Μοναστήρι εναντίον κληρονόμων μοναχού. Παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία των κληρονόμων

ΑΠΟΦΑΣΗ

Λιαμπέρης κ.α. κατά Ελλάδας της 08.10.2020 (αρ. προσφ.18312/12)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κληρονομιά μοναχού και δικαίωμα στην περιουσία. Οι προσφεύγοντες πούλησαν σε τρίτους αγοραστές ακίνητο που κληρονόμησαν από τον πρόγονό τους, ο οποίος υπήρξε μοναχός. Ο ίδιος είχε αποχωρήσει από το μοναστήρι, χωρίς όμως αυτό να βεβαιωθεί μέσω ενός πιστοποιητικού απαλλαγής των μοναστηριακών καθηκόντων που εκδίδεται από το μοναστήρι. Μετά την πώληση, το μοναστήρι του μοναχού, το οποίο δεν είχε προηγούμενη επαφή με τους προσφεύγοντες, άσκησε αγωγή εναντίον των αγοραστών, ζητώντας να αναγνωριστεί ως ο ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου. Η αγωγή έγινε δεκτή και οι προσφεύγοντες υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν το ποσό της αγοραπωλησίας στους αγοραστές.

Το Στρασβούργο έκρινε ότι η υποχρέωση των προσφευγόντων να επιστρέψουν το ποσό πώλησης της περιουσίας τους, η οποία προέκυψε από την απόφαση που έλαβαν τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν οι ιδιοκτήτες της εν λόγω περιουσίας λόγω μη «νόμιμης» αποχώρησής του μοναχού από το μοναστήρι, συνιστά «ειδική και υπερβολική επιβάρυνση» που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη νόμιμου γενικού συμφέροντος που επιδιώκουν οι αρχές.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε  ποσό 150.000 ευρώ ως αποζημίωση και ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Γρηγόριος, Κυριακή και η Παναγιώτα Λιαμπέρη, είναι Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν αντίστοιχα το 1952, 1966 και 1953 και ζουν στην Αθήνα. Και οι τρεις είναι απόγονοι του Ιωάννη Β., ο οποίος απέκτησε ένα οικόπεδο στον Πειραιά το 1934 και έκτισε ένα σπίτι εκεί.

Η υπόθεση αφορούσε διαδικασία ανάκτησης περιουσίας που κινήθηκε στα ελληνικά αστικά δικαστήρια κατά των προσφευγόντων το 2002 από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου του Αγίου Όρους, που είναι το μεγαλύτερο μοναστηριακό ίδρυμα στην Ελλάδα.

Το 2001 οι προσφεύγοντες μεταβίβασαν το ακίνητο σε αγοραστές με τίμημα 352.164 ευρώ. Oι αγοραστές κατεδάφισαν το υπάρχον σπίτι για να χτίσουν το δικό τους σπίτι. Μετά την πώληση, το μοναστήρι, το οποίο δεν είχε προηγούμενη επαφή με τους προσφεύγοντες και είχε καταχωρήσει τις αξιώσεις του επί του ακινήτου, άσκησε αγωγή εναντίον των αγοραστών, ζητώντας να αναγνωριστεί ως ο ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου.

Το μοναστήρι ισχυρίστηκε ότι ο Ιωάννης Β., με διαφορετικό όνομα, ανήκε στην κοινότητα των μοναχών  πριν από το 1921, και αυτό σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία – που προέβλεπε ότι κάθε περιουσία που αποκτούσε  μοναχός μετά τη χειροτονία του ανήκε στο μοναστήρι για όσο καιρό ο μοναχός εκ πληρούσε τις θρησκευτικές/μοναστηριακές του υποχρεώσεις – και ως εκ τούτου ήταν ο νόμιμος ιδιοκτήτης του ακινήτου.

Τελικά, η αγωγή του μοναστηριού για ανάκτηση της κατοχής ήταν επιτυχής. Τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν ότι το εν λόγω ακίνητο δεν θα μπορούσε ποτέ να κληροδοτηθεί από τον Ιωάννη Β. προς τους κληρονόμους του επειδή υπήρξε μοναχός στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ζωής του. Επιπλέον, ο ελληνικός νόμος προέβλεπε, από Διάταγμα του 1926, ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Μοναστηριών δεν υπόκεινται σε παραγραφή.

Οι αγοραστές, από την πλευρά τους, κίνησαν διαδικασία το 2003 για την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των προσφευγόντων για τους σκοπούς αποπληρωμής και οι προσφεύγοντες  υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν το ποσό της μεταβίβασης στους αγοραστές.

Βασιζόμενοι ιδίως στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας), οι προσφεύγοντες  κατήγγειλαν παρέμβαση στα δικαιώματά τους επί της περιουσίας του προγόνου τους Ιωάννη Β.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η επίμαχη παρέμβαση «επιβάλλεται από το νόμο», όπως απαιτείται από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, στην προκειμένη περίπτωση από το άρθρο 101 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους και άρθρο 21 του Διατάγματος της 22ας Απριλίου / 16 Μαΐου 1926. Η παρέμβαση επιδίωξε επίσης έναν θεμιτό σκοπό, δηλαδή την προστασία της ακίνητης ιδιοκτησίας των μοναστηριών από απόπειρες σφετερισμού τρίτων.

Ωστόσο, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει, υπό το πρίσμα του γενικού κανόνα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου εάν διατηρήθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων. Το Δικαστήριο υπενθύμισε εν προκειμένω ότι η ανησυχία για τη διασφάλιση «δίκαιης ισορροπίας» μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και των επιταγών της διαφύλαξης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου αντικατοπτρίζεται στη δομή του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου στο σύνολό του και ότι αντικατοπτρίζεται στην ανάγκη για εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου στόχου (βλ. μεταξύ άλλων, Vistiņš και Perepjolkins κατά Λετονίας [GC], αριθ. 71243 / 01, §§ 108-109, της 25.10. 2012). Η επαλήθευση της ύπαρξης μιας τέτοιας ισορροπίας απαιτεί μια ολοκληρωμένη εξέταση των διαφόρων ενδιαφερόμενων συμφερόντων.

Η μέριμνα για την εξασφάλιση μιας τέτοιας ισορροπίας αντικατοπτρίζεται στη δομή του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου συνολικά. Ειδικότερα, πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο που εφαρμόζει το κράτος, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στέρησης ενός ατόμου από την περιουσία του (Pressos Compania Naviera SA κ.α. κατά Βελγίου της 20.11.1995, § 38). Σε κάθε περίπτωση που αφορούσε την εικαζόμενη παραβίαση αυτής της διάταξης, το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει εάν, λόγω της ενέργειας ή της αδράνειας του κράτους, ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να φέρει δυσανάλογο και υπερβολικό βάρος (Kanaginis κατά Ελλάδας αριθ. 27662/09, § 41, 27.10.2016).

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, όπως εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 101 § 2 του Κανονισμού του Αγίου Όρους, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από έναν μοναχό μετά τη χειροτονία του ανήκουν στο μοναστήρι, ανεξάρτητα από τον τόπο θανάτου αυτού του μοναχού, αρκεί ο τελευταίος να μην έχει απαλλαγεί από τα καθήκοντά του. Ο μοναχός μπορεί να μεταβιβάσει την κληρονομιά του στην οικογένειά του ή σε άτομα της επιλογής του μόνο όταν έχει εγκαταλείψει το μοναστήρι με «νόμιμο» τρόπο, το οποίο πιστοποιείται μέσω πιστοποιητικού απαλλαγής των μοναστηριακών καθηκόντων που εκδίδεται από το μοναστήρι. Στην περίπτωση αυτή, οι τρεις φορείς που εξέτασαν την υπόθεση των προσφευγόντων εφάρμοσαν το άρθρο 101 παράγραφος 2 του προαναφερθέντος Κανονισμού. Το Εφετείο έκρινε ότι αυτή η διάταξη, καθόσον αποκλείει τη δυνατότητα ενός μοναχού που είχε εγκαταλείψει το μοναστήρι με τρόπο που δεν συμμορφώνονταν με τους εσωτερικούς κανονισμούς και τις οριστικές εντολές του μοναστηριού να μεταβιβάσει την περιουσία του στον οποίο επιθυμούσε, ήταν αντίθετη με τα άρθρα 5 § 1 και 17 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 8 της Σύμβασης και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Το Εφετείο διευκρίνισε ότι αυτό δεν υφίστατο όταν ο μοναχός ο οποίος είχε φύγει από το μοναστήρι, όχι με τρόπο που δεν ήταν σύμφωνο με τους εσωτερικούς κανονισμούς, αλλά με την έγκριση των τελευταίων: στην περίπτωση αυτή, ο μοναχός θεωρήθηκε ότι συνέχιζε να ζει σύμφωνα με τους μοναστικούς κανόνες και ότι δεν είχε αποχωρήσει οριστικά από το μοναστήρι, ακόμη και αν δεν επέστρεψε ποτέ εκεί, και η κληρονομιά του έπρεπε να επιστρέψει στο μοναστήρι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 101 § 2 του εν λόγω Κανονισμού.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας άδειας/εξουσιοδότησης από το Μοναστήρι δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο του φακέλου. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν αρνήθηκε τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι το μοναστήρι αρνήθηκε να δώσει πρόσβαση στο «μητρώο μοναχών», το οποίο θα εμπόδιζε οποιαδήποτε επαλήθευση της ύπαρξης τέτοιας εξουσιοδότησης.

Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να συμφωνήσει με το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι εναπόκειται σε τρίτους που διεκδικούν δικαιώματα επί της κληρονομιάς ενός αποθανόντος μοναχού να αποδείξουν ότι στον τελευταίο είχε εκδοθεί πιστοποιητικό άδειας από το μοναστήρι ή ότι είχε φύγει αυθαίρετα από το μοναστήρι. Εάν το μοναστήρι δεν συμμορφώθηκε με τους ουσιαστικούς και τυπικούς όρους που προβλέπονται στο άρθρο 96 του νόμιμου χάρτη του Αγίου Όρους, θα ήταν υπερβολικό να απαιτούνται από τους απογόνους ενός μοναχού, όπως οι προσφεύγοντες, να αποδείξουν, αρκετές δεκαετίες αργότερα, πώς ο παππούς τους είχε εγκαταλείψει το μοναστήρι.

Επιπλέον, ελλείψει αποδείξεων για την ύπαρξη προσωρινής άδειας εξόδου ή πιστοποιητικού άδειας που εκδόθηκε από τη μονή, το Δικαστήριο θεώρησε ότι έπρεπε να λάβει υπόψη τις επιθυμίες του Ιωάννη Β., που αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά που υιοθέτησε μετά την αναχώρησή του από το μοναστήρι: ο πρόγονος των προσφευγόντων εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και απέκτησε από την αδερφή του, την αμφισβητούμενη περιουσία, την οποία κατείχε μέχρι το θάνατό του και την οποία μεταβίβασε στην άλλη αδερφή του. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν σαφώς ότι ο Ιωάννης Β. είχε επιλέξει εθελοντικά να εγκαταλείψει τη μοναστική ζωή και να μην επιστρέψει πλέον στο μοναστήρι και αποφάσισε να μην μεταβιβάσει την κληρονομιά που απέκτησε μετά την έξοδο από το μοναστήρι στο τελευταίο. Συνεπώς οι εν λόγω κινήσεις  υπονοούν έξοδο από το μοναστήρι η οποία δεν συμμορφώνεται με εσωτερικούς κανονισμούς.

Εκτός από τις προαναφερθείσες περιστάσεις, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το γεγονός ότι η κληρονομιά που απέκτησε ένας μοναχός μετά τη χειροτονία του πρέπει να επιστρέψει στη μονή, εφόσον δεν έχει απαλλαγεί, δεν περιβάλλεται από καμία εγγύηση ούτε για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο και τους δικαιούχους του, ούτε για τρίτους. Πιο συγκεκριμένα, εάν το άρθρο 94 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους υποχρεώνει το μοναστήρι να τηρεί «μητρώο μοναχών» που περιέχει όλες τις χρήσιμες προσωπικές πληροφορίες που σχετίζονται με τη μοναστική ζωή αυτών, φαίνεται ότι αυτό το μητρώο, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, δεν είναι προσβάσιμο για τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, αλλά και για το δικαστήριο που θα κληθεί να αποφανθεί σχετικά με διαφορά σχετικά με το καθεστώς του μοναχού. Η συνέχιση, η προσωρινή διακοπή ή η εξαφάνιση του καθεστώτος του μοναχού δεν εμφανίζεται ούτε στο μητρώο αστικής κατάστασης του μοναχού, έτσι ώστε εάν υπάρξει μεταγενέστερη μεταβίβαση καλή τη πίστη περιουσίας σε τρίτο,  ο τελευταίος μπορεί, όπως στην παρούσα περίπτωση, να στερείται της εν λόγω περιουσίας χωρίς να έχει λάβει καμία εγγύηση, είτε κατά τη στιγμή της απόκτησης του ακινήτου, είτε αργότερα.

Συναφώς, και εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, προκειμένου να υποστηρίξει ότι το μοναστήρι ήταν ο ιδιοκτήτης της επίμαχης περιουσίας, τα εγχώρια δικαστήρια εφάρμοσαν αυτόματα το άρθρο 21 του Διατάγματος της 22ας Απριλίου/16. Μάιος 1926, που είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της ευνοϊκής μεταχείρισης του Μοναστηριού που αρχικά χορηγήθηκε στο κράτος για εκτάσεις που του ανήκουν.  Επιπλέον, μολονότι το εθνικό δικαστήριο επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες δεν έθεσαν με ακρίβεια το ζήτημα του κεκτημένου, εξέτασε το ζήτημα αυτό επί της ουσίας. Ωστόσο, μια τέτοια αυτόματη και απόλυτη εφαρμογή ισοδυναμεί με παροχή στα μοναστήρια ενός προνομίου εικονικής κατοχής και εξαίρεσης από μια συνεχιζόμενη νομική διαδικασία  εξέτασης πολλών στοιχείων με τη λήψη υπόψη των συμφερόντων μεταξύ της προστασίας του ατομικού συμφέροντος και της προστασίας του γενικού συμφέροντος. Σε αυτήν την περίπτωση, αυτά τα στοιχεία συνίσταντο σε πολυάριθμες πράξεις κατοχής που πραγματοποιήθηκαν από τους προγόνους των προσφευγόντων κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών (συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής των περιουσιακών και τοπικών φόρων και των φόρων κληρονομιάς), ελλείψει πράξεων κατοχής από το μοναστήρι και την καταχώριση των αξιώσεών του επί της αμφισβητούμενης περιουσίας, και υπό την προϋπόθεση ότι η έκταση είχε εκχωρηθεί αρχικά από το τότε Υπουργείο Πρόνοιας σε μια από τις αδελφές του Ιωάννη Β., και η οποία στη συνέχεια μεταβιβάστηκε από γενιά σε γενιά εντός της ίδιας οικογένειας.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο προνομίων, δηλαδή, αφενός, του γεγονότος ότι η κληρονομιά που αποκτά ένας μοναχός μετά τη χειροτονία του πρέπει να επιστρέφει στο μοναστήρι και, αφετέρου, την αδυναμία του ενδιαφερόμενου να κάνει χρήση της κεκτημένης περιουσίας σχετικά, εάν αυτό δικαιολογείται, καθώς και η απουσία εγγύησης προς όφελος του μοναχού και των δικαιούχων του, είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογου βάρους σε αυτούς. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο και από τον Άρειο Πάγο, το οποίο εξέτασε στην υπόθεση των προσφευγόντων.

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η υποχρέωση των προσφευγόντων να επιστρέψουν το ποσό πώλησης της περιουσίας τους στους αγοραστές, η οποία προέκυψε από την απόφαση που έλαβαν τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν οι ιδιοκτήτες της εν λόγω περιουσίας, συνιστά «ειδική και υπερβολική επιβάρυνση» που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη νόμιμου γενικού συμφέροντος που επιδιώκουν οι αρχές.

Κατά συνέπεια, οι αντιρρήσεις της κυβέρνησης απορρίφθηκαν και το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).

Έχοντας υπόψη αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν προέκυψε χωριστό ζήτημα βάσει του άρθρου 14 της Σύμβασης. Επομένως, δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί η εν λόγω καταγγελία.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε 150.000 ευρώ για αποζημίωση και ηθική βλάβη και 8.967,22 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλειά echrcaselaw.com).

 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες