Πραξικόπημα στην Τουρκία. Η προσωρινή κράτηση Δικαστή ως υπόπτου για μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης παραβίασε την ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Baş κατά Τουρκίας της 03.03.2020 (αριθ. προσφ. 66448/17)

βλ. εδώ  

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αυτόφωρη διαδικασία σε βάρος Τούρκου δικαστή για κατηγορία συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. Προσωρινή κράτηση, δικαίωμα ακρόασης. Καταδίκη Τουρκίας.

Ο προσφεύγων είναι Τούρκος Δικαστής.  Κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος στην Τουρκία της 15 Ιουλίου 2016, συνελήφθη, με την αυτόφωρη διαδικασία ως ύποπτος για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ανεστάλη η εφαρμογή αρκετών νόμων.

Ο προσφεύγων κρατήθηκε προσωρινά για μεγάλο χρονικό διάστημα με αποφάσεις που ελήφθησαν ερήμην του και  παύθηκε από την εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα εγχώρια Δικαστήρια και το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψαν αμετάκλητα τις καταγγελίες για παράνομη προσωρινή κράτηση.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η σύλληψη του προσφεύγοντα κατά την αυτόφωρη διαδικασία, αποτελούσε εκτεταμένη ερμηνεία της έννοιας του αυτοφώρου αδικήματος,  έτσι ώστε οι δικαστές οι οποίοι είναι ύποπτοι ότι ανήκαν σε μια εγκληματική οργάνωση να στερούνται της δικαστικής προστασίας που παρέχεται από το τουρκικό δίκαιο στα μέλη του δικαστικού σώματος.

Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση να τεθεί ο προσφεύγων υπό προσωρινή κράτηση, δεν είχε ληφθεί «σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος» και δεν επιβάλλονταν  αυστηρά από τις απαιτήσεις της κατάστασης. Παραβιάστηκε έτσι το δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5§1 και 3).

Το Στρασβούργο διαπίστωσε επίσης ότι η απόφαση του Δικαστηρίου για προσωρινή κράτηση δεν περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον προσφεύγοντα προσωπικά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει επαρκή πραγματική βάση για την προσωρινή κράτησης. Διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 (γ).

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων  κρατούνταν προσωρινά και  δεν είχε εμφανιστεί ενώπιον δικαστή για περίπου ένα έτος και δύο μήνες, πολύ μεγαλύτερη περίοδο από εκείνη που θεωρείται ανεκτή από την ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 λόγω του χρονικού διαστήματος  κατά το οποίο ο προσφεύγων δεν είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως ενώπιον δικαστή.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5§1,

Άρθρο 5§1 ( γ) ,

άρθρο 5 §4,

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Hakan Baş είναι Τούρκος Δικαστής, ο οποίος γεννήθηκε το 1978 και ζει στο Kocaeli (Τουρκία).

Κατά τη διάρκεια της νύχτας από 15 έως 16 Ιουλίου 2016 μια ομάδα μελών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων προσπάθησε  να επιχειρήσει στρατιωτικό πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή της της κυβέρνησης και του Προέδρου της Τουρκίας. Την ημέρα μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, οι αρχές κατηγόρησαν το δίκτυο που συνδέεται με τον Fetullah Gülen, έναν Τούρκο πολίτη που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες και θεωρείται ηγέτης μιας οργάνωσης που αναφέρεται ως “FETÖ / PDY” («Οργανισμός Τρομοκρατίας Gülenist / Παράλληλη Κρατική Δομή»).

Στις 20 Ιουλίου 2016, η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για περίοδο τριών μηνών, η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε. Στις 21 Ιουλίου 2016, οι τουρκικές αρχές κοινοποίησαν στον γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, παρέκκλιση από τη Σύμβαση βάσει του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ.

Κατά τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, το Συμβούλιο των Υπουργών ψήφισε αρκετά νομοθετικά διατάγματα. Το άρθρο 3 του ΝΔ με αριθ. 667 προέβλεπε ότι το Συμβούλιο των Δικαστών και των Εισαγγελέων (στο εξής: HSK) ήταν εξουσιοδοτημένο να απολύει δικαστές ή εισαγγελείς οι οποίοι θεωρούνταν ότι ανήκουν ή είναι συνδεδεμένοι ή συνδέονταν με τρομοκρατικές ομάδες που κρίθηκαν από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας ότι ασκούν δραστηριότητες επιζήμιες για την εθνική ασφάλεια. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης άρθηκε στις 18 Ιουλίου 2018.

Στις 16 Ιουλίου 2016, η HSK ανέστειλε τα καθήκοντα σε 2.735 δικαστές και εισαγγελείς, συμπεριλαμβανομένου και  του προσφεύγοντος για περίοδο τριών μηνών, βάσει των άρθρων 77 (1) και 81 (1) του Ν.2802 σχετικά με τους δικαστές και εισαγγελείς, με την αιτιολογία ότι υπήρξε έντονη υποψία ότι ήταν μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης που είχε προκαλέσει την απόπειρα πραξικοπήματος και το γεγονός ότι αν θα παρέμειναν στις θέσεις τους θα παρεμπόδιζε την πρόοδο της έρευνας και θα υπονόμευε την εξουσία και τη φήμη του δικαστικού σώματος.

Επίσης, στις 16 Ιουλίου 2016, ο εισαγγελέας του Kocaeli κίνησε ποινική έρευνα κατά των δικαστών  που υπηρετούσαν στο Kocaeli με την αιτιολογία ότι ήταν ύποπτοι ότι είναι μέλη της FETÖ/PDY, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος. Στις 18 Ιουλίου 2016 ο προσφεύγων τέθηκε υπό αστυνομική εποπτεία. Στις 19 Ιουλίου 2016 κατέθεσε ενώπιον του  εισαγγελέα του Kocaeli, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι είχαν ανασταλεί τα καθήκοντά του ως  αποτέλεσμα της απόφασης της HSK της 16ης Ιουλίου 2016, λόγω της υπόνοιας συμμετοχής του στη  FETÖ / PDY. Ο προσφεύγων αρνήθηκε την κατηγορία ότι ήταν μέλος ή ότι είχε συνδέσμους με την εν λόγω οργάνωση. Αργότερα εκείνη την ημέρα, παρουσιάστηκε ενώπιον του πρώτου δικαστηρίου Kocaeli. Στις 20 Ιουλίου 2016 ο δικαστής αποφάσισε να τον θέσει υπό προσωρινή κράτηση εξαιτίας της ιδιότητας  μέλους τρομοκρατικής οργάνωσης.

Η έφεση του προσφεύγοντος κατά της απόφασης προσωρινής κράτησης απορρίφθηκε.

Στις 24 Αυγούστου 2016, εφαρμόζοντας το άρθρο 3 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 667, η ολομέλεια της HSK απέλυσε 2.847 δικαστές και εισαγγελείς συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, όλοι οι οποίοι θεωρήθηκαν ως μέλη ή ως έχοντας σχέση με την FETÖ / PDY.

Στις 27 Δεκεμβρίου 2017 το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε την ατομική αίτηση του προσφεύγοντος απαράδεκτη  κρίνοντας ότι οι καταγγελίες του ήταν προδήλως αβάσιμες.

Στις 19 Μαρτίου 2018, το 29ο Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι ο κ. Baş ήταν ένοχος για την ιδιότητας μέλους ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης, και καταδικάστηκε σε επτά χρόνια και έξι μήνες κάθειρξη και, λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που έχει ήδη εκτίσει κατά την κράτησή του, αποφυλακίστηκε. Η καταδίκη του κ. Baş επικυρώθηκε στην κατ έφεση διαδικασία. Η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 §§ 1 και 3

Νομιμότητα της αρχικής προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος

Η προδικαστική κράτηση του προσφεύγοντος διατάχθηκε με βάση τους συνήθεις κανόνες που διέπουν τα άρθρα 100 κλπ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (CCP).

Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, υπό συνθήκες παρόμοιες με εκείνες της υπό κρίση υπόθεσης, έκρινε ότι η επέκταση από το εθνικό δικαστήριο του πεδίου εφαρμογής της έννοιας της flagrante delicto και της εφαρμογής του εγχωρίου νόμου φάνηκε προφανώς παράλογη και ήταν προβληματική όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου (Alparslan Altan κατά Τουρκίας, αριθ. προσφ. 12778/17, 16 Απριλίου 2019). Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εντοπίσει κάποιο λόγο γιατί να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας του flagrante delicto (αυτόφωρο αδίκημα)  και την εφαρμογή του άρθρου 94 του Ν. 2802 υπό τις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υποστηρίχθηκε ότι ο προσφεύγων συνελήφθη και τοποθετήθηκε υπό προσωρινή κράτηση κατά τη διάρκεια διάπραξης αδικήματος που συνδέεται με την απόπειρα πραξικοπήματος, αν και η εισαγγελία της Άγκυρας είχε αρχικά αναφέρει το αδίκημα της προσπάθειας  ανατροπής της συνταγματικής τάξης. Το αδίκημα αυτό δεν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο  του Kocaeli για να διατάξει την προσωρινή  κράτηση του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων στερήθηκε της ελευθερίας του όσον αφορά την υποψία προσχώρησης στη FETÖ / PDY. Κατά την άποψη του εθνικού Δικαστηρίου του Kocaeli, αποτελούσε περίπτωση αυτόφωρου αδικήματος κατά την έννοια του  άρθρου 94 του Ν. 2802, αλλά ο δικαστής δεν παρείχε επαρκή νομική αιτιολογία για τη διαπίστωση αυτή.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην απόφαση που εκδόθηκε στις 26.09.2017, το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι κατά τη στιγμή της σύλληψης των δικαστών λόγω της υπόνοιας  της ιδιότητας μέλους ένοπλης οργάνωσης, υπήρξε μια κατάσταση αυτοφώρου αδικήματος. Η κύρια απόφαση  ανέφερε ότι σε περιπτώσεις που αφορούσαν αδικήματα προσχώρησης σε εγκληματική οργάνωση, αρκεί να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 100 του Κ.Κ.Κ. ώστε ένας ύποπτος ο οποίος ήταν μέλος του δικαστικού σώματος για να τεθεί υπό προσωρινή κράτηση με το αιτιολογικό ότι υπήρχε περίπτωση αυτοφώρου.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο εάν τα δικαστήρια εισήγαγαν εξαιρέσεις στη νομολογία τους που έρχονταν σε αντίθεση με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις.

Το άρθρο 2 του Κ.Κ.Κ. παρέχει έναν συμβατικό ορισμό της έννοιας του flagrante delicto, που σχετίζεται στην ανακάλυψη ενός αδικήματος κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την διάπραξη του. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου η υποψία προσχώρησης σε εγκληματική οργάνωση αρκεί για να χαρακτηριστεί ως αυτόφωρο αδίκημα, χωρίς να χρειάζεται να παρουσιαστεί πραγματικό στοιχείο ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη μιας συνεχιζόμενης εγκληματικής πράξης. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό αποτελούσε εκτεταμένη ερμηνεία της έννοιας του flagrante delicto, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής της έννοιας αυτής, έτσι ώστε οι δικαστές οι οποίοι είναι ύποπτοι ότι ανήκουν σε μια εγκληματική οργάνωση να στερούνται της δικαστικής προστασίας που παρέχεται από το τουρκικό δίκαιο στα μέλη του δικαστικού σώματος. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ δεν μπόρεσε να δει πώς η πάγια νομολογία του Ακυρωτικού δικαστηρίου αναφορικά με την έννοια της συνεχιζόμενης παραβίασης, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της έννοιας του αυτοφώρου αδικήματος, το οποίο σχετίζεται με  την ύπαρξη μιας τρέχουσας εγκληματικής πράξης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 του ΚΚΚ.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της έννοιας αυτής  από τα εθνικά δικαστήρια και η εφαρμογή του από το εσωτερικό δίκαιο, δηλαδή το άρθρο 94 του Ν. 2802, εν προκειμένω δεν ήταν μόνο προβληματική όσον αφορά την ασφάλεια δικαίου, αλλά φάνηκε προφανώς παράλογη.

Θεωρείται ότι η εφαρμογή της έννοιας του flagrante delicto και η αναφορά στο  άρθρο 94 του Ν. 2802 με διάταξη της 20ής Ιουλίου 2016 για την κράτηση του προσφεύγοντος δεν είχε εκπληρώσει  τις απαιτήσεις του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, μια σαφής ερμηνεία της έννοιας του flagrante delicto δε θα μπορούσε να θεωρείται κατάλληλη απάντηση σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μια τέτοια ερμηνεία, η οποία, εξάλλου, δεν είχε υιοθετηθεί ως απάντηση στις ανάγκες της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, δεν ήταν μόνο προβληματική από την άποψη της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αλλά και αναιρούνταν οι διαδικαστικές διασφαλίσεις που έχουν παρασχεθεί στα μέλη του δικαστικού σώματος για να προστατεύονται  από παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Υπήρχαν λοιπόν νομικές συνέπειες που υπερβαίνουν το νομικό πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση δικαιολογημένη από τις ιδιαίτερες συνθήκες. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση να τεθεί ο προσφεύγων υπό προσωρινή κράτηση, η οποία δεν είχε ληφθεί «σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος», δεν μπορεί να ειπωθεί ότι επιβάλλονταν  αυστηρά από τις απαιτήσεις της κατάστασης.

Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ λόγω του παράνομου χαρακτήρα της αρχικής προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος.

Υποτιθέμενη έλλειψη εύλογης υποψίας ότι ο προσφεύγων διέπραξε αδίκημα

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αναφερθεί στη χρήση του ByLock (αποστολή μηνυμάτων) από τον κ. Baş. Διαπιστώθηκε ότι τα σχετικά αρχεία είχαν υποβληθεί πολύ αργότερα από την αρχική κράτηση του προσφεύγοντος. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν εξήγησε πώς τα αρχεία που ελήφθησαν αρκετούς μήνες μετά την αρχική προφυλάκιση του προσφεύγοντος θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τη θέσπιση βάσιμης κατηγορίας ότι είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι προέκυψε από την απόφαση προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος ότι το Δικαστήριο   του Kocaeli είχε στηρίξει την εύλογη υποψία διάπραξης του προβαλλόμενου αδικήματος στην απόφαση που έλαβε η HSK στις 16 Ιουλίου 2016 και μετά από αίτημα του εισαγγελέα της Άγκυρας να κινήσει έρευνα σχετικά με τον προσφεύγοντα.

Στην απόφασή της, η HSK είχε αναστείλει τα καθήκοντα  2.735 δικαστών και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, με την αιτιολογία της ισχυρής υποψίας ότι ήταν μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης που είχε υποκινήσει το πραξικόπημα. Η HSK αναφέρθηκε σε μια σειρά πειθαρχικών και ποινικών ερευνών  που είχαν κινηθεί σε σχέση με ορισμένους δικαστές και εισαγγελείς πριν από το πραξικόπημα. Ωστόσο, η απόφασή της δεν περιείχε κανένα γεγονός ή πληροφορία σχετικά με τον προσφεύγοντα προσωπικά. Δεν συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των ατόμων που αποτέλεσαν το αντικείμενο των πειθαρχικών και ποινικών ερευνών. Κατά συνέπεια, οι πειθαρχικές και ποινικές έρευνες που αναφέρεται στην απόφαση της HSK, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση της κατηγορίας που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης να διατάξει την κράτηση του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι στην απόφασή της η HSK είχε προβεί σε γενική αναφορά των πληροφοριών από τις μυστικές υπηρεσίες, χωρίς να παρέχονται διευκρινίσεις για  το περιεχόμενό τους ή να εξηγεί πώς σχετίζεται με τον προσφεύγοντα και την κατάστασή του.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει επαρκή πραγματική βάση για την απόφαση της HSK στην παρούσα υπόθεση. Διαπίστωσε ότι η αιτιολογία του Δικαστηρίου του Kocaeli ήταν ανεπαρκής για να υποστηρίξει το συμπέρασμα ότι υπήρξε λογική υποψία  που δικαιολογεί την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος. Το εθνικό Δικαστήριο επεδίωξε να δικαιολογήσει την απόφασή του  με παραπομπή στο άρθρο 100 του Κ.Κ.Κ. και στη δικογραφία, αλλά αναφέρθηκε απλώς στη διατύπωση του εν λόγω άρθρου. Οι ασαφείς και γενικές αναφορές στη διατύπωση του άρθρου  100 και στη δικογραφία δε μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκείς για να δικαιολογήσουν το  «εύλογο» της υποψίας στην οποία έπρεπε η κράτηση του προσφεύγοντα  να βασίζεται δεδομένου ότι, ελλείψει ειδικής εκτίμησης των μεμονωμένων αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου, ή οποιωνδήποτε πληροφοριών που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την υποψία κατά του προσφεύγοντος ή οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού υλικού.

Στις 16 Ιουλίου 2016  η εισαγγελία της Άγκυρας είχε εκδώσει  οδηγίες που περιγράφουν τον προσφεύγοντα ως μέλος της FETÖ / PDY και ζητούσε την προσωρινή κράτησή του.

Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα γεγονός ή πληροφορία ικανή να χρησιμεύσει ως πραγματικό γεγονός για τις οδηγίες που είχε εκδώσει ο εισαγγελέας της Άγκυρας. Το γεγονός ότι, πριν τεθεί υπό προσωρινή κράτηση ο προσφεύγων είχε ανακριθεί από τον Πρώτο Ανακριτή  του Kocaeli  στις 19 και 20 Ιουλίου 2016 σε σχέση με το αδίκημα της ιδιότητας μέλους μίας παράνομης οργάνωσης αποκάλυπτε ότι  οι αρχές υποψιάζονταν ότι είχε διαπράξει αυτό το αδίκημα. Το γεγονός από μόνο του δεν θα ικανοποιούσε έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να έχει καταδικαστεί για το εν λόγω αδίκημα.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν δεν δικαιολογούσαν το συμπέρασμα ότι υπήρξε εύλογη υποψία κατά του προσφεύγοντος κατά την αρχική κράτησή του. Θεώρησε ότι οι  απαιτήσεις του άρθρου 5 § 1 (γ) της Σύμβασης σχετικά με την εύλογη υποψία δεν δικαιολογούσαν την κράτηση.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης λόγω της έλλειψης  εύλογης υποψίας κατά τον χρόνο της αρχικής προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος, ότι είχε διαπράξει το αδίκημα.

Άρθρο 5 § 4

Ο κ. Baş είχε τεθεί σε προσωρινή κράτηση στις 20 Ιουλίου 2016 μετά την εξέτασή του από το Δικαστήριο του Kocaeli και στη συνέχεια εμφανίστηκε ενώπιον δικαστηρίου κατά την πρώτη ακρόαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, μετά την έναρξη της δίκης του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου περίπου ενός έτους και δύο μηνών, δεν παρουσιάστηκε ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου που αποφάσιζε σχετικά με την κράτηση του. Οι αιτήσεις του για άρση της προσωρινής κράτησης και οι ενστάσεις του εξετάστηκαν ερήμην του χωρίς να έχει εμφανιστεί στο Δικαστήριο. Η τελευταία ένσταση που υποβλήθηκε από τον προσφεύγοντα είχε απορριφθεί στις 15 Αυγούστου 2017, χωρίς ακρόαση. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εν λόγω κατάσταση για την οποία διαμαρτύρεται ο προσφεύγων υπάγονταν στην ανακοίνωση παρέκκλισης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης που προβλέπεται στο άρθρο 15 την οποία είχαν υποβάλει οι τουρκικές αρχές στον  Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 21 Ιουλίου 2016.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Τουρκία μετά την απόπειρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος  της 15ης Ιουλίου 2016 ήταν παράγοντας που έπρεπε να ληφθεί πλήρως υπόψη κατά τη  ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 15 (Alparslan Altan κατά Τουρκίας, αριθ. 12778/17, 16 Απριλίου 2019). Το Δικαστήριο  δέχθηκε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Aydın Yavuz κλπ. σύμφωνα με το οποίο τα μέτρα που εφαρμόστηκαν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και το γεγονός ότι για μια περίοδο  οκτώ μηνών και δεκαοκτώ ημερών ο προσφεύγων δεν είχε εμφανιστεί ενώπιον των δικαστών που αποφάσιζαν σχετικά με την κράτησή του θα μπορούσε να λεχθεί ότι ήταν αυστηρά απαραίτητη για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν είχε εμφανιστεί ενώπιον δικαστή για περίπου ένα έτος και δύο μήνες, πολύ μεγαλύτερη περίοδο από εκείνη που εκτιμήθηκε από  το Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφασή του Aydın Yavuz κλπ.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 λόγω του χρονικού διαστήματος  κατά το οποίο ο προσφεύγων δεν είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως ενώπιον δικαστή.

Επιπλέον, όσον αφορά την αιτίαση περί περιορισμού της πρόσβασης στον φάκελο, το Δικαστήριο θεώρησε περιττό να εξετάσει περαιτέρω το ζήτημα. Όσον αφορά τη μη κοινοποίηση της απόφασης του εισαγγελέα, έκρινε ότι η καταγγελία αυτή ήταν προδήλως αβάσιμη και την απέρριψε.

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των συνταγματικών και νομικών εγγυήσεων που παρέχονται στις ανακριτικές αρχές και ελλείψει σχετικών επιχειρημάτων που να προκαλούν αμφιβολίες σχετικά με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία στην περίπτωση του προσφεύγοντος, η καταγγελία για έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία πρέπει να καταβάλει στον προσφεύγοντα 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Μειοψηφούσες απόψεις

Ο δικαστής Bårdsen εξέφρασε μια σύμφωνη γνώμη και ο δικαστής Yüksel εξέφρασε μια εν μέρει αντίθετη γνώμη. Οι μειοψηφούσες απόψεις επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες