Παραδεκτή η διακρατική προσφυγή της Ουκρανίας κατά της Ρωσίας για διοικητική πρακτική παραβιάσεων ατομικών δικαιωμάτων στην Κριμαία

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Ουκρανία κατά Ρωσίας (σχετικά με την Κριμαία[1]) της 14.01.2021 (αρ. 20958/14 και 38334/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά πλειοψηφία, κήρυξε την προσφυγή που υπέβαλε η Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας σχετικά με μία σειρά από παραβιάσεις δικαιωμάτων στην Κριμαία εν μέρει παραδεκτή.

Η προσφυγή αφορά τους ισχυρισμούς της Ουκρανίας για ένα μοτίβο («διοικητική πρακτική») παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα από τη Ρωσική Ομοσπονδία στην Κριμαία.

Το ΕΔΔΑ  αρχικά έκρινε ότι το ζήτημα που έπρεπε να αποφασιστεί ήταν κατά πόσον οι καταγγελίες για το φερόμενο μοτίβο παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Ρωσία στην Κριμαία κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, δηλαδή μεταξύ 27.02.2014 και 26.08.2015, ήταν παραδεκτές. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει εάν η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία ήταν νόμιμη από την άποψη του διεθνούς δικαίου.

Πριν εξετάσει τους ισχυρισμούς μιας διοικητικής πρακτικής, έπρεπε να εξετάσει εάν η Ρωσία είχε «δικαιοδοσία», κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης, επί της Κριμαίας από τις 27.02.2014 και επομένως αν είχε αρμοδιότητα να εξετάσει την προσφυγή εναντίον της. Διαπίστωσε ότι τα γεγονότα που καταγγέλθηκαν από την Ουκρανική Κυβέρνηση εμπίπτουν στην «δικαιοδοσία» της Ρωσίας βάσει του «αποτελεσματικού ελέγχου» που άσκησε επί της Κριμαίας από εκείνη την ημερομηνία και μετά. Το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη το μέγεθος και τη δύναμη της αυξημένης ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κριμαία από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2014, χωρίς τη συγκατάθεση των ουκρανικών αρχών και δεν υπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να το αποδεικνύει ότι υπήρχε εκείνη τη στιγμή απειλή για τα ρωσικά στρατεύματα που τοποθετήθηκαν εκεί στο πλαίσιο των σχετικών Διμερών Συμφωνιών μεταξύ των δύο χωρών. Διαπίστωσε επίσης ότι ο φάκελος της ουκρανικής κυβέρνησης υπήρξε πλήρης και ακριβής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον  του Δικαστηρίου, καθώς είχαν παράσχει λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, τεκμηριωμένες με επαρκή στοιχεία, για να αποδείξουν ότι τα ρωσικά στρατεύματα δεν είχαν παθητική συμπεριφορά, αλλά είχαν συμμετάσχει ενεργά στα φερόμενα γεγονότα.

Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγει το ζήτημα της ευθύνης ή μη της Ρωσίας βάσει της Σύμβασης για τις καταγγελλόμενες πράξεις, το οποίο θα εξεταστεί στο στάδιο της ουσίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

Το ΕΔΔΑ αξιολόγησε αν πληρούται το prima facie παραδεκτό, εφαρμόζοντας τους κανόνες σχετικά με το βάρος της απόδειξης και κήρυξε παραδεκτές το μεγαλύτερο μέρος των καταγγελιών της Ουκρανικής Κυβέρνησης για διοικητική πρακτική παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Ρωσία, χωρίς να προδικάζει την ουσία.

Τέλος, αποφάσισε να ειδοποιήσει τη ρωσική κυβέρνηση για την καταγγελία, η οποία δεν προβλήθηκε έως το 2018, σχετικά με την εικαζόμενη μεταφορά Ουκρανών «καταδίκων» στο έδαφος της Ρωσίας, και, δεδομένης της επικάλυψής της ως προς αυτό, από μια άλλη διακρατική προσφυγή, Ουκρανία κατά Ρωσίας (αρ. 38334/18), αποφάσισε να συνενώσει την τελευταία στην παρούσα υπόθεση και να εξετάσει το παραδεκτό και την ουσία αυτής μαζί με το βάσιμο της συγκεκριμένης προσφυγής.

Εκτός από αυτήν την περίπτωση, υπάρχουν τώρα δύο άλλες διακρατικές υποθέσεις και πάνω από 7.000 ατομικές προσφυγές που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με τα γεγονότα στην Κριμαία, την Ανατολική Ουκρανία και τη Θάλασσα του Αζόφ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρα 1, 2, 3, 5, 6, 8, 9, 10, 11, 14 ΕΣΔΑ

Άρθρα 1, 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

Άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η ουκρανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι η Ρωσία έχει ασκήσει από τις 27.02.2014 κυριαρχία στην Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας (ARC) και στην Πόλη της Σεβαστούπολης, αναπόσπαστα μέρη της Ουκρανίας, λόγω της στρατιωτικής παρουσίας της στην Κριμαία και της υποστήριξής της τόσο στην τοπική αυτοδιοίκηση όσο και στις παραστρατιωτικές δυνάμεις. Ισχυρίζεται ότι από τότε η Ρωσία ασκεί εξωεδαφική δικαιοδοσία για μια κατάσταση που είχε ως αποτέλεσμα μια διοικητική πρακτική παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι, στις 27.02. 2014, πάνω από 100 βαριά οπλισμένοι άνδρες εισέβαλαν στα κτήρια του Ανώτατου Συμβουλίου και του Συμβουλίου Υπουργών του ARC. Την ίδια ημέρα, η Ρωσία φέρεται να  αύξησε δραματικά την στρατιωτική της παρουσία στην Κριμαία, χωρίς να έχει ενημερώσει σχετικά τις Ουκρανικές αρχές. Το βράδυ, οι νόμιμες πολιτειακές αρχές στην Κριμαία απομακρύνθηκαν με τη βία και αντικαταστάθηκαν από Ρώσους πράκτορες. Ρωσικά στρατεύματα και παραστρατιωτικοί εμπόδισαν τις ουκρανικές στρατιωτικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν τους στρατώνες τους και άλλες Ουκρανικές μονάδες από το να μεταφερθούν από την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα στη χερσόνησο.

Τις επόμενες μέρες η Ρωσία ανέπτυξε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό στρατευμάτων και εμπόδισε την Ουκρανία να αποστείλει στρατιωτική ενίσχυση με την καθιέρωση ελέγχου επί των σημείων εισόδου και εξόδου από και προς Κριμαία μέσω ξηράς, θάλασσας και αέρα και πράξεων σαμποτάζ. Μέχρι τις 16 Μαρτίου η Ρωσία είχε συγκεντρώσει τον έλεγχο της Κριμαίας, αποκλείοντας όλα το στρατιωτικά μέσα της Ουκρανίας στους στρατώνες τους, στερώντας τους την επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Αυτό οδήγησε στη λήψη εξουσίας από τις νέες τοπικές αρχές, οι οποίες στη συνέχεια κήρυξαν την ανεξαρτησία της Κριμαίας μετά από «δημοψήφισμα» που πραγματοποιήθηκε στις 16.03.2014. Στις 18.03.2014 η Ρωσία, η «Δημοκρατία της Κριμαίας» και η πόλη της Σεβαστούπολης υπέγραψαν «Συνθήκη Προσάρτησης».

Η Ρωσική Κυβέρνηση υποστήριξε, από την άλλη πλευρά, ότι ξεκίνησαν να ασκούν δικαιοδοσία μόνο στην Κριμαία και Σεβαστούπολη μετά τις 18.03.2014, όταν αυτά τα εδάφη έγιναν μέρος της Ρωσίας βάσει της «Συνθήκης Προσάρτησης», και όχι πριν. Το «δημοψήφισμα» και η «προσάρτηση» ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς από διαδηλώσεις στην Ουκρανία, γνωστές ως «Euromaidan» ή «Maidan», που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2013 και Φεβρουαρίου 2014, με αποτέλεσμα την εκδίωξη του Προέδρου της Ουκρανίας και μια σειρά πολιτικών και συνταγματικών αλλαγών. Η Ρωσική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν ήταν υπεύθυνη για αυτά τα συμβάντα ή για οποιαδήποτε αναταραχή που επακολούθησε.

Υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις ήταν πάντα παρούσες στην Κριμαία, και προβλεπόταν παρουσία στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Υποστηρίζουν ότι, μεταξύ 1ης Μαρτίου και 17 Μαρτίου 2014, αυτές οι ένοπλες δυνάμεις ήταν έτοιμες να βοηθήσουν το λαό της Κριμαίας «να αντισταθεί στις επιθέσεις από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις», «να διασφαλιστεί ότι θα μπορούσε να κάνει ο πληθυσμός της Κριμαίας μια δημοκρατική επιλογή με ασφάλεια χωρίς φόβο εκδίκησης από ριζοσπάστες», για τη «διασφάλιση της κανονικής έκφρασης της βούλησης εκείνων που ζουν στην Κριμαία» ή και «τη διασφάλιση της προστασίας των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων». Αυτό δεν σήμαινε, ωστόσο, ότι η Ρωσία είχε αποτελεσματικό έλεγχο στην Κριμαία εκείνη την περίοδο.

Η Ουκρανική Κυβέρνηση παραπονιέται ότι η Ρωσία ήταν υπεύθυνη για μια διοικητική πρακτική παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως απεικονίσεις της υποτιθέμενης πρακτικής αναφέρεται ουσιαστικά σε ατομικά περιστατικά, και στις επιπτώσεις των γενικών μέτρων που εγκρίθηκαν για την Κριμαία, κατά την περίοδο από τις  27.02.2014, ημερομηνία από την οποία ισχυρίζονται ότι η Ρωσία άσκησε εξωεδαφική δικαιοδοσία στην Κριμαία, έως τις 26.08. 2015, ημερομηνία άσκησης της δεύτερης προσφυγής τους.

Αναφέρει επίσης ότι ο σκοπός της προσφυγής τους δεν είναι να διαπιστωθούν ατομικές παραβιάσεις και επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης, αλλά μάλλον να αποδειχθεί ότι υπήρχε ένα μοτίβο παραβιάσεων, να τερματιστούν οι παραβιάσεις και να αποτραπεί η επανάληψή τους.

Η Ουκρανική Κυβέρνηση βασίζεται σε πολλά άρθρα της Σύμβασης, ιδίως στο άρθρο 2 (δικαίωμα ζωή), άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης μεταχείρισης και βασανιστηρίων), άρθρο 5 (δικαίωμα ελευθερίας και ασφάλειας), Άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), άρθρο 9 (θρησκευτική ελευθερία), Άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) και άρθρο 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι). Παραπονείται επίσης με βάση το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων), άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας), άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου (δικαίωμα στην εκπαίδευση) και του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου (ελεύθερη κυκλοφορία).

Η υπόθεση βασίζεται σε δύο προσφυγές (αρ. 20958/14 και 42410/15) κατά της Ρωσίας που κατατέθηκαν από την Ουκρανία στις 13.03.2014 και 26.08.2015, αντίστοιχα. Και οι δύο αφορούν τα περιστατικά στην Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία. Στις 11.06.2018 οι δύο προσφυγές ενώθηκαν και έλαβαν νέο όνομα  Ουκρανία κατά Ρωσίας (σχετικά με την Κριμαία) με την αρ. προσφ. 20958/14. Οι καταγγελίες σχετικά με τα γεγονότα στην Ανατολική Ουκρανία καταχωρήθηκαν με αρ. προσφ. 8019/16.

Το Δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου (προσωρινά μέτρα) στην υπόθεση. Κάλεσε τη Ρωσία και την Ουκρανία να απέχουν από μέτρα, ιδίως στρατιωτικές ενέργειες, που ενδέχεται να προκαλέσουν παραβιάσεις των δικαιωμάτων της Σύμβασης του άμαχου πληθυσμού, ιδίως βάσει των Άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή) και 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης).

Στις 07.05.2018, το Τμήμα του ΕΔΔΑ που ασχολήθηκε με αυτές τις διακρατικές υποθέσεις παρέπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης. Τέλος, παραχωρήθηκαν άδειες παρέμβασης σε τρίτους στη γραπτή διαδικασία και συγκεκριμένα στο  «Κέντρο McGill για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» και στον «Νομικό Πλουραλισμό του Πανεπιστήμιο McGill του Καναδά».

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Πλαίσιο της υπόθεσης

Πρώτον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτό που έπρεπε να αποφασιστεί στην υπόθεση ήταν αν οι καταγγελίες για το φερόμενο μοτίβο των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Ρωσία στην Κριμαία μεταξύ 27.02.2014 και 26.08.2015 ήταν παραδεκτές. Τα γεγονότα που σχετίζονται με τις διαμαρτυρίες Μαϊντάν στο Κίεβο, το ζήτημα της νομιμότητας του διεθνούς δικαίου και της υποτιθέμενης προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία μετά το «δημοψήφισμα» που πραγματοποιήθηκε στην Κριμαία τον Μάρτιο του 2014, δεν είχαν σημασία για την εξέταση της υπόθεσης. Τα ζητήματα αυτά  δεν παραπέμφθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και επομένως ήταν εκτός πεδίου εφαρμογής της υπόθεσης.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον ορισμό του πεδίου της υπόθεσης, το Δικαστήριο αποφάσισε να άρει το προσωρινό μέτρο που εφαρμόστηκε τον Μάρτιο του 2014.

Δικαιοδοσία

Από 27 Φεβρουαρίου έως 18 Μαρτίου 2014

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία είχε ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο της Κριμαίας κατά τη διάρκεια της διαφωνίας μεταξύ των μερών, δηλαδή από τις 27 Φεβρουαρίου έως τις 18 Μαρτίου 2014.

Συγκεκριμένα, αν και τα ρωσικά στρατεύματα στη χερσόνησο δεν είχαν ξεπεράσει το όριο των 25.000 που καθορίζονταν από τις σχετικές διμερείς συμφωνίες, τα στοιχεία έδειξαν ότι είχαν σχεδόν διπλασιαστεί εντός ενός μικρού χρονικού διαστήματος, που αυξήθηκε κατά περίπου 10.000 στα τέλη Ιανουαρίου 2014 και κατά περίπου 20.000 στα μέσα Μαρτίου 2014. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η αυξημένη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στην Κριμαία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν, τουλάχιστον, σημαντική.

Σημείωσε επίσης, ότι η Ρωσική Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κριμαία ήταν ανώτερες από τα ουκρανικά στρατεύματα σε τεχνικό, τακτικό, στρατιωτικό και ποιοτικό επίπεδο.

Η Ρωσική Κυβέρνηση δεν είχε δικαιολογήσει την αύξηση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας από κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να δείχνει ότι υπήρχε απειλή για τα στρατεύματα που είχαν τοποθετηθεί στην Κριμαία εκείνη την εποχή.

Επιπλέον, η αύξηση πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση ή τη συναίνεση της Ουκρανίας, όπως αποδεικνύεται από διπλωματικές ανακοινώσεις αναφορικά με τις επίδικες εξελίξεις και κινήσεις.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα της Ρωσικής Κυβέρνησης ότι οι στρατιώτες τους είχαν στην Κριμαία παθητική παρουσία, η Ουκρανική Κυβέρνηση είχε παράσχει πολύ λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, καθώς και επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, που αποδείκνυαν την ενεργή συμμετοχή των ρωσικών αρχών στην ακινητοποίηση των ουκρανικών δυνάμεων.

Ο φάκελος της Ουκρανικής Κυβέρνησης υπήρξε πλήρης και ακριβής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του ΕΔΔΑ, με συνεπείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο, τον τόπο και την ώρα των υποτιθέμενων γεγονότων κατά τη μεταβίβαση εξουσίας στις νέες τοπικές αρχές, οι οποίες στη συνέχεια οργάνωσαν το «δημοψήφισμα», κηρύττοντας την ανεξαρτησία της Κριμαίας και λαμβάνοντας ενεργά μέτρα για την προσάρτηση της στη Ρωσία.

Τέλος, το ΕΔΔΑ προσέδωσε ιδιαίτερη προσοχή σε δύο μη αμφισβητούμενες δηλώσεις του Προέδρου Πούτιν. Η πρώτη είχε δοθεί σε μια συνάντηση με τον επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας κατά τη διάρκεια της νύχτας 22 προς 23.02.2014, λέγοντας ότι είχε πάρει την απόφαση να «αρχίσει να εργάζεται για την επιστροφή της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία», ενώ στη δεύτερη, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης που δόθηκε στις 17.04.2014, είχε ρητά αναγνωρίσει ότι η Ρωσία είχε «αφοπλίσει [στρατιωτικές] μονάδες του ουκρανικού στρατού και των αρχών επιβολής του νόμου» και ότι «οι Ρώσοι στρατιώτες [είχαν] υποστηρίξει τις δυνάμεις αυτοάμυνας της Κριμαίας».

Από τις 18 Μαρτίου 2014

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ήταν κοινό σημείο μεταξύ των διαδίκων ότι η Ρωσία άσκησε δικαιοδοσία στην Κριμαία μετά τις 18.03.2014. Ωστόσο, οι θέσεις τους διέφεραν ως προς τη νομική βάση αυτής της δικαιοδοσίας. Σε αντίθεση με την Ουκρανική Κυβέρνηση, η οποία ισχυρίστηκε ότι βασίστηκε αυτή η δικαιοδοσία στον «αποτελεσματικός έλεγχο», η Ρωσική Κυβέρνηση θεώρησε ότι «δε θα ήταν ορθό» να καθοριστεί αυτό το ζήτημα επειδή «θα ερχόταν αντιμέτωπο το Δικαστήριο με ερωτήματα σχετικά με την κυριαρχία μεταξύ κρατών που [ήταν] εκτός της δικαιοδοσίας του».

Για τους σκοπούς αυτής της απόφασης παραδεκτού, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει βάσει της υπόθεσης ότι η δικαιοδοσία της Ρωσίας επί της Κριμαίας είχε τη μορφή ή τη φύση του «αποτελεσματικού ελέγχου» στην «περιοχή»- αντί για εδαφική δικαιοδοσία. Το Δικαστήριο επανέλαβε επ’ αυτού ότι δεν κλήθηκε να αποφασίσει εάν η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία ήταν νόμιμη από την άποψη του διεθνούς δικαίου.

Συμπέρασμα

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα φερόμενα θύματα της διοικητικής πρακτικής για τα οποία διαμαρτύρεται η Ουκρανική Κυβέρνηση εμπίπτουν στην «δικαιοδοσία» της Ρωσίας και ότι το Δικαστήριο είχε επομένως αρμοδιότητα εξέτασης της προσφυγής. Το συμπέρασμα αυτό δεν προδικάζει το ουσιαστικό ζήτημα του εάν η Ρωσία ήταν υπεύθυνη βάσει της Σύμβασης για τις πράξεις που αποτέλεσαν τη βάση των καταγγελιών της Ουκρανικής Κυβέρνησης, οι οποίες ανήκαν στη φάση της ουσιαστικής διαδικασίας του Δικαστηρίου.

Παραδεκτό

Πρώτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κανόνας της μη εξάντλησης των εγχώριων προσφυγών δεν ίσχυε στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, οι οποίες περιλάμβαναν ισχυρισμούς διοικητικής πρακτικής.  Ως εκ τούτου, απέρριψε την αντίρρηση της ρωσικής κυβέρνησης επί του σημείου αυτού.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αξιολόγησε τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του προκειμένου να προσδιορίσει εάν οι ισχυρισμοί της Ουκρανικής Κυβέρνησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πληρούν το prima facie παραδεκτό. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, συνολικά, υπήρχαν επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την «επανάληψη πράξεων» και την «επίσημη ανοχή», τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας υποτιθέμενης διοικητικής πρακτικής που περιλάμβανε:

α) αναγκαστικές εξαφανίσεις και έλλειψη αποτελεσματικής διερεύνησης μιας τέτοιας πρακτικής σύμφωνα με το άρθρο 2, β) κακομεταχείριση και παράνομη κράτηση σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 5, γ) επέκταση της εφαρμογής του ρωσικού νόμου στην Κριμαία με αποτέλεσμα από τις 27 Φεβρουαρίου 2014 τα δικαστήρια στην Κριμαία να μη μπορούν να θεωρηθούν ότι «έχουν συσταθεί από το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 6, δ) αυτόματη επιβολή ρωσικής ιθαγένειας και επιδρομές σε ιδιωτικές κατοικίες σύμφωνα με το άρθρο 8, ε) παρενόχληση και εκφοβισμό θρησκευτικών ηγετών που δεν συμμορφώθηκαν με την πίστη της Ρωσικής Ορθοδοξίας, αυθαίρετες επιδρομές σε χώρους λατρείας και δήμευση θρησκευτικών αγαθών αντίθετα με το άρθρο 9, στ) καταστολή μη ρωσικών μέσων ενημέρωσης σύμφωνα με το άρθρο 10, ζ) απαγόρευση δημόσιων συγκεντρώσεων και εκδηλώσεων υποστήριξης, καθώς και εκφοβισμού και αυθαίρετη κράτηση διοργανωτών διαδηλώσεων αντίθετα με το άρθρο 11, η) απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση περιουσιακών στοιχείων από πολίτες και ιδιωτικές επιχειρήσεις αντίθετα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, θ) περιορισμό της ουκρανικής γλώσσας στα σχολεία και παρενόχληση των παιδιών με ουκρανική ιθαγένεια στο σχολείο αντίθετα με το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ι) περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ της Κριμαίας και της ηπειρωτικής Ουκρανίας, που προκύπτει από την de facto μετατροπή (από τη Ρωσία) της διοικητικής οριοθέτησης των συνόρων (μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας) αντίθετα με το άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου και ια) στοχοποίηση των Τατάρων της Κριμαίας αντίθετα με το άρθρο 14, σε συνδυασμό με τα άρθρα 8, 9, 10 και 11 της Σύμβασης και με το άρθρο 2 του 4ου  Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ιδίως ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί ήταν σύμφωνοι με τα συμπεράσματα που εκτίθενται σε διάφορες εκθέσεις διακυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, ιδίως σε μια έκθεση του 2017 από το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Επιπλέον, όσον αφορά ορισμένους ισχυρισμούς, ο κανονιστικός χαρακτήρας και το περιεχόμενο των καταγγελλόμενων μέτρων ήταν αρκετά στοιχεία για να κριθεί η παροχή επαρκών εκ πρώτης όψεως αποδεικτικών στοιχείων.

Ωστόσο, όσον αφορά τους ισχυρισμούς για διοικητική πρακτική δολοφονιών και πυροβολισμών, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα αναφερόμενα περιστατικά δεν αντιστοιχούσαν σε παραβιάσεις. Όσον αφορά την βραχυπρόθεσμη κράτηση ξένων δημοσιογράφων και κατάσχεση του εξοπλισμού τους το πρώτο εξάμηνο του Μαρτίου 2014 διαπίστωσε ότι ο περιορισμένος αριθμός των συγκεκριμένων ισχυρισμών δεν απέδειξε μία συντονισμένη διοικητική πρακτική. Επιπλέον, η Ουκρανική Κυβέρνηση δεν είχε υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την εικαζόμενη πρακτική εθνικοποίησης της περιουσίας των Ουκρανών στρατιωτών. Κατά συνέπεια, το prima facie παραδεκτό δεν εκπληρώθηκε ως προς αυτές τις καταγγελίες, οι οποίες απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες.

Τέλος, το Δικαστήριο αποφάσισε να κοινοποιήσει στη Ρωσική Κυβέρνηση την καταγγελία σχετικά με «μεταφορά καταδίκων» από την Κριμαία σε σωφρονιστικά ιδρύματα στο έδαφος της Ρωσίας. Αυτό το ζήτημα είχε τεθεί για πρώτη φορά στις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης της Ουκρανίας ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης τον Δεκέμβριο του 2018 και το Δικαστήριο δεν μπόρεσε, βάσει του φακέλου της υπόθεσης, να καθορίσει το παραδεκτό της καταγγελίας στο τρέχον στάδιο.

Επιπλέον, έκρινε σκόπιμο να εξετάσει τόσο το παραδεκτό, όσο και το βάσιμο μίας άλλης διακρατικής προσφυγής για την «μεταφορά καταδίκων» (Ουκρανία κατά Ρωσίας (αρ. προσφ. 38334/18)), με την οποία προβλήθηκε επίσης η αιτίαση, ταυτόχρονα με το βάσιμο της παρούσας προσφυγής.  Κατά συνέπεια, συνένωσε την προσφυγή με αρ. 38334/18 στην παρούσα υπόθεση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

[1] Ο όρος «Κριμαία» αναφέρεται τόσο στην Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας (ARC) όσο και στην Πόλη της Σεβαστούπολης.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες