Ο αποκλεισμός μη βιολογικού πατέρα από επικοινωνία με το παιδί, με το οποίο είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς, παραβίασε το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Fatkhutdinov κατά Ρωσίας της 29.09.2020  (Αρ. 36335/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Βέλτιστο συμφέρον παιδιού και γονική μέριμνα. Αφαίρεση γονικής μέριμνας ανηλίκου παιδιού από τον προσφεύγοντα, ο οποίος κρίθηκε ότι δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας, με βάση την άρνησή του να υποβληθεί σε τεστ DNA και την κατάθεση ενός μάρτυρα.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν αρνήθηκε να υποβληθεί σε τεστ πατρότητας DNA, αλλά απλώς δεν μπόρεσε να εμφανιστεί στις καθορισμένες ημερομηνίες. Σε κάθε περίπτωση, δεν τον ενδιέφερε αν ήταν ή όχι ο βιολογικός πατέρας. Θεώρησε ότι το πιο σημαντικό ήταν ότι αγαπούσε το παιδί και ότι το παιδί τον αγαπούσε και τον χρειαζόταν. Υποστήριξε ότι η αφαίρεση της γονικής μέριμνας θα είχε ως αποτέλεσμα τον πλήρη αποκλεισμό του από τη ζωή του παιδιού.

Το Στρασβούργο, αρχικά, λαμβάνοντας υπόψη τους στενούς προσωπικούς δεσμούς μεταξύ προσφεύγοντος και παιδιού, διαπίστωσε ότι η σχέση τους ισοδυναμούσε με την οικογενειακή ζωή κατά την έννοια του άρθρου 8 § 1.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, οι εγχώριες αρχές δεν προέβαλαν επαρκείς λόγους σχετικά με το αν ο  πλήρης αποκλεισμός του προσφεύγοντος από τη ζωή του παιδιού θα εξυπηρετούσε το συμφέρον του. Δεν είχε ποτέ προταθεί ότι η επικοινωνία με τον προσφεύγοντα θα ήταν επιζήμια για την ανάπτυξη του.

Συνεπώς, οι Ρωσικές αρχές  αρνούμενες στον προσφεύγοντα το δικαίωμα να διατηρήσει επικοινωνία  με το παιδί βάσει μιας άκαμπτης εγχώριας νομικής διάταξης που ορίζει έναν εξαντλητικό κατάλογο προσώπων που δικαιούνται να διατηρήσουν επαφή με ένα παιδί, χωρίς να εξεταστεί το ζήτημα εάν μια τέτοια επικοινωνία θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού, δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους να εξετάζουν κατά περίπτωση εάν είναι προς το συμφέρον του παιδιού να διατηρήσει επικοινωνία και σχέση με ένα άτομο, που είτε βιολογικά είτε όχι, το φρόντιζε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος  στην οικογενειακή ζωή (άρθρου 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1976 και ζει στο Sterlitamak, στη Δημοκρατία του Μπασκορτοστάν.

Το 2012, η ​​σύζυγος του προσφεύγοντος, Ν., γέννησε έναν γιο, τον V. Ο προσφεύγων και η σύζυγός του διαφωνούσαν ως προς τον τρόπο ανατροφής  του. Ειδικότερα, ο προσφεύγων διαφώνησε με τις σωματικές τιμωρίες που επιβλήθηκαν στον V. από την Ν., τον πατέρα της και τον αδερφό της. Τον Σεπτέμβριο του 2015 η Ν. εγκατέλειψε τον προσφεύγοντα και πήρε τον V. μαζί της. Πήγαν να ζήσουν με την οικογένειά της.

Τον Οκτώβριο του 2015, η Ν. κίνησε διαδικασία διαζυγίου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Leninskiy της Ufa και ζήτησε  να εκδοθεί απόφαση για διαμονή του τέκνου μαζί της. Ο προσφεύγων αντέδρασε, ζητώντας να εκδοθεί απόφαση διαμονής υπέρ του. Στις 18 Ιανουαρίου 2016, ο προσφεύγων, ο V. και η N. εξετάστηκαν από ειδικούς ψυχολόγους, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι ο V. ήταν εξίσου συνδεδεμένος και με τους δύο γονείς. Στις 31 Μαρτίου 2016, το Επαρχιακό Δικαστήριο Leninskiy δέχθηκε το διαζύγιο και την αγωγή της Ν. αναφορικά με την διαμονή του παιδιού.  Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα για άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας.

Στις 13 Ιουνίου 2016, η αστυνομία κίνησε ποινική διαδικασία κατόπιν μήνυσης του προσφεύγοντος εναντίον άγνωστου προσώπου ή προσώπων που είχαν προκαλέσει σωματικές βλάβες (πολλαπλές μώλωπες) στον V. στον τόπο κατοικίας του. Φαίνεται ότι η διαδικασία εκκρεμεί ακόμη. Στις 25 Αυγούστου 2016, ειδικοί ψυχολόγοι διαπίστωσαν ότι ο V. ήταν στενά συνδεδεμένος με τον πατέρα του. Συνέστησαν να συνεχιστεί η επαφή μεταξύ αυτού και του πατέρα του, καθώς ήταν απαραίτητο για την ανάπτυξή του. Στις 31 Οκτωβρίου 2016, το Επαρχιακό Δικαστήριο Leninskiy χορήγησε στον προσφεύγοντα δικαιώματα επικοινωνίας.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑΣ

Σε απροσδιόριστη ημερομηνία, η Ν. άσκησε αγωγή στο Πρωτοδικείο Sterlitamak, αμφισβητώντας την πατρότητα του προσφεύγοντος αναφορικά με τον V.

Το Δημοτικό Δικαστήριο διέταξε τον προσφεύγοντα να υποβληθεί σε τεστ πατρότητας DNA, το οποίο αρνήθηκε να κάνει. Ισχυρίστηκε, ιδίως, ότι δεν είχε αμφιβολίες σχετικά με την πατρότητα του V. Είπε επίσης ότι ο V. ήταν πολύ προσκολλημένος σε αυτόν και ότι ο υποτιθέμενος βιολογικός πατέρας δεν σκόπευε να συμμετάσχει στην ανατροφή του V., ενώ ο προσφεύγων ήθελε να τον μεγαλώσει και να τον αγαπήσει ανεξάρτητα από το αν ήταν ο βιολογικός πατέρας.

Κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, ο S., ένας φίλος του πατέρα της Ν., δήλωσε στο Πρωτοδικείο ότι ο προσφεύγων είχε πει στον αδερφό της Ν. ότι αμφιβάλλει για την πατρότητα του παιδιού. Ένας κηπουρός, μεθυσμένος, είχε κάποτε πει στον S. ότι ο προσφεύγων  δεν ήταν πατέρας του V.

Στις 13 Μαρτίου 2017, το Πρωτοδικείο Sterlitamak έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς της Ν. Διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί της Ν. ότι ο προσφεύγων δεν ήταν βιολογικός πατέρας του V. επιβεβαιώθηκαν από τις δηλώσεις του S. Επιπλέον, το δικαστήριο συνήγαγε συμπεράσματα κατά του προσφεύγοντος από την άρνησή του να υποβληθεί σε τεστ πατρότητας DNA. Το δικαστήριο πείστηκε επομένως ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του V. και του αφαίρεσε την γονική μέριμνα. Διέταξε να διαγραφεί το όνομα του προσφεύγοντος από το πιστοποιητικό γέννησης του V.

Ο προσφεύγων άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε. Στη συνέχεια ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση  και κατήγγειλε, ιδίως, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη σκέψη 29 του Κανονισμού αριθ. 16 της Ολομέλειας. Είχε υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι η αφαίρεση της γονικής μέριμνα δεν θα ήταν προς το συμφέρον του V., όπως αποδεικτικά στοιχεία για την ενεργή συμμετοχή του στη ζωή του V., για την επιθυμία του να συνεχίσει να μεγαλώνει τον V. ως δική του το παιδί και τη προσκόλληση του V. σε αυτόν, όπως φωτογραφίες, βίντεο, αντίγραφα άμεσων μηνυμάτων, έγγραφα που δείχνουν ότι είχε αγοράσει ρούχα, φάρμακα, αθλητικό εξοπλισμό, βιβλία και παιχνίδια για τον V. και ότι είχαν επισκεφτεί μαζί θέατρα, σινεμά, την πισίνα και το λούνα παρκ.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είχε λάβει υπόψη αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, περιορίζοντας την εκτίμησή του σε μια διαπίστωση ότι δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του V.. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν αρνήθηκε να υποβληθεί σε τεστ πατρότητας DNA, αλλά απλώς δεν μπόρεσε να εμφανιστεί στις καθορισμένες ημερομηνίες, την πρώτη φορά επειδή το αυτοκίνητό του είχε χαλάσει στο δρόμο προς το εργαστήριο και στη συνέχεια επειδή ήταν άρρωστος. Σε κάθε περίπτωση, δεν τον ενδιέφερε να ήταν ή όχι ο βιολογικός πατέρας. Θεώρησε ότι το πιο σημαντικό ήταν ότι αγαπούσε τον V. και ότι ο V. τον αγαπούσε και τον χρειαζόταν. Υποστήριξε ότι η αφαίρεση της γονικής μέριμνας θα είχε ως αποτέλεσμα τον πλήρη αποκλεισμό του από τη ζωή του παιδιού. Δεδομένου ότι ο V. ήταν πολύ προσκολλημένος σε αυτόν, όπως επιβεβαιώθηκε από την πραγματογνωμοσύνη της 25ης Αυγούστου 2016, ένας τέτοιος αποκλεισμός θα ήταν ψυχολογικά τραυματικός για τον V. Δεν υπήρχε επίσης ένδειξη ότι ο υποτιθέμενος βιολογικός πατέρας ήθελε να συμμετάσχει στην ανατροφή του V. Η αφαίρεση της γονικής μέριμνας  θα άφηνε τον προσφεύγοντα άτεκνο. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης ότι οι δικαστές απέρριψαν το αίτημά του να θέσει ερωτήσεις στον V. και ότι δεν είχε ληφθεί η γνώμη των αρχών παιδικής πρόνοιας. Τέλος, ο προσφεύγων υπέβαλε νέα αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι ακόμη και μετά την αναιρετική απόφαση που του αφαιρεί την γονική μέριμνα συνέχισε να βλέπει τον V. και να τον υποστηρίζει οικονομικά.

Η αναίρεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2017 από δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας του Bashkortostan. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε:

«Τα επιχειρήματα ότι τα [κατώτερα] δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τις απαιτήσεις της παραγράφου 29 του Κανονισμού Ολομέλειας αρ. 16 της 16ης Μαΐου 2017 του Ανώτατου Δικαστηρίου … μπορεί να μην χρησιμεύουν ως λόγος για την ακύρωση των αποφάσεών τους: δεν έχουν καθοριστεί εξαιρετικές περιστάσεις για να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτούντος και ότι έτσι διασφαλίζεται το βέλτιστο  συμφέρον του παιδιού – που πρέπει να κατέχει πρωταρχική θέση.»

Μια άλλη αναίρεση από τον προσφεύγοντα απορρίφθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2018 από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Εν τω μεταξύ, στις 12 Οκτωβρίου 2017, το περιφερειακό δικαστήριο Leninskiy  ακύρωσε την απόφαση επικοινωνίας της 31ης Οκτωβρίου 2016  λόγω της απόφασης ότι ο προσφεύγων δεν ήταν βιολογικός πατέρας του V.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2017, οι τοπικές αρχές παιδικής μέριμνας δήλωσαν ότι η αίτηση για θεμελίωση δικαιώματος επικοινωνίας έπρεπε να απορριφθεί επειδή ο προσφεύγων δεν ήταν πατέρας του παιδιού ή συγγενής του. Δεν παρείχε άλλα συμπεράσματα ή συλλογισμούς, ούτε άλλα ευρήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και του V.

Στις 22 Δεκεμβρίου 2017, το Επαρχιακό Δικαστήριο Leninskiy απέρριψε την αίτηση για δικαιώματα επικοινωνίας του προσφεύγοντος, διαπιστώνοντας ότι δεν είχε το δικαίωμα να διατηρήσει επικοινωνία με τον V., καθώς δεν ήταν πατέρας του.

Ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Κατήγγειλε ότι το αίτημά του να υποβάλλει ερωτήσεις στον V. σχετικά με τις επιθυμίες του απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Είχε υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία ότι συνέχιζε να συμμετέχει ενεργά στη ζωή του γιου του και ότι ο V. ήταν πολύ προσκολλημένος σε αυτόν. Οι ειδικοί ψυχολόγοι είχαν συστήσει στις 25 Αυγούστου 2016, να διατηρηθεί η επικοινωνία μεταξύ τους. Το Δημοτικό Δικαστήριο δεν είχε συνεπώς λάβει υπόψη τα συμφέροντα του παιδιού. Στηρίχθηκε και πάλι στην παράγραφο 29 του κανονισμού ολομέλειας αρ. 16 και υποστήριξε ότι, λογικά, θα πρέπει να εφαρμοστεί στις διαδικασίες επικοινωνίας.

Στις 22 Μαρτίου 2018 το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Bashkortostan ακύρωσε την απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2017 σε κατ’ έφεση διαδικασία και διέκοψε τη διαδικασία. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν ήταν πατέρας ή συγγενής του V., δεν είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή για επικοινωνία. Η αναιρετική απόφαση ανέφερε επίσης, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες, ότι οι αρχές παιδικής πρόνοιας δεν βρήκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν στενή συναισθηματική σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και του V.

Σε ασκηθείσα αναίρεση, ο προσφεύγων υπέβαλε, ειδικότερα, ότι δεν είχε αποδειχθεί στην έκθεση των αρχών παιδικής πρόνοιας η απουσία στενής συναισθηματικής σχέσης μεταξύ αυτού και του V., και ότι καμία τέτοια γνώμη δεν είχε εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Αντιθέτως, από τα πρακτικά της ακρόασης ήταν προφανές ότι οι αρχές πρόνοιας είχαν αναγνωρίσει ρητά ότι ο V. ήταν πολύ προσκολλημένος στον προσφεύγοντα.

Η αναίρεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε στις 15 Μαΐου 2018 από δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της  Bashkortostan, ο οποίος τόνισε, ειδικότερα, ότι η αγωγή για άσκηση δικαιώματος επικοινωνίας του προσφεύγοντος δεν είχε εξεταστεί επί της ουσίας και είχε απορριφθεί υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούσε να υποβάλει τέτοια αγωγή.

Μια δεύτερη αίτηση αναίρεσης από τον προσφεύγοντα απορρίφθηκε στις 2 Ιουλίου 2018 από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η παρούσα υπόθεση ήταν παρόμοια με την υπόθεση Nazarenko, η οποία αφορούσε επίσης μια κατάσταση κατά την οποία είχε αφαιρεθεί η γονική μέριμνα ενός παιδιού (συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων επικοινωνίας) από τον προσφεύγοντα που το είχε μεγαλώσει για πολλά χρόνια, πριν αποδειχθεί ότι δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας.

Στην υπόθεση  Nazarenko, το Δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, ότι η σχέση μεταξύ πατέρα και παιδιού το οποίο είχε αναθρέψει και μεγαλώσει για αρκετά χρόνια ισοδυναμούσε με οικογενειακή ζωή κατά την έννοια του άρθρου 8. Στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων ανέθρεψε και παρείχε φροντίδα στον V. για περισσότερα από πέντε χρόνια. Όπως διαπιστώθηκε από ειδικούς ψυχολόγους, υπήρχε ένας στενός συναισθηματικός δεσμός μεταξύ του προσφεύγοντος και του παιδιού. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων και το παιδί πίστευαν ότι ήταν πατέρας και γιος για πολλά χρόνια έως ότου αποδείχθηκε τελικά ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του V. και λαμβάνοντας υπόψη τους στενούς προσωπικούς δεσμούς μεταξύ τους, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σχέση τους ισοδυναμούσε με την οικογενειακή ζωή κατά την έννοια του άρθρου 8 § 1 της ΕΣΔΑ.

Στην υπόθεση Nazarenko, το Δικαστήριο εξέφρασε περαιτέρω την ανησυχία του σχετικά με την ακαμψία των ρωσικών νομικών διατάξεων που διέπουν τα δικαιώματα επικοινωνίας. Οι εν λόγω διατάξεις καθορίζουν έναν πλήρη κατάλογο ατόμων που είχαν το δικαίωμα να διατηρούν επικοινωνία με ένα παιδί, χωρίς να προβλέπουν εξαιρέσεις ώστε να ληφθεί υπόψη η ποικιλία των οικογενειακών καταστάσεων και του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού. Ως αποτέλεσμα, ένα άτομο που δεν έχει συγγένεια με το παιδί αλλά που το είχε φροντίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα και είχε σχηματίσει στενό προσωπικό δεσμό μαζί του, αποκλειόταν πλήρως και αυτόματα από τη ζωή του παιδιού και μπορούσε να μην αποκτήσει δικαιώματα επικοινωνίας σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα του παιδιού. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο πλήρης και αυτόματος αποκλεισμός του προσφεύγοντος από τη ζωή του παιδιού μετά την αφαίρεση της γονικής μέριμνας ως αποτέλεσμα της δυσκαμψίας των εσωτερικών νομικών διατάξεων – ιδίως της άρνησης των δικαιωμάτων επικοινωνίας χωρίς να ληφθεί δεόντως υπόψη προς το συμφέρον του παιδιού – ισοδυναμούσε με αποτυχία σεβασμού της οικογενειακής ζωής του προσφεύγοντος.

Το Δικαστήριο δεν διέκρινε τίποτα στη συλλογιστική των εθνικών δικαστηρίων που θα του επέτρεπε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην παρούσα υπόθεση. Σημείωσε ότι μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Nazarenko, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση Ολομέλειας με αρ. 16, στην οποία έκρινε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η άσκηση γονικής μέριμνας από άτομο που δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας θα μπορούσε να διατηρηθεί εάν αυτό ήταν προς το συμφέρον του παιδιού. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε λίγο πριν από την επ’ ακροατηρίω συζήτηση στην παρούσα υπόθεση και ο προσφεύγων στηρίχθηκε αμέσως σε αυτήν. Ωστόσο, τα δικαστήρια απέρριψαν συνοπτικά το επιχείρημα αυτό, διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις για την εφαρμογή του Κανονισμού, παρά το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε υποβάλει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τις περιστάσεις που αναφέρονται σε αυτό ως λόγους διατήρησης της γονικής κατάστασης, ιδίως τη μακρά οικογενειακή σχέση μεταξύ αυτού και του V., τη σταθερή συναισθηματική προσκόλληση του παιδιού σ’ αυτόν και τη πρόθεσή του να συνεχίσει να το φροντίζει και να το μεγαλώσει ως δικό του, καθώς και την έλλειψη επιθυμίας εκ μέρους του βιολογικού πατέρα να συμμετάσχει στη ζωή του.

Εν πάση περιπτώσει, η ουσία της απόφασης Nazarenko ήταν ότι ήταν αδύνατο να αποκτηθούν δικαιώματα επικοινωνίας μετά την αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Καμία τροποποίηση της σχετικής εσωτερικής νομοθεσίας δεν πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης και, όπως επιβεβαιώνεται από την παρούσα υπόθεση, παραμένει αδύνατο για ένα άτομο στην κατάσταση του προσφεύγοντος να αποκτήσει δικαιώματα επικοινωνίας, ανεξάρτητα από το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Πράγματι, μετά την αφαίρεση της γονικής μέριμνας η αίτηση του δικαιώματος επικοινωνίας του προσφεύγοντος απορρίφθηκε με το επιχείρημα ότι δεν ήταν πατέρας του V. ή συγγενής με αυτόν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και ως εκ τούτου δεν είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για δικαιώματα επικοινωνίας.

Είναι αλήθεια ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης εν συντομία στην απουσία στενής συναισθηματικής σχέσης μεταξύ του προσφεύγοντος και του V. στην απόφασή του. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης ότι ο συναισθηματικός δεσμός μεταξύ του προσφεύγοντος και του V. εκτιμήθηκε ποτέ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επικοινωνίας, είτε από τις αρχές πρόνοιας είτε από τα δικαστήρια. Πράγματι, η εκτίμηση των αρχών πρόνοιας περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν είχε δικαίωμα επικοινωνίας επειδή δεν ήταν πατέρας του V., ενώ τα εθνικά δικαστήρια, όπως τόνισε το Ανώτατο Δικαστήριο του Bashkortostan, δεν εξέτασαν την αίτηση για δικαιώματα επικοινωνίας επί της ουσίας.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, οι εγχώριες αρχές δεν προέβαλαν επαρκείς λόγους σχετικά με το αν ο  πλήρης αποκλεισμός του προσφεύγοντος από τη ζωή του παιδιού θα εξυπηρετούσε το συμφέρον του. Δεν έχει ποτέ προταθεί ότι η επικοινωνία με τον προσφεύγοντα θα ήταν επιζήμια για την ανάπτυξη του παιδιού. Συνεπώς, αρνούμενοι στον προσφεύγοντα το δικαίωμα να διατηρεί επικοινωνία  με τον V. βάσει μιας άκαμπτης εγχώριας νομικής διάταξης που ορίζει έναν εξαντλητικό κατάλογο προσώπων που δικαιούνται να διατηρήσουν επαφή με ένα παιδί, χωρίς να εξεταστεί το ζήτημα εάν μια τέτοια επικοινωνία θα είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου, η Ρωσία δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωσή της να εξετάζει κατά περίπτωση εάν είναι προς το συμφέρον του παιδιού να διατηρήσει επικοινωνία και σχέση με ένα άτομο, που το φρόντιζε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο πλήρης και αυτόματος αποκλεισμός του προσφεύγοντος από τη ζωή του V. μετά την αφαίρεση της γονικής του μέριμνας ισοδυναμούσε με έλλειψη σεβασμού της οικογενειακής ζωής του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Δίκαιη Ικανοποίηση:  Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και  τα έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες