Ποινή υποχρεωτικής συνταξιοδότησης σε πρέσβη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς σε γυναίκες υπαλλήλους. Μη παραβίαση δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Dahan κατά Γαλλίας της 03.11.2022 (αρ. προσφ. 32314/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων ήταν πρέσβης. Σειρά πειθαρχικών διαδικασιών ασκήθηκαν εναντίον για απρεπή συμπεριφορά προς το γυναικείο προσωπικό της πρεσβείας, με αποκορύφωμα την ποινή υποχρεωτικής συνταξιοδότησης που του επιβλήθηκε με εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/ αμεροληψία δικαστηρίου) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ο ρόλος που διαδραμάτισε ο γενικός διευθυντής διοίκησης του Υπουργείου Εξωτερικών στην πειθαρχική διαδικασία που προηγήθηκε της επιβολής της ποινής είχε παραβιάσει την απαίτηση της αμεροληψίας.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε εξαρχής ότι η αστική πτυχή του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ είχε εφαρμογή στα εν λόγω γεγονότα. Στη συνέχεια σημείωσε ότι ούτε η αρμόδια αρχή για τη διεξαγωγή της εσωτερικής διοικητικής διαδικασίας, η οποία συνεπαγόταν την έκδοση γνωμοδότησης από πειθαρχικό συμβούλιο, ούτε η αρμόδια αρχή για την επιβολή της ποινής ήταν δικαστικά όργανα. Το Δικαστήριο συνήγαγε από αυτό, ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξακριβωθεί εάν αυτές οι διοικητικές αρχές είχαν λάβει τις δικές τους αποφάσεις σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, το Δικαστήριο έπρεπε να βεβαιωθεί ότι ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μεταγενέστερη επανεξέταση από δικαστικό όργανο με «πλήρη δικαιοδοσία» που πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 και πραγματοποίησε επανεξέταση της ποινής. Έτσι, σημείωσε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, κρίνοντας από την προηγούμενη νομολογία του στη διαφορά που αφορούσε τον προσφεύγοντα, είχε προβεί σε πλήρη επανεξέταση που περιλαμβάνει την αναλογικότητα της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης. Καθώς το πεδίο εφαρμογής αυτής της αναθεώρησης αντιστοιχούσε σε αυτό που εκτελείται από όργανο με «πλήρη δικαιοδοσία» κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 και συνεπώς δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Paul Dahan, είναι Γάλλος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1949 και ζει στο Παρίσι. Το 2009 διορίστηκε ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Γαλλίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, σε θέση πρέσβη.

Τον Ιούλιο του 2010 ο προσφεύγων αποτέλεσε αντικείμενο αξιολόγησης απόδοσης 360 μοιρών (δηλαδή, μεταξύ των υφιστάμενών του). Τα σχόλια για την απόδοσή του σημείωσαν ότι διεκπεραίωνε τις αρμοδιότητές του με τον σωστό τρόπο, αλλά ότι «απέτυχε να κατανοήσει το επίπεδο δυσαρέσκειας που προκλήθηκε από τις ελλείψεις στην εκτέλεση της αποστολής και ιδιαίτερα από την ανάρμοστη συμπεριφορά του προς το αντίθετο φύλο».

Τον Αύγουστο του 2010, μετά από καταγγελία γυναίκας υπαλλήλου στο Υπουργείο Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, κλήθηκε από τον M.R., Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Διοίκησης και Εκσυγχρονισμού, και ενημερώθηκε για ισχυρισμούς σχετικά με τη συμπεριφορά του προς τις γυναίκες. Τον Σεπτέμβριο του 2010 η επιθεώρηση του Υπουργείου διοργάνωσε μια διερευνητική επίσκεψη στο Στρασβούργο. Λίγες ημέρες αργότερα, ο M.R., υπό την ιδιότητά του ως Γενικού Διευθυντή Διοίκησης, ζήτησε από τον προσφεύγοντα να μην συνεχίσει τα καθήκοντά του στο Στρασβούργο και τον ενημέρωσε ότι «διορίζεται σε θέση εντός της κεντρικής διοίκησης». Η έκθεση επιθεώρησης, με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 2010, ανέφερε την συμπεριφορά του προσφεύγοντος προς το γυναικείο προσωπικό της Μόνιμης Αντιπροσωπείας και ειδικότερα τη συμπεριφορά του έναντι μιας υπαλλήλου με σύμβαση, που σύμφωνα με την έκθεση ήταν ιδιαίτερα αμείλικτη και είχε αρνητικό αντίκτυπο στη σωματική και ψυχική της υγεία. Η αναφορά τελείωνε με την εισήγηση της απομάκρυνσης του προσφεύγοντος από τη θέση του. Με διάταγμα της 30 Σεπτεμβρίου 2010 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε νέο Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Γαλλίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

Ο προσφεύγων προσέφυγε στη συνέχεια στο Συμβούλιο της Επικρατείας για δικαστικό έλεγχο του διατάγματος και για την αξιολόγηση της απόδοσης. Τον Νοέμβριο του 2010 ενημερώθηκε από τον M.R., υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της μεικτής διοικητικής επιτροπής, ότι σε βάρος του ασκούνταν πειθαρχική δίωξη. Ο προσφεύγων κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον της Επιτροπής, που συνεδρίαζε ως πειθαρχικό συμβούλιο, στις 7 Δεκεμβρίου 2010. Την ημερομηνία εκείνη, η επιτροπή, υπό την προεδρία του M.R., εξέδωσε τη γνώμη της, προτείνοντας την ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης.

Τέλος, στις 3 Φεβρουαρίου 2011 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επέβαλε την ποινή υποχρεωτικής συνταξιοδότησης του προσφεύγοντος, η οποία του κοινοποιήθηκε την 1η Μαρτίου 2011. Στις 8 Μαρτίου 2011, ο Υπουργός διέταξε την καθαίρεσή του από τη διπλωματική υπηρεσία με ισχύ από 4 Μαρτίου 2011.

Τον Μάρτιο του 2011, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας για δικαστικό έλεγχο του διατάγματος της 3 Φεβρουαρίου 2011 και της διάταξης της 8 Μαρτίου 2011. Τον Ιούλιο και τον Νοέμβριο του 2013 το ανωτέρω δικαστήριο απέρριψε όλες τις αιτήσεις του προσφεύγοντος συμπεριλαμβανομένης της αίτησής του σχετικά με την ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6

Το Δικαστήριο εφάρμοσε τα κριτήρια που καθορίστηκαν στην υπόθεση Vilho Eskelinen κ.λπ. και σημείωσε ότι το εθνικό δίκαιο δεν απαγόρευε σε έναν πρεσβευτή που επιδιώκει να αμφισβητήσει την υποχρεωτική συνταξιοδότησή του την πρόσβαση σε δικαστήριο. Επομένως, η αστική πτυχή του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ ήταν εφαρμοστέα στην παρούσα υπόθεση.

Το Δικαστήριο συνέχισε επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία του όπως εκτίθεται στην υπόθεση Ramos Nunes de Carvalho e Sá σύμφωνα με την οποία, όταν διοικητικό όργανο που επιλύει διαφορές για «πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις» δεν πληρούσε πλήρως τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1, καμία παραβίαση της Σύμβασης δεν θα μπορούσε να τεκμηριωθεί εάν οι διαδικασίες ενώπιον του οργάνου αυτού υπόκειντο σε μεταγενέστερο έλεγχο από δικαστικό όργανο που είχε πλήρη δικαιοδοσία και παρείχε τις εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να κριθεί στην παρούσα υπόθεση εάν οι αρμόδιες για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας διοικητικές αρχές ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1. Ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις που διέπουν τις διοικητικές διαδικασίες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση υπό το πλαίσιο εφαρμογής της νομοθεσίας και τις διάφορες λειτουργίες που επιτελούνται διαδοχικά από τον Μ.R. με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή διοίκησης υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, το Δικαστήριο έκρινε περιττό να εξακριβώσει εάν το πειθαρχικό συμβούλιο είχε εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Ωστόσο, το Δικαστήριο έπρεπε να βεβαιωθεί ότι ο προσφεύγων είχε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς από δικαστήριο. Ως εκ τούτου, έπρεπε να εξακριβώσει εάν ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μεταγενέστερη επανεξέταση από δικαστικό όργανο με «πλήρη δικαιοδοσία» που ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και πραγματοποίησε μια επανεξέταση που ήταν επαρκής.

Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι η δικαστική διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 6§1, το Δικαστήριο εστίασε την εξέτασή του στο πεδίο εφαρμογής της επανεξέτασης που διενεργήθηκε από το εν λόγω όργανο. Έτσι, σημείωσε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, κρίνοντας από την προηγούμενη νομολογία του στη διαφορά σχετικά με τον προσφεύγοντα, είχε προβεί σε πλήρη επανεξέταση, η οποία περιλάμβανε την αναλογικότητα της διαταγής για την υποχρεωτική συνταξιοδότηση του προσφεύγοντος. Ως εκ τούτου, η ποινή που επιβλήθηκε είχε υποβληθεί σε αυτό που ονομάστηκε «πλήρης» δικαστική επανεξέταση (γνωστή και ως «τυπική» αναθεώρηση) από το Conseil d’ État που θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα, εάν ενδείκνυται, στην ακύρωση της εν λόγω ποινής. Το πεδίο εφαρμογής αυτής της επανεξέτασης αντιστοιχούσε σε έλεγχο που εκτελείται από όργανο με «πλήρη δικαιοδοσία» κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Ως προς την ουσία, ο έλεγχος που διενήργησε το Conseil d’État στην παρούσα υπόθεση είχε περιλάβει την ακρίβεια των γεγονότων, τη νομική κατάταξή τους και την αναλογικότητα της ποινής.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι στο συγκεκριμένο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά ήταν τόσο κρίσιμα όσο και τα νομικά ζητήματα για την έκβαση μιας διαφοράς σχετικά με τα «πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις». Στην παρούσα υπόθεση σημείωσε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε φροντίσει να εξακριβώσει ότι η ποινή δεν είχε επιβληθεί «βάσει ανακριβών γεγονότων» και ότι το εικαζόμενο παράπτωμα του προσφεύγοντος αιτιολογούσε την επιβολή της ποινής ενόψει «των εγγράφων του φακέλου και του μεγάλου αριθμού μαρτυρικών καταθέσεων που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας». Από το σκεπτικό της απόφασης ήταν σαφές ότι το Conseil d’ État είχε αξιολογήσει την ακρίβεια των γεγονότων ώστε να βεβαιωθεί ότι η επιβληθείσα ποινή είχε δικαιολογηθεί νομικά. Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι το Conseil d’ État είχε πραγματοποιήσει ακρόαση στην οποία είχε δοθεί η ευκαιρία στον δικηγόρο του προσφεύγοντος να μιλήσει και να επανεξετάσει τα γεγονότα και την εκδοχή του προσφεύγοντος. Σημείωσε επίσης ότι η απόφαση απαριθμούσε ρητά τις πράξεις επί των οποίων επιβλήθηκε η εν λόγω ποινή.

Επιπλέον, η ποινή που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα είχε αποτελέσει αντικείμενο πλήρους επανεξέτασης της αναλογικότητας που εκτίμησε τη σοβαρότητα της ποινής σε σχέση με τις εικαζόμενες πράξεις. Αυτή η επανεξέταση κατέστησε έτσι δυνατή τη στάθμιση των απαιτήσεων διοικητικής αποτελεσματικότητας έναντι των απαιτήσεων που απορρέουν από τα δικαιώματα του προσφεύγοντος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε λάβει υπόψη το ιστορικό και τις επιδόσεις του προσφεύγοντος, και τη σοβαρότητα των πράξεων για τις οποίες κατηγορήθηκε, καθώς και τη θέση του στην ιεραρχία, προτού διαπιστωθεί ότι η απόφαση των διοικητικών αρχών για την απόλυσή του δεν είχε ληφθεί με δυσανάλογο τρόπο. Έτσι, ο έλεγχος που διενεργήθηκε από το Δικαστήριο αυτό, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, ως απάντηση στην αίτηση του προσφεύγοντος για δικαστικό έλεγχο ήταν επαρκής ως προς το πεδίο εφαρμογής.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και ότι δεν υπήρξε παραβίαση της εν λόγω διάταξης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες