Η υποχρέωση των Δικαστηρίων να διασφαλίζουν αποτελεσματικά την παράσταση και υπεράσπιση στη δίκη του κατηγορουμένου

Απόφαση:

Βαμβακάς κατά Ελλάδας, 9.4.2015, (Αριθ. Προσφυγής 2870/11), δημοσιευμένη στο ΝοΒ (2015) 63, σ. 850-560, με σχόλιο του Βασίλη Χειρδάρη

 

Περίληψη:

Το δικαίωμα παράστασης σε δικαστήριο και υπεράσπισης του κατηγορουμένου και η Απόρριψη αναίρεσης ως ανυποστήρικτης.  Το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να διασφαλίσει στην πράξη και με αποτελεσματικό τρόπο τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Παραβιάζονται τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα όταν έχει διορισθεί αυτεπαγγέλτως συνήγορος από τον Άρειο Πάγο για να υπερασπιστεί κρατούμενο κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού, και αυτός μη εμφανιζόμενος αναιτιολόγητα στη συζήτηση της αναίρεσης, το Δικαστήριο του ΑΠ απορρίπτει την αναίρεση ως ανυποστήρικτη.

Θετικές υποχρεώσεις και ενέργειες του Δικαστηρίου σε περίπτωση μη εμφανισθέντος αυτεπαγγέλτως διορισθέντος συνηγόρου αναιρεσείοντος. Στη περίπτωση αυτή ο Άρειος Πάγος έχει θετική υποχρέωση που ερείδεται στο άρθρο 6 §§ 1 και 3γ της ΕΣΔΑ, ώστε  ακόμα και εάν δεν κατατέθηκε οιαδήποτε αίτηση για αναβολή της συζήτησης ή ακόμα και αν το παραπάνω αίτημα προβλήθηκε με εσφαλμένο τρόπο να μην απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του προσφεύγοντος ως ανυποστήρικτη, αλλά να αναβάλλει την εκδίκασή της σε άλλη δικάσιμο προκειμένου να διορίσει άλλο συνήγορο για την υπεράσπιση του αναιρεσείοντος ή να υποχρεώσει τον αρχικώς διορισθέντα να εκπληρώσει την υποχρέωσή του.

Αποτελεσματική νομική συνδρομή. Κατά το  Στρασβούργο  η ΕΣΔΑ εγγυάται την προστασία των δικαιωμάτων, που δεν είναι θεωρητικά ή εικονικά, αλλά πρέπει να καθίστανται  αποτελεσματικά στην πράξη, ο δε τυπικός αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου δεν εξασφαλίζει από μόνος του την αποτελεσματικότητα της βοήθειας που θα μπορούσε να λάβει ο κατηγορούμενος,  ούτε  εξασφαλίζει ταυτόχρονα την αποτελεσματική παροχή νομικής συνδρομής. Συνεπώς το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν να επέμβουν όταν υφίσταται προφανής αδυναμία του διορισμένου από το Κράτος συνηγόρου για αποτελεσματική εκπροσώπηση του κατηγορουμένου.

Έναρξη εξάμηνης προθεσμίας για άσκησης προσφυγής σε ΕΔΔΑ.  Η προθεσμία των 6 μηνών αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων λαμβάνει επαρκή γνώση της αμετάκλητης απόφασης Εάν όμως ο προσφεύγων αναφέρει ως γνώση της απόφασης μια συγκεκριμένη ημερομηνία, την οποία δεν μπορεί να αποδείξει, τότε το Στρασβούργο  λαμβάνει υπόψη ως εναρκτήρια ημερομηνία αυτή της καθαρογραφής της αμετάκλητης απόφασης.

Εξάντληση των ένδικων μέσων. Η εξάντληση αυτών πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη ο προσφεύγων από τις επικαλούμενες παραβιάσεις . Στην προκειμένη υπόθεση ούτε η ποινική ή πειθαρχική δίωξη του δικηγόρου αλλά ούτε και η αγωγή αποζημιώσεως κατά αυτού ήταν δυνατόν να θεραπεύσουν το γεγονός ότι η αίτηση αναιρέσεως του προσφεύγοντος απερρίφθη ως ανυποστήρικτη από τον ΑΠ, γεγονός που την κατέστησε αμετάκλητη.

Καταδίκη της Ελλάδος  για παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3γ της ΕΣΔΑ. σε καταβολή 2.000 ευρώ στον προσφεύγοντα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (Άρθρα 6 §§ 1 και 3γ, 35§1 ΕΣΔΑ, 514 ΚΠΔ).

Σχόλιο:

Η υποχρέωση των Δικαστηρίων να εξασφαλίζουν αποτελεσματικά την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση της δίκης του κατηγορουμένου

Η αναθεωρημένη απόφαση του Στρασβούργου έχει εξαιρετική σημασία για την προάσπιση και προαγωγή του δικαιώματος του κατηγορουμένου αλλά και του προσφεύγοντος σε πρόσβαση και σε παράσταση στο Δικαστήριο είτε αυτό αφορά εθνικό δικαστήριο είτε αφορά το ίδιο το ΕΔΔΑ. Έτσι το Στρασβούργο υλοποιεί με δύο σκέψεις την πράξη την νομολογιακή κατεύθυνση του προνομίου της ΕΣΔΑ, που απαιτεί την προάσπιση και ανάπτυξη των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται και κατοχυρώνονται από το ΕΣΔΑ.

 

Ι. Η πρόσβαση και η παρατήρηση στο εθνικό δικαστήριο και οι αποφάσεις της ΑΠ που απορρίπτουν τις αναιρέσεις ως μη υποστηρικτές

Η πιο πάνω απόφαση υπερβαίνει την τυπικότητα των διατάξεων της ποινικής δικονομίας και υποδεικνύει στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας μας τη θετική υποχρέωση που απορρέει από το σκοπό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) για την αποτελεσματική διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου στην πράξη.

Θεωρεί δηλ. ότι η προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου απαιτεί την εγκατάλειψη των τυπικών θέσεων του εθνικού δικαστηρίου και την υιοθέτηση αυτών που εγγυώνται την πυρήνα του θιγόμενου δικαιώματος ώστε το τελευταίο να καταστεί πρακτικά αποτελεσματικό και να μπορεί να διεξαχθεί ουσιαστικά. Επιλέγει δηλαδή το ΕΔΔΑ, μεταξύ της μη τυπικής εφαρμογής της δικονομικής τάξης και της ουσιαστικής εξασφάλισης του δικαιώματος του κατηγορουμένου, (αναμφίβολα) το τελευταίο σε βάρος του πρώτου.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Στρασβούργο διερευνά μια υπόθεση, όπου το δικαστήριο του Αρείου Πάγου αρχικά εμφανίζεται να προβαίνει σε μια διαδικασία δικαστικής διαδικασίας, εφαρμόζοντας την ποινική διαδικασία σε ένα απολύτως τυπικό τρόπο. Δηλαδή ο Πρόεδρος του Ποινικού Τμήματος του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου εκφωνεί μια υπόθεση στην οποία ο Πρόεδρος δεν εμφανίζεται στο ακροατήριο για να υποστηρίξει την Αναίρεση του, ούτε εμφανίζεται να ζητήσει αναβολή ή να κρατήσει την υπόθεσή του. Έτσι το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτει την Αναίρεση ως ανυποψίαστη, εφαρμόζοντας το άρθρο 514 του ΚΔΔ.

Η υπόθεση αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο κατηγορούμενος ήταν στην κρατούσα φυλακή και δεν είχε οικονομική δυνατότητα να διορίσει δικηγόρο της επιλογής του. Ετσι ζητεί από τον Άρειο Πάγο να διορίσει αυτεπαγγέλτως τον ίδιο δικηγόρο για να υποστηρίξει την ήδη ασκηθείσα αναίρεσή του κατά της καταδικαστικής απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος είχε αποδεχτεί τον ορισμό του, και οι σχετικές κλήσεις για την συζήτηση είχαν προσβληθεί νόμιμα και εντός προθεσμίας. Ομοίως, κατά την εκδίκαση της ανακοπής στην ΑΠ ο ίδιος ο αντιπρόσωπος του appelπενός δεν εμφανίστηκε και ο ΑΠ, εν ευθέτω χρόνω, εφάρμοσε το άρθρο 514 του ΚΠΔ, απορρίπτοντας ως ανυπόστατη την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

Το δικαστήριο του Στρασβούργου ερμηνεύει ερμηνευτικά και, παρά την αρχή της νομιμότητας και της ευθυγράμμισης με την ΚΔΠ διαδικασία και την απόφαση του Αρείου Πάγου, διαπιστώνει παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3γ του ΕΣΔΑ.

Ειδικά αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία:

α) ότι δεν κατέχει κανένα ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την ένσταση ως ανυποψίαστης, η οποία καθίσταται ενδιάμεση, β) ο ανεξάρτητος μη εμφανισμένος στο ακροατήριο διορισμένος αυτεπαγγέλτως ο δικηγόρος του είχε διοριστεί από το ίδιο δικαστήριο, γ) τον τρόπο ενήργησε ο καταγγέλλων, υπέβαλε ρητή ένσταση για την εκδίκαση της υπόθεσής του και όχι απροσδόκητα να παραιτηθεί από την εκδίκαση της.

Ετσι έκρινε το ΕΔΔΑ ότι ο Άρειος Πάγος όφειλε να εξετάσει τα αίτια της μη εμφάνισης του ίδιου του ίδιου του ίδιου δικαστηρίου με τον διορισμένο σύμβουλο του προσφεύγοντος προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα δικαιώματα και οι συμφέροντες του αιτούντα είχαν προστατευθεί και έπρεπε να προβεί σε θετική ενέργεια με αναβολή της υποθέσεως προκειμένου να αποσαφηνιστεί η κατάσταση , αντί να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως ανυπόστατη, και ανεξάρτητα εάν έχει κατατεθεί ή όχι οποιαδήποτε αίτηση αναστολής της υποθέσεως ή αν η ως άνω αίτηση καταθέσεως ηκέ με εσφαλμένο τρόπο.

(Άρθρο 6 παρ. 1 του ΕΣΔΑ) και τα δικαιώματά του με δικαιολογημένη αξία (εκπρόσωποι ή με δικηγόρο) σε δίκη (άρθρο 6 § 1 του ΕΣΔΑ) και την εξασφάλιση του ουσιαστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου στην πρόσβαση σε δικαστήριο 1 και υπερασπίσειως του (άρθρο 6 § 3γ του ΕΣΔΑ), ακόμη και εις βάρος των γραμματικών διατυπώσεων του ΚΠΔ.

Η διασφάλιση της εκπροσώπησης στο δικαστήριο του κατηγορουμένου και της υπεράσπισής του δεν εξασφαλίζεται από τον τυπικό διορισμό του δικηγόρου, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, περιλαμβανομένων των δικαστηρίων, να ενεργούν ενεργά εφόσον διαπιστώνεται η παράλειψη του ομοσπονδιακού συμβούλου ή έχουν λάβει γνώση αυτής με οποιοδήποτε άλλο τρόπο 2 , κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί η παρουσία του μέσω της αντικαταστάσεως του δικηγόρου που αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ή με άλλ τρόπο. Κατά το Στρασβούργο η αρμόδια κρατική αρχή πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία 3 και να διαπιστώσει εάν η υπεράσπιση του κατηγορουμένου μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματική και συγκεκριμένη. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από το άρθρο 6 § 3γ του ΕΣΔΑ4 . Σε κάθε περίπτωση η ΕΔΔΑ αναφέρει παγίως ότι η προστασία των δικαιωμάτων δεν πρέπει να είναι θεωρητική ή εικονική, αλλά πρέπει να καταστεί αποτελεσματική και ουσιαστική στην πράξη. Εν προκειμένω, όπως η περιγράφει η δικονομική νομολογία του Στρασβούργου, η αβασάνιστη απόρριψη της ανακοπής λόγω απουσίας του κατηγορουμένου ως ανυποψίαστης, ιδίως όταν ο δικηγόρος έχει διοριστεί επαγγελματικά από το ίδιο δικαστήριο που εκδίδει την προαναφερθείσα απόφαση καθίσταται προβληματικός και δημιουργεί υπό προϋποθέσεις την ασυμβατότητα με την ομπρέλα προστασίας που θεσπίζει το δικαίωμα παραστάσεως σε δίκη και υπεράσπιση του κατηγορουμένου του άρθρου 6 παρ. 3γ της ΕΣΔΑ.

Και τίθεται το αυτονόητο ερώτημα διαβάζοντας την σχολιασμένη απόφαση. Μήπως η καταδίκη της χώρας μας για την εκδίκαση της εκκρεμής ενώπιον του ΚΣΠ αποτελεί μια υπερβολή του Στρασβούργου και αντίθετα με τη λογική και τη δικαστική πραγματικότητα; Και μήπως μια τυχόν ευθυγράμμιση της ΑΠ στην νομολογία αυτή θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα λύσει; Η απάντηση δεν προέρχεται μόνο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά από την ίδια την νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας και μάλιστα από δύο επαναλαμβανόμενες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η Ολομέλεια του ΑΠ τόσο στο μέ με αριθ. ΟΛΑΠ 3/1995 5 όσο και στην με αριθμ. ΟλΑΠ 4/1996 6 απόφασή της αναφέρει ότι στο άρθρο 514 ΚΔΔ ο νομοθέτης θεωρεί, και αυτό προκύπτει με σαφήνεια κατά του ΟΛΑΠ, « ότι ο κατηγορούμενος κατηγορούμενος ο οποίος κηρύχθηκε νομίμως και δεν εμφανίστηκε παραιτήθηκε από την αίτηση και παραιτήθηκε από αυτό , για το λόγο αυτό και δεν επιτρέπει την άσκηση ένδικου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης ούτε την άσκηση δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως διαδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη βούλησή του να μην απασχολήσει την δικαιοσύνη με διαμαρτυρία διαδίκου που εγκατέλειψε αυτοβοή ως την προσπάθεια ανατροπής της » 7 . Η απόφαση ΟΛΑΠ 4/1996 μάλιστα αναφέρει ότι η διάταξη του 514 ΚΠΔ καθιερώνειτεκμήριο παραιτήσεως από την αναίρεση. Η ανωτέρω διατύπωση αποτελεί και την αιτιολογική βάση 8 της διάταξης. Επομένως, δημιουργείται ένα τεκμήριο παραιτήσεως του αναιρεσείοντος από την ασκηθείσα αναίρεση, το οποίο όμως δημιουργεί αναπόσπαστο αποτέλεσμα και το μέσο αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί. Το δικαίωμα ακύρωσης του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο του ΑΠ και το δικαίωμα παραστάσεως στο ίδιο δικαστήριο ακυρώνονται.

Ο ίδιος ο Άρειος Πάγος αναπτύσσει το παραπάνω τεκμήριο παραιτήσεως αναφέρει ρητώς ότι ο απλός διάδικος « διαδηλώνει», λόγω της απουσίας του, την επιθυμία του να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο. Η βούληση του υπαίτιου όταν είναι εξωτερικευμένος με συγκεκριμένο τρόπο και προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλ. Όταν εξωτερικεύεται γραπτά και ρητά με την αίτηση προς τον Άρειο Πάγο για την εξουσιοδότηση του διορισμού του δικηγόρου για την υποστήριξη της Αναίρεσής του, υποδηλώνει ρητά τη βούλησή του να εκδικάσει την υπόθεση ο οποίος δεν επιλέγει αλλά διορίζει το Δικαστήριο που θα εκδικάσει την υπόθεση αυτεπαγγέλτως. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο αιτητής είναι κρατούμενος στις φυλακές και ότι ο δικηγόρος διορίστηκε από το προαναφερθέν Δικαστήριο, υποχρεώνει το τελευταίο, το οποίο θα εκδικάσει την υπόθεση,

Ο παρών λόγος ακυρώσεως έχει ως συνέπεια ότι η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να είναι προφανής, η επιδίωξη του τελεσίδικου λόγου της παραιτήσεως και η φερεγγυότητα του αναιρεσείοντος – μια εύκολη λύση για το Δικαστήριο, η οποία όμως αλλοιώνει την πραγματική βούληση του αναιρεσείοντος και καταστρέφει τα θεμελιώδη δικαιώματά του, παρεμποδίζοντας η απόφαση για την απόρριψη της ανακοπής ως ανυπόστατου παραβιάζει, όπως ορθώς έκρινε το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το άρθρο 6 §§ 1 και 3γ ης ΕΣΔΑ [1] , διάταξη που έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, και υπερισχύει σαφώς του εφαρμοσθέντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Επομένως τα ερωτήματα της παραγράφου 8 του σχολίου απαντώνται αρνητικά δεδομένου ότι η συνδυασμένη απόφαση των αποφάσεων της Ολομέλειας του ΑΠ και η σχολιασμένη απόφαση του ΕΔΔΑ οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Ανώτατο Ανώτατο Δικαστήριο οφείλει να προσεγγίσει θέματα ατομικών δικαιωμάτων κατά τρόπο ασφαλή για Αυτά και για την προάσπιση του πυρήνα τους και όχι με τυπικό μηχανιστικό τρόπο που καταλύει και εξαφανίζει με ευκολία τα θεμελιώδη δικαιώματα. Δεν μπορεί να είναι η τυπική και η εφαρμογή του ΚΔΔ να οδηγεί στην κατάργηση των ατομικών δικαιωμάτων όταν ο ίδιος ο σκοπός της ποινικής δικονομίας είναι η εξασφάλιση τους.

 

ΙΙ. Η πρόσβαση και η παράσταση στο ΕΔΔΑ. Εξασφαλιστικές προσεγγίσεις του Στρασβούργου για το δικαίωμα πρόσβασης σ ‘αυτό.

Το δικαστήριο του Στρασβούργου προβαίνει στην κατατεθείσα απόφαση με σαφέστερο τρόπο στην αποτύπωση της έναρξης της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 35 § 1 του ΕΣΔΑ εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η ατομική προσφυγή. Σύμφωνα με το κείμενο της Συμβάσεως, η προθεσμία των έξι μηνών αρχίζει από την ημερομηνία τελεσίδικης ισχύος της απόφασης, πράγμα που υποδηλώνει την αναγκαιότητα αυτής.

Όμως, η ΕΔΔΑ έχει διευρύνει νομολογιακά την έναρξη της προθεσμίας κατά τρόπο που να μπορεί ο προσφεύγων να ασκήσει την ατομική του προσφυγή κατά αποτελεσματικό και ουσιαστικό τρόπο. Αποκρυσταλλώνει την πάγια νομολογία του για την έναρξη της ανωτέρω σημαντικής προθεσμίας για τους υποψηφίους τοποθετώντας ως αρχή της   έναρξης της προθεσμίας κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών ή / και ο αντιπρόσωπός του λαμβάνουν επαρκή γνώση της δικαστικής απόφασης που είναι ανεξάντλητη σε εθνικό επίπεδο 9. Αν όμως ο αιτών αναφέρει στην ατομική προσφυγή του ότι έχει λάβει γνώση της απόφασης σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά δεν μπορεί να αποδείξει αυτό το επιχείρημα, το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη την ημερομηνία κατά την οποία η οριστική απόφαση καθαρίστηκε και κατατέθηκε, δηλαδή η ημερομηνία από την οποία ο αιτών να λάβει τα επικυρωμένα αντίγραφα της απόφασης 10 .

Στην σχολιασμένη απόφαση ο Άρειος Πάγος εξέδωσε την απόφαση στις 25.02.2010, η απόφαση αυτή καθαρίστηκε και αρχειοθετήθηκε στις 28.04.2010, ημερομηνία κατά την οποία ο υποψήφιος μπορεί να παραλάβει το αντίγραφο και να λάβει επαρκή γνώση αυτού. Ο αιτών υπέβαλε την προσφυγή του ενώπιον του ΕΔΔΑ στις 20.12.2010 ( σχεδόν οκτώ (8) μήνες μετά την καθαρογράφηση της υπόθεσης ), δηλώνοντας ότι έλαβε γνώση της απόφασης του Αρείου Πάγου για πρώτη φορά στις 18.10.2010, δηλ. την ημερομηνία της σφραγίδας του Δικαστηρίου, που υπήρχε στο κάτω μέρος της σελίδας 3 του επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης του Αρχιτέκτονα.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτών ήταν κρατούμενος στις φυλακές των Γρεβενών, έλαβε ως βάση της προθεσμίας των έξι μηνών την ημερομηνία που ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι έλαβε την πρώτη γνώση, ήτοι την αναφερόμενη στο πιστοποιημένο από το γραμματέα του ΑΠ αντίγραφο της απόφασης (18.10.2010 ).

Το ΕΔΔΑ προβαίνει σε μια ενδιαφέρουσα σκέψη που αφορά άλλο ένα κανόνα του παραδεκτού της ατομικής προσφυγής, του άρθρου 35 § 1 του ΕΣΔΑ, που αφορά την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.

Σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης, η εξάντληση των ένδικων μέσων και βοηθημάτων πρέπει να επιτρέπει την πραγματική αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων από τις επικαλούμενες παραβιάσεις 11. Η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτηση ότι ο αιτών δεν εξέτασε τα ένδικα μέσα αφού θα μπορούσε να στραφεί ποινικά, διωκτικώς και με την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά του δικηγόρου που διορίστηκε αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο για την εκπροσώπησή του και αυτός δεν δικαιολόγησε την εμφάνισή του στη δίκη αποτέλεσμα να απορριφθεί η αναίρεση ως ανυποστήρικτη. Η Στρασβούργο έκρινε ότι ούτε η ποινική ή πειθαρχική δίωξη του δικηγόρου ούτε η αγωγή αποζημιώσεως εναντίον του θα μπορούσαν να θεραπεύσουν το γεγονός ότι η αίτηση αναιρέσεως της προσφεύγουσας δεν είχε εξεταστεί από τον Άρειο Πάγο. Η απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως ως ανυπόστατη είναι αμετάκλητη και δεν μπορεί να προσβληθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

Συμπέρασμα. Η πρόσβαση στο Δικαστήριο και το δικαίωμα έκφρασης στο δικαστήριο και για προσωπική προστασία και / ή μέσω δικηγόρου αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η παρεμπόδιση αυτών αποτελεί παράβαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3γ του ΕΣΔΑ (αλλά και του άρθρου 14 §§ 1 και 3δ του ΔΣΑΠΔ). Για το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν αρκεί αυτό. Αναπτύσσει την προστατευτική οροφή του άρθρου 6 §§ 1 και 3γ με τέτοιο τρόπο ώστε να απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να προχωρούν με θετικό τρόπο στην αναζήτηση λύσεων προκειμένου να διασφαλίσουν κατά πρακτικό, αποτελεσματικό και ουσιαστικό τρόπο την εφαρμογή των προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Θα πρέπει να ακολουθήσουν τα Δικαστήρια μας μια τέτοια ποιοτική αναβάθμιση της ερμηνευτικής τους προσέγγισης;

 

 

 

 

  1. 1 . Το κείμενο της ΕΣΔΑ στο άρθρο 6 παρ. 3γ είναι λιγότερο ακριβές από το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Πολιτικές Δικαιώματα, το οποίο προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα « να παρίσταται στην δίκη ». Το κείμενο του ΔΣΑΠΔ παρουσιάζει ένα μη αμελητέο πλεονέκτημα της θεμελίωσης της παραστάσεως του κατηγορούμενου στην συζήτηση, εξασφαλίζοντας παράλληλα την υποχρεωτική συνδρομή του δικηγόρου.
  2. 2 . Απόφαση ΕΔΔΑ: Daud κατά Πορτογαλίας της 21.04.1998 § 38.
  3. 3 . Απόφαση ΕΔΔΑ ο.π .: § 40-42.
  4. 4 . Μεταξύ άλλων αποφάσεων ΕΔΔΑ: Ebanks κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 26.01.2010 § 73, Staroszczyk κατά Πολωνίας της 22.03.2007 §§ 121-122.
  5. 5 . ΠοινΧρ 1996. 815 επ. ιδίως δε σ. 816.
  6. 6 . ΠοινΧρ 1997. 201.
  7. 7 . ΠοινΧρ 1996. 816.
  8. 8 . Νικ. Ανδρουλάκη «ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» εκδ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2015, σ. 674.

[1] Βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Kremzow κατά Αυστρίας της 21.09.1993, σύμφωνα με την οποία η παράλειψη του αιτούντος να υποβάλει αίτηση για να εκπροσωπηθεί κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου δεν αποτελούσε παραίτηση και υπήρχε θετική υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει την παρουσία του.

 

  1. 9 . Αντί πολλών αποφάσεων ΕΔΔΑ: Κουκούρης κατά Ελλάδας της 16.09.2010 § 13, Koç και Tosun κατά Τουρκίας της 13.11. 2008, Σταυρινουδάκης κατά Ελλάδας της 29.10.2009 § 22 κ.α.
  2. 10 . Αποφάσεις ΕΔΔΑ: Çelik κατά Τουρκίας (Δεκέμβριος), αριθ. 52991/99, Παπαελάς κατά Ελλάδας [GC], αριθ. 31423/96, § 30.
  3. 11 . Αποφάσεις ΕΔΔΑ: Norbert Sikorski κατά Πολωνίας της 22.10.2009 § 108, Risker κατά Γαλλίας της 24.05.2005.

ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες