Ρητορική μίσους και αντισημιτικά σχόλια από βουλευτή. Καταδίκη για απαγορευμένη διάκριση και παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Behar and Gutman κατά Βουλγαρίας  της 16.02.2021 (αρ. προσφ. 29335/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αντισημιτική ομιλία πολιτικού. Όρια της ελευθερίας της έκφρασης στα μέλη του Κοινοβουλίου και εξισορρόπηση με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και απαγόρευσης κάθε φυλετικής διάκρισης.

Αγωγή των δύο προσφευγουσών κατά πολιτικού για σχόλια που έγιναν κατά τη διάρκεια ομιλίας του και εμπεριέχονταν σε δύο βιβλία τα οποία συνιστούσαν ρητορική μίσους εναντίον των εβραίων σχετικά με το Ολοκαύτωμα αλλά και κατά άλλων μειονοτήτων. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν αμετάκλητα την αγωγή αποζημίωσης.

Οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ λόγω της απόρριψης της αγωγής τους και  ότι δεν είχαν στην διάθεση τους μια αποτελεσματική λύση για να διαμαρτυρηθούν για την απόρριψή της.

Το Στρασβούργο επανέλαβε την πάγια θέση του ότι οι αρχές πρέπει να επιτυγχάνουν μια σωστή εξισορρόπηση μεταξύ των δικαιωμάτων του θιγόμενου μέρους για σεβασμό της  «ιδιωτικής του ζωής» και του ομιλούντος στην «ελευθερία της έκφρασης». Τόνισε ότι κάθε δήλωση που  δικαιολογεί τη βία, το μίσος, την ξενοφοβία ή άλλη μορφή μισαλλοδοξίας δεν χρήζει προστασίας ακόμα και αν γίνεται από μέλος του Κοινοβουλίου.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο αντισημιτικός λόγος του βουλευτή δεν δικαιούται καμίας προστασίας συνεπώς τα  εγχώρια δικαστήρια δεν πραγματοποίησαν την απαιτούμενη εξισορροπητική διαδικασία σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του.  Οι εγχώριες αρχές παρέλειψαν να ανταποκριθούν επαρκώς στην απαγόρευση των διακρίσεων  λόγω της εθνοτικής καταγωγής των προσφευγουσών  και να συμμορφωθούν με τη θετική τους υποχρέωση να διασφαλίσουν τον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) σε συνδυασμό με την απαγόρευση των διακρίσεων  (άρθρο 14 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγουσες Gabriela Aron Behar και Katrin Borisova Gutman, είναι υπήκοοι Βυλγαρίας, που γεννήθηκαν το 1972 και το 1968 αντίστοιχα και ζουν στο Πλόβντιβ (Βουλγαρία). Είναι εβραϊκής εθνότητας.

Η προσφυγή αφορούσε την απόρριψη αγωγής τους για αποζημίωση  εναντίον δημοσιογράφου και πολιτικού, με αίτημα τη δημόσια συγνώμη  για αντισημιτικά σχόλια και την παράλειψη τους στο μέλλον.

Ισχυρίστηκαν ότι ορισμένες δημόσιες δηλώσεις που έγιναν από αυτόν συνιστούσαν παρενόχληση και υποκίνηση διακρίσεων σε βάρος Ρομά, Τούρκων, Εβραίων, Καθολικών μειονοτήτων. Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι κάθε μία από αυτές – ως μέλος μειοψηφίας – είχε επηρεαστεί προσωπικά από αυτές τις δηλώσεις. Βασίστηκαν επίσης τον ισχυρισμό τους εναντίον του πολιτικού κ. Siderov στο άρθρο 32 § 1 του Συντάγματος , σημειώνοντας ότι παρείχε προστασία από προσβολές της προσωπικότητας του ατόμου. Η υπόθεση των δύο προσφευγουσών, αμφότερες εβραϊκής καταγωγής, αφορούσε κυρίως τις δηλώσεις του κ. Siderov σχετικά με τους Εβραίους και το Ολοκαύτωμα.

Βασιζόμενες στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) και του άρθρου 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, οι προσφεύγοντες  διαμαρτυρήθηκαν  για την απόρριψη της αγωγής τους εναντίον του  ανωτέρω πολιτικού, και ότι δεν είχαν στην διάθεση τους μια αποτελεσματική λύση για να διαμαρτυρηθούν για την απόρριψη της αξίωσής τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Έχει διαπιστωθεί ότι το άρθρο 8 της Σύμβασης δημιουργεί θετικές υποχρεώσεις και ότι αυτές οι υποχρεώσεις ενδέχεται να απαιτούν τη θέσπιση μέτρων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, ακόμη και στον τομέα των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους. Κατά την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, οι εθνικές αρχές πρέπει, ωστόσο, να λαμβάνουν επίσης υπόψη τα δικαιώματα του συντάκτη των δηλώσεων βάσει του άρθρου 10 της Σύμβασης. Έτσι, σε τέτοιες περιπτώσεις το κύριο ερώτημα είναι αν οι αρχές είχαν επιτύχει μια σωστή ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του θιγόμενου μέρους για σεβασμό της  «ιδιωτικής του ζωής» και του δικαιώματος του συντάκτη των δηλώσεων στην ελευθερία της έκφρασης. Δεν χρειάζεται να επαναληφθούν πλήρως εδώ , εκτός από το να τονίσουμε ότι το βασικό μέλημα είναι το σχετικό βάρος που πρέπει να αποδοθεί σε αυτά τα δύο δικαιώματα – τα οποία κατ΄ αρχήν απολάβουν  ισότιμου σεβασμού – στις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης και ότι αυτό ενεργοποιεί τη συγκριτική σημασία των συγκεκριμένων πτυχών των δύο δικαιωμάτων που διακυβεύονται στην εν λόγω υπόθεση και την ανάγκη περιορισμού καθενός από αυτά. Οι εθνικές αρχές έχουν περιθώριο εκτίμησης κατά τη διενέργεια αυτής της αξιολόγησης, αλλά το συμπέρασμά τους μπορεί να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο μόνο εάν έχουν πραγματοποιήσει την εξισορρόπηση σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η νομολογία του.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Στρασβούργου, η έκφραση σε θέματα δημοσίου συμφέροντος δικαιούται καταρχήν ισχυρής προστασίας βάσει του άρθρου 10 της Σύμβασης, ενώ η έκφραση που προωθεί ή δικαιολογεί τη βία, το μίσος, την ξενοφοβία ή άλλη μορφή μισαλλοδοξίας δεν μπορεί κανονικά να αξιώσει προστασία. Το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει τον ζωτικό ρόλο που διαδραματίζουν τα μέσα ενημέρωσης σε μια δημοκρατική κοινωνία (βλ. Fressoz και Roire κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 29183/95, § 52, ΕΣΔΑ 1999-I, Stoll κατά Ελβετίας [GC], 69698/01, § 102, ECHR 2007-V και Pentikäinen κατά Φινλανδίας [GC], αριθ. 11882/10, § 91, ECHR 2015), και έχει τονίσει με συνέπεια τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης για τα μέλη του κοινοβουλίου (βλ. Karácsony κ.λπ. κατά Ουγγαρίας [GC], αρ. 42461/13 και 44357/13, § 137, 17 Μαΐου 2016, με περαιτέρω παραπομπές). Ταυτόχρονα, αποδέχθηκε ότι μπορεί να δικαιολογηθεί η επιβολή ακόμη και σοβαρών ποινικών κυρώσεων σε δημοσιογράφους ή πολιτικούς σε περιπτώσεις ρητορικής μίσους ή υποκίνησης βίας (βλ. Cumpǎnǎ και Mazǎre κατά Ρουμανίας [GC], αρ. 33348/96, § 115, ECHR 2004-XI, Otegi Mondragon κατά Ισπανίας, αριθ. 2034/07, § 59, ΕΣΔΑ 2011 και ειδικότερα Atamanchuk κατά Ρωσίας, αριθ. 4493/11, §§ 67 και 70, 11 Φεβρουαρίου 2020), και δήλωσε ότι ακόμη και δηλώσεις που έγιναν από μέλη του κοινοβουλίου δεν μπορούν να προσδοκούν ούτε την ελάχιστη προστασία εάν το περιεχόμενο έρχεται σε αντίθεση με τις δημοκρατικές αξίες του συστήματος της Σύμβασης, καθώς η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, ακόμη και από μέλη του κοινοβουλίου  φέρει μαζί της «καθήκοντα και ευθύνες» που αναφέρονται στο άρθρο 10§2.

Δεδομένου ότι οι δηλώσεις για τις οποίες οι προσφεύγουσες ζήτησαν αποζημίωση ήταν εκ πρώτης όψεως αντισημιτικές, στην παρούσα υπόθεση η ανάλυση  πρέπει επίσης να καθοριστεί  από τα καθήκοντα που απορρέουν από το άρθρο 14 της Σύμβασης – ιδίως από το καθήκον για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων, το οποίο περιλαμβάνει διακρίσεις λόγω της εθνικής καταγωγής του ατόμου.

Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν οι επίμαχες δηλώσεις ισοδυναμούσαν με «παρενόχληση» ή «υποκίνηση διάκρισης, δίωξης και φυλετικού διαχωρισμού» κατά την έννοια του άρθρου 5§1 του νόμου του 2003 και των πρόσθετων διατάξεων του νόμου του 2003. Εναπόκειται στις εθνικές αρχές – ειδικά στα δικαστήρια – να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο. Το καθήκον του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο των αποφάσεών τους υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της Σύμβασης.

Σε αυτήν την περίπτωση, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι τα βουλγαρικά δικαστήρια αξιολόγησαν επαρκώς το νόημα των δηλώσεων του κ. Siderov. Αν και τα δικαστήρια αναγνώρισαν την ένταση των δηλώσεων, υποβάθμισαν την πιθανότητα να στιγματιστούν από αυτά οι Εβραίοι  ως ομάδα και να προκληθεί μίσος και προκατάληψη εναντίον τους, και προφανώς θεώρησαν ότι δεν αποτελούν παρά μια νόμιμη συζήτηση για θέματα δημόσιου προβληματισμού. Ωστόσο, ενόψει της γλώσσας που χρησιμοποίησε ο κ. Siderov και του συνολικού συγκρουσιακού πνεύματος του μηνύματός του, μπορεί εύκολα να φανεί ότι οι επίμαχες αναφορές στα δύο βιβλία του είχαν ως στόχο να συκοφαντήσουν τους Εβραίους και να προκαλέσουν προκατάληψη και μίσος απέναντί ​​τους. Όπως ήδη αναφέρθηκε πρόβαλαν αντισημιτικές απόψεις και άρνηση του Ολοκαυτώματος. Αυτό γίνεται εμφανές από τη διατύπωση τους, ανεξάρτητα από το ευρύτερο περιεχόμενο των δύο βιβλίων στα οποία παρουσιάζονταν. Βλέποντας υπό το φως αυτών των προηγούμενων δηλώσεων και του αντισημιτικού λόγου στον οποίο συμμετείχε το πολιτικό κόμμα του κ. Siderov  οι δηλώσεις του στην προεκλογική  ομιλία στο Μπουργκάς και στο Κοινοβούλιο μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν ότι στρέφονται εναντίον, μεταξύ άλλων, των Εβραίων.

Ο τρόπος με τον οποίο τα βουλγαρικά δικαστήρια αξιολόγησαν το νόημα των δηλώσεων του κ. Siderov αντικατοπτρίζονται στον τρόπο με τον οποίο εξισορρόπησαν το δικαίωμά του στην ελευθερία έκφρασης έναντι του δικαιώματος των προσφευγόντων για σεβασμό της  ιδιωτικής τους ζωής. Αν και αναγνώρισαν την σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο δικαιωμάτων, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα δικαστήρια είχαν σταθμίσει σωστά τη σχετική σημασία τους στις περιστάσεις. Το Δικαστήριο και η πρώην Επιτροπή υποστήριξαν με συνέπεια ότι ο αντισημιτικός λόγος δεν δικαιούται προστασίας  ή  μπορεί να δικαιούται πολύ περιορισμένης προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 10 σε συνάρτηση με το άρθρο 17 της ΕΣΔΑ.

Το γεγονός ότι ο συντάκτης των δηλώσεων είναι πολιτικός ή μιλά υπό την ιδιότητά του ως μέλους του κοινοβουλίου δεν το αλλάζει. Πράγματι, αποδίδοντας σημαντική βαρύτητα στο δικαίωμα του κ. Siderov στην ελευθερία της έκφρασης σε σχέση με τις δηλώσεις που επικαλούνται οι προσφεύγοντες , και υποτιμώντας την επίδραση αυτών των δηλώσεων στις προσφεύγουσες  ως εβραϊκής καταγωγής και εθνότητας  που ζουν στη Βουλγαρία (χώρα στην οποία ο κ. Siderov είχε κάνει τις δηλώσεις), τα δικαστήρια δεν πραγματοποίησαν την απαιτούμενη εξισορροπητική διαδικασία σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου. Το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο σε σχέση με τη Βουλγαρία, σε αντίθεση με αυτό σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.

Αρνούμενοι να χορηγήσουν αποζημίωση στις προσφεύγουσες για την διάκριση που υπέστησαν από τον κ. Siderov, οι εγχώριες αρχές παρέλειψαν να ανταποκριθούν επαρκώς στην απαγόρευση των διακρίσεων  λόγω της εθνικής καταγωγής των προσφευγουσών  και να συμμορφωθούν με τη θετική τους υποχρέωση να διασφαλίσουν τον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης.

Δίκαιη Ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγουσες και ότι το εναγόμενο κράτος έπρεπε να καταβάλει 2.762,53 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες