Στέρηση μητέρας από τη γονική μέριμνα του παιδιού της. Η ανεπαρκής αιτιολόγηση της αδυναμίας της μητέρας να φροντίσει τον γιό της και η έλλειψη ουσιαστικής έρευνας της κατάστασης από τις αρχές παραβίασαν το δικαίωμα σε οικογενειακή ζωή της μητέρας και του παιδιού της.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Strand Lobben κ.α. κατά Νορβηγίας της 10.09.2019 (αριθ. 37283/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αφαίρεση γονικής μέριμνας από τη βιολογική μητέρα και τοποθέτησή του γιου της σε ανάδοχη οικογένεια, η οποία στη συνέχεια το υιοθέτησε. Δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή της βιολογικής μητέρας και του παιδιού της.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι : α) ο κύριος λόγος για τις ενέργειες των αρχών ήταν η αδυναμία της μητέρας να φροντίσει σωστά τον γιο της, λόγω του ότι ήταν παιδί με ειδικές ανάγκες, β) η παραπάνω συλλογιστική βασίστηκε σε ελλειπή αποδεικτικά στοιχεία, όπως ότι οι συναντήσεις μεταξύ της μητέρας και του παιδιού ήταν αραιές και οι εκθέσεις ψυχολόγων που λήφθηκαν υπόψη δεν ήταν πρόσφατες αλλά παλιές, γ) μη αναλυτική εξέταση της ευπαθούς κατάστασης του παιδιού, δ) μη παροχή πληροφοριών για το πώς το παιδί παρέμεινε σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση, παρά το γεγονός ότι είχε τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια από ηλικίας τριών εβδομάδων.
Το Στρασβούργο έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές δεν είχαν προσπαθήσει να επιφέρουν εξισορρόπηση μεταξύ των συμφερόντων του παιδιού και της βιολογικής του οικογένειας ή να λάβουν υπόψη τις εξελίξεις στην οικογενειακή ζωή της μητέρας, δηλαδή ότι είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει και δεύτερο παιδί.
Παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ όσον αφορά και τους δύο προσφεύγοντες, τη μητέρα και τον γιο της.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι η Τ. Strand Lobben, γεννηθείσα το 1986, και ο γιος της, Χ. Είναι Νορβηγοί.
Ο X. είναι το πρώτο παιδί της T. Strand Lobben. Γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008. Μετά από δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν ήταν έγκυος, η Strand Lobben απευθύνθηκε προς τις αρχές πρόνοιας παιδιών για λήψη καθοδήγησης και είχε αποδεχθεί μια πρόταση να διαμείνει το παιδί της σε ένα οικογενειακό κέντρο κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του.
Ωστόσο, ένα μήνα μετά τη γέννηση του παιδιού αποφάσισε να εγκαταλείψει το κέντρο. Οι αρχές έθεσαν το μωρό υπό άμεση υποχρεωτική περίθαλψη και το τοποθέτησαν εκτάκτως σε ανάδοχη οικογένεια, καθώς το προσωπικό του κέντρου είχε ανησυχίες σχετικά με το αν το μωρό έτρωγε αρκετά ώστε να επιβιώσει.
Το παιδί παρέμεινε στην ανάδοχη οικογένεια για τα επόμενα τρία χρόνια μέχρις ότου οι αρχές κοινωνικής πρόνοιας να εξουσιοδοτήσουν τους αναδόχους να το υιοθετήσουν τον Δεκέμβριο του 2011.
Όσον αφορά την αναδοχή, τα εθνικά δικαστήρια αποφάσισαν το 2010 ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να διακοπεί η παροχή δημόσιας φροντίδας λόγω των ειδικών αναγκών του και των θεμελιωδών περιορισμών των δεξιοτήτων της μητέρας. Συγκεκριμένα, το Εφετείο έκρινε ότι η ανάδοχη φροντίδα θα ήταν μακροχρόνια και ότι οι συνεδρίες επικοινωνίας, οι οποίες είχαν σκοπό να ανοίξουν το δρόμο για την επιστροφή του παιδιού στη βιολογική του μητέρα, δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν περισσότερες από τέσσερις φορές το χρόνο.
Το 2011, το Τοπικό Συμβούλιο κοινωνικής πρόνοιας, αποτελούμενο από δικηγόρο, ψυχολόγο και από έναν πολίτη, αποφάσισε να αφαιρέσει τη γονική μέριμνα από τη μητέρα και να εγκρίνει την υιοθεσία. Το Διοικητικό Συμβούλιο εξέτασε 21 μάρτυρες για τρεις ημέρες και η μητέρα ήταν παρούσα και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έγκριση της υιοθεσίας θα ήταν προς το καλύτερο συμφέρον του παιδιού.
Η μητέρα άσκησε έφεση ενώπιον των δικαστηρίων και πραγματοποιήθηκε ακρόαση το 2012. Ήταν και πάλι παρούσα και είχε νομική εκπροσώπηση κατά τη διάρκεια των τριών ημερών που εξετάστηκαν οι μάρτυρες από δικαστή, ψυχολόγο και πολίτη. Ενώ τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η κατάστασή της βελτιώθηκε σε ορισμένους τομείς – είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει άλλο ένα παιδί το 2011 – αλλά δεν είχε δείξει βελτίωση σε σχέση με την κατάσταση του γιού της, που ήταν ψυχολογικά ευάλωτος και είχε ανάγκη από πολύ ησυχία, ασφάλεια και υποστήριξη.
Τα Δικαστήρια έλαβαν υπόψη κυρίως τις συναντήσεις μητέρας-γιού για τρία χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων το παιδί δεν είχε δεθεί ψυχικά με τη βιολογική του μητέρα και την ασφάλεια που παρείχαν οι ανάδοχοί του γονείς, τους οποίους θεωρούσε ως γονείς του, να του προσφέρουν τα επόμενα χρόνια.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη διαδικασία αφαίρεσης της γονικής μέριμνας και της έγκρισης της υιοθεσίας του παιδιού, αρχίζοντας τον Απρίλιο του 2011 και λήγοντας τον Οκτώβριο του 2012, αφορούσαν σαφώς το δικαίωμα των προσφευγόντων στο σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής.
Αυτή η παρέμβαση ήταν σύμφωνη με τον νόμο, δηλαδή με τον νόμο περί προστασίας των παιδιών, και είχε αιτιολογηθεί από την ανάγκη «προστασίας της υγείας ή της ηθικής» και των «δικαιωμάτων και ελευθεριών» του παιδιού.
Ωστόσο, στη διαδικασία που οδηγεί στην αφαίρεση της γονικής μέριμνας και στη συγκατάθεσή για την ολοκλήρωση της υιοθεσίας, οι αρχές δεν είχαν προσπαθήσει να επιφέρουν πραγματική εξισορρόπηση μεταξύ των συμφερόντων του παιδιού και της βιολογικής του οικογένειας και δεν είχαν ποτέ σκεφτεί σοβαρά την επανένωση τους.
Το Δικαστήριο σημείωσε ειδικότερα ότι οι αποφάσεις βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη διαπίστωση ότι η μητέρα δεν θα ήταν σε θέση να παράσχει στο παιδί της την απαραίτητη φροντίδα. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου διαπιστώθηκαν ελλείψεις στην εν λόγω διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Πρώτον, οι αποφάσεις ελήφθησαν σε ένα πλαίσιο ελάχιστης επικοινωνίας μεταξύ των προσφευγόντων. Οι συνεδριάσεις επικοινωνίας, οι οποίες πραγματοποιούνται συχνά σε γραφείο υπηρεσιών πρόνοιας παιδιών με παρουσία της ανάδοχης μητέρας και ενός επιβλέποντος, δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την επανένωση των προσφευγόντων. Λίγα εναλλακτικά μέτρα λήφθηκαν. Πράγματι, τα δικαστήρια είχαν δηλώσει ότι οι συναντήσεις είχαν ως σκοπό να διατηρήσουν την επικοινωνία μεταξύ των δύο, ώστε το παιδί να είναι εξοικειωμένο με τις ρίζες του, αλλά ποτέ δεν υπήρχε ζήτημα δημιουργίας μιας σχέσης ενόψει μιας πιθανής επιστροφής στη φροντίδα της βιολογικής του μητέρας. Ως εκ τούτου, υπήρχαν περιορισμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν σαφή συμπεράσματα ως προς τις ικανότητες φροντίδας της βιολογικής μητέρας.
Επιπλέον, κατά τη διαδικασία που οδήγησε στις αποφάσεις του 2012, δεν είχαν διαταχθεί νέες πραγματογνωμοσύνες που να αξιολογούν την ικανότητα της βιολογικής μητέρας να παράσχει φροντίδα στο παιδί της, παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει άλλο ένα παιδί. Κατά τη λήψη των αποφάσεών τους, τα δικαστήρια έλαβαν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που δόθηκαν από δύο ψυχολόγους που είχαν διορισθεί ως πραγματογνώμονες και κατήρτισαν εκθέσεις κατά τη διάρκεια των προηγούμενων διαδικασιών σχετικά με την ανάδοχη φροντίδα το 2010, αλλά οι πραγματογνώμονες αυτοί δεν διενήργησαν από τότε οποιαδήποτε άλλη εξέταση ή αξιολόγηση. Μόνο μία από αυτές τις αναφορές βασίστηκε στην πραγματική παρατήρηση των συνεδριών επικοινωνίας και μάλιστα μόνο σε δύο περιπτώσεις.
Τέλος, αν και τα δικαστήρια είχαν δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις ειδικές ανάγκες του παιδιού όταν αξιολόγησαν την ικανότητα της κας Strand Lobben να το φροντίσει, δεν είχαν όμως αναθεωρήσει και αξιολογήσει εκ νέου την πραγματική του ευπάθεια σε κάθε λεπτομέρεια. Δεν είχαν σχεδόν καθόλου αναλύσει τη φύση της ευπάθειάς του, πέρα από μια σύντομη περιγραφή ότι αγχώνεται εύκολα και ότι έχει ανάγκη από ησυχία, ασφάλεια και υποστήριξη. Ούτε είχαν παράσχει πληροφορίες για το πώς παρέμεινε σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση παρά το γεγονός ότι είχε τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια από τριών εβδομάδων.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν είχε διεξαχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ότι όλες οι απόψεις και τα συμφέροντα των προσφευγόντων είχαν ληφθεί δεόντως υπόψη. Επομένως, δεν ήταν πεπεισμένο ότι η διαδικασία συνοδεύτηκε από διασφαλίσεις ανάλογες με τη σοβαρότητα της παρέμβασης και τη σοβαρότητα των διακυβευόμενων συμφερόντων.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης και για τους δύο προσφεύγοντες.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με δεκαέξι ψήφους έναντι μίας, ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν επαρκής ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο X. Εξάλλου, κατέληξε, με δεκατρείς ψήφους έναντι τεσσάρων, ότι η Νορβηγία πρέπει να καταβάλει στη μητέρα του παιδιού 25.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και 9.350 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Μειοψηφούσες απόψεις
Οι δικαστές Kjølbro, Poláčková, Koskelo και Bugge Nordén εξέφρασαν κοινή αντίθετη γνώμη. Οι Δικαστές Koskelo και Bugge Nordén εξέφρασαν μια άλλη κοινή αντίθετη γνώμη. Οι δικαστές Ranzoni, Yudkivska, Kūris, Harutyunyan, Paczolay και Chanturia εξέφρασαν κοινή σύμφωνη γνώμη, ενώ ο δικαστής Kūris εξέφρασε επίσης μια ξεχωριστή σύμφωνη γνώμη. Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση.