Σημαντική νομολογιακή επέκταση του ne bis in idem από το Στρασβούργο

Απόφαση:

Igor Tarasov κατά Ουκρανίας, της 16.6.2013, (Αριθ. Προσφυγής 44396/05), δημοσιευμένη στο ΝοΒ (2016) 64, σελ.1732-1740, με σχόλιο του Βασίλη Χειρδάρη

 

Περίληψη:

Η αρχή ne bis in idem και η αυτονομία της ως έννοια στο ΕΣΔΑ. Το θεμελιώδες δικαίωμα να μην καταδικασθεί ή να μην καταδικαστεί για ίδιο παράπτωμα εφόσον έχει ήδη καταδικαστεί οριστικά έχει ανεξάρτητη έννοια στο πλαίσιο του ΕΣΔΑ και δεν εξαρτάται από το προστατευτικό πεδίο από τη νομικά χαρακτηριζόμενη διαδικασία σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Επέκταση της προστατευτικής εμβέλειας του ne bis in idem. Το Στρασβούργο περιλήφθηκε στην έννοια των ίδιων πραγματικών περιστατικών και οι οποίες γίνονται στο πλαίσιο της ίδιας ευρύτερης συνεχούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, εφόσον αυτοί εκτελούνται στον ίδιο τόπο και στην ίδια εποχή και καλύπτονται από το ίδιο σφάλμα, ανεξάρτητα από το αν αυτοί συνιστούν προσβολή διαφορετικών νόμων αγαθών.Η ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αρχική αμετάκλητη καταδίκη της ποινικής φύσης των αδικημάτων που παράγονται από τα ίδια γεγονότα στον ίδιο τόπο και χρόνο μεταξύ των ενδιαφερομένων απαγορεύει την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη δίωξη ενός δεύτερου «εγκλήματος» εφόσον αυτό βασίζεται σε ταυτόσημα γεγονότα ή γεγονότα το οποίο έχει το ίδιο περιεχόμενο και προέρχεται από την ίδια συνεχόμενη συμπεριφορά η οποία μόνο κατά ένα μέρος περιλήφθηκε και περιγράφεται στην πρώτη καταδικαστική απόφαση ( Άρθρο 4 §1 του 7 ου Πρωτοκόλλου Της ΕΣΔΑ).

 

Σχόλιο:

Σημαντική νομολογιακή επέκταση του ne bis in idem από το Στρασβούργο

Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο της Στρασβούργου έχει προχωρήσει πρόσφατα σε σημαντική αναβάθμιση του θεμελιώδους στοιχείου του ne bis in idem. Μια αρχή που θέτει “φρένο” στα αθλήματα των εθνικών δικαστηρίων έναντι των κατηγορουμένων και επενδύει λογικά και με σύνεση τις διαδικασίες της ποινικής φύσης.

Έτσι αρχικά με την εμβληματική απόφαση Engel κ.α. κατά της Ολλανδίας της 8.6.1976 καθορίστηκαν τα κριτήρια για την ένταξη μιας υπόθεσης στην κατηγορία της κατηγορίας της ποινικής κατηγορίας, στη συνέχεια με την περίφημη απόφαση Zolotoukhine κατά Ρωσίας της 10.2.1999 του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, το ΕΔΔΑ προχώρησε σε νομολογιακά βήματα και πρόσφατα εκδόθηκε η σημαντική και ελληνικού ενδιαφέροντος απόφαση Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδος της 30.4.2015 [1] , που επιβεβαιώθηκε με την νεότερη απόφαση Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας της 9.6.2016 [2] . Η νομολογία του Στρασβούργου συμπληρώθηκε με την πιο πρόσφατη υποβληθείσα απόφαση Tarasov κατά Ουκρανίας της 16.6.2016.

Για να γίνει κατανοητή η επέκταση της αρχής ne bis in idem [3], πρέπει να αναφέρουμε στην παρούσα υπόθεση δύο λέξεις για την αρχή και τη νομολογία της. Η αρχή αυτή θεμελιώνεται στο άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο επικυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 1705 / 1987. Περιεχόμενα της είναι το δικαίωμα κάθε προσώπου να μην διώκεται ή να τιμωρηθεί ποινικά δύο φορές για την ίδια αδίκημα, για το οποίο έχει ήδη δικαστεί με αμετάκλητη ή καταδικαστική απόφαση.

Για την προστασία του κατηγορουμένου σημαντικό είναι στην προκειμένη θεμελιώδη αρχή να καθοριστεί η έννοια της ποινικής υπόθεσης. Και η έννοια αυτή καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο ή η ερμηνεία της αποτελεί δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου; Και εν τέλει στην έννοια των ποινικών υποθέσεων υπάγονται αυτές που αυστηρά οριοθετούνται ως τέτοιες από τις εθνικές εισαγγελικές αρχές  και που καθορίζεται η λειτουργική τύχη τους  από τους αντίστοιχους εθνικούς κώδικες ποινικής δικονομίας ή μπορεί το ΕΔΔΑ να διευρύνει αυτή την έννοια συμπεριλαμβάνοντες κι άλλες υποθέσεις ; Εύλογες ερωτήσεις που απαιτούν επίσης αντίστοιχες εύλογες απαντήσεις.

Κατ’ αρχήν για να κατανοηθεί η νομολογιακή προσέγγιση του Στρασβούργου, το Δικαστήριο αυτό προβαίνει σε αυτόνομη ερμηνεία της παραπάνω αρχής[4], αποσπώντας την πλήρως από τα πλαίσια των ορισμών των εθνικών νομοθεσιών και της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων. Έτσι οι έννοιες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αυτονομούνται και ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των γενικών αρχών που διατυπώνονται  στα πλαίσια της Σύμβασης[5].

Το Στρασβούργο όμως πλέον της αυτόνομης ερμηνείας της αρχής και των εννοιών θέσπισε τρία (3) κριτήρια με την σημαντικότατη απόφασή του Engel κατά Ολλανδίας[6]. Με τα κριτήρια αυτά προσδιορίζεται εάν μια υπόθεση έχει ποινικό χαρακτήρα ή όχι ώστε να ενταχθεί στο άρθρο 4 του 7ου πρωτοκόλλου και να εφαρμοστεί η αρχή ne bis in idem. To πρώτο κριτήριο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της υπόθεσης από το εθνικό δίκαιο. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν θεωρείται από το ΕΔΔΑ ως αποφασιστικής σημασίας, αλλά χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς για την περαιτέρω εξέταση της διάταξης. To δεύτερο κριτήριο είναι η φύση της παράβασης και το τρίτο κριτήριο είναι ο βαθμός αυστηρότητας της κύρωσης που επιβάλλεται. To δεύτερο και τρίτο κριτήριο δεν συντρέχουν σωρευτικά με το πρώτο αλλά είναι εναλλακτικά[7] ως προς αυτό, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και ο σωρευτικός χαρακτήρας τους. Η περίπτωση που σωρεύονται πάνω από ένα κριτήρια, είναι όταν δεν συνάγονται ασφαλή συμπεράσματα από ένα κριτήριο για την ύπαρξη κατηγορίας ποινικής φύσεως[8].

Το ΕΔΔΑ στα πλαίσια της αυτονομίας των εννοιών του άρθρου 4 απομακρύνθηκε νομολογιακά από τις κλασσικές έννοιες των εθνικών νομοθεσιών και νομολογιών. Ανέπτυξε έτσι με συνέπεια, σταθερότητα και με προσεκτικό τρόπο την προστατευτική εμβέλεια της αρχής ne bis in idem σε όλες τις υποθέσεις που έχουν ποινική χροιά. Ο ποινικός χαρακτήρας μιας υπόθεσης κτίστηκε νομολογικά στη βάση της ουσίας και του πυρήνα του δικαιώματος. Έτσι ο χαρακτηρισμός από την εθνική νομοθεσία ή νομολογία ενός προστίμου ως διοικητικού δεν εμπόδισε το Στρασβούργο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικά με ποινή ποινικού δικαστηρίου, αφού επιφέρει τα ίδια δυσμενή αποτελέσματα με τη ποινή ποινικού δικαστηρίου. Η επιβολή π.χ. ενός προστίμου 500.000 ευρώ για μια φορολογική παράβαση της τάξης των 100.000 ευρώ έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και αλλοιώνει τη κατάσταση του ενδιαφερομένου, αφού ουσιαστικά του “φυλακίζει” και ακυρώνει το μέλλον του. Έτσι αυτό το πρόστιμο κατά το ΕΔΔΑ αποτελεί ποινή υπό την έννοια του ποινικού δικαίου και η συνολική διοικητική διαδικασία επιβολής του προστίμου συνιστά στην ουσία ποινική διαδικασία επιβολής ποινής.

Στη περίφημη απόφαση Zolotoukhine αποτυπώνεται η αναπτυξιακή νομολογία του ΕΔΔΑ με σαφή τρόπο. Στην συνέχεια στην ελληνική υπόθεση Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδος της 30.4.2015 παγιώνεται η νομολογία με ρητό τρόπο. Στη υπόθεση αυτή (όπου συνενώθηκαν τρεις προσφυγές διαφορετικών προσφευγόντων) τα επιβληθέντα πρόστιμα από τη διοίκηση για τελωνιακές παραβιάσεις, χαρακτηρίζονται ως ποινικής φύσεως, η διαδικασία στα διοικητικά δικαστήρια ως ποινική διαδικασία και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν ότι η αρχή ne bis in idem απαγορεύει την τιμωρία δύο φορές (μέσω ποινικών δικαστηρίων αφενός (με ποινές φυλάκισης) και διοικητικών δικαστηρίων αφετέρου που επικύρωσαν τα πρόστιμα που επέβαλε η διοίκηση) για τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στον ίδιο τόπο και στον ίδιο χρόνο. Το συμπέρασμα για τον διάδικο είναι ότι το Στρασβούργο τον προστατεύει από διπλή καταδίκη για τα ίδια γεγονότα, ασχέτως από τον νομικό μανδύα που «φορούν» οι εθνικές νομοθεσίες στις καταδίκες τους. Το Στρασβούργο με δύο λόγια ουσιαστικοποιεί την επιβολή ποινών ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους και λογικοποιεί την παραλογία της κρατικής εξουσίας, περιορίζοντας την απληστία των πληθωρικών ποινών και κυρώσεων που τη χαρακτηρίζει, κυρίως με σκοπό την αύξηση των εσόδων της. Την απόφαση Καπετάνιος επιβεβαίωσε με κατηγορηματικό τρόπο πολύ πρόσφατα και η Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016, στην οποία αναφέρεται ότι και οι δύο διαδικασίες (διοικητική και ποινική) «αναφέρονται στην ίδια συμπεριφορά που σημειώθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα»[9]. Η μετατόπιση εδώ είναι ότι ο όρος «συμπεριφορά» είναι ακόμα ευρύτερος από τα ακριβή πραγματικά περιστατικά σε τόπο και χρόνο.

Τις νομολογιακές αυτές εξελίξεις συμπληρώνουν εντυπωσιακά δύο ακόμα πρόσφατες αποφάσεις. Η μία είναι η παρουσιαζομένη και η άλλη η απόφαση Mikhaylova κατά Ρωσίας της 19.11.2015[10], με την οποία το ΕΔΔΑ διεύρυνε την ομπρέλα προστασίας της ΕΣΔΑ ως προς το επίδικο ζήτημα, διαπιστώνοντας ότι το διοικητικό πρόστιμο ακόμα και όταν είναι πολύ μικρό ισοδυναμεί με ποινική κύρωση και εμπίπτει στην ομπρέλα προστασίας της Σύμβασης. Το αδίκημα για το οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο στην προσφεύγουσα (ρωσίδα χαμηλοσυνταξιούχο) ήταν η συμμετοχή της σε παράνομη δημόσια συνάθροιση εναντίον της οικονομικής πολιτικής και το επιβληθέν πρόστιμο  ήταν σχετικά χαμηλό. Παρ’ όλα αυτά το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αυτό είχε τιμωρητικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα, το οποίο είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των ποινικών κυρώσεων.

Με την παρούσα υπόθεση το Στρασβούργο κάνει ένα σημαντικό βήμα παραπάνω. Εδώ ο προσφεύγων εισβάλει στις 26.1.2002 σε ένα ουκρανικό μπαρ και όντας μεθυσμένος συμμετέχει σε ένα καυγά, στη διάρκεια του οποίου εξυβρίζει, απειλεί με σωματικές βλάβες το προσωπικό του μπαρ. Συλλαμβάνεται από την αστυνομία και του επιβάλλεται στις 1.2002 από το τοπικό δικαστήριο 5 ημερών διοικητική κράτηση για εξύβριση και απειλή σωματικών βλαβών κατά του προσωπικού του μπαρ, το οποίο τυποποιείται στο ουκρανικό δίκαιο ως “ήσσονος σημασίας παραβατικές πράξεις”. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη, αφού δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο. Στη συνέχεια ασκείται εναντίον του ποινική δίωξη για παραβίαση του άρθρου 294 § 4 του Ουκρανικού Ποινικού Κώδικα για “παραβατική συμπεριφορά με επιβαρυντικές περιπτώσεις” που περιελάμβανε ελαφρές σωματικές βλάβες  και φθορά ξένης ιδιοκτησίας που διέπραξε στις 26.1.2002 στο ίδιο μπαρ και στον ίδιο χρόνο. Καταδικάστηκε και για το αδίκημα αυτό μεταγνέστερα σε ποινή φυλάκισης. Το Στρασβούργο  λαμβάνοντας υπόψη του την φύση της επιβληθείσας διοικητικής κράτησης των 5 ημερών και της απειλούμενης στο νόμο κράτησης έως 15 ημερών, την θεώρησε  ως ποινική εξαιτίας της φύσης και της αυστηρότητάς της, παρότι το εθνικό δίκαιο την χαρακτήρισε ως διοικητική. Το Στρασβούργο προβαίνει σε μια διασταλτική ερμηνεία του όρου πραγματικά γεγονότα. Έτσι συμπεριλαμβάνει σε αυτά όλα τα γεγονότα που συνέβησαν σε χρονική αλληλουχία στον ίδιο τόπο και στον ίδιο ευρύτερο χρόνο. Εφόσον ασκήθηκε δίωξη και υπήρξε αμετάκλητη καταδίκη σε κύρωση ποινικής φύσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της από το εθνικό δίκαιο ή τα εθνικά δικαστήρια η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να επανέλθει με νέα ποινική δίωξη για άλλες προσβολές άλλων εννόμων  αγαθών. Και τούτο γιατί η αρχή ne bis in idem  που θεμελιώνεται στο άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιλαμβάνει στον όρο “παράβαση” του άρθρου 4 όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στο αυτό τόπο και χρόνο, ακόμα και σε επάλληλες στιγμές (του ίδιου ευρύτερου χρόνου). Η επικάλυψη του δικαιώματος αυτού, για τις ανάγκες της προστατευτικής εμβέλειας του άρθρου αυτού, αφορά το σύνολο της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου στο ίδιο τόπο και στον ίδιο χρόνο, η οποία θεωρείται ενιαία και μη δυνάμενη να διασπαστεί ή να διαιρεθεί, ανεξάρτητα αν αυτή η συμπεριφορά προσβάλει διαφορετικά έννομα αγαθά και ανεξάρτητα αν ασκήθηκε ποινική δίωξη μόνον για ένα μόνο μέρος των αδικημάτων. Εφόσον υπάρχει αμετάκλητη δικαστική απόφαση (έστω και για ένα μέρος των αδικημάτων που διεπράχθησαν), αυτή καλύπτει το σύνολο της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου που προσδιορίζεται από τον ίδιο χωροχρόνο, και δεν έχει σχέση με το μερικό ή ολικό της ποινικής δίωξης ή της επακόλουθης αυτής δικαστικής απόφασης.  Αν δηλ. διεπράχθησαν 5 αδικήματα από την ίδια συμπεριφορά του κατηγορουμένου στον ίδιο χρόνο και τόπο,  ασκήθηκε όμως ποινική δίωξη  και εξεδόθη αμετάκλητη απόφαση μόνο για ένα μέρος αυτών, το δεδικασμένο και η αρχή ne bis in idem καλύπτει κατά το Στρασβούργο το σύνολο της υπόθεσης και δεν μπορεί να διωχθεί ο ίδιος κατηγορούμενος για τα υπόλοιπα αδικήματα του ίδιου συμβάντος.

Είναι γεγονός ότι η υπόθεση αυτή αναπτύσσει ένα σημαντικό θεμελιώδες δικαίωμα, όπως αυτό του ne bis in idem σε αξιοζήλευτα επίπεδα και διαμορφώνει νέα υπερασπιστικά δεδομένα για τους κατηγορουμένους. Το Στρασβούργο με την απόφαση αυτή δικαιώνει το ρόλο που του έταξε η κοινωνία των ευρωπαίων πολιτών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή την προάσπιση και ανάπτυξη των ατομικών δικαιωμάτων. Πραγματικά μόνο έπαινος προσιδιάζει σε αυτή τη νομολογιακή κατεύθυνση του Στρασβούργου. Ας ευχηθούμε να υπάρξει και συνέχεια…

 

 

 

[1]. Βλ. σε ΝοΒ 2015, τομ. 63. 828 επ.. με σχόλιο Εβίτας Σαλαμούρα, σ. 845 επ.

[2]. Αριθ. προσφ. 66602/09 και 71879/12. Η υπόθεση αυτή θα δημοσιευτεί με σχόλιο στο επόμενο τεύχος του ΝοΒ.

[3] Ηλ. Αναγνωστόπουλος Ne bis in idem Ευρωπαϊκές και Διεθνείς όψεις, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ 2008, «Τα πολλαπλά τέλη για την λαθρεμπορία υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ», ΝοΒ 2011, σελ. 2273επ.

[4]. Με μοναδική εξαίρεση τις τυχόν υφιστάμενες επιφυλάξεις και δηλώσεις των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εν προκειμένω η χώρα μας δεν έχει διατυπώσει επιφυλάξεις στην αρχή αυτή.

[5]. Βλ. Zolotoukhine κατά Ρωσίας της  10.2.2009, § 52

[6]. Βλ. § 85 της «κλασσικής» πια απόφασης

[7]. βλ. Σ.-Η. Ακτύπης σε Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Διεύθ. Έκδοσης Λίνος – Αλέξανδρος Σισιλιάνος, εκδ. 2013, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 752

[8]. Βλ. Απόφαση ΕΔΔΑ Zolotoukhine κατά Ρωσίας της 10.2. 2009, § 52.

[9] . Βλ. § 44 της απόφασης αυτής.

[10] . Αριθ. προσφ. 46998/08, βλ. σε ΝοΒ 2016. 1008 επ.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες