Προσβλητικές δημόσιες δηλώσεις πολιτικού σε βάρος Ρομά ότι είναι κακοποιοί, κλέφτες, βιαστές, βασανιστές! Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ 

Budinova και Chaprazov κατά Βουλγαρίας της 16.02.2021 (αριθ. προσφ. 12567/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εθνοτική διάκριση, Ρομά  και  δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

Πολιτικός στη Βουλγαρία προέβη σε δημόσιες δηλώσεις σε τηλεοπτικό κανάλι που ήταν υποτιμητικές για τους ΡΟΜΑ που ζουν στην Βουλγαρία. Ο πολιτικός μεταξύ άλλων ανέφερε ότι σκοπεύει να καθαρίσει την χώρα από τους κακοποιούς ΡΟΜΑ που κλέβουν, λεηλατούν και βιάζουν ασύστολα. Η αγωγή αποζημίωσης των προσφευγόντων για τα φυλετικά σχόλια του πολιτικού απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση από τα εγχώρια Δικαστήρια.

Οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή σε συνδυασμό με την απαγόρευση των διακρίσεων.

Το Στρασβούργο επανέλαβε την υποχρέωση των αρχών να πραγματοποιούν δίκαιη εξισορρόπηση  μεταξύ του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και της ελευθερίας της έκφρασης καθώς είναι δικαιώματα που απολάβουν την ίδια προστασία από την ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε στην πάγια νομολογία του γιατί έχει  κρίνει ότι οι γενικευμένες δηλώσεις κατά ολόκληρων εθνοτικών, θρησκευτικών ή άλλων ομάδων δεν δικαιούνται καμία προστασία ή δικαιούνται πολύ περιορισμένη προστασία βάσει του άρθρου 10 της Σύμβασης. Αυτή η υποχρέωση δεν αλλάζει ακόμα και όταν ο προβαίνων σε δηλώσεις είναι μέλος του Κοινοβουλίου.

Ακολούθως έκρινε ότι τα εγχώρια Δικαστήρια είχαν αξιολογήσει το νόημα των δηλώσεων του πολιτικού  και αναγνώρισαν την σύγκρουση μεταξύ των δύο δικαιωμάτων της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης, ωστόσο δεν στάθμισαν σωστά τη σχετική σημασία τους στις περιστάσεις καθόσον οι δηλώσεις ήταν ακραίες και  είχαν ως στόχο να προκαλέσουν προκατάληψη και μίσος απέναντί ​​των εθνοτικών ομάδων.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόρριψη της αγωγής των προσφευγόντων δεν διασφάλισε την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι Βούλγαροι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1970 και το 1945 αντίστοιχα και ζουν στη Σόφια. Είναι εθνότητας εβραϊκής και Ρομά.

Η υπόθεση αφορούσε απόρριψη αγωγής αποζημίωσης που βασίστηκε στο νόμο για απαγόρευση των διακρίσεων εναντίον δημοσιογράφου και πολιτικού, με αίτημα την δημόσια  συγγνώμη για τις παρατηρήσεις κατά των Ρομά και την παράλειψη τέτοιων σχολίων στο μέλλον.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι ο ηγέτης ενός πολιτικού κόμματος (ο πολιτικός) είχε κάνει δημόσιες δηλώσεις οι οποίες συνιστούσαν παρενόχληση και υποκίνηση διακρίσεων σε βάρος των Ρομά της Βουλγαρίας σε μια σειρά δηλώσεων που έγιναν στο τηλεοπτικό του πρόγραμμα,  σε συνεντεύξεις, σε  ομιλίες και σε αποσπάσματα βιβλίου.  Ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι καθένας από αυτούς, ως μέλος μειοψηφίας, επηρεάστηκε προσωπικά από αυτές τις δηλώσεις.

Μερικές από τις δηλώσεις του ήταν οι εξής «… Όλες οι συμμορίες τσιγγάνων, κακοποιοί, που βασανίζουν, κακομεταχειρίζονται, βιάζουν και λεηλατούν σε όλες τις πόλεις της Βουλγαρίας θα πρέπει να μπουν στη θέση τους. Κλέβουν για να βγουν από τη φτώχεια, λένε οι αμειβόμενοι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν έχουν δουλειά. Η Βουλγαρία θα γίνει Κοσσυφοπέδιο. Η προφητεία (ή απειλή) του ηγέτη των Ρομά προφανώς μετατρέπεται σε πραγματικότητα».

Η αγωγή των προσφευγόντων απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση  από τα εγχώρια δικαστήρια.

Οι προσφεύγοντες  άσκησαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ βασιζόμενοι ιδίως στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της Σύμβασης .

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Είναι δεδομένο  ότι το άρθρο 8 της Σύμβασης δημιουργεί θετικές υποχρεώσεις και ότι αυτές οι υποχρεώσεις ενδέχεται να απαιτούν τη θέσπιση μέτρων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, ακόμη και στον τομέα των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους. Κατά την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, οι εθνικές αρχές πρέπει, ωστόσο, να λαμβάνουν επίσης υπόψη τα δικαιώματα του συντάκτη των δηλώσεων βάσει της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της Σύμβασης). Το Δικαστήριο  τόνισε ότι το βασικό ζήτημα είναι το σχετικό βάρος που πρέπει να αποδοθεί σε αυτά τα δύο δικαιώματα – τα οποία κατ’ αρχήν απολαμβάνουν τον ίδιο σεβασμό – στις συγκεκριμένες περιστάσεις  και αυτό ενεργοποιεί τη συγκριτική σημασία των συγκεκριμένων πτυχών των δύο δικαιωμάτων που διακυβεύονται στην εν λόγω υπόθεση και την ανάγκη περιορισμού καθεμιάς από αυτές. Οι εθνικές αρχές έχουν περιθώριο εκτίμησης κατά τη διενέργεια αυτής της αξιολόγησης, αλλά το συμπέρασμά τους μπορεί να γίνει δεκτό από το ΕΔΔΑ μόνο εάν έχουν πραγματοποιήσει εξισορρόπηση σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η νομολογία του.

Δεδομένου ότι οι δηλώσεις για τις οποίες οι προσφεύγοντες ζήτησαν αποζημίωση εκ πρώτης όψεως προκαλούσαν διακρίσεις σε σχέση με τους Ρομά, εν προκειμένω, η ανάλυση αυτή πρέπει επίσης να σταθμίζεται και από τα καθήκοντα που απορρέουν από το άρθρο 14 της Σύμβασης – ιδίως από την υποχρέωση καταπολέμησης των διακρίσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διάκριση λόγω εθνικής καταγωγής κάποιου. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει  εάν οι επίμαχες δηλώσεις ισοδυναμούσαν με «παρενόχληση» ή «υποκίνηση σε διακρίσεις, διώξεις και φυλετικούς διαχωρισμούς» κατά την έννοια του άρθρου 5 §1 του νόμου του 2003 και  των πρόσθετων διατάξεων του νόμου του 2003. Εναπόκειται στις εθνικές αρχές – ειδικά στα δικαστήρια – να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο. Το καθήκον του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο των αποφάσεών τους υπό το φως των απαιτήσεων της Σύμβασης.

Σε αυτήν την περίπτωση, δεν διαπιστώθηκε ότι τα βουλγαρικά δικαστήρια αξιολόγησαν επαρκώς το νόημα των δηλώσεων του πολιτικού κ. Siderov. Παρόλο που τα δικαστήρια αναγνώρισαν την γενίκευση των δηλώσεων, υποβάθμισαν τη δυνατότητα των σχολίων  να στιγματίζουν τους Ρομά στη Βουλγαρία ως ομάδα και ότι μπορούσαν να προκαλέσουν μίσος και προκατάληψη εναντίον τους, και προφανώς θεώρησαν ότι τα σχόλια  δεν αποτελούν παρά μια νόμιμη συζήτηση για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Αυτή η κρίση, ωστόσο, αγνόησε το σημείο ότι ενώ μια έκφραση γνώμης μπορεί να θίξει ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος – όπως οι σχέσεις μεταξύ εθνοτικών ομάδων σε μια χώρα – μπορεί ταυτόχρονα να προωθήσει ή να δικαιολογήσει το μίσος και τη μισαλλοδοξία έναντι ορισμένων από αυτές τις ομάδες , και συνεπώς να μην δικαιούται προστασίας ή να δικαιούται πολύ περιορισμένης προστασίας βάσει του άρθρου 10 της Σύμβασης. Λαμβάνοντας υπόψη τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο κ. Siderov και τη συνολική ώθηση του μηνύματός του, οι δηλώσεις του υπερέβαιναν το θεμιτό μέρος μιας δημόσιας συζήτησης σχετικά με τις εθνοτικές σχέσεις και το έγκλημα στη Βουλγαρία, και μπορεί να αναγνωριστεί ότι περιείχαν ακόμα και ένα στοιχείο υπερβολής που έγιναν για να προσελκύσει την προσοχή. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ισοδυναμούσαν με ακραία αρνητικά στερεότυπα που είχαν ως στόχο να δυσφημήσουν τους Ρομά στη χώρα αυτή και να προκαλέσουν προκατάληψη και μίσος απέναντί ​​τους.

Ο τρόπος με τον οποίο τα βουλγαρικά δικαστήρια αξιολόγησαν το νόημα των δηλώσεων του κ. Siderov αντικατοπτρίζεται στη μεθοδολογία με την οποία εξισορρόπησαν το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης έναντι του δικαιώματος των προσφευγόντων σε σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής. Αν και αναγνώρισαν την σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο δικαιωμάτων, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι τα δικαστήρια στάθμισαν ορθά τη σχετική σημασία τους στις περιστάσεις. Το Δικαστήριο έχει σταθερά κρίνει ότι οι γενικευμένες δηλώσεις που επιτίθενται ή επιρρίπτουν ευθύνες με αρνητικό τρόπο σε ολόκληρες εθνοτικές, θρησκευτικές ή άλλες ομάδες δεν τους αξίζει η παροχή ουδεμίας προστασίας ή τους παρέχεται πολύ περιορισμένη προστασία βάσει της ελευθερίας της έκφρασης (Άρθρο 10 της Σύμβασης), όπως  ερμηνεύεται υπό το Άρθρο 14 (βλ. Le Pen κατά Γαλλίας , αριθ. 18788/09, 20 Απριλίου 2010, που αφορούσε γενικευμένες αρνητικές δηλώσεις σχετικά με μη Ευρωπαίους και ιδίως μουσουλμάνους μετανάστες στη Γαλλία, Norwood κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 23131/03, ECHR 2004-XI, που αφορούσε δηλώσεις που συνδέουν όλους τους μουσουλμάνους στο Ηνωμένο Βασίλειο με τις τρομοκρατικές ενέργειες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στις 11 Σεπτεμβρίου 2001,WP κ.α. κατά Πολωνίας, αριθ. 42264/98, ECHR 2004-VII, και Pavel Ivanov, παραπάνω, που αφορούσαν έντονες αντισημιτικές δηλώσει, Féret κατά Βελγίου, αρ. 15615/07, § 71, 16 Ιουλίου 2009, που αφορούσε δηλώσεις που απεικονίζουν μη ευρωπαϊκές κοινότητες μεταναστών στο Βέλγιο ως εγκληματικές νοοτροπίες).

Αυτό συνάδει πλήρως με την απαίτηση, που απορρέει από το άρθρο 14 της Σύμβασης, για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων. Το γεγονός ότι ο συντάκτης των δηλώσεων είναι πολιτικός ή μιλά υπό την ιδιότητά του ως μέλους του κοινοβουλίου δεν αλλάζει αυτή την υποχρέωση. Πράγματι, αποδίδοντας σημαντικό βάρος στο δικαίωμα του κ. Siderov στην ελευθερία της έκφρασης σε σχέση με τις δηλώσεις που αφορούσαν τους προσφεύγοντες  και υποτιμώντας την επίδραση αυτών των δηλώσεων στους εθνοτικής καταγωγής Ρομά που ζουν στη Βουλγαρία, τα βουλγαρικά δικαστήρια δεν πραγματοποίησαν την απαιτούμενη εξισορρόπηση σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

Αρνούμενοι να χορηγήσουν αποζημίωση στους προσφεύγοντες  σχετικά με τις δηλώσεις με διακριτό περιεχόμενο  του κ. Siderov, οι εγχώριες αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τη θετική υποχρέωσή τους να ανταποκριθούν επαρκώς στις διακρίσεις λόγω της εθνικής καταγωγής των προσφευγόντων  και να διασφαλίσουν τον σεβασμό της «ιδιωτικής ζωής» τους.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρου 8 της Σύμβασης) σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 6§1 και 14 της Σύμβασης

Το Δικαστήριο – κατά την εξέταση της προσφυγής βάσει των άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης – έχει ήδη αναλύσει τους λόγους που έδωσαν τα βουλγαρικά δικαστήρια για την απόρριψη της αγωγής των προσφευγόντων κατά του κ. Siderov. Ως εκ τούτου, η παρούσα καταγγελία, η οποία αφορά επίσης αυτούς τους λόγους, δεν απαιτεί ξεχωριστή εξέταση.

Δίκαιη Ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 8 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 14 αποτελούσε από μόνη της επαρκή ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγοντες και ότι το εναγόμενο κράτος έπρεπε να καταβάλει 2.900 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες