Η σχέση της διοικητικής με την ποινική δίκη, υπό το πρίσμα της αρχής ne bis in idem  και της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

Απόφαση:

Καπετάνιος και Λοιποί κατά Ελλάδας,  30.04.2015, (Αριθ. Προσφυγής 3453/12, 42941/12 και 9028/13), δημοσιευμένη στο ΝοΒ (2015) 63, σελ.828-849, με σχόλια της Εβίτας Σαλαμούρα

Περίληψη:

Ne bis in idem. Κατηγορία «ποινικής φύσεως» κατά την ΕΣΔΑ.- Η ύπαρξη ή όχι μιας «κατηγορίας ποινικής φύσεως» εκτιμάται επί τη βάσει τριών κριτηρίων, των λεγόμενων «κριτηρίων Engel»: α) το νομικό χαρακτηρισμό της παράβασης στο εθνικό δίκαιο, β) τη φύση της παράβασης, και γ) το βαθμό αυστηρότητας της «κύρωσης». Ο ποινικός χαρακτηρισμός μιας διαδικασίας εξαρτάται από το βαθμό της αυστηρότητας της επαπειλούμενης κύρωσης  και όχι από τη βαρύτητα της τελικώς επιβληθείσας. Τα κριτήρια αυτά είναι διαζευκτικά και όχι σωρευτικά.

Η επιβολή πολλαπλού τέλους για τη λαθρεμπορία αφορά κατηγορία ποινικής φύσεως  σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, δεδομένης της σοβαρής φύσης της παράβασης, του προληπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα της επιβληθείσας κύρωσης, της αυστηρότητας της επαπειλούμενης κύρωσης, αλλά και των σημαντικών επιπτώσεων των επιβληθεισών κυρώσεων  για τους προσφεύγοντες.

Η έννοια του Idem: To άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ απαγορεύει να διώκεται ή να δικάζεται ένα πρόσωπο δεύτερη φορά για την ίδια «παράβαση», εφόσον αυτή στηρίζεται σε ταυτόσημα πραγματικά περιστατικά (Ιdem factum). Τα πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να τελούν σε αλληλουχία μεταξύ τους, να εμπλέκεται σ’ αυτά το ίδιο πρόσωπο και να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στον τόπο και στον χρόνο.

H έννοια του bis. Για την ενεργοποίηση της αρχής ne bis in idem, απαιτείται άσκηση νέας δίωξης και η προηγούμενη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση να έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

 Η τήρηση της αρχής διασφαλίζεται, εάν ο ποινικός δικαστής αναστείλει τη δίκη μετά την έναρξη της διοικητικής δίκης και παύσει την ποινική δίωξη μετά την αμετάκλητη επικύρωση του διοικητικού προστίμου από τα διοικητικά δικαστήρια. Ομοίως, μετά την αμετάκλητη ποινική αθώωση, το διοικητικό πρόστιμο δεν θα έπρεπε να επιβάλεται διοικητικά, πολλώ δε μάλλον να επικυρώνεται από το διοικητικό δικαστήριο.

Η αρχή ne bis in idem δεν απαγορεύει κατ’ αρχήν τη σωρευτική επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής και χρηματικής ποινής, εφόσον επιβάλεται στα πλαίσια μίας ενιαίας δικαιοδοτικής διαδικασίας.

Αυτεπάγγελτη εξέταση του αμετακλήτου της ποινικής απόφασης από το Διοικητικό Δικαστή. Από τη στιγμή που γίνεται επίκληση ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου της πρώτης ποινικής δίκης, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει με δική του πρωτοβουλία την επίδραση που μπορεί να έχει η αθωωτική απόφαση στο πλαίσιο της εκκρεμούσας διοικητικής δίκης.

Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας ως διαδικαστική εγγύηση και ως στοιχείο της προσωπικότητας του προσφεύγοντος: Το τεκμήριο αθωότητας, ως διαδικαστική εγγύηση, αποτελεί έκφανση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ενώ ταυτόχρονα κατοχυρώνει το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου προσώπου. Εκείνο το οποίο διακυβεύεται, όταν ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία, είναι η φήμη του προσφεύγοντος και ο τρόπος με τον οποίο αυτό αντιμετωπίζεται.

Το τεκμήριο της αθωότητας είναι εκείνο που μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, επιτρέπει το σεβασμό της αθωότητας του ενδιαφερομένου απέναντι σε κάθε κατηγορία, της οποίας η βασιμότητα δεν έχει αποδειχθεί.

Οι όροι που χρησιμοποιούνται από την κρίνουσα αρχή είναι ζωτικής σημασίας κατά την εκτίμηση της συμβατότητάς της απόφασης  της με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου που επικυρώθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, για τις ίδιες πράξεις, για τις οποίες οι προσφεύγοντες είχαν αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, συνιστούσε παραβίαση του τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 § 2 ΕΣΔΑ)  και της αρχής ne bis in idem (άρθρο  4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ) και καταδίκασε την Ελλάδα. (Άρθρα 89, 97 § 3, 102 & 103 ΤελΚ, 5 § 2 ΚΔΔ, 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ & 6 § 2 ΕΣΔΑ).

 

Σχόλιο:

Η σχέση της διοικητικής με την ποινική δίκη, υπό το πρίσμα της αρχής ne bis in idem   και της αρχής της υπόνοιας της αθωότητας

Πολύ σημαντική είναι η αναλυτική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά της Ελλάδας, δεδομένου ότι το ΕΔΔΑ πρόκειται να τοποθετηθεί επί ενός τόσο σημαντικού ζητήματος, δηλαδή της σχέσης μεταξύ διοικητικής και ποινικής διαδικασίας, όταν πρόκειται να θεωρηθούν ταυτόσημα ή ουσιαστικά ίδια πραγματικά περιστατικά.

Μέχρι σήμερα κατά την κρατούσα στην ελληνική νομολογία [1] άποψη, η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους αντιμετωπίζεται ως αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία . Η δικαστική αρχή, όταν κρίνει ότι έχει διαπράξει διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε προηγούμενη σχετική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, η οποία έκρινε βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών, εκτός από την περίπτωση (δεσμεύεται ως προς την ευθύνη του δράστη) αλλά υποχρεούται απλώς να λάβει υπόψη κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του [2] . Η παρούσα νομολογία αντιμετωπίζει αντίθετη άποψη, η οποία προσεγγίζει το θέμα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [3] .

Αποτέλεσμα της πρακτικής των ελληνικών δικαστηρίων ήταν σε πολλές υποθέσεις να παρατηρηθεί το ακόλουθο ανορθολογικό φαινόμενο: Για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δηλαδή για την ίδια αδίκημα (π.χ. παράνομη διακίνηση κ.λπ.), ο δικαστής πρέπει να διωχθεί τόσο ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων όσο και αθωώνεται αμετάκλητα, όσο και ενώπιον των διοικητικών αρχών και δικαστηρίων, όπου διαπιστώνεται ρητά και χωρίς καμία επιφύλαξη ότι διαπράχθηκε η αδίκημα για την οποία έχει κληθεί να καταδικαστεί και να υποχρεωθεί να καταβάλει υπερβολικά χρηματικά ποσά. Από την άλλη πλευρά, η επικύρωση των επιβληθέντων πολυάριθμων τελών λόγω της παράλληλης ποινικής διαδικασίας οδηγεί σε επιβολή κυρώσεων, οι οποίες προστίθενται στις ποινές που επιβάλλονται από τα ποινικά δικαστήρια, αποβαίνουν εξαντωτικές και ως εκ τούτου αναποτελεσματικές για τους ενδιαφερομένους [4].

Με την κρίσιμη, πολύ σημαντική απόφαση του ΕΔΔΑ, κρίθηκε ότι η αυτοτέλεια, δηλαδή η επιβολή διοικητικού επιπέδου που έχει επικυρωθεί από τα διοικητικά δικαστήρια και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, για τις ίδιες ακριβώς πράξεις, για τους οποίους οι αιτούντες είχαν πάρει την αθωωτική απόφαση του ποινικό δικαστήριο, παραβίασε την αρχή ne bis σε idem (άρθρο 4 του 7 ου Πρωτοκόλλου Της ΕΣΔΑ), καθώς και το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 παρ.2 ΕΣΔΑ) και καταδικάστηκε η Ελλάδα.

Η υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας δίνει πλέον σαφείς λύσεις όσον αφορά τη σχέση των δύο διαδικασιών (διοικητική και ποινική), οι οποίες έχουν ιδιαίτερη αξία και επιπτώσεις στην εσωτερική έννομη τάξη και μάλιστα για όλες εκείνες τις αδικίες, όπως η παράνομη διακίνηση, οι οποίες το ελληνικό νομικό σύστημά μας έχει τόσο ποινικό αδίκημα όσο και διοικητική παραβίαση.

Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, στις περιπτώσεις που τα δύο δικαστήρια (ποινικό-διοικητικό) καλούνται να κρίνουν επί ταυτόπων πραγματικών περιστατικών ή κατ ‘ουσίαν ίδιων, όταν η διαδικασία ολοκληρώνεται με την παραπομπή σε αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση, η άλλη θα πρέπει παύει. Άλλως, α) όταν εκδόθηκε αμετάκλητη ποινική απόφαση (αθωωτική ή καταδικαστική), δεν θα πρέπει να επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο ή αν έχει επιβληθεί στα διοικητικά δικαστήρια θα πρέπει να ακυρώσει, β) όταν η διοικητική διαδικασία εκκρεμεί και η ποινική διαδικασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί ο ποινικός δικαστής πρέπει να αναστείλει την ποινική δίωξη και να ολοκληρώσει τη διοικητική διαδικασία, ανεξάρτητα από την επικύρωση ή μη διοικητικού ποινή, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη.

 

Ι. Η αρχή ne bis in idem (Άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ)

Το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνει την απαγόρευση δεύτερης δίκης ή ποινής, του ιδίου προσώπου, για την ίδια πράξη για την οποία έχει ήδη κληθεί να καταδικαστεί ή να καταδικαστεί οριστικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους .

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής αυτής και προέβη σε εξέταση τριών στοιχείων, των οποίων η συνολική συνδρομή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενεργοποιήθηκε και εφαρμόστηκε η αρχή ne bis in idem στις υπό κρίση υποθέσεις:

 

α) Η «Ποινική φύση» της διοικητικής κυρώσεως. Το πρώτο μεγάλο ζήτημα που απασχολήθηκε στο Δικαστήριο στην υπόθεση Καπετάνιος αφορούσε το αν οι πολλαπλές διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στους προσφεύγοντες μπορούσαν να υπαχθούν στο προστατευτικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, δηλαδή κατά πόσον αυτές αποτελούσαν κατηγορία «ποινικής φύσεως», όπως το ίδιο το γράμμα της διάταξης αυτής, απαιτεί η νέα δίωξη ή καταδίκη να είναι «ποινική», κατά την αυτόνομη έννοια που υιοθετεί το ΕΔΔΑ κατά το άρθρο 6 παρ.1 του ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ καταρχήν επανέλαβε την πάγια νομολογία του, η οποία έχει ήδη εισαγάγει στην νομολογία από το 1976 [5] , και σημείωσε ότι προκειμένου να διαπιστωθεί η ποινική ή μη ύπαρξη μιας παράβασης, πρέπει να εξεταστούν τρεις βασικοί κριτές, τα κριτήρια Engel: α) η νομική περιγραφή της παράβασης στην εθνική νομοθεσία, β) η ίδια φύση της παραβάσεως, και γ) το βαθμό αυστηρότητας της «κύρωσης». Τα ανωτέρω κριτήρια κατά την ΕΔΔΑ, εφαρμόζονται διαζευκτικά και όχι απαραίτητα σωρευτικά. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η υιοθέτηση μιας σωρευτικής προσέγγισης σε περίπτωση που η χωριστή ανάλυση κάθε κριτηρίου δεν επιτρέπει την εξαγωγή σαφούς συμπεράσματος ως προς την ύπαρξη μιας κατηγορίας ποινικού χαρακτήρα [6] .

Περαιτέρω, για να καταλήξει στο Δικαστήριο του Στρασβούργου, ότι η επιβολή των πολλαπλών τελών εμπίπτει στο «κατηγορίας της ποινικής φύσεως», επικαλέστηκε την προγενέστερη απόφαση της Ελλάδας Μαμιδάκης κατά Ελλάδας. [7]Με την τελευταία αναγνωρίστηκε ρητώς το ποινικό χαρακτήρα των διοικητικών κυρώσεων για την παράνομη εμπορία. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, το τέλος που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα πολλαπλό αποτελεί διοικητική ποινή επιβαλλόμενη από διοικητικό όργανο και δεν χαρακτηρίζεται ως ποινική κύρωση, το άρθρο 6 της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται, λόγω της σοβαρότητας την καταχρηστική και κατασταλτική φύση της επιβληθείσας κυρώσεως, το ύψος του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες και τις σοβαρές επιπτώσεις της κυρώσεως αυτής για αυτούς [8] .

Το Δικαστήριο όμως δεν αρκέστηκε στην απλή επίκληση της προαναφερθείσας απόφασης, αλλά προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω, εξετάζοντας το τρίτο κριτήριο Engel, δηλαδή τη σοβαρότητα της κυρώσεως, επισημαίνοντας ότι σημασία για την ποινικοποίηση ενός πράγματος δεν έχει η τελική επιβολή κυρώσεων, αλλά αυτή που απειλείται από το νόμο. Επομένως, η επιβολή της προβλεπόμενης ποινής αποτελεί «ένα πρόσφορο στοιχείο», χωρίς όμως να μειώνεται το αρχικό κίνητρο », δηλαδή η πιθανότητα να έχει επιβληθεί η βαρύτερη προβλεπόμενη ποινή [9] .

Κατά συνέπεια, κατά την έννοια της ποινικής κατηγορίας, τα υπερβολικά πολλαπλά τέλη που επιβάλλονται στις περιπτώσεις εμπορίας ναρκοπεδίων, αν και προέρχονται από τον διοικητικό μηχανισμό επιβολής κυρώσεων και από τις διοικητικές δικαστικές αρχές, έχουν επίσης ποινικό χαρακτήρα. [10]

 

β) Η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών ή πραγματικών περιστατικών που έχουν την ίδια αξία (idem factum)

Μετά την εκδίκαση του ποινικού χαρακτήρα της διοικητικής διαδικασίας, το ΕΔΔΑ εξέτασε κατά πόσον πληρούνταν το στοιχείο του νόμου.

Το ΕΔΔΑ υιοθέτησε το κριτήριο που είχε εισαγάγει στην νομολογία του με την απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης στην υπόθεση Zolotoukhine κατά Ρωσίας της 10.02.2009 και επανέλαβε ότι για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem η παράνομη αδίκημα θα πρέπει να απορρέει από ταυτόσημα ή ουσιαστικά ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά της αρχικής ποινικής δίωξης. Διευκρίνισε ότι οι κρίσιμες πραγματικές περιστάσεις πρέπει να συνιστούν την αλληλουχία συγκεκριμένων γεγονότων στις οποίες εμπλέκεται το ίδιο πρόσωπο και τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους κατά χρόνο και τόπο [11] .

Η νομολογία αυτή καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ασύγκριτα πιο εύκολο σε σχέση με το παρελθόν [12] . Έτσι, όταν το διοικητικό δικαστήριο καλείται να κρίνει ταυτόσημα πραγματικά περιστατικά, με τα στοιχεία που κρίθηκαν από το ποινικό δικαστήριο, η αρχή ne bis in idem εφαρμόζεται πάντοτε (ανεξάρτητα από άλλα στοιχεία π.χ. βαθμός δόλου, φύση και βαρύτητα της εγκριτικής πράξης, με κάθε διάταξη κοινωνικό αγαθό κ.λπ.), υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι η διοικητική διαδικασία έχει ποινικό χαρακτήρα [13] .

γ) Απόφαση (είτε αθωωτική ή καταδίκη) με την οποία κρίθηκε αμετάκλητα η ποινική ευθύνη των ενδιαφερομένων.

Κατά την εκδίκαση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, η αρχή εκκαθαρίζεται όταν κινείται νέα δίωξη, ενώ έχει ήδη προηγηθεί ποινική απόφαση ανεξάρτητα από τη φύση της (αθωωτική ή καταδικαστική), η οποία έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

Για τις ανάγκες του αρ. 4 του 7 ου Πρωτοκόλλου ενδιαφέρει ΜΟΝΟ το η αμετάκλητη περάτωση Της Πρώτης διαδικασίας ΚΑΙ Όχι το η κατάληξή Της, δηλαδή αν έχει εκδοθεί καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Αφετέρου, η δεύτερη δίωξη δεν μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη, δεδομένου ότι το σημαντικότερο είναι ότι ο άνθρωπος διώκεται δεύτερη ( bis ) φορά για τις ίδιες ακριβώς πραγματικές περιστάσεις για τις οποίες έχει ήδη ολοκληρωθεί η μία ποινική διαδικασία εις βάρος του και έχει κριθεί η ποινική ευθύνη του ενδιαφερομένου.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σε αντίθεση με την μέχρι σήμερα νομολογία του Στρασβούργου [14], έρχεται η σκέψη του Δικαστηρίου σχετικά με το διαδικαστικό ζήτημα της αποδεκτής προσκόμισης ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου της ποινικής απόφασης. Σύμφωνα με την ΕΔΔΑ, ο διοικητικός δικαστής υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την αναστολή της ποινικής απόφασης.

Ότι, σε ορισμένες δίκες, οι αιτούντες δεν επικαλέσθηκαν δικαιολογημένα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων τις ακυρωτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων και ότι αυτές οι δικαστικές αποφάσεις είχαν καταστεί οριστικές, έκρινε ότι, από τη στιγμή που γίνεται προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δικαστήριο της πρώτης ποινικής δίκης, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει με δική του πρωτοβουλία (αυτεπαγγέλτως), αφενός, αν αυτό έχει καταστεί οριστικό και, αφετέρου, την επιρροή που μπορεί να έχει να έχει πρόσβαση στην εκκρεμούσα διοικητική διαδικασία. Άλλως, η μη λήψη υπόψη της πρώτης ποινικής δίκης θα επέτρεπε σκόπιμα μια κατάσταση στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, η οποία θα μπορούσε να παραβιάσει την αρχή ne bis in idem.

Η σκέψη αυτή του Δικαστηρίου θα ήταν σύμφωνη με το πνεύμα των καταδικαστικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ εις βάρος της χώρας μας για τυπολαϊκές πρακτικές των ελληνικών δικαστηρίων [15] .

Ο δικαστής του Στρασβούργου προτείνει δύο λύσεις για να γίνει η αρχή αρχή ne bis in idem :

α) Η συνολική επιβολή χρηματικών ποινών σε συνάρτηση με την ενιαία δικαιοδοτική διαδικασία. [16]

β) είτε την ακύρωση της δεύτερης διαδικασίας όταν η πρώτη διαδικασία καθίσταται ανα- ληπτική (οποιαδήποτε και αν είναι αυτή). Δηλαδή, α) όταν η ποινική δίωξη δεν έχει ολοκληρωθεί κατά την έναρξη της διοικητικής διαδικασίας, το ποινικό δικαστήριο οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία και, στη συνέχεια, όταν η διαδικασία στα διοικητικά δικαστήρια ολοκληρώνεται με οριστική απόφαση, οφείλει να παύσει την άσκηση της ποινικής δίωξης β ) όταν η οικεία διαδικασία έχει ολοκληρωθεί αμετάκλητα στα ποινικά, το τέλος δεν θα πρέπει να επιβληθεί διοικητικά και σε κάθε περίπτωση αν έχει ήδη επιβληθεί δεν θα πρέπει να επικυρωθεί από το διοικητικό δικαστήριο.

 

ΙΙ. Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας – 6αρ.2 της ΕΣΔΑ

Για να καταλήξει σε παραβίαση της υπόνοιας της αθωότητας, εξέτασε κατά πόσον τα τρία προϋπάρχοντα κριτήρια, τα οποία έχουν διατυπωθεί από την μέχρι τούδε νομολογία του ΕΔΔΑ:

 

α) Η ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της κύριας ποινικής διαδικασίας και της μεταγενέστερης διοικητικής. Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει επανειλημμένα ότι η ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της ποινικής και της μη ποινικής διαδικασίας που υφίσταται όταν τα πραγματικά περιστατικά ή οι συμπεριφορές που έχουν καταλογισθεί στη μη ποινική διαδικασία είναι ουσιαστικά ταυτόσημα με το αντικείμενο της προηγούμενης ποινική δίκη, όπως εν προκειμένω. Σε περίπτωση καταφατικής περίπτωσης, η δικαστική κρίση θα παραβιάσει το άρθρο 6 παρ. 2, εάν αγνοούν την προηγούμενη αθώωση του κατηγορουμένου [17] .

 

β) Η αθωωση από το ποινικό δικαστήριο. Ήδη στην απόφαση Κωνσταντίς κατά Ελλάδας [18] , στην οποία αναφέρεται το ΕΔΔΑ, έγινε δεκτό ότι «ως διαδικαστική εγγύηση το τεκμήριο της αθωότητας αποτελεί έκφανση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ενώ παράλληλα κατοχυρώνει την τήρηση της τιμής και της αξιοπρέπειας του». Υπό το νέο αυτό σημείο, το άρθρο 6 παρ.2 του ΕΣΔΑ, το οποίο υπερβαίνει το διαδικαστικό χαρακτήρα του, δηλαδή η εξασφάλιση της διαδικασίας του κατηγορουμένου, πριν από την οριστική και νόμιμη ή την ποινική ευθύνη του, ο αθωωτικός αυτός αποκλεισμός αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητας του , η οποία συνοδεύεται από την αρχή και οφείλει να γίνεται σεβαστή από τις κρατικές αρχές πέραν των στενών ορίων της ποινικής διαδικασίας στις δίκες που ακολουθούν [19]. [19] Η απαγόρευση της αστικής ευθύνης του κατηγορουμένου απαιτεί την προηγούμενη αθωίωση [20] του κατηγορουμένου, η οποία θα έχει αποφασιστική σημασία για την άσκηση της ποινικής ευθύνης του ενδιαφερομένου .

 

γ) Η θέση σε αμφιβολία της αθωωτικής απόφασης από τους όρους και τις εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από τη διοικητική απόφαση. Το κρίσιμο στοιχείο για το Δικαστήριο της Στρασβούργου όσον αφορά τον ουσιαστικό έλεγχο της παραβίασης της υπόνοιας της αθωότητας είναι οι όροι και οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας που ακολουθεί το ποινικό και το πλαίσιο έκφρασής τους και κατά πόσο οι όροι αυτοί θέτουν σε αμφισβήτηση την αθωωτική απόφαση.

Στις υποκείμενες υποθέσεις που κλήθηκαν να εξετάσουν το ΕΔΔΑ, αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις εμπορίας παράνομων εμπορευμάτων, όπου η συνιστώσα της συμπεριφοράς της εγκληματικής πράξης αντιστοιχεί πλήρως προς τη διοικητική παράβαση, τόσο βάσει των αντικειμενικών στοιχείων της όσο και κατά των υποκειμενικών στοιχείων της , ο κατηγορούμενος από την κατηγοριοποίηση της παρανομίας από το ποινικό δικαστήριο και ο χαρακτηρισμός του ίδιου προσώπου ως «δράστης» της αντίστοιχης διοικητικής παραβάσεως από τα διοικητικά δικαστήρια αποτελούν μονοκατοικία ως προς την καταγωγή του η παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας. Στην περίπτωση αυτή, παραβιάζεται με αντικειμενικό τρόπο το τεκμήριο αθωότητας, δεδομένου ότι αυτή καθεαυτή η εκδίκαση της δευτερογενούς δίκης θα αποτελούσε παραίτηση της κατηγορίας του κατηγορούμενου στο προηγούμενο ποινικό δικαστήριο. [21]

 

ΙΙΙ. Συνέπειες της απόφασης για την Ελλάδα

Μετά την απόφαση Καπετάνιος κατά Ελλάδας, δεν παραλείπονται άλλα περιθώρια στον Ελληνα Δικαστή. Η εναρμόνιση του ελληνικού νομικού συστήματος προς τις απαιτήσεις του ΕΣΔΑ, καθίσταται πλέον επιτακτική ανάγκη.

Ο Έλληνας δικαστής ως σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καλείται να προσαρμόσει την ελληνική νομοθεσία στην νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, έστω και αν έχει παραταθεί πολύ, και να εγκαταλείψει «τις καθιερωμένες νομικές παραδόσεις στην εσωτερική έννομη τάξη» [22] , τα οποία απαράδεκτα επικαλούνται για να απαλλαγούν από τις διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει [23] .

Διαφορετικά, μετά το νομολογιακό προηγούμενο που δημιούργησε ο Καπετάνιος κατά Ελλάδας ο αριθμός των υποθέσεων που θα υποβληθούν στην ΕΔΔΑ θα είναι δραματικός και η καταδίκη της χώρας μας σε όλα αυτά.

Σημειώνεται ότι η απόφαση αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις υποθέσεις που αντιμετωπίζει ο ελληνικός νομοθέτης τόσο ως ποινική αδίκημα όσο και ως διοικητική παράβαση (π.χ. παραβάσεις του τελωνειακού κώδικα, φορολογικές παραβάσεις, παραβιάσεις της Πολεοδομικής Νομοθεσίας, νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού κ.λπ.)

Η σχολιασμένη απόφαση αποκαθιστά στα νομικά θέματα της χώρας μας θεμελιώδη νομικά μέσα όπως το ne bis in idem και το τεκμήριο αθωότητας, τα οποία παραβιάζονται συστηματικά από την μη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Συμβάσματος των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λόγω εσφαλμένης νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων.

Η ομόφωνη καταδίκη της χώρας μας, στην απόφαση αυτή, οφείλει να σηματοδοτήσει στις ελληνικές νομοθετικές και νομολογιακές πράξεις τις αναγκαίες αλλαγές προκειμένου να αποκατασταθούν αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα, η παραβίαση των οποίων πλήττει πολλούς συντρόφους μας, που έχουν υποστεί οικονομική και κοινωνική καταστροφή, λόγω της μη λογικής αντιμετώπισής τους μέσω αντιφατικών αποφάσεων και σε πολλές περιπτώσεις λόγω διπλών καταδίκων (ποινικών και διοικητικών).

Σε κάθε περίπτωση, η αποκατάσταση των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί δικαίωμα των ελληνικών δικαστηρίων αλλά θεσμική υποχρέωση [24] .

 

 

 

 

 

[1] ΣτΕ 1741/2015 (Ολομ), 1713/2014, 4662/2012 (σχετικά με την ανεξαρτησία της πειθαρχικής διαδικασίας έναντι της ποινικής) 3921/2012, 2067/2011 7μ., 1522 / 20107μ, 1734/2009, 823 / 2009, 1242/2005, 990/2004 Ολομ., 3611/2003.

[2] Άρθρο 5 παράγραφος 2 ΚΔΔ

[3] μειοθεί. γνώμες στα ΣτΕ 1741/2015, 2067/11, 1522/2010, 1734/2009 και 3182/2010 ΣΤΕ, (Β Τμήμα), βλ. Κοφίνη Στ ., Διοικητικές κυρώσεις-σχέση διοικητικής και ποινικής δίκης, www.constitutionalism.gr, 151/2010 Διοικητικό Εφετείο Κομοτηνής, Νο. 2010, σελ. 1273 με σχόλιο Κ. Π. Σαμαρτζή

[4] Η. Αναγνωστόπουλος, Τα πολλαπλά τέλη για την παράνομη εμπορία υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ (αναφορικά με τα ΣτΕ 3182/2010 και 2067/2011), ΝοΒ (20011), τεύχος 10, τόμος 59, 2282

[5] Engel κατά Ολλανδίας, 8.06.1976, σκέψ. 80-82

[6] Τα κριτήρια αυτά υιοθετούνται και από το ΔΕΕ, βλ. σχετ. Hans Akerberg Franson C-6117, 26.02.2013, ΔΕΕ μειζ συνθ. της 5.06.2012, C-489/2010 Bonda, σκέψ. 37, σκέψ. 73 της σχολιασμένης απόφασης, όπου η ΕΔΔΑ υπογράμμισε τη σύγκλιση της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ.

[7]   35533/04, 11.01.2007, παρ. 20-21, βλ.και Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδας, απόφαση της 24.09.1997, Χατζηνικολάου κατά Ελλάδας, 33997/06, 21.02.2008, παρ. 19-20, Γιαννετάκης κατά Ελλάδας, 29829/05

[8] Υπόθεση Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, Ποινικό Νο 7/2007, με σχόλια Σ. Τρεκλή, σελ.855-861

[9] Zolotoukhine κατά Ρωσίας (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης) της 10.02.2009, παρ.56

[10] Το ελληνικό δικαστήριο αμφισβητεί την ποινική φύση της διοικητικής διαδικασίας επιβολής πολλαπλού τέλους, εμμένοντας στην αντισταθμιστική λειτουργία του πολλαπλού τέλους, συνιστάμενη στην αναπλήρωση των διαφυγόντων φόρων, αλλά και στην κάλυψη όλων των κρατικών δαπανών για τον εντοπισμό της παραβατικής συμπεριφοράς που επιτρέπει την απονομή σημαντικών οικονομικών ωφελημάτων για τον παραβάτη.

[11] Σκέψ. 64 της σχολιασμένης απόφασης

[12] βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, Oliveira κατά Ελβετίας, 30.07.1998, παρ.27, που ακολουθήθηκε το κριτήριο της νομικής χαρακτηρισμού του πράγματος, Fischer κατά Αυστρίας, 29.05.2001, παρ.25, όπου ακολουθήθηκε το κριτήριο των ουσιωδών στοιχείων.

[13] Π. Βογιατζής, Η σχέση της πειθαρχικής με την ποινική δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΕΣΔΑ, στο «Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Συμβούλιο της Επικρατείας σε διαρκή διάλογο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013

[14] βλ. αποφάσεων ΕΔΔΑ, Tomasovic κατά Κροατίας, 18.11.2011 Zigarella κατά Ιταλίας, 3.10.2002, σύμφωνα με τις οποίες εκτός εάν ο αιτών αποδείξει ότι υπέστη ζημία, μόνο οι διώξεις που διατάσσει ενώ οι αρχές γνωρίζουν την προηγούμενη άσκηση άλλων διώξεων ή την προηγούμενη καταδίκη συνιστούν παραβίαση της αρχής  ne bis in idem .

[15] Μαριαλένα Τσίρλη, «Οι αναχρονισμοί στην ερμηνεία των δικονομικών κανόνων των εθνικών δικαστηρίων και ο διορθωτικός ρόλος του ΕΔΔΑ», Νο. 57. 1945 επ., Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας της 14.12. 2006 (αριθ. Προσφ. 77574/01) ΝοΒ 55. 206 επ., Με σχόλιο Βασίλης Χειρδάρη, Λιοναράκης κατά Ελλάδας της 05.07.2007 (αριθ. Προσφ. 1131/2005) Νο. 55. 2212 επ., Με σχόλια Μ. Μαργαρίτης, Ρουμελιώτης κατά Ελλάδας της 15.10.2009 (αρ. 53361/07) ΝοΒ 57. 2245 επ., Με σχόλιο Σπ. Γλεντζής, Δημόπουλος κατά Ελλάδας (αριθ. 34198/07), της 7.01.2010, τόμος 2010, τεύχος 1, σ. 426επ., Με σχόλιο της υπογράφουσας.

[16] Σύμφωνα με την α.ν. 2081/1939, η σχετική αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών να επιβάλει τελωνειακό πρόστιμο είχε καταργηθεί και η επιβολή κυρώσεων είχε ανατεθεί εξ ολοκλήρου στα ποινικά δικαστήρια. Βλ. Η. Αναγνώστουλος, οπ.π.

[17]    Leutscher κατά Ολλανδίας, 26.03.1996, Rushiti κατά Αυστρίας, 21.03.2000, Π. Βογιατζής, Το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 παράγραφος 2 ΕΣΔΑ), στην «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ ‘άρθρο», Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 259

[18] Κώνστας κατά Ελλάδας, 24.05.2011, ΝοΒ (2011), σελ.1372 επ. με σχόλια Β. Χειρδάρη

[19] Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, ΝοΒ (2008), σελ. 457,

[20] Στην έννοια της αθώωσης εντάσσεται και η παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής, βλ. Παραπονιάρης κατά Ελλάδας, 42132/06, 6.04.2009, ΝοΒ (2009), σελ.173 επ., με σχόλιο Β. Χειρδάρη

[21] Π. Βογιατζής, οπ.π.13

[22] ΣτΕ 2067/2011, σκεψ. 44 της σχολιαζόμενης απόφασης

[23] Χαρακτηριστική είναι η σκέψη του Δικαστηρίου στην παρ. 70, όπου το ΕΔΔΑ αντικρούει το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι ο νομοθέτης «δεν μπορούσε» να διανοηθεί, όταν κύρωσε την ΕΣΔΑ και ακολούθως το 7ο Πρωτόκολλο, ποιά θα ήταν η εξέλιξη της νομολογίας του ΕΣΔΑ σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 και 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, σημειώνοντας ότι τα κριτήρια Engel, επί τη βάσει των οποίων  κρίνεται ο χαράκτηρας μιας κύρωσης ως ποινικής, εισήχθησαν στη νομολογία του Δικαστηρίου ήδη από το έτος 1976. Ως εκ τούτου, αναγνωρίζοντας ο Έλληνας νομοθέτης την ατομική προσφυγή το έτος 1985, γνώριζε ήδη από τότε την αυτόνομη έννοια της κατηγορίας «ποινικής φύσεως» κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

 

[24] Βλ. Β. Χειρδάρης, Η κριτική του Στρασβούργου, τα όρια ερμηνείας, το «περιθώριο εκτίμησης» και τα προβλήματα του ΕΔΔΑ, ΝοΒ (2009), σελ. 1990


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες