Η ελευθερία έκφρασης των δικηγόρων, ο ρόλος τους και η άσκηση κριτικής στη δικαστική εξουσία

Aπόφαση:

REZNIK κατά Ρωσίας, 4.4.2013, (Αρ. Προσφυγής 4977/05), δημοσιευμένη στο ΝοΒ (2014) 62, σελ. 2393-2401, με σχόλιο του Βασίλη Χειρδάρη

Περίληψη:

Η θέση των δικηγόρων στην απονομή της δικαιοσύνης, η ελευθερία έκφρασής τους και η άσκηση δημόσιας κριτικής στους δικαστές. Οι δικηγόροι κατέχουν κεντρική θέση στην απονομή της δικαιοσύνης ως οι διαμεσολαβητές μεταξύ του κοινού και των δικαστηρίων, έχουν δε το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης το οποίο εμπεριέχει το δικαίωμα σε δημόσια υποβολή των παρατηρήσεών τους σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης, με την προϋπόθεση ότι η κριτική τους δεν υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια. Στην προκειμένη υπόθεση η κριτική έγινε σε ζωντανή τηλεοπτική συζήτηση από τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Μόσχας που διαμαρτυρήθηκε για διεξαχθείσα σωματική έρευνα σε γυναίκα δικηγόρο από άνδρες των φυλακών, την οποία χαρακτήρισε ως λεηλάτηση του σώματός της.

Όρια δημόσιας κριτικής σε τηλεοπτική συζήτηση. Όταν ο δικηγόρος απευθύνεται σε τηλεοπτικό κοινό δεν μπορεί κανείς να αναμένει από αυτόν την ίδια ακρίβεια στην επιλογή των λέξεων όπως απαιτείται στην αγόρευση ενώπιον δικαστηρίου ή κατά την υποβολή γραπτών προτάσεων. Στη ζωντανή συζήτηση δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να τροποποιήσει ή να επαναδιατυπώσει τα λεχθέντα πριν αυτά δημοσιοποιηθούν. Περισσότερο δικαιολογούνται οι εκφράσεις όταν ο συμμετέχων στη συζήτηση και έχοντας αντίθετες απόψεις από τον δικηγόρο δεν παρουσιάζει την δική του αντίρρηση στις εκφράσεις αυτές, παρότι έχει την δυνατότητα να το κάνει. Το Στρασβούργο έκρινε  ότι μια αξιολογική κρίση μπορεί να είναι ακόμα και υπερβολική και καλύπτεται από το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης  εφόσον στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά και ότι ο προσφεύγων είχε το δικαίωμα να στρέψει την προσοχή του κοινού στο επίμαχο ζήτημα που άπτετο σε υπόθεση δημοσίου ενδιαφέροντος.

Συκοφαντική δυσφήμιση. Συγκεκριμενοποίηση των παθόντων. Η απλή προσωπική εικασία ή η τυχόν υποκειμενική αντίληψη μιας δημοσίευσης ως δυσφημιστικής δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι το πρόσωπο επηρεάστηκε πραγματικά άμεσα από αυτήν. Πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένο στοιχείο, που να οδηγήσει τον απλό αναγνώστη – τηλεθεατή να σκεφθεί ότι η συγκεκριμένη δήλωση αντικατοπτρίζει άμεσα και χωρίς αμφιβολία συγκεκριμένο πρόσωπο που ξεκάθαρα στοχοποιείται από την κριτική. Η έκταση της ευθύνης του προσφεύγοντος δεν πρέπει να εκτείνεται πέρα από τα δικά του λόγια και δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις δηλώσεις, τους ισχυρισμούς ή το υλικό που γίνονται ή προσκομίζεται από άλλους (όπως τηλεοπτικούς συντάκτες ή δημοσιογράφους). Η λέξη «άνδρες» χωρίς να αναφέρει ο προσφεύγων τα ονόματα ή τον εργοδότη τους είναι απρόσωπη και δεν στοχοποιεί, ούτε ο ίδιος ευθύνεται για την προβολή των φυλακών που εργάζονται από την τηλεόραση, ούτε ότι τα ονόματά τους είχαν δημοσιοποιηθεί από άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι λόγοι αυτοί δεν επαρκούν για το ΕΔΔΑ ώστε να θεωρήσει επαρκή λόγο για καταδίκη του προσφεύγοντος σε συκοφαντική δυσφήμιση.

Καταδίκη σε ελάχιστη αποζημίωση και ελευθερία της έκφρασης. Η επιδικασθείσα αστική αποζημίωση των 20 ρωσικών ρουβλιών που είναι αμελητέα από χρηματική άποψη, σε βάρος του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου της Μόσχας, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως ήταν ικανή να αποτελέσει «αποθαρρυντική επίπτωση» στην ελευθερία της έκφρασης. Σε κάθε περίπτωση, η κύρωση δεν δικαιολογείται και η Ρωσία καταδικάστηκε για παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (Άρθρο 10 ΕΣΔΑ).

 ΣΧΟΛΙΟ:

Η ελευθερία έκφρασης των δικηγόρων, ο ρόλος τους και η άσκηση κριτικής στη δικαστική εξουσία

 

  1. Η απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου είναι σημαντική για την ελευθερία έκφρασης των δικηγόρων, για την θέση τους στα πλαίσια της δικαιοσύνης και για τις δυνατότητες τοποθέτησης και κριτικής για υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος.
  2. Κατ’ αρχήν το ΕΔΔΑ δημιουργεί μία αυτόνομη θέση στο χώρο της δικαιοσύνης για τους δικηγόρους που τους διακρίνει και τους τοποθετεί σε μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στους πολίτες και στους δικαστές. Τους χαρακτηρίζει διαμεσολαβητές ανάμεσα σ΄αυτούς, με ενεργητικό όμως χαρακτήρα, που συνδέουν τους κρίνοντες με τους κρινόμενους. Η θεσμική αυτή θέση, δεν είναι πρωτότυπη για το Δικαστήριο του Στρασβούργου[1], είναι όμως κομβική, αφού την χαρακτηρίζει ως κεντρική, δηλαδή ως θέση αναγκαία και αναντικατάστατη, αφού αποτελεί τον μοναδικό χώρο που ο πολίτης δεν μπορεί να μην διαβεί για να συναντήσει την δικαστική εξουσία, ώστε να τέμνει με την απόφασή της την υπόθεσή του. Έτσι ο χώρος των δικηγόρων καθίσταται ζωτικός και θεσμικά αναγκαίος για την υλοποίηση της απονομής της δικαιοσύνης.
  3. Το ΕΔΔΑ επανειλλημένα έχει επισημάνει ότι οι δικηγόροι έχουν δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης[2], στο οποίο περιλαμβάνεται και ο δημόσιος σχολιασμός υποθέσεων που απασχολούν την δημόσια κοινή γνώμη και σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, με την προϋπόθεση ότι η κριτική τους δεν υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια. Λόγω της ειδικής θέσης των δικηγόρων στο σύστημα της δικαιοσύνης η δυνατότητα κριτικής τους δεν είναι απεριόριστη, υπολείπεται δε αυτής των δημοσιογράφων, αφού οφείλει να περιορίζεται από τα όρια που τίθενται από το κύρος, την σοβαρότητα και την αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος. Επιπλέον, το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ προστατεύει όχι μόνο την ουσία των ιδεών και των πληροφοριών που εκφράζονται αλλά και την μορφή με την οποία μεταφέρονται. Συνεπώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ανάγκη να βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων που διακυβεύονται, τα οποία περιλαμβάνουν το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα ερωτήματα που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις, τις απαιτήσεις της ορθής και δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης, την αξιοπρέπεια και τη θεσμική ιδιότητα του νομικού επαγγέλματος.
  4. Σοβαρό ερώτημα τίθεται εάν η άσκηση κριτικής εκ μέρους των δικηγόρων οφείλει να έχει ως όριο την διατήρηση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας και εάν είναι επιτρεπτός ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης για την παραπάνω διατήρηση του κύρους των δικαστών.
  5. Κατ’ αρχήν η υπερπροστασία του δικαστή και ο εξ αυτής περιορισμός της κριτικής και της ελευθερίας της έκφρασης σηματοδοτεί μια ανεξέλεγκτη δικαστική εξουσία, που δεν υπόκειται σε περιορισμούς και κριτική και που μπορεί να αυθαιρετήσει αφού θα αποδίδει λόγο μόνον στον εαυτό της. Ο μεγάλος Βρετανός Δικαστής Λόρδος Denning αναφέρει στο περίφημο σκεπτικό του σε δικαστική απόφαση[3] για μια υπόθεση που δίκαζε και αφορούσε προσβολή του Δικαστηρίου “Αυτή είναι η πρώτη περίπτωση, καθόσον γνωρίζω, όπου το δικαστήριο έχει κληθεί να εξετάσει μία κατηγορία ασέβειας σε βάρος του. Πρόκειται για μια δικαιοδοσία που αναμφίβολα ανήκει σε εμάς, την οποία όμως θα πρέπει να ασκούμε φειδωλά, ιδιαιτέρως εφόσον μας αφορά άμεσα το ζήτημα. Επιτρέψτε μου να πω ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δικαιοδοσία ως μέσο για να διατηρήσουμε την αξιοπρέπεια μας. Η αξιοπρέπειά μας πρέπει να στηρίζεται σε πιο σίγουρα θεμέλια. Ούτε θα την χρησιμοποιήσουμε για να καταδικάσομε όσους μιλούν εναντίον μας. Εμείς δεν φοβόμαστε την κριτική, ούτε μας προκαλεί δυσαρέσκεια. Γιατί διακυβεύεται κάτι πολύ πιο σημαντικό. Η ίδια η ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου, στο Κοινοβούλιο ή εκτός αυτού, στον Τύπο ή κατά τη διάρκεια μιας εκπομπής, να σχολιάσει, δίκαια και ειλικρινά, θέματα δημοσίου συμφέροντος. Όσοι σχολιάζουν μπορούν να ασχολούνται πιστά με όλα όσα γίνονται σε ένα δικαστήριο. Μπορούν να λένε ότι κάνουμε λάθος, και ότι οι αποφάσεις μας είναι λανθασμένες, είτε υπόκεινται σε έφεση είτε όχι. Αυτό που ζητάμε είναι όσοι μας επικρίνουν, να θυμούνται ότι, από τη φύση του αξιώματός μας, δεν μπορούμε να απαντήσουμε στις επικρίσεις τους. Δεν μπορούμε να τεθούμε σε δημόσια αντιπαράθεση. Ακόμα λιγότερο σε πολιτική αντιπαράθεση. Πρέπει να βασιζόμαστε στην συμπεριφορά μας για τη δικαίωσή μας. Καθώς είμαστε εκτεθειμένοι στους ανέμους της κριτικής, τίποτα που έχει ειπωθεί, ή έχει γραφτεί, δεν θα μας αποτρέψει από το να κάνουμε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι σωστό και αυτό που απαιτεί η περίσταση. Η σιωπή δεν αποτελεί επιλογή όταν τα πράγματα γίνονται με λάθος τρόπο”.
  6. Αναμφίβολα το δικαστικό σώμα πρέπει να απολαμβάνει σεβασμού και δημόσιας εμπιστοσύνης και τα όρια της επιτρεπομένης κριτικής είναι στενότερα. Όμως το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι τα Δικαστήρια, δεν μπορούν να διαθέτουν ασυλία από την κριτική και τον έλεγχο, κάνει δε μια σαφή διάκριση ανάμεσα στην κριτική και την προσβολή. Στην περίπτωση της προσβολής η κατάλληλη και αναλογική τιμωρία δεν παραβιάζει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ[4].
  7. Είναι ενδεικτική η νομολογία του για το παραπάνω θέμα: Παρατηρήσεις που επιδεικνύουν κάποια έλλειψη σεβασμού για το δικαστήριο, αλλά που δεν ήταν σοβαρές ή προσβλητικές, δεν θα έπρεπε να υπόκεινται σε κύρωση[5] ούτε ήταν η ποινική κύρωση δικαιολογημένη σε σχέση με την κάπως υπερβολική κριτική ενός δημοσιογράφου σε απόφαση με προβαλλόμενες ομοφοβικές αποχρώσεις, αλλά που δεν συνιστούν επίθεση κατά του δικαστή ή του δικαστικού συστήματος ως τέτοιες[6]. Επίσης στην υπόθεση Hrico κατά Σλοβακίας, της 20.7.2004, η κριτική ενός δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος είχε εισέλθει στη πολιτική, δεν κρίθηκε ότι προσέβαλε η εξευτέλιζε αλλά ότι βασίστηκε στην πραγματικότητα και αφορούσε ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος. Στην απόφαση De Haes και Gijels κατά Βελγίου[7], όπου δημοσιογράφοι καταδικάστηκαν για δυσφήμηση δικαστών με άρθρα σχετικά με μια αμφιλεγόμενη υπόθεση επιμέλειας, με τα οποία κατηγορούσαν Βέλγους δικαστές για πόλωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι θα μπορούσαν να είναι πολεμικοί και επιθετικοί αφού τα σχόλιά τους είχαν μια πραγματική βάση και ήταν ανάλογα με την συνεχιζόμενη δημόσια συζήτηση. Το ΕΔΔΑ εξέτασε συνολικά τις περιστάσεις και το δημόσιο συμφέρον για το ζήτημα υπό συζήτηση, και από μόνο του διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις ήταν αξιολογικές κρίσεις και δεν ήταν ως εκ τούτου δεκτικές απόδειξης.Στην υπόθεση Lesnik κατά Σλοβακίας της 11.03.2003[8], ο προσφεύγων καταδικάστηκε για προσβλητική συμπεριφορά για επιστολές προς ένα Εισαγγελέα και τον ανώτερό του ισχυριζόμενος παραπτώματα, μεταξύ των οποίων και δωροδοκία. Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου απεφάνθη ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10. Η μειοψηφία όμως θεώρησε ότι οι ιδιώτες θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να κάνουν παράπονα για δικαστικούς λειτουργούς χωρίς να έχουν τον κίνδυνο δίωξης για συκοφαντική δυσφήμηση ή εξύβριση, ειδικότερα όταν οι ισχυρισμοί δεν έγιναν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι Δικαστές Bratza και Maruste στη μειοψηφία τους υποστηρίζουν ότι οι προσβαλλόμενοι θα έπρεπε να ανέχονται την κριτική, ακόμη κι όταν εκφράζεται με υβριστικό, σκληρό ή ένθερμο τρόπο.

Ωστόσο, όταν πρόκειται για τους συνηγόρους υπεράσπισης, στην απόφαση Nikula κατά Φινλανδίας[9], το Στρασβούργο έκρινε ότι είναι απαράδεκτο να καταδικάζεται ο συνήγορος υπεράσπισης γιατί έκανε σχόλια κατά τη διάρκεια της δίκης σχετικά με την συμπεριφορά του εισαγγελέα της υπόθεσης. Στην υπόθεση Leiningen- Westerburg κατά Αυστρίας η επίπληξη από δικηγόρο ενός δικαστή, ο οποίος, στο πλαίσιο μιας δίκης με ενόρκους στην οποία προέδρευε, είχε πει σε ένα δημοσιογράφο «η δικαστική εξουσία είναι μια πόρνη», κρίθηκε ότι ήταν αναγκαία και αρμόζουσα[10].

Στην ελληνική υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδας[11] της 6.12.2007 μια δημοσιογράφος από την Χαλκίδα ανέφερε σε άρθρο της σε περιοδικό ότι Πταισματοδίκης προέβη σε συγκεκριμένες παραλείψεις που αφορούσαν κατηγορουμένη συγγενή της και τον αποκάλεσε με την ακραία και ιδιαίτερα σκληρή λέξη «καραγκιόζη» και ότι «παραβίασε τον όρκο του». Τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν την δημοσιογράφο για εξύβριση του δικαστικού λειτουργού (μετά μετατροπή από συκοφαντική δυσφήμιση) σε φυλάκιση ενός έτους με αναστολή. Κατά το Στρασβούργο ο δικαστής καθίσταται δημόσιο πρόσωπο ex officio και είναι υποχρεωμένος να ανέχεται σε μεγαλύτερο βαθμό από έναν απλό πολίτη τον έλεγχο και την κριτική[12]. Σταθμίζει τις αξίες και θεωρεί ως υπέρτερο το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και του τύπου από τον απαιτούμενο σεβασμό στα όργανα της δικαιοσύνης και την προάσπιση του κύρους της. Θεωρεί περισσότερο αξιολογικές κρίσεις τις ανωτέρω «σκληρές» λέξεις που δεν δύνανται να αποδειχθούν, παρά πραγματικά περιστατικά που επιδέχονται υλικής απόδειξης. Και τέλος αναφέρει ότι δεν συμβιβάζεται με την δημοσιογραφική ελευθερία της έκφρασης, η επιβολή ποινής φυλάκισης για αδίκημα που διαπράχθηκε δια του τύπου παρά μόνο κατ΄ εξαίρεση και καταδικάζει τη χώρα μας για παράβαση του άρθρου 10.

Στην απόφαση Αλφαντάκης κατά Ελλάδος της 11.2.2010[13] ο προσφεύγων, δικηγόρος Αθηνών, εμφανίστηκε σε ειδήσεις τηλεοπτικού σταθμού και αναφερόμενος σε πρόταση εισαγγελέα προς το Συμβούλιο δήλωσε: «ειλικρινά, όταν την διάβασα, γέλασα». Η φράση αυτή του δικηγόρου, κατά το ΕΔΔΑ, δεν αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση κατά του εισαγγελέα εφόσον προκύπτει: α) πρόθεσή του να υπερασπιστεί δημόσια τις θέσεις του πελάτη του, σε μια υπόθεση που προσελκύει το ενδιαφέρον του κοινού (και με δεδομένη την δημόσια έκφραση των θέσεων της αντιδίκου του) και β) ότι δεν στόχευε να προσβάλει άμεσα την προσωπικότητα του δικαστικού λειτουργού. Κατά το Στρασβούργο η καταδίκη του αποτελούσε παραβίαση του άρθρου 10. Το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν τον συνήγορο χωρίς να σταθμίσουν τις «ζωντανές» εκπομπές. Σε αυτές οι συμμετέχοντες δεν έχουν τη δυνατότητα αναδιατύπωσης, βελτίωσης ή ανάκλησης των εκφράσεών τους σε αντίθεση με τις μαγνητοσκοπημένες. Επίσης δεν έλαβαν υπόψη τη δίκαιη ισορροπία που οφείλει να υφίσταται μεταξύ των συμφερόντων που διακυβεύονται, ήτοι του δικαιώματος του κοινού να ενημερώνεται για θέματα που άπτονται του γενικού ενδιαφέροντος, της λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας, της αξιοπρέπειας του νομικού επαγγέλματος και της καλής φήμης των Δικαστών. Αξιοσημείωτο αποτελεί ότι η παλιά Επιτροπή του ΕΔΔΑ είχε απορρίψει ως προδήλως αβάσιμες τις καταγγελίες από δικαστές που επικαλέσθηκαν το άρθρο 8 ότι το κράτος απέτυχε να περιορίσει τα προσβλητικά και δυσφημιστικά σχόλια από δημοσιογράφους, δεδομένου ότι οι δικαστές δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν.[14] Η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω δημοσιεύσεις ασχολούντο με ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και ότι τα άρθρα δεν έφταναν σε ένα τέτοιο επίπεδο που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το δικαίωμα των προσφευγόντων για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

  1. Στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ επαναλαμβάνει τον κανόνα που εφαρμόζει στην νομολογία του ότι η κριτική των δικηγόρων τελεί υπό την προστατευτική ομπρέλα του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ εφόσον αυτή στηρίζεται σε μια επαρκή πραγματική βάση. Εάν η κριτική στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, ακόμα και μερικώς υφιστάμενα, τότε δεν δικαιολογείται η τιμωρία για συκοφαντική δυσφήμιση ούτε σε επίπεδο ποινικό ούτε σε επίπεδο αστικό. Στην συγκεκριμένη υπόθεση δεν δικαιολόγησε την καταδίκη του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Μόσχας ακόμα και στο επιδικασθέν ευτελές ποσό των 200 ρωσικών ρουβλίων, θεωρώντας την ως ευθεία παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και του προστατευομένου δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.
  2. Σημαντική εξέλιξη στη νομολογία του Στρασβούργου αποτελεί η απόφαση Belpietro κατά Ιταλίας[15] της 24.09.2013, όπου το ΕΔΔΑ έκρινε σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης ότι η ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με αναστολή που επιβλήθηκε στον εκδότη ιταλικής καθημερινής εφημερίδας παραβίασε το άρθρο 10. Το δικαστήριο παγιοποίησε την νομολογία που ανέπτυξε στην απόφαση ορόσημο Cumpănă και Mazăre κατά Ρουμανίας[16] της 17.12.2004 ότι οι ποινές φυλάκισης για δυσφήμιση ΔΕΝ είναι ποτέ δικαιολογημένες βάσει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, όταν οι δυσφημιστικές δηλώσεις αφορούν ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος.
  3. Με την παραπάνω αναφερομένη πρόσφατη απόφαση Belpietro[17] και σε συνδυασμό και με την σχολιαζομένη απόφαση το Στρασβούργο προβαίνει σε προσπάθεια νουθέτησης των ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων αφενός μεν για κατάργηση ως ποινικού αδικήματος της δυσφήμισης υπό όλες της τις εκφάνσεις και αφετέρου των εθνικών δικαστηρίων για εναρμόνιση της νομολογίας τους με την νομολογία του που υποστηρίζει την αστική διευθέτηση των υποθέσεων δυσφήμισης, υπό την σκέπη της αρχής της αναλογικότητας αλλά και των αρχών που καθορίζει.
  4. Σε κάθε περίπτωση η ελευθερία της έκφρασης και του λόγου, όπως κι αν ασκείται, δεν μπορεί να φθάνει σε επίπεδο τιμωρίας που θα χαρακτηρίζεται ως δυσανάλογη και σκληρή. Στο σύγχρονο νομικό μας πολιτισμό η εφαρμογή από τα δικαστήριά μας της θεμελιώδους αρχής της αναλογικότητας δεν αποτελεί δικαίωμα των δικαστηρίων αλλά συνταγματική υποχρέωσή τους. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτή συνδέεται με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, ένα δικαίωμα – κατάκτηση ενός ανώτερου ανθρώπινου πολιτισμού.

Και στην προκειμένη περίπτωση ισχύει αυτό που έλεγε πριν πολλούς αιώνες ο σοφός Κομφούκιος ότι “Ο ανώτερος άνθρωπος είναι σκληρός με τον εαυτό του. Ο κατώτερος, είναι σκληρός με τους άλλους”.

[1]. Amihalachioaie κατά Μολδαβίας της 20.04.2004 § 27, Coca κατά Ισπανίας, απόφαση της 24.02.1994, σειρά A αριθ. 285-A, σ. 21, § 54.

[2]. Bλ. Β. Χειρδάρης “άρθρο 10 Δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση” σε Λ. Κοτσαλή “ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑ­ΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ & ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, εκδ. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟ­ΘΗΚΗ 2014, σ. 832 επ.

[3]. R. κατά METROPOLITAN POLICE COMMISSIONER, Ex parte BLACKBURN (No. 2) COURT OF APPEAL, CIVIL DMSION 26.02.1968.

[4]. Βλ. Απόφαση ΕΔΔΑ Skalka κατά Πολωνίας της 27.5.2003

[5]. Απόφαση ΕΔΔΑ Amihalachioaie κατά Μολδαβίας της 20.4.2004.

[6]. Απόφαση ΕΔΔΑ Kobenter και Standard Verlags GmbH κατά Αυστρίας της 2.11.2006.

[7]. (1997) 25 E.H.R.R. 1.

[8]  αρ. προσφ. 35640/97

 

[9] της 21.03.2002, αρ. Προσφ. 31611/96

 

[10]. Αριθμ. προσφ. 26601/95.

[11]. ΝοΒ 2008. 783 επ. με σχόλιο Β. Χειρδάρη.

[12]. Βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Lingens κατά Αυστρίας της 8.7. 1986, σειρά A αρ. 103, σ. 26, § 42, Verlagsgruppe News GmbH κατά Αυστρίας (αρiu. 2) της 14.12. 2006, αρiu. 10520/02, § 36.

[13] Αριθ. Προσφυγής 49330/07, ΝοΒ 2010, με παρατηρήσεις Χριστίνας – Μαριας Νικολοπούλου.

[14]. Απόφαση ΕΔΔΑ Lopez- Fando Raynaud και Pardo Unanua κατά Ισπανίας, αριθμ. προσφ. 31477/96 (αδημοσίευτη).

[15] αρ. προσφ. 43612/10

 

[16]  αρ.προσφ. 33348/96

 

[17] βλ. ανωτ υποσ. 15


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες