Οι περιορισμοί στη χρήση του ισλαμικού πέπλου υπό το… φως του ΕΔΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Belcacemi και Oussar κατά Βελγίου της 11-07-2017 (αριθμ. προσφ.  37798/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η υπόθεση αφορά τον βελγικό νόμο της 1ης Ιουνίου 2011, ο οποίος απαγορεύει τη χρήση ενδυμάτων σε δημόσιους χώρους που καλύπτουν μερικώς ή ολικώς το πρόσωπο.

Η κα Belcacemi και η κα Oussar είναι μουσουλμάνες οι οποίες με δικής τους πρωτοβουλία φορούν το niqab – ένα πέπλο που καλύπτει όλο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια – λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.

Και οι δύο  προσέφυγαν ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου για την αναστολή και την ακύρωση του νόμου, αλλά η απόφαση ήταν αρνητική.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο αμφισβητούμενος περιορισμός μπορούσε να θεωρηθεί ως «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία» , εξηγώντας ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει τόσο για το άρθρο 8 της Σύμβασης όσο και για το Άρθρο 9. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση ούτε του άρθρου 8, ούτε του άρθρου 9 της Σύμβασης.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

Άρθρο 9

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγουσες, Samia Belcacemi (υπήκοος του Βελγίου) και η Yamina Oussar (υπήκοος του Μαρόκου), οι οποίες γεννήθηκαν το 1981 και το 1973 αντίστοιχα και ζουν στο Schaerbeek και στη Liège (Βέλγιο). Η υπόθεση αφορά τον βελγικό νόμο της 1ης Ιουνίου 2011, ο οποίος απαγορεύει τη χρήση ενδυμάτων σε δημόσιους χώρους που καλύπτουν μερικώς ή ολικώς το πρόσωπο.

Η κα Belcacemi και η κα Oussar είναι μουσουλμάνες οι οποίες με δικής τους φοράν το niqab – ένα πέπλο που καλύπτει όλο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια – λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Μετά την ψήφιση, την 1η Ιουνίου 2011, του εν λόγω νόμου, η κα Belcacemi αποφάσισε αρχικά να συνεχίζει να φοράει το niqab στο δρόμο. Ωστόσο, μετά από πίεση, αποφάσισε στη συνέχεια να σταματήσει να το φοράει, φοβούμενη ότι θα μπορούσε να την σταματήσουν στο δρόμο και στη συνέχεια να της επιβληθεί μεγάλο πρόστιμο ή και ακόμα να φυλακιστεί. Η κα Oussar, από την πλευρά της, δηλώνει ότι αποφάσισε να μείνει στο σπίτι, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ιδιωτική και κοινωνική της ζωή.

Στις 26 Ιουλίου 2011, η κα Belcacemi και η κα Oussar προσέφυγαν ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου για την αναστολή και την ακύρωση του νόμου. Οι υποθέσεις τους απορρίφθηκαν από τον εν λόγω δικαστή τον Οκτώβριο του 2011 (Αίτηση αναστολής) και τον Δεκέμβριο του 2012 (αίτηση ακύρωσης).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το τμήμα της προσφυγής έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 9 της Σύμβασης, όπως συμβαίνει και με την υπόθεση S.A.S. κατά Γαλλίας.

Πρώτον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο νόμος της 1ης Ιουνίου 2011 – του οποίου η διατύπωση ήταν παρόμοια με εκείνη του γαλλικού νόμου της 11ης Οκτωβρίου 2012 θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει διατυπωθεί με επαρκή ακρίβεια, πληρώντας την απαίτηση προβλεψιμότητας των άρθρων 8 και 9 της Σύμβασης.

Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ιστορικό σύνταξης του βελγικού νόμου χρησιμοποίησε τρεις στόχους για να δικαιολογήσει την απαγόρευση στο Βέλγιο:  Τη δημόσια ασφάλεια, την ισότητα των φύλων και τη έννοια της «συνύπαρξης» εντός της κοινωνίας. Σημείωσε ότι, όπως είχε διαπιστώσει στην υπόθεση S.A.S. κατά Γαλλίας, η εξασφάλιση  σεβασμού ελάχιστων εγγυήσεων της κοινωνικής ζωής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως στοιχείο  «προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων» και ότι η απαγόρευση δικαιολογείται καταρχήν μόνο στο βαθμό που προσπαθεί να εξασφαλίσει ομαλές συνθήκες «συμβίωσης».

Τρίτον, το Δικαστήριο εξήγησε ότι, μέσω της άμεσης και διαρκούς επαφής τους με τους ενδιαφερόμενους φορείς, οι κρατικές αρχές ήταν καταρχήν σε ευνοϊκότερη  θέση από ένα διεθνές δικαστήριο να αξιολογήσει τις τοπικές ανάγκες και το γενικό πλαίσιο. Όταν διακυβεύονταν ζητήματα γενικής πολιτικής, όπου θα μπορούσαν να υπάρξουν βαθιές διαφωνίες σε μια δημοκρατική κοινωνία, θα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην εθνική αρχή λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Σύμβασης, το κράτος έχει ευρύ περιθώριο εκτίμησης για να αποφασίσει κατά πόσον και σε ποιο βαθμό ένας περιορισμός στο δικαίωμα έκφρασης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων ήταν «αναγκαίος». Κατά την έκδοση των εν λόγω διατάξεων, το βελγικό κράτος προσπάθησε να απαντήσει σε μια πρακτική που τη θεωρούσε ασυμβίβαστη με τη κοινωνία του Βελγίου, της κοινωνικής επικοινωνίας και γενικότερα της καθιέρωσης των ανθρώπινων σχέσεων, αρχές απαραίτητες για τη συμβίωση σε μια κοινωνία.  Αποτελούσε ζήτημα προστασίας των συνθηκών  αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων για τους οποίους για το κράτος ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Το ερώτημα αν το πέπλο το οποίο καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπο ήταν αποδεκτό στη βελγική δημόσια ζωή αποτελούσε συνεπώς επιλογή του κοινωνικού συνόλου. Όπως είχε τονίσει στην υπόθεση S.A.S. κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο εξήγησε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έπρεπε να επιδείξει τόση σχολαστικότητα στην εξέταση της συμμόρφωσης με τη Σύμβαση, εν προκειμένω κατά την αξιολόγηση μιας απόφασης που λήφθηκε δημοκρατικά εντός της βελγικής κοινωνίας. Σημείωσε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδήγησε στην εν λόγω απαγόρευση είχε διαρκέσει αρκετά χρόνια και χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένη συζήτηση εντός του Κοινοβουλίου και μιας λεπτομερής εξέτασης των αντικρουόμενων συμφερόντων από το Συνταγματικό Συμβούλιο. Επιπλέον, επί του παρόντος δεν υπήρχε συναίνεση αναφορικά με τα εν λόγω ζητήματα  μεταξύ των καρτών μελών εντός του Συμβουλίου της Ευρώπης, είτε θετικά είτε αρνητικά προσκείμενη προς την απαγόρευση της niqab (πέπλο που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπο πέρα των ματιών) δικαιολογώντας έτσι την ύπαρξη ευρύ περιθωρίου εκτιμήσεως του βελγικού κράτους.

Τέταρτον, όσον αφορά την αναλογικότητα του περιορισμού, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η ποινή για τη μη συμμόρφωση με την απαγόρευση βάσει του βελγικού δικαίου θα μπορούσε να κυμανθεί από πρόστιμο έως και ποινή φυλάκισης.

Η βασικότερη ποινή ήταν το πρόστιμο, το οποίο αποτελούσε την ελαφρύτερη ποινή. Η φυλάκιση θα επιβάλλονταν σε κατ’ εξακολούθηση παραβάτες και δεν εφαρμόζονταν αυτόματα και άμεσα. Επιπλέον, το αδίκημα χαρακτηρίστηκε ως «υβριδικό» στο  βελγικό δίκαιο, έχοντας εν μέρει ποινικό χαρακτήρα αλλά και διοικητικό. Έτσι, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών και, αντιθέτως προς ό, τι υποστήριξαν οι προσφεύγουσες, ήταν δυνατό η λήψη εναλλακτικών μέτρων τα οποία λαμβάνονταν σε επίπεδο κοινότητας. Επιπλέον, η παρούσα προσφυγή δεν αφορούσε  την επιβολή συγκεκριμένης ποινής στις προσφεύγουσες. Συνεπώς, έχοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που παρέχεται στις βελγικές αρχές, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαγόρευση σύμφωνα με το νόμο της 1ης Ιουνίου 2011, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο, ήτοι η διατήρηση των συνθηκών διαβίωσης και συμβίωσης ως συνιστώσας  «της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων».

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αμφισβητούμενος περιορισμός μπορούσε να θεωρηθεί ως “αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία”, εξηγώντας ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει τόσο για το άρθρο 8 της Σύμβασης όσο και για το Άρθρο 9. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση ούτε του άρθρου 8 ούτε του άρθρου 9 της Σύμβασης.

Ξεχωριστή γνώμη

Ο δικαστής Spano εξέφρασε συγκαταβατική γνωμοδότηση ενώπιον του δικαστή Karakaş, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες