Παρακίνηση προσφεύγοντος για διάπραξη αδικημάτων από πληροφοριοδότη της αστυνομίας. Παραβίαση δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Nikolov κατά Αυστρίας της 24.01.2023 (αρ. προσφ. 48105/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το εθνικό δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα, υπήκοο Βουλγαρίας, για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά. Διαπίστωσε ότι είχε παρακινηθεί να διαπράξει τα αδικήματα από πρόσωπο που ήταν πληροφοριοδότης της αστυνομίας και, κατά συνέπεια, μείωσε την ποινή φυλάκισής του κατά τρεις μήνες.

Ο προσφεύγων ζήτησε από δικαστήριο να εξεταστεί ως μάρτυρας ο πληροφοριοδότης Τ., αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Σε αναίρεσή του στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο προσφεύγων επικαλέστηκε τη νομολογία του ΕΔΔΑ και υποστήριξε ότι η μείωση της ποινής δεν ήταν επαρκής για να θεραπεύσει την παράνομη κρατική υποκίνηση. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεσή του με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη παράνομης κρατικής ηθικής αυτουργίας.

Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε παρακινηθεί να διαπράξει ποινικό αδίκημα, κατά παράβαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, και ότι τα δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει επαρκώς το ζήτημα του πληροφοριοδότη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη νομολογία του ΕΔΔΑ και έκρινε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη παράνομης αστυνομικής υποκίνησης, αντίθετα από όσα ισχυρίστηκε ο προσφεύγων. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν παρέβλεψε τα επιχειρήματα που προέβαλε το Ανώτατο εθνικό Δικαστήριο σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για αδικήματα περί ναρκωτικών στο παρελθόν, γνώριζε τις συνθήκες στον τόπο των ναρκωτικών και προφανώς επικοινώνησε με τον T. ,τον οποίο ανέφερε ως φίλο, πριν αποκαλυφθεί ως μυστικός αστυνομικός. Ωστόσο, κατά την εφαρμογή των σχετικών κριτηρίων, το Δικαστήριο επέρριψε το βάρος της απόδειξης στις αρχές. Μάλιστα, ενώ το περιφερειακό εθνικό δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε υποκίνηση από τον Τ., το Ανώτατο Δικαστήριο φαίνεται να αντέκρουσε τα συμπεράσματα του περιφερειακού δικαστηρίου χωρίς επαρκή αιτιολογία. Επιπλέον, αρνήθηκε την ύπαρξη υποκίνησης από την αστυνομία, αλλά δεν έλαβε μέτρα για να πραγματοποιηθεί περαιτέρω εξέταση των σχετικών ισχυρισμών του προσφεύγοντος σύμφωνα με το βάρος της απόδειξης της κατηγορούσας αρχής.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η δίκη του προσφεύγοντος στερήθηκε της διαδικαστικής αμεροληψίας που απαιτείται και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.000 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 § 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 27 Αυγούστου 2015, το περιφερειακό ποινικό δικαστήριο της Βιέννης καταδίκασε τον προσφεύγοντα, υπήκοο Βουλγαρίας, για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά. Διαπίστωσε ότι είχε παρακινηθεί να διαπράξει τα αδικήματα από πρόσωπο που ήταν πληροφοριοδότης της αστυνομίας και, κατά συνέπεια, μείωσε την ποινή φυλάκισής του κατά τρεις μήνες. Κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης, το περιφερειακό δικαστήριο είχε απορρίψει το αίτημα του προσφεύγοντος να εξακριβωθεί ο τόπος στον οποίο βρισκόταν ο πληροφοριοδότης της αστυνομίας, T., και να κληθεί αυτός να καταθέσει, με το σκεπτικό ότι το ζήτημα σχετικά με το οποίο έπρεπε να ληφθούν αποδεικτικά στοιχεία ήταν προφανές. Σε αναίρεσή του  ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο προσφεύγων επικαλέστηκε τη νομολογία του Δικαστηρίου και υποστήριξε ότι η μείωση της ποινής δεν ήταν επαρκής για να θεραπεύσει την παράνομη κρατική υποκίνηση. Στις 26 Ιανουαρίου 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο την απέρριψε υποστηρίζοντας ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου δεν υπήρχε καμία ένδειξη παράνομης κρατικής ηθικής αυτουργίας.

Στην προσφυγή του ενώπιον του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε παρακινηθεί να διαπράξει ποινικό αδίκημα, κατά παράβαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, και ότι τα δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει επαρκώς εάν ο Τ. είχε συνεργαστεί με το δικαστικό σύστημα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα επειδή δεν είχε ζητήσει από το περιφερειακό δικαστήριο να αποκλείσει από τη δικογραφία τα αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με αστυνομική υποκίνηση, ούτε είχε βασιστεί στο άρθρο 281 § 1.4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην ένσταση ακυρότητας που υπέβαλε. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί την ένσταση αυτή. Από τα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης προέκυψε ότι ο προσφεύγων ζήτησε να κληθεί ο Τ. να καταθέσει. Σύμφωνα με το αίτημά του, αν εξεταζόταν αυτός, θα μπορούσε να αποδειχθεί η κρατική υποκίνηση. Το περιφερειακό δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του, διότι, κατά την άποψή του, το ζήτημα της διεξαγωγής αποδείξεων ήταν, εν πάση περιπτώσει, προφανές. Το περιφερειακό δικαστήριο διαπίστωσε αργότερα ότι ο Τ. ήταν πράγματι πληροφοριοδότης της αστυνομίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορούσε να αναμένεται από τον προσφεύγοντα να αμφισβητήσει την απόρριψη του αιτήματός του για προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι το περιφερειακό δικαστήριο φάνηκε να δέχεται τις παρατηρήσεις του. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανησυχία του προσφεύγοντος για παράνομη αστυνομική υποκίνηση τέθηκε υπόψη του περιφερειακού δικαστηρίου. Ο προσφεύγων το επικαλέστηκε επίσης στην αναίρεσή του ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ενώ το Δικαστήριο συμφώνησε με την κυβέρνηση ότι ο προσφεύγων δεν ζήτησε ποτέ από το περιφερειακό δικαστήριο να αποκλείσει αποδεικτικά στοιχεία επειδή είχαν ληφθεί με αστυνομική υποκίνηση, σημείωσε ότι κατά την υποβολή ένστασης ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 281 § 1.9β του ΚΠΔ, όπως έπραξε, δεν ήταν υποχρεωμένος να εγείρει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν στήριξε την απόφασή του με την οποία απέρριψε την αναίρεσή του στην παράλειψη του προσφεύγοντος να επικαλεστεί το άρθρο 281 § 1.4 του ΚΠΔ. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.

 Οι γενικές αρχές σχετικά με τις περιπτώσεις αστυνομικής υποκίνησης ή παγίδευσης συνοψίζονται στην απόφαση Akbay κ.α. κατά Γερμανίας της 15.10.2020 (αρ. προσφ. 40495/15 και 2 άλλοι, §§ 109-24).

Το Ανώτατο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου και, εφαρμόζοντας τα κριτήρια της απόφασης Furcht κατά Γερμανίας της 23.10.2014 (αρ. προσφ. 54648/09, §§ 48-52), διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη παράνομης αστυνομικής υποκίνησης. Το συμπέρασμα αυτό ήρθε σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου, όταν ζήτησε σαφώς να εξεταστεί ο Τ. ως μάρτυρας σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν δεχθεί ότι υπήρξε υποκίνηση. Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι, αν γινόταν εξέταση του Τ., θα μπορούσε να αποδειχθεί η κρατική ηθική αυτουργία. Συνεπώς, προέβαλε ένσταση ηθικής αυτουργίας/υποκίνησης, την οποία το κράτος ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει. Το περιφερειακό δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Τ. ήταν πληροφοριοδότης που ενεργούσε για λογαριασμό της αστυνομίας, υπονοώντας έτσι μια σύνδεση μεταξύ του Τ. και των αρχών. Έτσι, μείωσε την ποινή σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκείνη την εποχή.

Το Δικαστήριο δεν παρέβλεψε τα επιχειρήματα που προέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για αδικήματα περί ναρκωτικών στο παρελθόν, γνώριζε τις συνθήκες στον τόπο των ναρκωτικών και προφανώς είχε επικοινωνήσει με τον T. τον οποίο ανέφερε ως φίλο πριν αποκαλυφθεί ως μυστικός αστυνομικός. Ωστόσο, κατά την εφαρμογή των σχετικών κριτηρίων, το Δικαστήριο επέρριψε το βάρος της απόδειξης στις αρχές. Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι δεν υπήρξε υποκίνηση, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν είναι εντελώς αβάσιμοι. Ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος για κρατική υποκίνηση δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς αβάσιμος, δεδομένου ότι το ίδιο το περιφερειακό δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Τ. ήταν πληροφοριοδότης που ενεργούσε για την αστυνομία και απέρριψε το αντίστοιχο αίτημα του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι το ζήτημα ήταν προφανές. Μολονότι εναπόκειτο στις δικαστικές αρχές να εξετάσουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αποκάλυψη της αλήθειας προκειμένου να διαπιστώσουν αν υπήρξε ηθική αυτουργία, το περιφερειακό δικαστήριο δεν διαπίστωσε περαιτέρω αν ο Τ. είχε ενεργήσει για λογαριασμό των αρχών στην υπό κρίση υπόθεση.

Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο ουσίας που αναπτύχθηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου οδηγεί σε ασαφή αποτελέσματα στην υπό κρίση υπόθεση λόγω της έλλειψης στοιχείων της δικογραφίας και των αντιφάσεων στην ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών από τους διαδίκους, το Δικαστήριο στάθηκε στο δικονομικό κριτήριο της ηθικής αυτουργίας, αξιολογώντας τη διαδικασία με την οποία κρίθηκε η ένσταση ηθικής αυτουργίας από τα εθνικά δικαστήρια. Ενώ το περιφερειακό δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε υποκίνηση από τον Τ. ο οποίος ήταν πληροφοριοδότης της αστυνομίας και κατά συνέπεια μείωσε την ποινή του προσφεύγοντος, το Ανώτατο Δικαστήριο φαίνεται να αντέκρουσε τα ευρήματα του περιφερειακού δικαστηρίου χωρίς επαρκή αιτιολογία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το παράπονο του προσφεύγοντος χωρίς να διασφαλίσει ότι θα λυθεί το ζήτημα αν ο Τ. ενεργούσε για χάρη των αρχών στην υπό κρίση υπόθεση. Όπως και στην υπόθεση Ramanauskas, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων υποστήριξε ότι είχε παρακινηθεί να διαπράξει τα αδικήματα. Επομένως, οι εγχώριες αρχές θα έπρεπε να είχαν προβεί σε ενδελεχή εξέταση και, προς τούτο, θα έπρεπε να έχουν διαπιστώσει τον ρόλο του Τ. ως πληροφοριοδότη της αστυνομίας και τους λόγους των πράξεων του. Το περιφερειακό δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαία περαιτέρω έρευνα, καθώς διαπίστωσε την υποκίνηση και τον ρόλο του Τ. ως πληροφοριοδότη της αστυνομίας. Παρέμενε ασαφές εάν ο Τ. είχε ενεργήσει ως ιδιώτης που προσέγγιζε την αστυνομία με πληροφορίες που έδειχναν ότι ο προσφεύγων είχε ήδη προβεί σε εγκληματική ενέργεια ή, όπως υπονοείται από το σκεπτικό του περιφερειακού δικαστηρίου, ως πληροφοριοδότης της αστυνομίας. Προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποκλίνει από το συμπέρασμα του περιφερειακού δικαστηρίου ότι ο προσφεύγων είχε υποκινηθεί, θα έπρεπε να αμφισβητηθεί ο ρόλος του Τ. και εάν, ως πληροφοριοδότης της αστυνομίας, είχε οποιαδήποτε συμφωνία με τις αστυνομικές αρχές ακόμη και πριν επικοινωνήσει με τον μυστικό αστυνομικό στην παρούσα υπόθεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε ότι υπήρξε υποκίνηση από την αστυνομία, αλλά δεν έλαβε μέτρα για να πραγματοποιηθεί περαιτέρω εξέταση των σχετικών ισχυρισμών του προσφεύγοντος σύμφωνα με το βάρος της απόδειξης του κράτους. Ενόψει της παρέμβασης του Τ., πληροφοριοδότη της αστυνομίας, του οποίου ο ρόλος στην παρούσα υπόθεση δεν εξακριβώθηκε, η δίκη του προσφεύγοντος στερήθηκε της διαδικαστικής αμεροληψίας που απαιτείται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες