Το τεκμήριο αθωότητας και η εφαρμογή του στις αστικές υποθέσεις.

Υπόθεση:

Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, 12.07.2013,  (Αριθ. Προσφυγής 25424/09) , δημοσιευμένη στο ΝοΒ (2016) 64, σελ. 1522-1535 με σχόλιο του Βασίλη Χειρδάρη

 

Περίληψη:

Η εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας εκτός ποινικών διαδικασιών. Η προστασία και ο σεβασμός των ατόμων όταν έχουν απαλλαχθεί από ποινικές κατηγορίες ή έχει παύσει ποινική δίωξη σε βάρος τους, απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται άμεσα ή έμμεσα σε άλλες νέες μη ποινικές διαδικασίες σαν να είναι πράγματι ένοχοι. Το τεκμήριο της αθωότητας σημαίνει ότι τα άτομα που αθωώθηκαν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο που συνάδει σε αυτή την αθωότητα. Ως εκ τούτου, το τεκμήριο της αθωότητας θα παραμείνει και μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας με σκοπό να διασφαλίσει ότι αναφορικά με κατηγορίες που δεν αποδείχθηκαν, η αθωότητα θα είναι σεβαστή.

Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της ποινικής διαδικασίας και της άλλης μεταγενέστερης διαδικασίας. Ο σύνδεσμος αυτός είναι πιθανό να υπάρχει όταν στη άλλη διαδικασία το δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει την ποινική απόφαση, να ξαναδεί ή να εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία του ποινικού φακέλου, να αξιολογήσει την συμμετοχή του αθωωθέντος σε κάποια ή όλα τα γεγονότα που οδήγησαν στην ποινική δίωξη, ή να σχολιάσει τις παραμένουσες ενδείξεις πιθανής ενοχής του.

Αγωγή αποζημίωσης κατά αθωωθέντος. Εάν η απόφαση του εθνικού Δικαστηρίου σχετικά με την αποζημίωση περιέχει δήλωση καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον εναγόμενο, αυτό δημιουργεί ζήτημα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ. Μετά τον τερματισμό της ποινικής διαδικασίας το τεκμήριο αθωότητας απαιτεί όπως η έλλειψη ποινικής καταδίκης του ατόμου πρέπει να διατηρείται και να προστατεύεται σε κάθε άλλη διαδικασία οποιασδήποτε φύσης.

Η γλώσσα των μεταγενέστερων του τεκμηρίου αθωότητας δικαστικών αποφάσεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στη δικαστική απόφαση είναι κρίσιμης σημασίας για την αξιολόγηση της συμβατότητας της με το άρθρο 6 § 2. Παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας όταν η δικαστική απόφαση για αστική αποζημίωση περιέχει δήλωση που καταλογίζει ποινική ευθύνη στον αθωωθέντα αμετακλήτως εναγόμενο (Άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ).

 

Σχόλιο

Το τεκμήριο αθωότητας και η εφαρμογή του στις αστικές υποθέσεις.

Το τεκμήριο της αθωότητας[1] είναι μια εξαιρετικά σοβαρή θεσμοθετημένη εγγύηση για τον μη καταδικασθέντα[2] αμετάκλητα κατηγορούμενο, ότι στο διηνεκές διασφαλίζεται από μελλοντικές αμφισβητήσεις της αθωότητάς του. Ουσιαστικά τα άρθρα 6 § 2 της ΕΣΔΑ και 14 § 2 του ΔΣΑΠΔ, που θεσπίζουν το τεκμήριο της αθωότητας, εξασφαλίζουν στο μέλλον και για πάντα το δικαίωμα καθαρότητας του κατηγορουμένου περί αποδεδειγμένης μη ενοχής του για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που δημιουργήθηκαν σε ορισμένο τόπο και χρόνο[3].

Εάν ο κατηγορούμενος, που κατηγορείται ότι διέπραξε συγκεκριμένα αδικήματα που αναφέρονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και καλύπτουν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που κατηγορείται, τελικά δεν καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση για οποιονδήποτε λόγο, είτε δηλ. αθωώθηκε ομοφώνως, είτε κατά πλειοψηφία, είτε αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών ή χωρίς αμφιβολίες, είτε έπαυσε η ποινική του δίωξη καθ’ οιονδήποτε τρόπο (ακόμη και εξ αιτίας θανάτου του), είτε ανακλήθηκε η έγκληση σε βάρος του, είτε παραγράφηκε το αδίκημα, εφόσον δεν διαπιστώθηκε με αμετάκλητη απόφαση η ενοχή του, αυτός πλέον είναι σε κάθε περίπτωση είναι μη ένοχος των αδικημάτων που κατηγορήθηκε και η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται με τον τεχνικό όρο «αθώος». Ένας όρος που προσιδιάζει με την «μη διαπίστωση ενοχής»[4], που αποδίδει καλύτερα, καθαρότερα και πιο πειστικά το επονομαζόμενο «τεκμήριο της αθωότητας» των άρθρων 6 § 2 της ΕΣΔΑ και 14 § 2 του ΔΣΑΠΔ.

Μετά την αμετάκλητη δηλ. μη ενοχή του κατηγορουμένου, δημιουργείται μια στεγανή κατάσταση στο χωροχρόνο, καταλαμβάνοντας κάθε νοητό χώρο και ολόκληρο το χρόνο (στον οποίο συμπεριλαμβάνεται αναμφίβολα και το μέλλον), χωρίς χρονικό τέλος ή περιορισμό, όπου κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί, να δηλώσει ή να διαδώσει με οποιονδήποτε τρόπο ότι ο μη καταδικαστείς κατηγορούμενος, που δεν διαπιστώθηκε με αμετάκλητη απόφαση δικαστηρίου η ενοχή του, είναι ένοχος των πράξεων που κατηγορήθηκε. Ένας τέτοιος ισχυρισμός ιδίως όταν προέρχεται από δικαστικούς λειτουργούς ή από δημόσιους λειτουργούς σε οποιαδήποτε διαδικασία (αστική, διοικητική, δημοσίων εκφράσεων και δηλώσεων κλπ.) παραβιάζει το επονομαζόμενο «τεκμήριο της αθωότητάς» του.

Η παρουσιαζόμενη παραπάνω απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ (Ολομέλεια), ασχολείται με το τεκμήριο της αθωότητας σε σχέση με τις αστικές δίκες[5]. Είναι γεγονός ότι το ΕΔΔΑ με την απόφαση αυτή δεν λύνει οριστικά και με ασφαλή τρόπο (όπως θα προσιδίαζε στην τεκμηρίωση εκ μέρους του της προστατευτικής εμβέλειας των ατομικών δικαιωμάτων), το ζήτημα του το τι μπορεί ή δεν μπορεί να ειπωθεί από ένα εθνικό δικαστήριο στις αποφάσεις που αφορούν αστική αποζημίωση που προκύπτει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά τα οποία έδωσαν αφορμή για τη ποινική δίωξη ή έρευνα που έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή με αμετάκλητη μη διαπίστωση ενοχής. Όμως η απόφαση αυτή παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα συλλογή σκέψεων και αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου στις παραγράφους 98, 101, 102 και 123, που χρησιμεύουν αναμφίβολα στον μελετητή και στη διαμόρφωση μιας μελλοντικά ασφαλέστερης, πληρέστερης και πιο καθαρής αυθεντικής νομολογίας του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ σε σχέση με το τεκμήριο της αθωότητας στις αστικές υποθέσεις.

Έτσι το Δικαστήριο του Στρασβούργου συνοψίζει τις θέσεις της νομολογίας του σε τρία σκέλη:

α) Το τεκμήριο της αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Σύμφωνα με το σκέλος αυτό δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημίωσης των θυμάτων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, με βάση όμως «ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης», κατά την ακριβή και πάγια διατύπωση του Στρασβούργου[6], ανεξάρτητα από το εάν έληξε η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης, εφόσον το πολιτικό εθνικό Δικαστήριο σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας του εναγομένου (πρώην κατηγορουμένου). Αυτό σημαίνει στη πράξη π.χ. ότι ο αθωωθείς αμετάκλητα για το αδίκημα της εκ προθέσεως σωματικής βλάβης, μπορεί να καταδικαστεί σε αστική αποζημίωση για την εξ αμελείας διάσταση του ίδιου αδικήματος. Σε αυτή την περίπτωση δεν παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας, κατά την μέχρι τώρα νομολογία του ΕΔΔΑ.

β) Το τεκμήριο της αθωότητας παραβιάζεται από δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα που αφορούν ίδια πραγματικά περιστατικά στις πολιτικές δικαστικές αποφάσεις[7]. Σύμφωνα με το σκέλος αυτό της νομολογίας του Στρασβούργου εάν η απόφαση του εθνικού πολιτικού Δικαστηρίου σχετικά με την αποζημίωση περιέχει δήλωση καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον εναγόμενο, αναφέροντας ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη, τότε υφίσταται θέμα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης. Εάν π.χ. ο εναγόμενος έχει αθωωθεί αμετάκλητα για σωματική βλάβη εξ αμελείας στη ποινική διαδικασία δεν μπορεί να αποφανθεί το αστικό δικαστήριο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ότι διέπραξε το αδίκημα αυτό εξ αμελείας, γιατί κάτι τέτοιο παραβιάζει το παραπάνω τεκμήριο.

γ) Σημαντικό κριτήριο για τη παραβίαση η μη του τεκμηρίου αθωότητας από τα πολιτικά δικαστήρια αποτελεί η φρασεολογία στην αιτιολογία που χρησιμοποιούν. Το τρίτο νομολογικό σκέλος δίδει ιδιαίτερη σημασία στη φρασεολογία και στη γλώσσα των αποφάσεων των πολιτικών (και όχι μόνον) δικαστηρίων. Κατά το ΕΔΔΑ όλα εξαρτώνται από το κατά πόσον η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου σχετικά με την αποζημίωση περιέχει μια δήλωση για καταλογισμό ποινικής ευθύνης του εναγομένου. Η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας θα προκύψει, εάν η απόφαση για την αποζημίωση ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο ή χρησιμοποιεί τέτοια γλώσσα στο αιτιολογικό της, ώστε να δημιουργεί ένα σαφή σύνδεσμο ανάμεσα σε αυτήν και στη ποινική διαδικασία, ώστε να φέρει το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ στο προσκήνιο1, ή η φρασεολογία που χρησιμοποιείται από το εθνικό Δικαστήριο να θέτει σε αμφισβήτηση την ορθότητα της αθώωσης[8], ή το σκεπτικό της καταδικαστικής αστικής απόφασης καλύπτει ως αποδεδειγμένα σχεδόν όλα εκείνα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά συστατικά στοιχεία που ουσιαστικά ισοδυναμούν με απόδειξη της διάπραξης  της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος[9]εκ μέρους του μη καταδικασθέντος κατηγορουμένου. Η πτυχή αυτή προσδίδει μια έντονη προβληματική αφού στην πραγματικότητα σημαίνει ότι «όλα εξαρτώνται από το τι λες και το πώς το λες»[10], επομένως δίδεται δυσανάλογη μεγάλη σημασία στο περίβλημα της φρασεολογίας και ενδεχομένως όχι στην ουσία της απόφασης και στο αποτέλεσμα που αυτή έχει στον διαθέτοντα το τεκμήριο της αθωότητας.

Είναι γενικώς αποδεκτό ότι στις αστικές δίκες το πρότυπο της απόδειξης είναι λιγότερο αυστηρό από ό, τι στις ποινικές διαδικασίες, όπου η απόδειξη ενοχής στηρίζεται στην αρχή της πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας, ενώ στις αστικές σε μια ισορροπία των πιθανοτήτων. Δεν ταυτίζονται οι δύο διαδικασίες, διαθέτουν όμως προβληματικές ομοιότητες που δημιουργούν προβληματισμούς και απαιτούνται πιο ξεκάθαρες αποφάσεις από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ώστε να μην υπάρχουν συγχύσεις στη παραβίαση ή μη ενός τόσο θεμελιώδους δικαιώματος, του τεκμηρίου της αθωότητας.

Σε κάθε υπόθεση που διερευνάται δικαστικά η διάπραξη ή μη ενός αδικήματος, συνυπάρχουν τρία στοιχεία: η αντικειμενική του υπόσταση (π.χ. η κλοπή ενός κινητού πράγματος, που τοποθετείται σε ορισμένο τόπο και χρόνο), το θύμα (ο ιδιοκτήτης ή ο χρήστης του κλαπέντος) και ο θύτης (αυτός που αφαίρεσε παρανόμως το κινητό για να το ιδιοποιηθεί). Η τελική διαπίστωση και των τριών ανήκει στο ποινικό δικαστήριο, το οποίο και αποφασίζει κυριαρχικά και κρίνει και για τα τρία. Δημιουργείται δηλ. μια νέα κατάσταση που το αρμόδιο Δικαστήριο αποφαίνεται εάν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση, εάν το φερόμενο θύμα είναι όντως θύμα του αδικήματος και εάν ο φερόμενος ως θύτης (κατηγορούμενος) το διέπραξε. Η νέα κατάσταση δημιουργεί την τελική αποδεδειγμένη πραγματικότητα, που νομικά αυτή είναι και η μόνη αποδεκτή και αναγνωρίσιμη. Η υπόθεση (κατηγορητήριο) μετατρέπεται σε πραγματικότητα (νομική βεβαιότητα – αμετάκλητη δικαστική απόφαση). Η (νομική) αυτή πραγματικότητα δεν ταυτοποιείται πάντοτε με την (αληθινή) πραγματικότητα, που μπορεί να είναι διαφορετική. Στο νομικό μας σύστημα όμως αυτό είναι αδιάφορο αφού μέσω της δικονομικής απόδειξης που αποδέχθηκε το Δικαστήριο αμετάκλητα στοιχειοθετείται η ισχύουσα πραγματικότητα.

Σε αυτή την κατασκευή της (δικαστικής) πραγματικότητας η αθώωση ή η παύση της ποινικής δίωξης του κατηγορουμένου αφήνει «ορφανά» τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν το αδίκημα, ήτοι το θύμα και την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αφού με την αθώωση δεν υφίσταται πλέον κάποιος που με δικαστική διαπίστωση να ταυτοποιείται ως θύτης. Έτσι δημιουργείται κενό αδικίας, όπου το θύμα (εάν όντως είναι) δεν μπορεί να αποκατασταθεί και το έγκλημα (εάν όντως έχει συντελεστεί) δεν τιμωρείται. Το «κενό» αυτό δημιουργεί και ένα πλήγμα για την ίδια την δικαιοσύνη και τις αρχές αφού αδυνατούν να πατάξουν το έγκλημα,  να τιμωρηθεί ο θύτης και να αποκατασταθεί η προσβολή του εννόμου αγαθού. Από την άλλη πλευρά η δικαιοσύνη προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μη τιμωρώντας ένα άτομο που δεν αποδεικνύεται η ενοχή του και δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες, ότι αποδίδεται και εφαρμόζεται το  δίκαιο και η ελευθερία είναι ένα πολύτιμο αγαθό που δεν μπορεί να κινδυνεύσει από την ανάγκη άκριτης βοήθειας στο θύμα και για χάριν της προληπτικής αντιμετώπισης της εγκληματικότητας.

Το τεκμήριο της αθωότητας αποτελεί την ποιοτική διαφορά της υπεροχής του νομικού πολιτισμού που υπερασπίζεται ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, απέναντι στο συναισθηματικό κοινωνικό φορτίο που έχει ως βασική συνιστώσα και πρώτη προτεραιότητα την αποκατάσταση της αδικίας και την ικανοποίηση του δημοσίου αισθήματος.

Στο παραπάνω συγκρουσιακό καθεστώς η αστική δίκη προσπαθεί να βρει λύσεις που θα στρογγυλέψουν την αδικία με τον περιορισμό της και με παράλληλο σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας. Μια δύσκολη ισορροπία, με αντίπαλες θεωρητικές βάσεις που το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν έχει δώσει ακόμα μια καθαρή λύση.

Όμως εκδηλώνεται μια τάση που μεγεθύνεται αργά αλλά σταθερά. Έτσι επεκτείνεται το τεκμήριο της αθωότητας, μειώνοντας την ευρύτητα, την ανεξαρτησία και την αυτονομία της πολιτικής δίκης απέναντί του. Ναι μεν δεν αποκλείεται, όταν αμετάκλητα πλέον δεν διαπιστωθεί η ενοχή του εναγόμενου στο ποινικό δικαστήριο, η δικαστική καταδίκη σε αποζημίωση σε βάρος του και υπέρ του θύματος, αλλά οι αυξημένες προϋποθέσεις πλέον για τη μη παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας δημιουργούν μια εντονότερη και πληρέστερη προστατευτική εμβέλεια στο τελευταίο. Η προσεκτικότητα των δικαστικών εκφράσεων στην αιτιολογία της απόφασης, ο μη καταλογισμός ποινικής ευθύνης μέσω της αστικής απόφασης στον αμετακλήτως αθωωθέντα που αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, η μη αναφορά ότι ο εναγόμενος – αθωωθείς διέπραξε τα πραγματικά περιστατικά του κατηγορητηρίου και η πλήρης αποσύνδεση της πολιτικής απόφασης από την ποινική με την μη δημιουργία συνδέσμου μεταξύ τους, αποτελούν σημαντικά εμπόδια στον αστικό δικαστή για να μην εμπλακεί στη πλήξη του θεμελιώδους δικαιώματος του εναγομένου στο τεκμήριο της αθωότητάς του, που είναι ένα αιώνιο και διαρκές δικαίωμα, χωρίς χρονικό τέλος και χωρίς περιορισμό τόπου και χρόνου.

Πραγματικά το τεκμήριο της αθωότητας διαθέτει μια σοβαρή λογική. Πως είναι δυνατόν, όταν ο κατηγορούμενος έχει αποδειχθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που διαπιστώνεται επίσημα από την εγκυρότερη πολιτειακή εξουσία, την δικαστική, ότι δεν έχει διαπράξει το αδίκημα, να έρχεται μεταγενέστερα ένα άλλο δικαστήριο (που απλά έχει άλλο όνομα: πολιτικό) που εξετάζει πάλι τα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά του ποινικού δικαστηρίου, που συνέβησαν ακριβώς στον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο με τη συμμετοχή των ίδιων πρωταγωνιστών (φερομένων θύτη και θύματος) που απλά έχουν άλλο χαρακτηρισμό (ο κατηγορούμενος ονομάζεται εναγόμενος και ο κατήγορος-θύμα ενάγων) και που εξετάζει σχεδόν τους ίδιους μάρτυρες, τα ίδια έγγραφα και συμμετέχουν σχεδόν οι ίδιοι συνήγοροι, να αποφασίζει ότι αυτός που αθωώθηκε από το πρώτο δικαστήριο τώρα είναι ένοχος από το δεύτερο; Άραγε ποια είναι η ασφάλεια δικαίου και ποια είναι η λογική σε αυτή την αντίφαση; Και τέλος ποιά είναι η σωστότερη απόφαση από τις δύο αντίθετες, που έχουν εκδοθεί από δύο δικαστήρια, που έχουν ομόβαθμους δικαστές, που έχουν τις ίδιες θεωρητικές γνώσεις και που αποτελούν όργανα του ίδιου κράτους και της ίδιας εξουσίας (δικαστικής); Μήπως θα ήταν πιο ορθό να ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας και να καλύπτει με ισχύ δεδικασμένου τα πραγματικά περιστατικά και τη σχέση και τον βαθμό υπαιτιότητας ή μη του κατηγορουμένου – εναγομένου σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία οιασδήποτε μορφής;

Στα ερωτήματα δίνει απάντηση με έναν εύγλωττο τρόπο ένας κορυφαίος δικαστής του Στρασβούργου, που έφθασε στο ανώτατο αξίωμα του Δικαστηρίου, ως Πρόεδρός του. Ο Γάλλος Δικαστής κ. Costa στη μνημειώδη του μειοψηφία στην απόφαση Ringvold κατά Νορβηγίας της 11.02.2003[11] αναγράφει:

«… κατά τη γνώμη μου, η αστική υπαιτιότητα εξακολουθεί να διαφέρει από την ποινική και οι πράξεις που θεωρούνται ως παράνομες και επιζήμιες στο αστικό δίκαιο δεν πρέπει να είναι ταυτόσημες με εκείνες των οποίων ο εναγόμενος κατηγορείται στο πλαίσιο ποινικής δίκης. Σε αντίθετη περίπτωση, τόσο το τεκμήριο της αθωότητας όσο και η απόφαση ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν ένοχος θα στερούνταν από κάθε χρήσιμο σκοπό αν αυτό ανετρέπετο στο πλαίσιο αστικής δίκης, καθώς θα ήταν παράδοξο να προστατεύεται ένα απλό τεκμήριο για όσο χρονικό διάστημα δεν είχε ανατραπεί από μια (άλλη) απόφαση και δεν είχαν ληφθεί ακόμα υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που ενίσχυαν το εν λόγω τεκμήριο.

Ποια, λοιπόν, είναι η τοποθέτηση στην προκειμένη περίπτωση; Ο προσφεύγων, ο οποίος κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου, αθωώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αφού οι ένορκοι πείσθηκαν για την αθωότητά του, και, κατά συνέπεια, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του θύματος για αποζημίωση. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε στη συνέχεια τη συγκεκριμένη απόφαση επί της προσφυγής, ισχυριζόμενο τους ακόλουθους λόγους, που παρατίθενται στο άρθρο 19 της αποφάσεως: “ο δικαστής Gjølstad διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν σύμφωνα με το δίκαιο της απόδειξης, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη σεξουαλικής κακοποίησης και ότι, σύμφωνα με την ισορροπία των πιθανοτήτων, ήταν σαφές ότι ο εναγόμενος ήταν ο θύτης“.

Επιπρόσθετα, ο Δικαστής Gjølstad πρόσθεσε: «Η απόφαση αυτή λήφθηκε ανεξάρτητα από την απόφαση στην ποινική υπόθεση και … δεν υπονόμευσε την αθώωση».

Ωστόσο, αυτές οι προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις δεν με πείθουν προσωπικά. Φυσικά, στο δίκαιο, η αθώωση είναι αμετάκλητη, αλλά στην προκειμένη περίπτωση η αθώωση στην πραγματικότητα, παρακάμφθηκε.

Οι λόγοι που αποδόθηκαν στην υιοθέτηση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως ορίζεται παραπάνω, είναι προδήλως ενοποιημένοι με το διατακτικό της δικαστικής απόφασης. Αυτοί αποτελούν το ratio decidendi/σκεπτι­κό της απόφασης και έχουν την ίδια δεσμευτική ισχύ με τις ίδιες λειτουργικές διατάξεις.

Ποιο άραγε είναι το όφελος, στη συνέχεια, για τον προσφεύγοντα από την αθώωσή του (εκτός από το σημαντικό γεγονός ότι δεν υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις); Τον ενημέρωσαν ότι αθωώθηκε από το αδίκημα για το οποίο είχε κατηγορηθεί, αλλά στη συνέχεια τον ενημέρωσαν (με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά), ότι ήταν σαφές ότι είχε διαπράξει ο ίδιος το αδίκημα, και διέταξε να καταβάλει αποζημίωση στο θύμα. Πού είναι η νομική ασφάλεια σε όλα αυτά;

Ως εκ τούτου, έχω καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από τους συναδέλφους μου. Δεν θεωρώ αυτή την περίπτωση ότι είναι διακριτή από εκείνες του O., Hammern και Υ.; Είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 6 § 2 εφαρμόζεται επίσης στην περίπτωση αυτή και ότι έχει, άλλωστε, παραβιαστεί.

Μπορώ, βέβαια, να εκτιμήσω τον θεμιτό προβληματισμό των εθνικών δικαστηρίων για τα συμφέροντα των θυμάτων (που, εξ ορισμού, είναι αθώοι) και των δικαιούχων τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, η εφαρμογή αυστηρότερων προτύπων απόδειξης στις ποινικές υποθέσεις (ακριβώς λόγω του τεκμηρίου της αθωότητας) από εκείνων στις αστικές υποθέσεις, τα δικαστήρια μπορούν να ζητούν να καθοριστεί η αστική ευθύνη προσώπου που έχει αθωωθεί στις ποινικές διαδικασίες, θεωρώντας ότι το άτομο είναι ουσιαστικά υπεύθυνο, αλλά δεν είναι ένοχο. Είναι ωστόσο δύσκολο, να ισχυριστείς και να διεκδικήσεις ένα πράγμα και στη συνέχεια να κάνεις το αντίθετο. Δεν είναι δυνατόν ταυτόχρονα να υποστηριχθεί ότι ένας άνθρωπος έχει νομίμως κηρυχθεί αθώος του αδικήματος (σε αυτή την περίπτωση, σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου) και ότι παρόλα αυτά πιθανόν να διέπραξε το αδίκημα (ακόμα κι αν η πιθανότητα είναι μόνο το 51%!) και να πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό.

Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ότι ένας αθώος είναι ξεκάθαρα εγκληματίας. Κατά τη γνώμη μου, ένα καλύτερο μέσο για την επίτευξη του στόχου της δικαιοσύνης σε τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν να δημιουργηθεί ένα ταμείο αποζημίωσης για τα θύματα ατιμώρητων εγκλημάτων ή εγκλημάτων των οποίων οι δράστες δεν έχουν εντοπιστεί. Ακριβώς όπως η εκδίκηση δεν είναι δικαιοσύνη, έτσι και η συμπόνια δεν αποτελεί λόγο για παράκαμψη της δικαιοσύνης …».

Μια μειοψηφία του πρώην Προέδρου του ΕΔΔΑ που βρίσκει τον υπογράφοντα απόλυτα σύμφωνο με την λογική της. Η υιοθέτησή της θα αποτελούσε μια καθαρή, λογική και πρακτική νομολογιακή λύση για την ερμηνεία της εφαρμογής του  τεκμηρίου της αθωότητας στις αστικές υποθέσεις, μια λύση που σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας, δεν το θέτει υπό αμφισβήτηση στην πρακτική καμιάς άλλης μη ποινικής διαδικασίας, και που παρέχει επαρκή ασφάλεια δικαίου στους ευρωπαίους πολίτες.

 

 

 

 

 

[1] βλ. Αργύριος Καρράς, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομ. Βιβλιοθήκη, εκδ. 2016, σελ. 22επ., Σ. Αλεξιάδη, Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, ΕΕΕυρΔ 1.1986, 45επ., Ιπ. Μυλωνάς, Πτυχές του τεκμηρίου της αθωότητας, 1994,  Γ. Κάβουρα, Το τεκμήριο της αθωότητας, 2003.

[2] καθ΄οιονδήποτε τρόπο

[3] βλ. Β. Χειρδάρης, Παρατηρήσεις: α) στην ΑΠ 4/2014 (Διοικητικής Ολομέλειας – Πειθαρχικής Διαδικασίας), «Η παύση της ποινικής δίωξης ισοδυναμεί με αθώωση στα πλαίσια του τεκμηρίου της αθωότητας»,  ΝοΒ 2015, τομ. 63, σελ. 302επ. και β) σε Απόφαση ΕΔΔΑ: Παραπονιάρης κατά Ελλάδος της 25.09.2008, ΝοΒ 2009,σελ. 179επ.

[4]βλ. Π. Βογιατζής σε Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκης 2013, Δ.Ε. Λίνος – Αλ. Σισιλιάνος, σελ. 265.

[5] βλ. Σωτ. Ιωακειμίδης, «Περί της ισχύος του τεκμηρίου της αθωότητας στην αστική δίκη μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας», σε Παρατηρήσεις II, NoB 2012, τομ. 60, σελ. 572επ.

[6] Χ. κατά Αυστρίας, απόφαση της Επιτροπής  της 06.10.1992 (αρ. Προσφ. 9295/81), ΜC κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 07.10.1987,  Y. κατά Νορβηγίας της 11.02.2003, Orr κατά Νορβηγίας της 15.05.2008, Diacenco κατά Ρουμανίας της 07.02.2012.

[7] βλ. μεταξύ πολλών άλλων: Β. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος της 27.09.2007, Del Latte κατά Ολλανδίας της 09.11.2004, Lamama κατά Αυστρίας της 10.07.2001, Rushiti κατά Αυστρίας της 21.03.2000

  1. 1. Βλ. απόφαση κατά Νορβηγίας της 11.02.2003, όπου στην απόφαση για την αποζημίωση το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε ρητή διαπίστωση ότι ο προσφεύγων είχε πιθανόν διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 § 2.

[8]. Βλ. απόφαση Diacenco κατά Ρουμανίας της 07.02.2012 § 64 και παραπάνω απόφαση Y. κατά Νορβηγίας , § 46.

[9]. Βλ. απόφαση Orr κατά Νορβηγίας της 15.05.2008 (αριθ. προσφ. 31283/04).

[10]. Βλ. μειοψηφία δικαστή De Gaetano στην σχολιαζόμενη απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.07.2013.

[11]. Αριθ. προσφ. 34964/97.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες