Πειθαρχική ποινή απομόνωσης κρατούμενου 14 ημερών. Η απομόνωση δεν ισοδυναμούσε με περαιτέρω στέρηση της ελευθερίας του. Μη παραβίαση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Stoyan Krastev κατά Βουλγαρίας της 06.10.2020 (αριθ. προσφ. 1009/12)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πειθαρχική ποινή σε κρατούμενο για κράτηση σε κελί απομόνωσης για 14 μέρες εξαιτίας  διαπληκτισμού με συγκρατούμενό του κατά την διάρκεια γενικευμένης σύρραξης στις φυλακές. Ο προσφεύγων εξέτιε ποινή φυλάκισης 3 ετών.

Το Στρασβούργο  επισήμανε ότι για να εξακριβωθεί εάν υπάρχει «στέρηση της ελευθερίας» κατά την έννοια του άρθρου 5,  πρέπει να εξεταστεί μία σειρά παραγόντων όπως η διάρκεια και η φύση του μέτρου. Σε κάθε περίπτωση παραβάσεις έχουν διαπιστωθεί σε μακροχρόνια απομόνωση.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι , ο προσφεύγων ήταν ήδη κρατούμενος  άρα στερούνταν την ελευθερία του, η απομόνωση διήρκησε μόνο 14 μέρες και δεν ισοδυναμούσε με περαιτέρω στέρηση της ελευθερίας. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε σημαντική διαφορά μεταξύ των εναπομενουσών ελευθεριών που είχε στη διάθεσή του ο προσφεύγων  κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής του στο πλαίσιο του «γενικού καθεστώτος φυλακών» και της κράτησης στο κελί απομόνωσης.

Το Στρασβούργο δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία κατά το άρθρο 5§5 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 5§5

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Stoyan Trayanov Krastev, είναι Βούλγαρος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1966 και ζει στο Πέρνικ (Βουλγαρία).

Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του ότι δεν μπόρεσε να λάβει αποζημίωση για τη παράνομη κράτησή του σε κελί απομόνωσης.

Τον Αύγουστο του 2009, ενώ εξέτιε ποινή φυλάκισης τριών ετών, ο προσφεύγων διαπληκτίστηκε  με έναν άλλο κρατούμενο, κατά τη διάρκεια μιας γενικευμένης αύξησης των εντάσεων στη φυλακή. Για να αποφύγουν περαιτέρω αναταραχές και να διασφαλίσουν  τη γενική ασφάλεια των κρατουμένων, οι αρχές της φυλακής διέταξαν τη μεταφορά του σε άλλη φυλακή και τη τοποθέτησή του σε κελί απομόνωσης για 14 μέρες.

Αμφισβήτησε την πειθαρχική απόφαση εναντίον του στο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε υπέρ του λόγω των παραβιάσεων των σχετικών διατάξεων.

Ωστόσο, οι επακόλουθες αξιώσεις του για αποζημίωση απορρίφθηκαν από τα διοικητικά δικαστήρια. Αποφάνθηκαν ουσιαστικά ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για πρόκληση σημαντικής αναστάτωσης και αγωνίας.

Βασιζόμενος στο άρθρο 5 § 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια / εκτελεστό δικαίωμα αποζημίωσης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δεν μπόρεσε να λάβει  αποζημίωση για την παράνομη απομόνωσή του, υποστηρίζοντας ότι ισοδυναμούσε με περαιτέρω στέρηση της ελευθερίας του πέραν της ποινής φυλάκισής του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένα ότι, για να εξακριβωθεί εάν κάποιος «στερήθηκε την ελευθερία του» κατά την έννοια του άρθρου 5, το σημείο αναφοράς πρέπει να είναι η συγκεκριμένη κατάσταση του ατόμου και πρέπει να ληφθεί υπόψη μια ολόκληρη σειρά κριτηρίων όπως ο τύπος, η διάρκεια, τα αποτελέσματα και ο τρόπος εφαρμογής του εν λόγω μέτρου.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων κρατήθηκε νόμιμα στη φυλακή σύμφωνα με ποινή φυλάκισης που εκδόθηκε από δικαστήριο. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι, μετά τις 25 Φεβρουαρίου 2009, δεν του επετράπη να εργαστεί έξω από τη φυλακή και εξέτιε  την ποινή του σύμφωνα με τον σωφρονιστικό κώδικα με όλους τους περιορισμούς που συνεπάγεται αυτό.

Στην παρούσα υπόθεση, και ειδικότερα όσον αφορά το είδος της υπό κρίση  κράτησης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η επίμαχη απόφαση της 12ης Αυγούστου 2009 δεν είχε σκοπό να τροποποιήσει τους νόμιμους λόγους για την στέρηση της ελευθερίας του προσφεύγοντος. Αντ’ αυτού, ήταν ένα πειθαρχικό μέτρο που του επιβλήθηκε εντός των ορίων της φυλακής στην οποία μεταφέρθηκε για να συνεχίσει να εκτίει την ποινή φυλάκισης των τριών ετών. Η απόφαση εκδόθηκε μετά την αύξηση των εντάσεων και για μια διαμάχη στη φυλακή, στην οποία είχε εμπλακεί ο προσφεύγων, και ένας από τους στόχους του πειθαρχικού μέτρου ήταν να εξασφαλίσει την ασφάλεια όλων των κρατουμένων.

Όσον αφορά τη διάρκεια της κράτησης, δηλαδή 14 μέρες, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι αυτό το στοιχείο δεν ήταν από μόνο του καθοριστικό.

Όσον αφορά τις  συνέπειες που είχε η εν λόγω κράτηση στον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η βαθιά αναστάτωση και η ταλαιπωρία που ισχυρίστηκε ότι υπέστη ως αποτέλεσμα,  δεν έγινε  δεκτό από τα διοικητικά δικαστήρια που δίκασαν τις σχετικές αξιώσεις του για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο ότι ο προσφεύγων είχε εκτίσει την ποινή φυλάκισης στο πλαίσιο του «σωφρονιστικού κώδικα» και είχε παραμείνει  συνεχώς για αρκετούς μήνες στη φυλακή αφού απαγορευόταν να εργαστεί έξω ή να  του χορηγηθεί άδεια για άλλο λόγο .

Τέλος, ως έχουσα τη μεγαλύτερη βαρύτητα για την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε η απομόνωση του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι συνθήκες στο κελί απομόνωσης  στο οποίο κρατήθηκε για 14 μέρες ήταν σαφώς αυστηρότερες σε σύγκριση με εκείνες που ισχύουν στο «γενικό καθεστώς φυλακών». Κρατήθηκε στην πτέρυγα φυλακής υψίστης ασφάλειας με αυξημένους περιορισμούς στην κίνησή του, υποχρέωση να πάρει τα γεύματά του στο κελί του και απαγόρευση παρακολούθησης τηλεόρασης ή ακρόασης ραδιοφώνου κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών. Παρ’ όλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι διαφορές αυτές αποτέλεσαν κάτι περισσότερο από μια παραλλαγή του καθεστώτος και των συνθηκών υπό τις οποίες ο προσφεύγων  κρατούνταν ενώ ήταν στη φυλακή.

Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι υπήρξε μια σημαντική διαφορά μεταξύ των εναπομενουσών ελευθεριών που είχε στη διάθεσή του ο προσφεύγων  κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του στο πλαίσιο του «γενικού καθεστώτος φυλακών» και της επακόλουθης κράτησης στο κελί απομόνωσης. Καταστάσεις απομόνωσης έχουν εξεταστεί συστηματικά από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης και υπάρχει πλούσια  νομολογία σε  υποθέσεις που αφορούν μακροχρόνια απομόνωση.

Για τους προαναφερθέντες λόγους, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απομόνωση του προσφεύγοντος δεν είχε επιπτώσεις στη συμμόρφωση της στέρησης της ελευθερίας του με τις απαιτήσεις του άρθρου 5.

Κατά συνέπεια, η απομόνωση του προσφεύγοντα δεν ισοδυναμούσε με περαιτέρω στέρηση της ελευθερίας κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 5 δεν έχει εφαρμογή, δεν υπήρξε παραβίαση στην παρούσα υπόθεση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες