Πειθαρχική κύρωση μη προαγωγής δικαστή για σκληρή αρθρογραφία κατά Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κατηγορίες χωρίς αποδείξεις. Μη παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Panioglu κατά Ρουμανίας της 08.12.2020 (αριθ. προσφ. 33794/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαστές και ελευθερία έκφρασης. Υπηρεσιακές κυρώσεις σε δικαστή, ιδίως όσον αφορά την μη προαγωγή της, λόγω άρθρου που είχε γράψει στον Τύπο.

Η προσφεύγουσα έγραψε άρθρο που δημοσιεύθηκε στον τύπο με τίτλο «Σχετικά με το πώς μία συνάδελφος Εισαγγελέας προήχθη σε Πρόεδρος όλων των δικαστών». Σε αυτό επέκρινε αυστηρά τις δραστηριότητες της Προέδρου του Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά την περίοδο του καταπιεστικού κομμουνιστικού καθεστώτος, όποτε και εργαζόταν ως Εισαγγελέας. Αναρωτήθηκε πώς είχε ενεργήσει η «Σύντροφος Εισαγγελέας» για να «ξεριζώσει τους εχθρούς της σοσιαλιστικής τάξης… και για να «κυνηγήσει» γυναίκες που είχαν προβεί σε άμβλωση. Αναφέρθηκε στα «μπουντρούμια» και τη «φτώχεια» στο κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ οι εισαγγελείς βρίσκονταν «κάπου μέσα σε έναν άθικτο λαμπρό κόσμο» και ότι «όλοι αυτοί οι σύντροφοι, σφετεριστές του Χριστού και του νόμου, φρουρούν αυστηρά την κομμουνιστική φυλακή». Τόνισε δε το γεγονός ότι ζούσαν στο όριο της φτώχειας,  ενώ «η σύντροφος εισαγγελέας έπλεε σε πλούτη». Η προσφεύγουσα κρίθηκε ότι είχε παραβιάσει τον Κώδικα Δεοντολογίας και στερήθηκε τη δυνατότητά της να θέσει υποψηφιότητα για προαγωγή.

Το Στρασβούργο δεν αμφισβήτησε την εκτίμηση των εθνικών αρχών ότι το άρθρο ήταν επιζήμιο για τη  φήμη του συστήματος δικαιοσύνης και είχε βλάψει το δικαστικό σώμα, καθώς είχε συνταχθεί χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, οι εγχώριες αρχές είχαν εξισορροπήσει σωστά τα δικαιώματα της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης με τα δικαιώματα της Προέδρου του Ακυρωτικού Δικαστηρίου και με την προστασία του δικαστικού σώματος. Έκρινε άλλωστε ότι οι κυρώσεις που της επιβλήθηκαν δεν ήταν υπερβολικά σκληρές λόγω των περιστάσεων, αφού δεν της στέρησαν τη δικαστική εξουσία ούτε καταδικάστηκε σε καταβολή χρηματικής ποινής.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Daniela Panioglu είναι υπήκοος της Ρουμανίας η οποία γεννήθηκε το 1968 και ζει στο Βουκουρέστι. Υπηρετεί ως Εφέτης στο Βουκουρέστι.

Το 2012 η προσφεύγουσα έγραψε ένα άρθρο για την Πρόεδρο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου με τίτλο «Σχετικά με το πώς μία συνάδελφος Εισαγγελέας προήχθη σε Πρόεδρο όλων των δικαστών». Σε αυτό περιέγραψε, από τη δική της οπτική, ορισμένα γεγονότα κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος, συσχετίζοντάς τα με την Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, υπηρετούσε ως Εισαγγελέας. Στο άρθρο αναρωτιόταν πώς είχε ενεργήσει η «σύντροφος εισαγγελέας» για να «ξεριζώσει» τους εχθρούς της σοσιαλιστικής τάξης… και για να «κυνηγήσει» γυναίκες που είχαν προβεί σε άμβλωση. Ανέφερε για «μπουντρούμια» και «φτώχεια» κατά την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος, και ότι  οι εισαγγελείς βρίσκονταν «κάπου μέσα σε έναν άθικτο λαμπρό κόσμο» και ότι «αυτοί οι σύντροφοι, σφετεριστές του Χριστού και του νόμου, φρουρούν αυστηρά την κομμουνιστική φυλακή». Τόνισε δε το γεγονός ότι ζούσαν στο όριο της φτώχειας,  ενώ «η σύντροφος εισαγγελέας έπλεε σε πλούτη». 

Πολλές εκφράσεις στο κείμενο κρίθηκαν ως αμφιλεγόμενες ή προσβλητικές από εγχώριες δικαστικές αποφάσεις.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε τόσο σε εφημερίδα, όσο και σε ιστότοπο με το όνομα της προσφεύγουσας, όπου αναγραφόταν η επαγγελματική της ιδιότητα.

Στις 8 Μαρτίου 2012, η ​​Μονάδα Δικαστικών Ερευνών («IJ») του Ανώτατου Συμβουλίου της Δικαιοσύνης (Consiliul Superior al Magistraturii – «CSM») ξεκίνησε έρευνα για το άρθρο. Το IJ συνέταξε μια έκθεση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου των δικαστών, αναφέροντας ότι η προσφεύγουσα είχε συσχετίσει την κομμουνιστική καταπίεση με την προαγωγή της Προέδρου, παρά το γεγονός ότι αυτή διορίστηκε νόμιμα και δεν συσχετίζονταν με τις υπηρεσίες πληροφοριών του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η προσφεύγουσα είχε υπονοήσει ότι η Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε εργαστεί παράνομα και αμφισβήτησε την ηθική της συμπεριφορά, την τιμή και την επαγγελματική της ακεραιότητα, αμαυρώνοντας την επαγγελματική της υπόληψη. Το IJ επισήμανε ότι υπήρχε υποχρέωση για τους δικαστές να διατηρούν την αξιοπρέπεια της Υπηρεσίας τους, εκφράζοντας μετριοπαθείς απόψεις και δήλωσε ότι υπήρξε πιθανό πειθαρχικό αδίκημα στις ενέργειες της προσφεύγουσας.

Ως αποτέλεσμα, η Μονάδα Δικαστικών Ερευνών διέταξε τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας. Το ζήτημα του κατά πόσον η προσφεύγουσα παραβίασε το Κώδικας Δεοντολογίας για τους Δικαστές παραπέμφθηκε στο δικαστικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με Συμβούλιο, το άρθρο της δε συνιστούσε πειθαρχικό αδίκημα  λόγω της λογοτεχνικής παρουσίασης γνωστών πτυχών της κομμουνιστικής εποχής, της απουσίας προσβλητικής γλώσσας και των αναφορών στην Πρόεδρο πριν τη προαγωγή της σε Πρόεδρο. Ωστόσο, είχε παραβιάσει τον Κώδικα Δεοντολογίας για τους δικαστές καθώς συσχέτισε την προαγωγή της Προέδρου του Ανωτάτου Ακυρωτικού και τις δραστηριότητες της ως Εισαγγελέα, με τη  καταπίεση των φτωχών και των γυναικών, αναφερόμενη μεταφορικά σε «κομμουνιστικό μπουντρούμι». Για αυτούς τους λόγους, είχε υπερβεί το καθήκον της για διακριτικότητα και έβλαψε τη φήμη της Προέδρου. Η απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2012 που εκδόθηκε από το δικαστικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου επικύρωσε την εν λόγω άποψη.

Η προσφεύγουσα προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής ενώπιον της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, υποστηρίζοντας ότι, μεταξύ άλλων αναφερόταν στη θέση της Προέδρου και όχι στην ίδια την Πρόεδρο, και αυτό αποτελούσε προσωπική κρίση και όχι παράθεση γεγονότων.  Η ένσταση απορρίφθηκε από την Ολομέλεια με την αιτιολογία ότι το άρθρο είχε επηρεάσει άμεσα τη φήμη της Προέδρου.

Η προσφεύγουσα προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η προσφυγή της απορρίφθηκε την 1η Νοεμβρίου 2013 σε αμετάκλητη απόφαση, υποστηρίζοντας επιπλέον ότι ο διαχωρισμός της πειθαρχικής διαδικασίας και του ζητήματος παράβασης του Κώδικα Δεοντολογίας ήταν δικαιολογημένος.

Η προσφεύγουσα επιχείρησε να αφαιρεθούν και να μη καταχωρηθούν στο υπηρεσιακό της μητρώο το 2015 οι παραπάνω αποφάσεις και άλλες πληροφορίες σχετικά με εικαζόμενη παραβίαση του Κώδικα Δεοντολογίας. Υποστήριξε, εν μέρει, ότι η απόφαση και ο ίδιος ο Κώδικας ήταν αντισυνταγματικοί. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα. 

Η προσφεύγουσα κίνησε διοικητική διαδικασία κατά της ανωτέρω απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία απορρίφθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2016.

Το ζήτημα της συνταγματικότητας παραπέμφθηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο δεν είχε ακόμη αποφανθεί μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης.

Το 2017 εκπονήθηκε έκθεση σχετικά με την υπηρεσιακή ακεραιότητα των υποψηφίων για προαγωγή στο Ακυρωτικό Δικαστήριο. 

Όσον αφορά την προσφεύγουσα, η έκθεση επισήμανε την παραβίαση του Κώδικα, μεταξύ άλλων προβληματισμών, σχετικά με την ακεραιότητα  της προσφεύγουσας. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Ωστόσο, το 2019 το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ισχυρίστηκε ότι η προσφεύγουσα πληρούσε τα κριτήρια για τη προαγωγή αλλά ότι δεν είχε συμμετάσχει στις εξετάσεις  (η προσφεύγουσα δήλωσε ότι αποσύρθηκε για να αποφύγει τη δημόσια ταπείνωση, καθώς δεν θα μπορούσε να είχε πετύχει στις εξετάσεις λόγω του υπηρεσιακού της φακέλου την εν λόγω περίοδο). Σημείωσε ότι οι δύο πιο πρόσφατες αξιολογήσεις της δεν είχαν  οριστικοποιηθεί (οι τρεις πιο πρόσφατες λαμβάνονταν υπόψη για τη προαγωγή). Αργότερα το Εφετείο του Βουκουρεστίου δήλωσε ότι  δεν θα ήταν επιλέξιμη να υποβάλει αίτηση για προαγωγή πριν από το 2021 λόγω της παραβίασης των κανόνων δεοντολογίας.

Στις 17 Απριλίου 2019 το Ακυρωτικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Συμπεριφοράς για τους δικαστές, ήταν παράνομες και διεγράφησαν. 

Στηριζόμενη στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι το γεγονός ότι στερήθηκε τη δυνατότητα να θέσει υποψηφιότητα για προαγωγή λόγω άποψης που εξέφρασε για συνάδελφο, είχε παραβιάσει το δικαίωμα της στην ελευθερία της έκφρασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης σε μια λειτουργική δημοκρατία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε υποστεί ένα σημαντικό μειονέκτημα καθώς είχε τιμωρηθεί για συμμετοχή σε συζήτηση γύρω από το δικαστικό σώμα και οι κυρώσεις παρέμειναν στο μόνιμο ιστορικό της. Η προσφυγή κρίθηκε παραδεκτή.

Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η παρέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας είχε προβλεφθεί από το νόμο και ήταν σαφής και προβλέψιμη. Το Δικαστήριο συμφώνησε, δηλώνοντας ότι η προσφεύγουσα όφειλε να είχε προβλέψει ότι η  επιβολή ποινής αποτελούσε πιθανότητα, δεδομένου ότι οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας ήταν αρκετά σαφείς,  ιδίως δεδομένου ότι αφορούσαν μια μικρή ομάδα, τους δικαστές.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο σκοπός του άρθρου της προσφεύγουσας ήταν να εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη καταλληλόλητα κάποιου που είχε ενεργήσει ως Εισαγγελέας κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η προσφεύγουσα είχε επίσης επικεντρωθεί στην επαγγελματική ζωή της Προέδρου.  Το Δικαστήριο δήλωσε ότι οι δικαστές λόγω της θέσης τους υποβάλλονται σε αυστηρότερη κριτική από έναν απλό πολίτη. Ωστόσο, επανέλαβε ότι αναμένεται από αυτούς να επιδείξουν τη μέγιστη διακριτικότητα ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη.

Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την εκτίμηση των εθνικών αρχών ότι το άρθρο ήταν επιζήμιο για τη  φήμη του συστήματος δικαιοσύνης και είχε βλάψει το δικαστικό σώμα, και είχε συνταχθεί χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. 

Το Δικαστήριο ήταν ικανοποιημένο από το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές είχαν εξισορροπήσει  τα ανταγωνιστικά δικαιώματα της προσφεύγουσας και της Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Όσον αφορά την επιβληθείσα ποινή, το Δικαστήριο επισήμανε τους λόγους που ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα για την απόσυρσή της από τον διαγωνισμό, αλλά δεν ήταν πρόθυμο να υποθέσει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν τελικά είχε συμμετάσχει. 

Συνολικά, η κύρωση δεν ήταν υπερβολική αφού δεν συνεπάγονταν απώλεια της δικαστικής εξουσίας ή επιβολή χρηματικής ποινής. Η απόφαση όμως συμπεριλήφθηκε μόνιμα στον επαγγελματικό φάκελό της και θα ληφθεί υπόψη στην επαγγελματική της άνοδο. 

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 ΕΣΔΑ).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες