Οι δημοσιογράφοι δεν απαλλάσσονται από το καθήκον συμμόρφωσης στον νόμο, για το λόγο ότι το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ τους προσφέρει προστασία!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Amaghlobeli κ.α. κατά Γεωργίας της 20.05.2021 (αρ, προσφ.  41192/11)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δημοσιογραφία και καθήκον νομιμότητας. Εύρος πεδίου της δημοσιογραφικής ελευθερίας σχετικά με τη συμμετοχή  σε δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών σε ζώνη τελωνειακού συνοριακού ελέγχου. Δύο από τους προσφεύγοντες είχαν εισέλθει σε μια τέτοια ζώνη, πήραν συνέντευξη από ταξιδιώτες και έβγαλαν φωτογραφίες. Όταν τους ζητήθηκε από τους  τελωνειακούς υπαλλήλους να αποχωρήσουν, αυτοί αρνήθηκαν.

Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι η επιβολή προστίμου για άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων σε περιορισμένη ελεγχόμενη από το κράτος ζώνη αποτέλεσε παρέμβαση στα δικαιώματά τους σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο εξέτασε τις περιστάσεις της υπόθεσης βάση δύο κριτηρίων που είναι εγγενή στην υπόθεση του δυνάμει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ: την αξία των δραστηριοτήτων συγκέντρωσης πληροφοριών και την έννοια της «υπεύθυνης» δημοσιογραφίας. Παρά τον ζωτικό ρόλο που διαδραματίζουν τα μέσα ενημέρωσης σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να απαλλαγούν από το καθήκον συμμόρφωσης με το ποινικό δίκαιο με τη δικαιολογία ότι διαθέτουν την δημοσιογραφική ιδιότητα και επειδή το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ τους προσφέρει προστασία.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι τα εγχώρια δικαστήρια εξέτασαν δεόντως το δικαίωμα στην ελευθερία  της έκφρασης των προσφευγόντων, είχαν αναγνωρίσει το καθεστώς τους ως δημοσιογράφων και είχαν αιτιολογήσει τις αποφάσεις τους.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν εξετάσει το ζήτημα με προσοχή και σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Δύο από τους προσφεύγοντες, η Mzia Amaghlobeli και ο Eter Turadze, είναι Γεωργιανοί υπήκοοι, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1975 και 1972 αντίστοιχα και ζουν στο Batumi (Γεωργία). Ο τρίτος προσφεύγων εκδοτικός οίκος Batumelebi είναι νομικό πρόσωπο, το οποίο συστάθηκε σύμφωνα με τη γεωργιανή νομοθεσία. Οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες είναι δημοσιογράφοι και κατά τη στιγμή των γεγονότων εργάζονταν, αντίστοιχα, ως διευθύνουσα σύμβουλος του Batumelebi και αρχισυντάκτης μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας που εκδίδεται από τον εν λόγω εκδοτικό οίκο.

Το 2009 τα γραφεία του Batumelebi στο Batumi έλαβε ορισμένες αναφορές από ντόπιους για αυθαίρετες πρακτικές τελωνειακής εκκαθάρισης που διεξήχθησαν από γεωργιανούς αστυνομικούς στο συνοριακό σημείο ελέγχου στο Sarpi, στα σύνορα με την Τουρκία. Οι δύο προσφεύγοντες δημοσιογράφοι αποφάσισαν να ερευνήσουν τις πληροφορίες, έτσι στις 15 Αυγούστου 2009 διέσχισαν τα κρατικά σύνορα στην Τουρκία και μετά γύρισαν πίσω. Μετά τον έλεγχο διαβατηρίων στο σημείο ελέγχου στο Sarpi, εισήλθαν στην  απαγορευμένη ζώνη τελωνειακού ελέγχου, όπου οι νεοαφιχθέντες συμπλήρωναν  τελωνειακές διασαφήσεις και δασμοί επιβάλλονταν στα εισαγόμενα εμπορεύματα. Πήραν συνέντευξη από ταξιδιώτες και τράβηξαν φωτογραφίες. Τότε τους ζητήθηκε αρκετές φορές από τελωνειακούς υπαλλήλους να αποχωρήσουν από την εν λόγω ζώνη. Ωστόσο, αρνήθηκαν να αποχωρήσουν, αναφερόμενοι στην ελευθερία που είχαν ως δημοσιογράφοι να εκτελούν δημοσιογραφικά καθήκοντα όπως εκείνοι έκριναν.

Ως αποτέλεσμα, επιβλήθηκε στον καθένα πρόστιμο 1.000 γεωργιανά λάρι (GEL) για παράβαση των τελωνειακών εντολών  και τους οδήγησαν μακριά από  την απαγορευμένη ζώνη. Ούτε ο εξοπλισμός καταγραφής αλλά ούτε και οι καταγεγραμμένες συνεντεύξεις κατασχέθηκαν. Την επόμενη εβδομάδα η εφημερίδα Batumelebi παρουσίασε άρθρο σχετικά με τις τελωνειακές διαδικασίες και τις συνεντεύξεις που καταγράφηκαν.

Στις αρχές Νοεμβρίου 2009, οι δύο δημοσιογράφοι προσέφυγαν δικαστικώς ζητώντας την ακύρωση του προστίμου. Ισχυρίστηκαν ότι δεν είχε καμία νομική βάση, ότι η συμπεριφορά τους στη ζώνη τελωνειακού ελέγχου δεν επέφερε σε καμία περίπτωση αναταραχή, και ότι απλώς ασκούσαν το επάγγελμά τους ως δημοσιογράφοι.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 2010, το Δημοτικό Δικαστήριο της Τιφλίδας απέρριψε τη δικαστική προσφυγή ως αβάσιμη, διαπιστώνοντας ότι οι δύο δημοσιογράφοι διέκοψαν τις τελωνειακές διαδικασίες και παραβίασαν τον τελωνειακό κώδικα εισερχόμενοι στη ζώνη χωρίς προηγούμενη άδεια και αρνούμενοι να αποχωρήσουν  όταν τους ζητήθηκε. Το δικαστήριο επανέλαβε ότι τους επιβλήθηκε πρόστιμο για τους ανωτέρω λόγους και όχι για την άσκηση του επαγγέλματός τους ως δημοσιογράφων, και υπογράμμισε ότι και οι δημοσιογράφοι έπρεπε να τηρούν τους ίδιους κανόνες με το ευρύ κοινό.

Ένα μήνα αργότερα, οι δύο δημοσιογράφοι άσκησαν έφεση, αμφισβητώντας τα πορίσματα του εθνικού Δικαστηρίου. Υποστήριξαν ότι δεν είχαν προκαλέσει πραγματική αναταραχή στη ζώνη τελωνειακού ελέγχου, και επανέλαβαν την καταγγελία τους ότι το πρόστιμο παρεμβαίνει στη δημοσιογραφική τους ελευθερία. Το Εφετείο της Τιφλίδας επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου  δικαστηρίου, διαπιστώνοντας ότι, αφού οι δημοσιογράφοι είχαν εισέλθει στο σημείο ελέγχου από την τουρκική πλευρά ως απλοί ταξιδιώτες, υπάγονταν στους ίδιους τελωνιακούς κανόνες όπως όλοι οι άλλοι. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα να εισέλθουν στη ζώνη τελωνειακού ελέγχου χωρίς να έχουν να δηλώσουν το οτιδήποτε και χωρίς σχετική άδεια από το τελωνείο. Το γεγονός ότι εργάζονταν ως δημοσιογράφοι δεν τους απάλλασσε  από την υποχρέωση συμμόρφωσης με το νόμο.

Στις 29 Δεκεμβρίου 2010 νέα έφεση των προσφευγόντων απορρίφθηκε από το Ανώτατο  Δικαστήριο της Γεωργίας.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, οι τρεις προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι η επιβολή προστίμου  για συμμετοχή σε δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών  στη  ζώνη τελωνειακού ελέγχου ενός συνοριακού σημείου, αποτελούσε παρέμβαση στα δικαιώματά τους. Υποστήριξαν ότι το ποσό του προστίμου ήταν αρκετά υψηλό για να αποτρέψει την ερευνητική δημοσιογραφία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εκδοτικός οίκος Batumelebi – ο τρίτος προσφεύγων – δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι είναι είτε άμεσο, είτε έμμεσο θύμα μιας φερόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων των άλλων προσφευγόντων βάσει του άρθρου 10 και συνεπώς απέρριψε αυτό το μέρος της προσφυγής.

Το Δικαστήριο εξέτασε τις περιστάσεις της υπόθεσης βάση των δύο κριτηρίων/παραγόντων που είναι εγγενείς στην υπόθεση του δυνάμει του άρθρου 10 της Σύμβασης: την αξία των δραστηριοτήτων συγκέντρωσης πληροφοριών και την έννοια της «υπεύθυνης» δημοσιογραφίας. Οποιοσδήποτε περιορισμός στις ερευνητικές δραστηριότητες ενός δημοσιογράφου απαιτεί στενή εξέταση λόγω του κινδύνου περιορισμού του ζωτικού τους ρόλου ως «δημόσιοι φύλακες» και της ικανότητάς τους να παρέχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες. Ωστόσο, η έννοια της υπεύθυνης δημοσιογραφίας σήμαινε ότι οι δημοσιογράφοι έπρεπε να συμπεριφέρονται νόμιμα, ακόμη και όταν διερευνούν υπόθεση σχετικά με τις δημόσιες αρχές κατά την εκτέλεση δημοσιογραφικής εργασίας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι τα αποτελέσματα του εσωτερικού δικαίου δεν μπορούσαν να προβλεφθούν εξετάστηκε από τα εγχώρια δικαστήρια, τα οποία είχαν αποφανθεί ότι ο τελωνειακός κώδικας και το βούλευμα  αριθ. 1766 του Υπουργού Οικονομικών απαγόρευε σαφώς τις πράξεις τους, και δεν περιέχει καμία αυθαίρετη αιτιολογία. Το Δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η παρέμβαση για την οποία διαμαρτυρήθηκαν είχε ως νόμιμο στόχο τη πρόληψη της αναταραχής στην ελεγχόμενη από το κράτος τελωνειακή ζώνη.

Το Δικαστήριο δήλωσε ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 10 δεν εγγυάται την απεριόριστη ελευθερία έκφρασης, ακόμη και σε ό,τι αφορά την κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ζητημάτων  σοβαρού δημοσίου ενδιαφέροντος. Συγκεκριμένα, και παρά τον ζωτικό ρόλο που διαδραματίζουν τα μέσα ενημέρωσης σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν, κατ’ αρχήν να απαλλαγούν από το καθήκον τους να συμμορφώνονται με το ποινικό δίκαιο μόνο και μόνο επειδή ήταν δημοσιογράφοι.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν λάβει δεόντως υπόψη τους το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, είχαν αναγνωρίσει το καθεστώς τους ως δημοσιογράφοι και είχαν αιτιολογήσει επαρκώς τις αποφάσεις τους.

Όσον αφορά το έργο των προσφευγόντων, το Δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι οι δραστηριότητες συγκέντρωσης πληροφοριών μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στη δημόσια συζήτηση για ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος. Ωστόσο, θεώρησε ότι οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να περιμένουν  και πάρουν συνέντευξη από τους ταξιδιώτες κατά την έξοδό τους από τη ζώνη ή να ζητήσουν προηγούμενη άδεια πρόσβασης στην ελεγχόμενη από το κράτος ζώνη. Αν είχαν θεωρήσει ωστόσο ότι ήταν σημαντικό να παρακολουθήσουν τις διαδικασίες εκτελωνισμού χωρίς προηγούμενη  άδεια, είχαν ωστόσο την  νομική υποχρέωση να εγκαταλείψουν τη ζώνη το συντομότερο όταν τους ζητήθηκε από τους τελωνειακούς υπαλλήλους. Επιπλέον, σε κανένα σημείο στις εγχώριες διαδικασίες οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι μόνο η επιτόπια έρευνα και συνεπώς η άμεση γνώση των τελωνειακών διαδικασιών, βάσει της προσωπικής τους εμπειρίας και της παρουσίας τους στην απαγορευμένη ζώνη, θα μπορούσαν να έχει αξία , αλλά και την απαιτούμενη δημοσιογραφική αξιοπιστία.

Σύμφωνα με την έννοια της «υπεύθυνης δημοσιογραφίας», το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να γνωρίζουν και να αποδεχτούν τις νομικές συνέπειες της παράνομης συμπεριφοράς τους. Οι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να απαλλαχθούν από το καθήκον συμμόρφωσης με το νόμο μόνο και μόνο επειδή το άρθρο 10 της Σύμβασης τους πρόσφερε προστασία. Υποθέτοντας ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να επιλέξουν, βάση της ιδιότητας τους ως δημοσιογράφων, μεταξύ του γενικού καθήκοντος συμμόρφωσης με τη τακτική διοικητική νομοθεσία, από την οποία προφανώς δεν απαλλάσσονταν, και τα επαγγελματικά τους καθήκοντα, και δεδομένου ότι είχαν προβεί στην επιλογή του τελευταίου εις βάρος των καθηκόντων ενός νομοταγούς πολίτη, τότε το λιγότερο που αναμένονταν από αυτούς ήταν να γνωρίζουν και να αποδεχτούν τις νομικές συνέπειες της παράνομης συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου να υπόκεινται σε νομικές κυρώσεις.

Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης σημαντικό ότι οι εγχώριες αρχές δεν είχαν αντιταχθεί στη χρήση εκ μέρους των προσφευγόντων των συνεντεύξεων που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη ζώνη τελωνειακού ελέγχου και στη δημοσίευση του άρθρου σχετικά με τη δημοσιογραφική τους έρευνα. Επιπλέον, το ποσό του προστίμου – περίπου 320 ευρώ – δεν ήταν υπερβολικό.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν το ζήτημα με προσοχή και σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ότι οι λόγοι που δόθηκαν για να δικαιολογήσουν τις αποφάσεις τους ήταν επαρκείς. Δεν υπογράμμισε την ύπαρξη ισχυρού λόγου να αντικαταστήσει τη δική του εκτίμηση με εκείνη των εθνικών δικαστηρίων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες