντος, η παράβαση του άρθρου 3 από τις επαναλαμβανόμενες  σωματικές έρευνες πρωκτού  ήταν δευτερεύουσας φύσης, έτσι ώστε η αποζημίωση να μην είναι απαραίτητη.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ήταν θύμα και υπήρξε παραβίασς του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 13

Το άρθρο 13 απαιτεί την παροχή κατάλληλου ένδικου μέσου  για την αντιμετώπιση της ουσίας μιας «αμφισβητούμενης καταγγελίας» βάσει της Σύμβασης και την παροχή κατάλληλης δικαίωσης. Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι όταν πρόκειται για αμφισβητήσιμη παραβίαση ενός ή περισσοτέρων από τα δικαιώματα της Σύμβασης, θα πρέπει να υπάρχει στη διάθεση του θύματος ένας μηχανισμός για τον καθορισμό οποιασδήποτε ευθύνης κρατικών υπαλλήλων ή φορέων για αυτήν την παράβαση. Επιπλέον, σε κατάλληλες περιπτώσεις, η αποζημίωση για τις χρηματικές και μη χρηματικές ζημίες που απορρέουν από την παράβαση θα πρέπει κατ’ αρχήν να είναι διαθέσιμη ως μέρος της έννομης προστασίας.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραπάνω ότι οι σωματικές έρευνες που έγιναν στον προσφεύγοντα ισοδυναμούσαν με εξευτελιστική μεταχείριση.  Ως εκ τούτου, η καταγγελία του προσφεύγοντος  είναι «παραδεκτή» για τους σκοπούς του άρθρου 13.

Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, για τους σκοπούς του άρθρου 13, της αγωγής αποζημίωσης  που ο προσφεύγων  επιχείρησε να ασκήσει προκειμένου να επιτύχει χρηματική ικανοποίηση  για την ηθική βλάβη που υπέστη  από την παράβαση αυτή, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, κατά την άποψη του εθνικού δικαστηρίου, αρκούσε  η αναγνώριση της παρέμβασης στο δικαίωμα της προσωπικότητάς του που του  είχε χορηγηθεί και δεν ήταν αναγκαία η  χρηματική αποζημίωση.

Το Δικαστήριο επικαλέστηκε τη νομολογία του ότι η επιδίκαση αποζημίωσης για μέτρα κατά παράβαση του άρθρου 3 εξαρτάται από την ικανότητα του προσφεύγοντος να αποδείξει την ευθύνη των αρχών και το παράνομο των ενεργειών τους.  Παρατήρησε ότι οι εγχώριες αρχές έκριναν ότι η αγωγή αποζημίωσης για ηθική βλάβη δεν ήταν βάσιμη, παρά το γεγονός ότι τα μέτρα εναντίον του χαρακτηρίστηκαν παράνομα και παρά το γεγονός ότι – τουλάχιστον δυνητικά – υπήρξε πλημμελής συμπεριφορά  από την πλευρά των αρχών.

Επιπλέον, όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα λόγο να συμπεράνει ότι, στην περίπτωση του προσφεύγοντος, η παράβαση του άρθρου 3 από τις επαναλαμβανόμενες έρευνες πρωκτού  ήταν τόσο μικρού χαρακτήρα, ώστε η αποζημίωση να ήταν εξαιρετικά περιττή. Κατά το ΕΔΔΑ, δεν  μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία του, ότι το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές δεν γνώριζαν ότι παραβίασαν της Σύμβασης ή ότι ο προσφεύγων δεν θα υφίστατο ξανά τέτοια μεταχείριση κατά παράβαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του, αποτελούσε καθοριστικό λόγο για τη μη καταβολή αποζημίωσης για την ηθική βλάβη  που υπέστη ως αποτέλεσμα παραβίασης ενός δικαιώματος της Σύμβασης.

Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων  δεν είχε στη διάθεσή του αποτελεσματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής για να εξετάσει την ουσία της καταγγελίας του δυνάμει του άρθρου 3 και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 3.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 12.000 ευρώ ηθική βλάβη και 770,53 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες