Το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε εξέταση του θύματος και το δικαίωμα του τελευταίου σε μη εξευτελισμό του.

Aπόφαση:

Υ. κατά Σλοβενίας, 28.05.2015, (Αριθ. Προσφυγής 41107/10), δημοσιευμέμνη στο ΝοΒ (2015) 63, σ. 1088-1105, με σχόλιο του Βασίλη Χειρδάρη 

 

Περίληψη :

Εξέταση θύματος σεξουαλικής επίθεσης από κατηγορούμενο. Το θύμα δεν θα πρέπει να εκτίθεται σε προσβλητική εξέταση από τον κατηγορούμενο. Αποτελεί προσβολή της προσωπικής ζωής του θύματος ή η χρήση επιθετικών και καταπιεστικών ζητημάτων και παρατηρήσεων κατά την εξέταση εκ μέρους του κατηγορουμένου καθώς και η μεγάλη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών που προκαλούν ψυχικές βλάβες στον θύμα. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια των μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων του θύματος στην ποινική διαδικασία από το κράτος παραβιάζει το άρθρο 8 του ΕΣΔΑ που προστατεύει τον άνθρωπο από αυθαίρετες παρεμβάσεις των δημοσίων αρχών.

Αποτελεσματικότητα έρευνας για τη σεξουαλική κακοποίηση και την εξοντωτική μεταχείριση του θύματος. Η υποχρέωση του κράτους αποτελεί την αποτελεσματικότητα της έρευνας σε περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης, η οποία πρέπει να οδηγήσει στην ταχεία διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και στον εντοπισμό και την τιμωρία των υπευθύνων. Η αδράνεια των αρχών και η αναποτελεσματικότητα των ερευνών αποτελούν εξοντωτική μεταχείριση εις βάρος του θύματος κατά το άρθρο 3 του ΕΣΔΑ.

Οριακή κατηγορία κατηγορούμενος. Το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορούμενου δεν του παρέχει απεριόριστο δικαίωμα να χρησιμοποιήσει οποιεσδήποτε αγωγές υπεράσπισης σε περίπτωση κακουχιών που σχετίζονται με τη σεξουαλική βία, τα υποστηρικτικά επιχειρήματα δεν πρέπει να βλάπτουν περισσότερο τον θύμα.

Παραβίαση του άρθρου 3 (απαγόρευση της θνησιμότητας ή της ξενοφοβίας) και του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) του ΕΣΔΑ ( άρθρα 3, 6 § 3δ και 8 ΕΣΔΑ).

Σχόλιο:

Το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην εξέταση του θύματος και το δικαίωμα του τελευταίου σε μη εξόντωσή του.

 Η υπόθεση αυτή αφορούσε τις διαδικαστικές υποχρεώσεις του δικαστικού συστήματος στο πλαίσιο της διερεύνησης της υποτιθέμενης σεξουαλικής κακοποίησης του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο εξέτασε τις εθνικές διαδικασίες βάσει των άρθρων 3 και 8 του ΕΣΔΑ.

Είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο της Στρασβούργου εντάσσεται σε μια τέτοια ανάλυση σχετικά με τον τρόπο εξέτασης ενός μάρτυρα – προσώπου στο προδικαστικό ερώτημα και στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Η εξέταση του τρόπου υποβολής ερωτημάτων, παρατηρήσεων και παρατηρήσεων από τον κατηγορούμενο σε βασικό μάρτυρα κατηγορίας (ως θύμα της σεξουαλικής κακοποίησης) καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισης του από τον δικηγόρο του κατηγορούμενου αλλά και από τον εμπειρογνώμονα διορισμένο. Και όλα αυτά δεν υπόκεινται στο άρθρο 6 του ΕΣΔΑ αλλά στο άρθρο 8 αυτής.

Έτσι, το νεωτεριστικό στοιχείο και η καινοτομία της απόφασης αυτής είναι η επέκταση του προστατευτικού ορρύγματος του άρθρου 8 στον μάρτυρα – θύμα στις δικαστικές διαδικασίες και η στάθμιση του σε σχέση με τις προστατευτικές διατάξεις που αφορούν την προάσπιση του κατηγορουμένου.

Θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου αποτελεί η υπεράσπιση του εαυτού του στις δικαστικές διαδικασίες. Θεσπίστηκε δε η παρ. 3 του άρθρου 6 του ΕΣΔΑ για την πληρέστερη και αποκλειστική κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού, δεδομένου ότι στις ποινικές διαδικασίες ο ευάλωτος λόγος είναι ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρίσκεται σε δυσχερέστερη θέση από αυτόν του υπευθύνου και του προσώπου ως θύματος. Σε αυτόν τον τομέα των ποινικών δικαστηρίων αυτός βρίσκεται στην “κρίση” μιας δικαστικής κρίσης, η οποία (σωστά ή και εσφαλμένα) μπορεί να στερήσει την προσωπική και φυσική του ελευθερία αλλά και να καταστρέψει ή να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά, οικογενειακά, προσωπικά, επαγγελματικά, οικονομικά ή ψυχολογικά. Η ανώτερη διάταξη δεν εξασφαλίζει το μέγιστο των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου αλλά το ελάχιστο αυτών και το βασικό του πυρήνα είναι να διασφαλίσει τη δυνατότητα του να έχει μια πιο δίκαιη και αποτελεσματική υπεράσπιση μέσω προκαθορισμένων διαδικασιών. Οι διατάξεις αυτές αποτελούν το αντίκτυπο σε μια θεσμική επίθεση κατά του κατηγορουμένου που πραγματοποιείται μέσω του κατηγορουμένου, των κατηγοριών μαρτύρων και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Εισαγγελία και η πολιτική αγωγή.

Μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σημαντική θέση καταλαμβάνει αυτό της εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας (άρθρο 6 παρ. 3 περ. Δ του ΕΣΔΑ). Το άρθρο 6 § 3 δ προβλέπει ότι κάθε κατηγορούμενος για ποινική αδίκημα δικαιούται να εξετάσει ή να ζητήσει την εξέταση κατηγοριών κατηγοριών και να επιτύχει την πρόσκληση και την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης υπό τους ίδιους όρους με τους μάρτυρες κατηγορίας. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να εμφανιστούν όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας εναντίον του σε δημόσια ακρόαση που επιτρέπει την άμεση εξέταση τους. Οι παρεκκλίσεις από τον παρόντα κανόνα, εφόσον είναι δυνατόν να υφίστανται, δεν πρέπει να παραβιάζουν τα δικαιώματα υπεράσπισης [1] .

Ο βασικός απολογισμός σε κάθε ποινική δίκη είναι ο υπεύθυνος και ο υπάλληλος της υπόθεσης. Επομένως, αποτελεί θεμελιώδη δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει τον υποτιθέμενο θύμα του και αυτός υποχρεούται να υποστεί θεσμική εξέταση του υποτιθέμενου ως θύτης του. Και οι δύο ιδιότητες (θύμα – θύτης) είναι προς διερεύνηση και αποδείξεις ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα, η υποβαθμισμένη θέση του κατηγορούμενου έναντι όλων των λοιπών μερών της δίκης (βρίσκεται στην κρίση των δικαστών, διαθέτει την ψυχολογία της ασφάλειάς του για τον εαυτό του, κάθεται στο χαμηλότερο σημείο του εδάφους) στην αίθουσα σε σχέση με τη διακριτική υψηλότερη θέση του θεσμικού κατηγορουμένου – εισαγγελέως,

Μετά τα προαναφερθέντα, ο μόνος τρόπος εξισορρόπησης της θέσης του κατηγορουμένου είναι η προνόμια να υποβληθεί ο ίδιος και να διατυπωθεί ο συνήγορος των τελευταίων καθώς και η εξέταση του μάρτυρα κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένων των παρατηρήσεων αυτών. Με την εξέταση αυτή του παρέχεται η δυνατότητα να αντιταχθεί κατηγορηματικά και να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι αξιόπιστος, υπέπεσε εσφαλμένα ή κακοπιστά ή καταθέτει ψεύδως. Έτσι υλοποιείται στην πράξη το δικαίωμα πραγματικής υπεράσπισης του εαυτού του.

Το άρθρο 6 παρ. 3δ, την ελάχιστη προστασία που παρέχει στον κατηγορούμενο, δεν περιορίζει τον τρόπο και την ώρα εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το δικαίωμα είναι εκκρεμές στο διήνευμα ή στα εκτός θέματος ερωτήσεις ή παρατηρήσεις του ή στην εξόντωση του μάρτυρα, που δεν έχει σχέση με το αποδεικτικό θέμα.

Το πιο πάνω δικαίωμα του κατηγορουμένου καθίσταται περισσότερο επιτακτικό και αναγκαίο για να καταστεί αποτελεσματικό όταν ο εξεταζόμενος μάρτυρας αποτελεί το μοναδικό φυσικό αποδεικτικό στοιχείο της υπό εξέταση περιπτώσεως, και ιδίως σε περίπτωση μη υπάρξεως εφάπαξ μάρτυρα ή άλλων συνοδευτικών αποδεικτικών στοιχείων. Οι περιστάσεις που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή είναι το μεγαλύτερο μέρος των υποθέσεων σεξουαλικής βίας, λόγω της απουσίας τρίτων μαρτύρων ή της αποφυγής μαρτυρίας από αυτόπτες ή και άλλους μάρτυρες. Έτσι η ποινική δίωξη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον μάρτυρα του θύματος, στην οποία βασίζεται πολύ συχνά και η καταδίκη του κατηγορουμένου. Η μόνη προστατευτική γραμμή για έναν κατηγορούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η αμφισβήτηση των ισχυρισμών του υποτιθέμενου ως θύματος και η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του. Είναι, συνεπώς, αναμένεται ότι οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις που κάνει ο κατηγορούμενος να είναι αρκετά προσωπικοί και παρεμβατικοί – ακριβώς για να δοθεί στον δικαστής η δυνατότητα να εκτιμήσει την συμπεριφορά του θύματος στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης. Αυτός είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος κατηγορουμένου να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας[2] .

Η ΕΔΔΑ έχει αντιμετωπίσει νομολογιακά αρκετές περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης [3] . Σε αρκετές από αυτές διαπιστώθηκε ότι δεν πληρούνται οι εγγυήσεις διεξαγωγής μιας δίκαιης δίκης για τον κατηγορούμενο όταν δεν είχε τη δυνατότητα να θέσει ερωτήσεις στον υποτιθέμενο θύμα σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας [4] . Αναμφίβολα η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται τον ανεξάρτητο δικαίωμά του στον κατηγορούμενο για καταγγελία αντιπαροχής μεταξύ του ίδιου και του θύματος [5]. Εγγυηθεί όμως μια ελάχιστη προστασία για να υπερασπίσει τον εαυτό του. Κάτι που επιτυγχάνεται και μέσω της δυνατότητας αυτής να εξετάσει το μάρτυρα κατηγορίας (το οποίο είναι ευρύτερο και πιο επικαλυπτικό της καταγγελίας της εξέτασης με τον μάρτυρα – θύμα), ιδίως όταν αυτός καθορίζει την κατηγορία σε μεγάλο βαθμό και εξαρτάται από αυτό το περιστατικό.

Πλέον αυτών του στόχου των εγγυήσεων που παρέχει το άρθρο 6 § 3 (δ) της Σύμβασης είναι να βοηθάει στην παρατήρηση και την αξιολόγηση του δικαστηρίου συμπεριφορά ενός μάρτυρα κατά τη διάρκεια της εξέτασής του. Η διάταξη αυτή δεν λειτουργεί μόνο για να προστατεύσει τα συμφέροντα της υπεράσπισης αλλά εξυπηρετεί και τη δικαιοσύνη με ένα πιο γενικό τρόπο βοηθώντας στην επαλήθευση της αλήθειας, δεδομένου ότι τα ζητήματα που τίθενται από την πλευρά της υπεράσπισης όχι μόνο επιτρέπουν να ελέγχεται η αξιοπιστία του μάρτυρα ή η ακρίβεια και η αλήθεια των περιγραφόμενων πραγματικών περιστατικών, αλλά επιπλέον να φέρουν στο φως περαιτέρω πραγματικά στοιχεία, τα οποία μπορεί να είναι σημαντικά ή καθοριστικά για την απόφαση του δικαστηρίου [6] .

Σε περίπτωση που οι υποθέσεις αφορούν σεξουαλικές αδικίες, ο υποψήφιος ως θύμα βιώνει συχνά μια δοκιμασία κατά την κατάθεσή του ως μάρτυρα, αλλά κυρίως η δοκιμασία αυτή γίνεται εντονότερη σε σύγκρουση με τον υποτιθέμενο δράστη κατά τη διάρκεια μιας δίκης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν μια σύγκρουση μεταξύ της προστασίας των θυμάτων και των δικαιωμάτων της υπεράσπισης . Μέτρα για την προστασία του θύματος είναι δυνατά μόνο στο βαθμό που μπορούν να συμβιβαστούν με την κατάλληλη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου [7] .

Η ΕΔΔΑ θεωρεί ότι τα μέτρα που ελήφθησαν από την εθνική (σλοβακική) δικαιοσύνη (μαρτυρική κατάθεσή της στην προδικαστική διαδικασία χωρίς την παρουσία του κατηγορούμενου, διόρθωση των ερωτήσεων του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης) ήταν θετικές για την μη επέκταση του ψυχολογικού τραυματισμού αλλά δεν ήταν επαρκές για την προσβολή ασία της προσωπικής της ακεραιότητας με αποτέλεσμα να μειωθεί η τιμή και η αξιοπρέπειά της από την ανεπάρκεια των μέτρων της εθνικής δικαιοσύνης.[8] .

Το Δικαστήριο θεμελίωσε την διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σε αρκετούς παράγοντες, εστίασε όμως στα εξής: α) το γεγονός ότι αμφισβητήθηκε η αλήθεια της μαρτυρίας της Υ ως υποτιθέμενο θύμα της σεξουαλικής κακοποίησης και την αξιοπιστία της σε 4 συνεδριάσεις κατά τη διάρκεια 7 μηνών , οι οποίες σηματοδοτήθηκαν από μεγάλες περιόδους αναβολής της αναμονής των δικαστικών διαδικασιών , β) εξετάστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα από τον κατηγορούμενο – που θεωρήθηκε ως υπήκοος, προσωπικά σε δύο από τις συνεδριάσεις , και τα ερωτήματα που υπέβαλαν ο ίδιος και οι παρατηρήσεις του για το μαρτύριό του περιείχαν προσβλητικές και καταπιεστικές εκφράσεις και υπαινιγμούς, γ) δεν έγινε δεκτή η αίτησή του να απαλλαγεί ο κατηγορούμενος από την διαδικασία ,παρά το γεγονός ότι ο αιτών είχε ζητήσει την παροχή συμβουλών για τις σεξουαλικές επιθέσεις πριν από την υποβολή καταγγελίας στην αστυνομία και πριν ο δικηγόρος αυτός αναλάβει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου (ο ίδιος δηλαδή ο δικηγόρος υπήρξε προηγούμενος δικηγόρος του και στη συνέχεια ανέλαβε την αντιδίκη του) και δ) ο διορισθείς δικαστικός εμπειρογνώμονας – ο γυναικολόγος της υπέβαλε ερωτήσεις κατά την προδικασία που υπερέβη το πεδίο αρμοδιοτήτων του και έθεσε σε θέση απολογητικό παρά ότι ήταν ο υποτιθέμενος θύμα [9] .

Η ΕΔΔΑ, βασιζόμενη στην ερμηνεία του άρθρου 8 της Σύμβασης, φέρει ένα προστατευτικό στοιχείο για τον μάρτυρα που καταθέτει στο δικαστήριο αλλά και στο προδικαστικό ερώτημα και έχει την ιδιότητα του υποτιθέμενου θύματος της σεξουαλικής κακοποίησης. Η προστασία που παρέχει σε αυτή την ειδική απόφαση, η οποία σχολιάζεται εδώ, συμπυκνώνεται στα εξής: α) Η εξέταση του στο ακροατήριο δεν πρέπει να είναι μακρόχρονη σε διάρκεια και σε περίπτωση που ερωτηθείς από τον εχθρό, πρέπει να μην υπερβαίνει τα λογικά όρια η ερώτηση δεν πρέπει να είναι προσωπική αλλά να επικεντρώνεται στα γεγονότα, να μην είναι επαναλαμβανόμενη, πιεστική και να μην προκαλεί σύγχυση. ειρωνικά προς το θύμα και να μην υποβαθμιστούν ως προσωπικότητα,

Αξιοσημείωτη στην απόφαση αυτή είναι η προστασία που παρέχει σε διαδικαστικές περιστάσεις που επηρεάζουν αρνητικά την ψυχολογία του μάρτυρα και δημιουργούν πρόσθετη ασθένεια και αγωνία. Αναγαγει δηλ. σε προστατευόμενο δικαίωμα του θύματος της σεξουαλικής κακοποίησης της ψυχικής της ηρεμίας!

Η αμέσως προηγούμενη αιτίαση είναι προχωρημένη προστατευτική σκέψη του Δικαστηρίου. Εξελίσσει την νομολογία και παρέχει ισχυρότερη προστασία στους θύματα της σεξουαλικής κακοποίησης. Κάτι που είναι θεμιτό και νόμιμο, δεδομένου ότι το ΕΔΔΑ υποχρεούται να προασπίζει και να προάγει [10] τα δικαιώματα του ατόμου που θεσπίζονται από την ΕΣΔΑ [11]. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου ή η μείωση των τελευταίων και, ειδικότερα, του δικαιώματος κατηγορούμενος να εξετάσει, κατά τα προαναφερθέντα, τον μάρτυρα κατηγορίας. Η προαγωγή ενός δικαιώματος δεν πρέπει να συνεπάγεται τη μείωση της προστατευτικής εμβέλειας κάποιου άλλου. Τα δικαιώματα πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά και αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να αναπτύξει αυτή την αρμονία. Στην περίπτωση αυτή, η νομολογία δεν μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της γραμματικής ερμηνείας του άλλου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Ο δικαιούμενος κατηγορούμενος σε επαρκή εξέταση του κατηγορουμένου του που προστατεύει την αποτελεσματική υπεράσπισή του υπερέχει του δικαιώματος του κατηγορουμένου – μάρτυρα – του θύματος στην ψυχική της ηρεμία και μέσω της προστασίας της αξιοπιστίας του. Το ανώτατο εξελικτικό στάδιο ενός δικαιώματος δεν μπορεί να περιορίσει το βασικό πυρήνα άλλου, όταν αυτό προστατεύει τον κατηγορούμενο. Έτσι, η απόφαση αυτή υπερβαίνει την προφανή ωφέλειά της για τους προαναφερθέντες μάρτυρες κινείται στο πλαίσιο της υπερβολικής βαρύτητας κατά το στάδιο της στάθμισης των δικαιωμάτων και δεν μπορεί να μην είναι επικριτική όσον αφορά τη μείωση που επιδιώκει το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορούμενου να εξετάσει τον κατηγορούμενο.

Στην περίπτωση αυτή, η μειοψηφία της δικαστής της Ουκρανίας YUDKIVSKA, που αναφέρεται στην ενδιαφέρουσα ανάπτυξή της,

“Στην παρούσα περίπτωση, η αιτούσα θεωρείται θύμα της σεξουαλικής κακοποίησης, η οποία είναι μία από τις σοβαρότερες εγκληματικές πράξεις κατά της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου καθώς προκαλεί βαθιά τραύματα στον θύμα. Έχει υποστηρίξει ότι «εκτός της ανθρωπότητας, η εγκληματικότητα της βίας προκαλεί σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές συνέπειες στον θύμα του». Είναι αυτονόητο ότι η διαδικασία στο ακροατήριο προκαλεί πρόσθετα τραύματα για έναν θύμα βιασμού, ειδικά για κάποιον που είναι ανήλικος. Συνεπώς, είναι φανερό ότι για την προστασία του θύματος ψυχολογικά είναι σημαντικό σε ορισμένες περιπτώσεις να περιοριστεί ο κατηγορούμενος για αντιπαράθεση.

Η οδηγία της 25ης Οκτωβρίου 2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2012/29/ ΕΕ) για τη θέσπιση ελάχιστων εγγυήσεων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, υποδεικνύει ότι τα μέτρα πρέπει να είναι διαθέσιμα για τις πλέον «μέτρα για την αποφυγή απαράδεκτων ερωτημάτων σχετικά με την ιδιωτική ζωή του θύματος που δεν έχουν σχέση με την ποινική αδίκημα» και «μέτρα που επιτρέπουν μια συνεδρίαση για να λάβει χώρα σε κλειστή θητεία» (άρθρο 23 § 2 ( γ) αι (δ)).

Άλλα διεθνή έγγραφα σχετικά με την προστασία των θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στην απόφαση, επικεντρώνονται στα δικαιώματα των θυμάτων κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, τονίζουν επίσης τη σημασία των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο θανάσιμος θύμα του κατηγορουμένου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ψυχολογική ελάφρυνση του θύματος, είναι ένα βήμα προς την κατεύθυνση μιας εσφαλμένης απόφασης.

Στην προκειμένη περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλο που τα υποτιθέμενα περιστατικά έλαβαν χώρα όταν η προσφεύγουσα ήταν  14-15 ετών, η δίκη έλαβε χώρα πέντε ή έξι χρόνια αργότερα, όταν, πρώτον, το τραύμα της δεν ήταν τόσο νωπό όπως  αμέσως μετά το συμβάν, και δεύτερον, όταν ήταν ήδη  ενήλικη. Συνεπώς, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη τη στιγμή της εξέτασης της κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.

Επιπλέον, είναι υψίστης σημασίας ότι η εξέταση της προσφεύγουσας έλαβε χώρα εν τη απουσία του κοινού (βλέπε την προαναφερθείσα οδηγία). Επιπλέον, το δικαστήριο δέχθηκε κατόπιν του αιτήματος της προσφεύγουσας να απομακρυνθεί από την αίθουσα του δικαστηρίου ο κατηγορούμενος, ενώ αυτή εξεταζόταν. Άλλωστε, όπως σημείωσε και η πλειοψηφία του Δικαστηρίου, μερικές από τις ερωτήσεις του X. απαγορεύτηκαν από τον  προεδρεύοντα δικαστή αφού θεωρήθηκαν άσχετες με την επίδικη υπόθεση. Τι περισσότερο θα μπορούσε να είχε γίνει από τον δικαστή ώστε να προστατευθούν τα δικαιώματα της προσφεύγουσας, και ταυτόχρονα όμως να δοθεί η δυνατότητα αξιολόγησης της  αξιοπιστίας του θύματος;

Η πλειοψηφία θεωρεί ότι «το μεγαλύτερο μέρος των ερωτήσεων του Χ προς την προσφεύγουσα ήταν σαφώς προσωπικού χαρακτήρα” (βλέπε παράγραφο 107 της απόφασης). Μερικές από τις ερωτήσεις του Χ στόχευαν στην πραγματικότητα, στην παρουσίαση των αρνητικών πτυχών του χαρακτήρα της προσφεύγουσας, αλλά η πλειοψηφία τις χαρακτήρισε  ως  “προσβλητικούς υπαινιγμούς”  καθώς και ότι υπήρξε υπέρβαση “των ορίων της αποτελεσματικής υπεράσπισης “. Είναι προφανές ότι στόχος αυτών των ερωτήσεων ήταν η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της προσφεύγουσας ώστε να μπορέσει ο δικαστής να παρατηρήσει την συμπεριφορά της κατά την εξέταση της ενώπιον του δικαστηρίου”[12].

Θεωρώ ότι η πρόσθεση σχολίων στην μειοψηφούσα άποψη μάλλον περιττή θα είναι. Η πληρότητα είναι ολοφάνερη….

 

Βασίλης Χειρδάρης

 

 

[1] Απόφαση ΕΔΔΑ  Colac κατά Ρουμανίας Ρουμανίας της 10.2.2015, αρ. 26504/06 § 41

[2] Μειοψηφική άποψη της δικαστού YUDKIVSKA στην σχολιαζομένη απόφαση

[3] Αποφάσεις ΕΔΔΑ C.A.S.  και C.S.  κατά τη Ρουμανίας της 20.03.2012 ,  D.J.  κατά  Κροατίας της 24.07.2012, M.C. κατά Βουλγαρίας thw 04.12.2003

[4] απόφαση ΕΔΔΑ Vronchenko κατά Εσθονίας thw 18.07.2013.

[5] Τέτοιο δικαίωμα προβλέπει το Σύνταγμα των ΗΠΑ

[6] βλ. ανωτέρω μειοψηφική άποψη

[7] αποφάσεις ΕΔΔΑ: SN κατά Σουηδίας της 2.7.2002 , αρ. 34209/96, § 47,  Ζντράβκο Πετρόφ κατά Βουλγαρίας της 23.6.2011 , αρ. 20024/04, § 35,  PS κατά Γερμανίας της 20.12.2001 , αρ. 33900/96, § 28.

[8] Βλ. παρ. 114 σχολιαζομένης απόφασης

[9] βλ. παρ. 107-113 της απόφασης

[10] V. Chirdaris “Τα όρια ερμηνείας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και η αρχή της μη επανένταξης” στην “Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ανθρώπινα Δικαιώματα, ένα ζωντανό όργανο”, έκδοση. BRUYLANT, Βρυξέλλες, 2011, σελ.81επ.

[11] Βλ. Προοίμιο της ΕΣΔΑ

[12] Η ΕΔΔΑ καταδίκασε τελικά τη Σλοβενία ​​για τις παραβάσεις των άρθρων 3 και 8 του ΕΣΔΑ να καταβάλει στον υποψήφιο ποσό 9500 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη και 4.000 για τις δαπάνες και τις δαπάνες


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες