Παραβίασε την ιδιωτική ζωή η αναφορά σε δικαστική απόφαση για τις σεξουαλικές προτιμήσεις και επιλογές του φερόμενου θύματος βιασμού! Δικαστική υποβάθμιση της βίας λόγω φύλου

ΑΠΟΦΑΣΗ

J.L. κατά Ιταλίας της 27.05.2021 (αριθ.προσφ. 5671/16)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προστασία της ιδιωτικής ζωής κατά την διεξαγωγή δίκης  σε δημόσια ακρόαση για καταγγελλόμενο βιασμό. Αιτιολογία δικαστικής απόφασης με αναφορές στο σεξουαλικό προσανατολισμό της γυναίκας – θύματος και στην ερωτική της ζωή.  Σεξιστικά στερεότυπα δικαστικών αποφάσεων.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση στις ιταλικές αρχές, ισχυριζόμενη ότι υπέστη ομαδικό βιασμό από 7 άντρες, μετά από πάρτι που συμμετείχε υπό την επήρεια αλκοόλ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αθώωσε τους κατηγορούμενους, με την αιτιολογία ότι οι καταθέσεις του θύματος ήταν αντιφατικές και οι ασυνέπειες υπονόμευσαν την αξιοπιστία τους. Στο ΕΔΔΑ άσκησε προσφυγή  για παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής και του άρθρου 14 ισχυριζόμενη ότι υπέστη διάκριση λόγω του φύλου της.

Το Στρασβούργο εξέτασε διεξοδικά τον τρόπο που διεξήχθη η ποινική δίκη από τα εγχώρια Δικαστήρια επισημαίνοντας ότι σε περίπτωση σεξουαλικών αδικημάτων πρέπει να επιτυγχάνεται μία δίκαιη ισορροπία  μεταξύ της προσωπικής ακεραιότητας και αξιοπρέπειας του θύματος και των δικαιωμάτων υπεράσπισης των κατηγορουμένων.

Όσον αφορά την δίκη που έγινε δημόσια, διαπίστωσε ότι το εθνικό δικαστήριο έλαβε μέτρα προκειμένου να μην αναστατωθεί η προσφεύγουσα και εμπόδισε τους δικηγόρους υπεράσπισης να θέτουν προσωπικές ερωτήσεις προς αυτήν.

Ωστόσο το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η απόφαση του Εφετείου, έκανε αναφορά για τα κόκκινα εσώρουχα που φορούσε το βράδυ του πάρτι, την αμφιφυλοφιλία της, την έντονη σεξουαλική της ζωή και τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και θεώρησε ότι  αυτές οι αναφορές έδειξαν τις προκαταλήψεις  που υπήρχαν στην ιταλική κοινωνία σχετικά με το ρόλο των γυναικών και ήταν  εμπόδιο στην παροχή αποτελεσματικής προστασίας των θυμάτων βίας λόγω φύλου.

Έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν προστατεύσει της προσφεύγουσα από δευτερογενή θυματοποίηση στο σύνολο της διαδικασίας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής. Δεχόμενο αυτή την παραβίαση έκρινε ότι δεν υπάρχει λόγος να εξετάσει χωριστά το άρθρο 14. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό των 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.600 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8,

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα J.L. είναι υπήκοος Ιταλίας που γεννήθηκε το 1986. Ζει στο Scandicci (Ιταλία). Την εν λόγω περίοδο ήταν φοιτήτρια του τμήματος ιστορίας τέχνης και δράματος.

Τον Ιούλιο του 2008, η προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση, ισχυριζόμενη ότι υπέστη ομαδικό βιασμό. Ισχυρίστηκε ότι στο τέλος ενός πάρτι στο οποίο είχε προσκληθεί από έναν από τους φερόμενους κατηγορουμένους, τον L.L., με τον οποίο είχε κάνει μια ταινία μικρού μήκους μερικούς μήνες πριν, στην οποία έπαιζε το ρόλο της πόρνης που κακοποιήθηκε, εξαναγκάστηκε με τη βία σε σεξουαλική συνεύρεση  σε ένα αυτοκίνητο, με επτά άντρες, ενώ ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ.

Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα εντόπισε τους υπόπτους, οι οποίοι τέθηκαν υπό προσωρινή κράτηση.  Κατασχέθηκαν κινητά τηλέφωνα και το όχημα στο οποίο φέρεται ότι έγινε η επίθεση από την αστυνομία για τους σκοπούς της έρευνας. Η προσφεύγουσα, οι ύποπτοι και οι μάρτυρες εξετάστηκαν.

Τον Μάιο του 2010, οι επτά ύποπτοι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της Φλωρεντίας, το οποίο καταδίκασε έξι από αυτούς, τον Ιανουάριο του 2013, για τη διάπραξη πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα σε ένα άτομο σε σωματική και ψυχολογική αδυναμία  (αδίκημα που τιμωρείται βάσει του Άρθρου 609α, σε συνδυασμό με το άρθρο 609 του Ποινικού Κώδικα). Ο έβδομος κατηγορούμενος αθωώθηκε, καθώς η έρευνα έδειξε ότι δεν συμμετείχε στον βιασμό. Το δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι εκδοχές των διαδίκων συμφωνούσαν με το γεγονός ότι σεξουαλικές πράξεις πολλαπλών συντρόφων είχαν πράγματι συμβεί, αλλά, διέφεραν ουσιαστικά ως προς το ζήτημα της συναίνεσης, και ότι υπήρξαν ασυνέπειες στο αρχικό μέρος των γεγονότων που ισχυρίστηκε  η προσφεύγουσα.

Οι έξι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση. Τον Μάρτιο του 2015, το Εφετείο της Φλωρεντίας αθώωσε και τους έξι, κρίνοντας ότι οι πολυάριθμες ασυνέπειες που σημείωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για τα γεγονότα υπονόμευσε την αξιοπιστία της στο σύνολό της. Για το λόγο αυτό, θεώρησε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε κάνει λάθος να πραγματοποιήσει μια κατακερματισμένη αξιολόγηση των διαφόρων ισχυρισμών της προσφεύγουσας και να αποδεχτεί την αξιοπιστία της σχετικά με ορισμένα από τα γεγονότα.

Τον Ιούλιο του 2015 η προσφεύγουσα ζήτησε από τον εισαγγελέα να ασκήσει αναίρεση,  αμφισβητώντας τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του εφετείου. Ο εισαγγελέας δεν το έπραξε και έτσι η απόφαση κατεστη αμετάκλητη.

Στηριζόμενη στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι οι εθνικές αρχές δεν κατάφεραν να προστατεύσουν το δικαίωμά της στο σεβασμό της ιδιωτικής της ζωή και την προσωπική ακεραιότητα της στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

Στηριζόμενη στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8, η προσφεύγουσα  παραπονέθηκε για διάκριση λόγω φύλου, ισχυριζόμενη ότι η αθώωση των φερόμενων ως βιαστών και η αρνητική στάση των εθνικών αρχών κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας θα μπορούσαν να αποδοθούν σε σεξιστική προκατάληψη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προσωπικού απαραβίαστου)

Διεξαγωγή προδικαστικών ερευνών. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε ότι η διεξαγωγή της έρευνας χαρακτηρίστηκε από ελλείψεις και προφανείς καθυστερήσεις ή ότι οι αρχές δεν είχαν υιοθετήσει μέτρα δικαστικής έρευνας. Αυτό που επιδίωξε να αποδείξει ήταν ότι ο τρόπος με τον οποίο η έρευνα και η δίκη είχε διεξαχθεί ήταν τραυματική για αυτήν και ότι η  στάση των αρχών απέναντί ​​της είχε παραβιάσει την προσωπική της ακεραιότητα. Παραπονέθηκε, ειδικότερα, για τον τρόπο με τον οποίο είχε ανακριθεί σε όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και αμφισβήτησε τα επιχειρήματα στα οποία βασίστηκαν οι δικαστές για να λάβουν τις αποφάσεις τους στην παρούσα υπόθεση.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο τρόπος με τον οποίο ανακρίνονταν τα φερόμενα θύματα σεξουαλικών αδικημάτων έπρεπε να επιτρέπει την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της προσωπικής ακεραιότητας και αξιοπρέπειας αυτού του ατόμου και των δικαιωμάτων υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Ενώ οι κατηγορούμενοι είχαν τη δυνατότητα  να υπερασπιστούν τον εαυτό τους αμφισβητώντας την αξιοπιστία των φερόμενων θυμάτων και αποκαλύπτοντας πιθανές ασυνέπειες στη κατάθεση της, η διασταύρωση δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο εκφοβισμού ή ταπείνωσης.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι σε κανένα στάδιο, ούτε κατά την προκαταρκτική έρευνα ή κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν υπήρξε άμεση αντιπαράθεση μεταξύ της προσφεύγουσας και των φερόμενων δραστών της. Επιπλέον, δεν διέκρινε κάποια ασέβεια ή εκφοβιστική στάση εκ μέρους των ανακριτικών αρχών ή ενέργειες που να οδήγησαν τις έρευνες  που επακολούθησαν σε  μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Θεώρησε ότι οι ερωτήσεις που της είχαν τεθεί ήταν σχετικές και είχαν ως στόχο την αναπαράσταση γεγονότων λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα και τις απόψεις της και επιτρέποντας την προετοιμασία διεξοδικού φακέλου έρευνας για τους σκοπούς της συνέχισης της δικαστικής διαδικασίας. Αν και, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις, ήταν μια δύσκολη εμπειρία για την προσφεύγουσα, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο τρόπος λήψης των καταθέσεων κατά τη διάρκεια των ερευνών είχε εκθέσει την προσφεύγουσα σε αδικαιολόγητο τραύμα ή δυσανάλογη παρέμβαση στην ιδιωτική της ζωή.

Η εκδίκαση της υπόθεσης. Η προσφεύγουσα δεν ήταν ανήλικη και δεν είχε ζητήσει τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, έτσι η ακροαματική διαδικασία πραγματοποιήθηκε δημοσίως. Ωστόσο, ο Πρόεδρος του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε αποφασίσει να απαγορεύσει στους δημοσιογράφους να παραβρίσκονται στην αίθουσα, με σκοπό την προστασία του απορρήτου της προσφεύγουσας. Επιπλέον, παρενέβη σε αρκετές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της εξέτασης της στο ακροατήριο, διακόπτοντας τους συνηγόρους υπεράσπισης όταν ρώτησαν την  προσφεύγουσα προσωπικές ερωτήσεις ή όταν έθεσαν θέματα που δεν σχετίζονταν με τα γεγονότα. Διέκοψε δε την διαδικασία μικρά διαστήματα για  να ηρεμήσει.

Το Δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η διαδικασία στο σύνολό της ήταν για την  προσφεύγουσα ιδιαίτερα άσχημη και πιεστική, ειδικά επειδή της ζητήθηκε να διαβάσει τις καταθέσεις  της σε πολλές περιπτώσεις, για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ερωτήσεις που τέθηκαν διαδοχικά από τους ανακριτές, το γραφείο του εισαγγελέα και οκτώ συνηγόρους υπεράσπισης.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι τελευταίοι δεν δίστασαν, προκειμένου να υπονομεύσουν την αξιοπιστία της να της θέσουν προσωπικές ερωτήσεις σχετικά με την οικογενειακή της ζωή, τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και τις σεξουαλικές της επιλογές της. Αυτά δεν είχαν σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ήταν σαφώς αντίθετα όχι μόνο με τις αρχές του διεθνούς δικαίου όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων σεξουαλικής βίας, αλλά και της ποινικής νομοθεσίας της Ιταλίας.

Το ΕΔΔΑ αφού έλαβε υπόψη του τη στάση του Εισαγγελέα και του Προέδρου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου – όπως τα μέτρα που έλαβε ο τελευταίος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής της προσφεύγουσας με σκοπό να εμποδίσει τους συνηγόρους υπεράσπισης να δυσφημίσουν ή να την αναστατώσουν άσκοπα κατά την κατ’ αντιμωλία εξέταση – δεν μπόρεσε να αποδώσει στις δημόσιες αρχές,  που ήταν επιφορτισμένες με την ευθύνη για την ιδιαίτερα δυσάρεστη εμπειρία που είχε υποστεί η προσφεύγουσα,  ή να ισχυριστεί ότι είχαν αποτύχει να διασφαλίσουν ότι η προσωπική της ακεραιότητα προστατεύθηκε δεόντως κατά τη διάρκεια της δίκης.

Οι δικαστικές αποφάσεις. Το Δικαστήριο δεν αντικατέστησε τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης με εκείνη των εθνικών αρχών,  σε έναν τομέα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του. Παρ ‘όλα αυτά, ανεξάρτητα από οποιασδήποτε αξιολόγηση της αξιοπιστίας της εκδοχής που παρέσχε η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο σημείωσε αρκετά αποσπάσματα της απόφασης του Εφετείου της Φλωρεντίας που αναφέρονται στη προσωπική και στην ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας και παραβίασαν τα δικαιώματά της σύμφωνα με το άρθρο 8.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αναφορές στην εφετειακή απόφαση για τα κόκκινα εσώρουχα που «επιδείκνυε» η προσφεύγουσα καθ’ όλη της διάρκεια της βραδιάς  ήταν αδικαιολόγητες όπως και τα σχόλια σχετικά με την αμφιφυλοφιλία της, τις αμφιλοφυλικές σχέσεις και τις περιστασιακές σεξουαλικές σχέσεις πριν από τα εν λόγω γεγονότα. Ομοίως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ως ακατάλληλες τις εκτιμήσεις σχετικά με τη «αμφίσημη στάση της προσφεύγουσας ως προς το σεξ», την οποία το Εφετείο υπογράμμισε και εντόπισε από το καλλιτεχνικό και αισθητικό της στυλ.  Έτσι το Εφετείο ανέφερε, μεταξύ αυτών των αμφισβητήσιμων περικοπών της απόφασής του, την συμφωνία της να συμμετάσχει στην ταινία του L.L. παρά το βίαιο και ρητά σεξουαλικό της περιεχόμενο, χωρίς ωστόσο να κάνει κανένα σχόλιο ή επιχείρημα, και το γεγονός ότι ο L.L.  έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία αυτή μικρού μήκους, ταινία που ήταν ενδεικτική της στάσης της στο σεξ. Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναφορά της εφετειακής απόφασης, ότι η μήνυσή της προέκυπτε από την επιθυμία να «καταγγείλει» και να αποκηρύξει μια «στιγμή αστάθειας και αδυναμίας για την οποία θα δέχονταν κριτική» ήταν λυπηρή και άσχετη, όπως και η αναφορά στη «μη φυσιολογική ζωή» της προσφεύγουσας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ανωτέρω επιχειρήματα και εκτιμήσεις του Εφετείου δεν ήταν ούτε σχετικά για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της προσφεύγουσας, ένα θέμα το οποίο θα μπορούσε να εξεταστεί υπό το φως των πολυάριθμων αντικειμενικών πορισμάτων της διαδικασίας, ούτε αποφασιστικό για την επίλυση της υπόθεσης. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, εν προκειμένω, το ζήτημα της αξιοπιστίας της προσφεύγουσας  ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο, και ήταν διατεθειμένο να δεχτεί ότι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί να γίνει αναφορά στις  προηγούμενες σχέσεις με τον ένα ή τον άλλο κατηγορούμενο ή σχετικά με πτυχές της συμπεριφοράς της το εν λόγω βράδυ. Ωστόσο, δεν διαπίστωσε πώς η οικογενειακή κατάσταση της προσφεύγουσας, οι σχέσεις της, ο σεξουαλικός προσανατολισμός ή οι ενδυματολογικές τις επιλογές, και το αντικείμενο της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής της δραστηριότητας, θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της και της ποινικής ευθύνης των κατηγορουμένων.

Επομένως, δεν θεώρησε  ότι αυτή η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή και εικόνα της προσφεύγουσας δικαιολογούνταν από την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι κατηγορούμενοι θα μπορούσαν  να ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι θετικές υποχρεώσεις για την προστασία των υποτιθέμενων θυμάτων λόγω φυλετικής βίας επιβάλουν επίσης το καθήκον για την προστασία της εικόνας, της αξιοπρέπειας και της ιδιωτικής ζωής τους, μεταξύ άλλων μέσω της μη αποκάλυψης προσωπικών πληροφοριών και δεδομένων που δεν σχετίζονται με τα γεγονότα. Αυτή η υποχρέωση ήταν επίσης εγγενής στη δικαστική λειτουργία και προέκυπτε από το εθνικό δίκαιο καθώς και από διάφορα διεθνή κείμενα. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα των δικαστών να εκφράζονται ελεύθερα σε αποφάσεις, οι οποίες ήταν μια εκδήλωση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστικού σώματος και της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας, περιορίστηκε από την υποχρέωση προστασίας της εικόνας και της ιδιωτικής ζωής των ατόμων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων από οποιαδήποτε αδικαιολόγητη παρέμβαση.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η γλώσσα και τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε το Εφετείο υπογράμμιζε τις προκαταλήψεις που υπήρχαν στην ιταλική κοινωνία σχετικά με το ρόλο των γυναικών και ενδέχεται να ήταν εμπόδιο στην παροχή αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των θυμάτων βίας λόγω φύλου, παρά το ικανοποιητικό νομοθετικό πλαίσιο.

Το Δικαστήριο ήταν πεπεισμένο ότι η ποινική διαδικασία και οι κυρώσεις διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη θεσμική αντίδραση στη βία λόγω φύλου και στην καταπολέμηση της ανισότητας των φύλων. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο οι δικαστικές αρχές να αποφύγουν την αναπαραγωγή σεξιστικών στερεοτύπων στις δικαστικές αποφάσεις, υποβαθμίζοντας τη βία λόγω φύλου και εκθέτοντας τις γυναίκες σε δευτερογενή θυματοποίηση προβαίνοντας σε σχόλια που προκαλούν ενοχές και είναι ικανά να αποθαρρύνουν την εμπιστοσύνη των θυμάτων στο σύστημα δικαιοσύνης.

Κατά συνέπεια, αναγνωρίζοντας ότι οι εθνικές αρχές είχαν επιδιώξει να διασφαλίσουν στην παρούσα υπόθεση ότι η έρευνα και η δίκη διεξήχθησαν κατά τρόπο συμβατό με τις θετικές τους υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο εξέτασε ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 8 δεν είχαν προστατευθεί επαρκώς στην διατύπωση της απόφασης που εξέδωσε το Εφετείο της Φλωρεντίας. Έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν προστατεύσει την προσφεύγουσα από δευτερογενή θυματοποίηση σε ολόκληρο το σύνολο της διαδικασίας, στην οποία η διατύπωση της απόφασης διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο, ιδίως δεδομένης του δημόσιου χαρακτήρα της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής της προσφεύγουσας (άρθρο 8 της Σύμβασης).

Λοιπά άρθρα

Λαμβάνοντας υπόψη το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε σχετικά με την καταγγελία της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 8, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί εάν υπήρξε παραβίαση σύμφωνα με το  άρθρο 14 της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε, με έξι ψήφους υπέρ, ότι η Ιταλία όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.600 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Ξεχωριστή γνώμη

Ο δικαστής Wojtyczek εξέφρασε μια αντίθετη γνώμη η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες