Οι επιδικαζόμενες αποζημιώσεις από το Στρασβούργο για παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων

Βασίλη Χειρδάρη

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Είναι γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ατομικών προσφυγών στο Στρασβούργο αφορά τη παραβίαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης των υποθέσεων στα εθνικά δικαστήρια[1].

Η παραβίαση αυτή εκτός από τη στατιστική πρωτοπορία στο χώρο του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί και τη δημοφιλέστερη προσφυγή από πλευράς δικηγόρων και προσφευγόντων δεδομένου ότι έχει οικονομικά αποτελέσματα πολλές φορές σημαντικότερα και ασφαλέστερα από σημαντικότερες παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Το παρόν άρθρο δεν έχει ως στόχο τη θεωρητική εξάντληση του θέματος[2] αυτού ούτε τη σε βάθος επιστημονική προσέγγισή του[3] αλλά τη καταγραφή των αποτελεσμάτων της παραβίασης του ατομικού αυτού δικαιώματος ώστε οι προσφεύγοντες στο ΕΔΔΑ να γνωρίζουν τη νομολογιακή πρακτική του.

Το ατομικό αυτό δικαίωμα θεσπίζεται στη παρ.1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σύμφωνα με το οποίο «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή … εντός λογικής προθεσμίας …». Το δικαίωμα αυτό εφαρμόζεται σε όλες τις διαδικασίες (αστικές, ποινικές, διοικητικές) και ο σκοπός της διάταξης είναι η προστασία των διαδίκων από υπερβολικές καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες, όπου η απόδοση δικαιοσύνης με καθυστέρηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της[4] .

Το εκάστοτε ζήτημα που ανακύπτει είναι το πότε εκδικάζεται σε «λογική προθεσμία» μια υπόθεση από ένα εθνικό δικαστήριο. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου θέτει τρεις παραμέτρους για την αξιολόγηση αυτή:

 

α) τη πολυπλοκότητα της υπόθεσης,

β) τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και

γ) τη συμπεριφορά των οργάνων του κράτους.

Το Δικαστήριο εξετάζει τα τρία αυτά ζητήματα  χωριστά και στη συνέχεια, εξετάζει αν, σε ορισμένα στάδια ή συνολικά, υπήρξαν υπερβολικές καθυστερήσεις.

Πρέπει να επισημανθεί ότι το ΕΔΔΑ αποφαίνεται κατά περίπτωση και έτσι δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή και σίγουρα συμπεράσματα από τη νομολογία του που αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις που έχουν δημιουργηθεί με διαφορετικά πραγματικά γεγονότα, σε διαφορετικές συνθήκες και χώρες, με αποκλίνουσες δικαστικές διαδικασίες και με συμπεριφορές διαδίκων και δικαστών που ποικίλουν και διαφοροποιούνται κατά υπόθεση.

Κάθε απόφαση του ΕΔΔΑ, κατόπιν ατομικής προσφυγής, που διαπιστώνει παραβίαση συνεπάγεται μια νομική υποχρέωση, σύμφωνα με τη Ευρωπαϊκή Σύμβαση, για το κράτος κατά του οποίου στρέφεται η ατομική προσφυγή. Η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην επανόρθωση των συνεπειών της διαπιστωθείσας παραβίασης.

Στη προκειμένη περίπτωση η εγγενής φύση της παραβίασης του ατομικού δικαιώματος της εκδίκασης της υπόθεσης εντός λογικής προθεσμίας δεν επιτρέπει την ανάκτηση του απολεσθέντος χρόνου, η επανόρθωση δε της παραβίασης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με αποκατάσταση εις ολόκληρον (restitutio in integrum), δηλαδή δεν μπορεί να επανέλθει και να αποκατασταθεί με τον τρόπο αυτό η κατάσταση πριν από την παραβίαση[5].

Επομένως η μόνη επανόρθωση που γίνεται αντιληπτή στο επίπεδο του ΕΔΔΑ είναι η χρηματική αποζημίωση. Σπάνια δε το Δικαστήριο του Στρασβούργο στη συγκεκριμένη παραβίαση αποφαίνεται ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί επαρκή ικανοποίηση[6] για τον προσφεύγοντα και δεν επιδικάζει χρηματικό ποσό.

Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για τις ατομικές προσφυγές που βασίζονται στην ανωτέρω παραβίαση έχουν το εξής περιεχόμενο:

α) Καταβολή αποζημίωσης (σπάνια) ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων) ή και των δύο μαζί (σπανιότατα). Εάν η υφιστάμενη ζημία είναι άμεση, προσωπική και αμάχητη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει την εξουσία να παράσχει «δίκαιη ικανοποίηση»,

β) Αναγνώριση της παραβίασης αλλά μη επιδίκαση χρηματικού ποσού λόγω μη ύπαρξης αιτήματος καταβολής ή λόγω αναγραφής του αιτήματος αυτού στην αρχική προσφυγή και όχι στον κατάλληλο χρόνο,

γ)  Κρίση ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης η διαπίστωση της παραβίασης παρέχει επαρκή ικανοποίηση από μόνη της[7],

δ) Απόρριψη της ατομικής προσφυγής[8],

ε) Καταβολή των πραγματικών εξόδων και δαπανών στα οποία έχει υποβληθεί αναγκαστικά και εύλογα ο προσφεύγων κατά την προβολή της υπόθεσής του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και κατόπιν ενώπιον του Στρασβούργου. Σε περίπτωση μη αποστολής αποδείξεων και επαρκούς δικαιολόγησης των εξόδων το αίτημα απορρίπτεται η περιορίζεται.

Επίσης τα διάδικα μέρη μπορεί να καταλήξουν σε μερικό[9] ή πλήρη[10]φιλικό διακανονισμό.

ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΛΟΓΩ ΥΛΙΚΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

Όπως προαναφέρεται το ΕΔΔΑ έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στον προσφεύγοντα ως άμεσο αποτέλεσμα της παραβίασης της εκδίκασης της υπόθεσής του εντός λογικής προθεσμίας.

Στη περίπτωση αυτή πρέπει να αποδειχθούν:

α) Η αμάχητη ύπαρξη υλικής ζημίας και

β) άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος[11] της ζημίας που υπέστην ο προσφεύγων με την παραβίαση της λογικής προθεσμίας. Η προϋπόθεση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη να αποδειχθεί, καθώς το ΕΔΔΑ απαιτεί η παραβίαση της λογικής προθεσμίας να συνετέλεσε  αποκλειστικά ως αιτία της ζημίας αυτής.

Στη υπόθεση Lechner και Hess κατά Αυστρίας της 23.4.1987 οι προσφεύγοντες παραπονούντο για τη βραδύτητα της αστικής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει για την ακύρωση της σύμβασης πώλησης ενός σπιτιού το οποίο είχαν αγοράσει και την επιστροφή του στους πωλητές λόγω απάτης. Ωστόσο, στο μεταξύ, άλλη διαδικασία που ηγέρθη στη συνέχεια οδήγησε στο πλειστηριασμό του σπιτιού. Μετά από αυτό απερρίφθη η παραπάνω αγωγή αφού δεν ήταν πλέον δυνατή η παράδοσή του στους πωλητές. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το εμφανισθέν υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου δεν εγγυάται το συμπέρασμα ότι η συμμόρφωση με το άρθρο 6 § 1 θα είχε εμποδίσει τον πλειστηριασμό του σπιτιού. Από την άλλη, οι προσφεύγοντες πράγματι υπέστησαν, λόγω των συνεπειών της διάρκειας της διαδικασίας, υλική ζημία που δικαιολογεί την επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης στην παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση αυτή το ΕΔΔΑ επιδίκασε και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτή όμως η απόφαση παραμένει μια μεμονωμένη περίπτωση χωρίς νομολογιακή επανάληψη εκ μέρους του Στρασβούργου.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η φερόμενη υλική ζημία δεν προκλήθηκε από την παραβίαση που διαπίστωσε.

Αξιοσημείωτες είναι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ Immobiliare Saffi κατά Ιταλίας της 28.7.1999 και Mascolo κατά Ιταλίας της 16.12.2004.

Η πρώτη αποτελεί έκφραση της εξελικτικής ερμηνείας του ΕΔΔΑ[12] και η άλλη της παραβίασης της αρχής της μη οπισθοδρόμησης στο θέμα της επιδίκασης αποζημίωσης εκ μέρους του Δικαστηρίου.

Στην υπόθεση Immobiliare Saffi του 1999 το ΕΔΔΑ δέχτηκε ότι λόγω αδυναμίας εκτέλεσης απόφασης έξωσης κατά μισθωτή για μακρό χρονικό διάστημα έπρεπε να επιδικαστεί αποζημίωση για υλική ζημία λόγω απώλειας μισθωμάτων μέχρι την ημερομηνία επανάκτησης της μισθωμένης κατοικίας μαζί με τις αμοιβές των δικαστικών επιμελητών και των δικηγόρων, οι οποίες κατεβλήθησαν για τη διαδικασία της εκτέλεσης της έξωσης. Στην απόφαση αυτή το Στρασβούργο αναγνώρισε αποζημιωτική υποχρέωση στο κράτος μέλος για την αδυναμία να εκτελεστεί εξωστική απόφαση.

Όμως 5 χρόνια αργότερα το Στρασβούργο αποφάσισε τα αντίθετα στην υπόθεση Mascolo. Στην υπόθεση αυτή ο προσφεύγων που ήταν ιδιοκτήτης ενός μισθωμένου διαμερίσματος  έπρεπε να περιμένει επτά έτη και επτά μήνες από την πρώτη απόπειρα του δικαστικού κλητήρα να κάνει έξωση στο μισθωτή πριν επανακτήσει το διαμέρισμα, ενώ οι μεταγενέστερες 25 απόπειρες είχαν αποδειχθεί ανεπιτυχείς, καθώς ο προσφεύγων δε εδικαιούτο βοήθεια από την αστυνομία. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι ζημίες αυτές θα έπρεπε να έχουν επανορθωθεί μέσω αγωγής αποζημίωσης κατά του μισθωτή, πράγμα που αποτελούσε ευθύνη του προσφεύγοντος και όχι του εναγομένου κράτους, αφού η ζημία απορρέει από την παράνομη συμπεριφορά του μισθωτή, ο οποίος είτε το Κράτος συνεργαζόταν κατά την εκτέλεση της δικαστικής διαταγής έξωσης είτε όχι, δεσμευόταν να επιστρέψει το διαμέρισμα στον ιδιοκτήτη του. Το ίδιο απεφάνθη και στη συνέχεια σε σωρεία αποφάσεων όπως στις Lo Tufo κατά Ιταλίας της 21.4.2005, Cuccaro Granatelli κατά Ιταλίας της 8.12. 2005, Mazzei κατά Ιταλίας της 6.4.2006 κ.α.

Το Δικαστήριο παραβιάζοντας έτσι τη βασική αρχή της μη οπισθοδρόμησης που καθιερώνεται στο προοίμιο της ΕΣΔΑ απέστη με μεταγενέστερη απόφασή του και σε αντίθεση με προγενέστερη δική του δικαιοδοτική κρίση απεφάνθη περί μη ευθύνης του κράτους στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων[13] εντός ευλόγου χρόνου που εγγυάται το άρθρο 6, με το προβληματικό σκεπτικό ότι η παραβίαση ήταν δικονομικής φύσης και μεταγενέστερη της ίδιας της συμπεριφοράς του μισθωτή. Όμως η χρηματική ικανοποίηση ουσιαστικά αποκαθιστά τη παραβίαση της δικονομικής υποχρέωσης του κράτους να εκτελεί τις δικαστικές αποφάσεις εντός του εύλογου χρόνου και ο προσφεύγων δικαιολογείται να ζητά χρηματική αποζημίωση από το κράτος λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης του κράτους που ανακύπτει από την εφαρμογή της Σύμβασης.

ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ

Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί τη συνήθη επανόρθωση που αποφασίζει το ΕΔΔΑ στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων που αφορούν τη συγκεκριμένη παραβίαση. Οι αποφάσεις του Στρασβούργου με την επιδίκαση χρηματικών ποσών επανορθώνουν μέσω αυτών την ηθική βλάβη των προσφευγόντων που συντίθεται από την ανησυχία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα[14] που προκλήθηκαν από την παραβίαση αυτή.

Σχετικά με τις παραβιάσεις της λογικής προθεσμίας των δικαστικών διαδικασιών το Δικαστήριο έχει θεωρήσει ως δεδομένο ένα ισχυρό αλλά μαχητό τεκμήριο ότι οι υπερβολικά μακρόχρονες διαδικασίες επιφέρουν ηθική βλάβη[15], όπως το πραγματικό περιστατικό «του βιώματος μιας κατάστασης αβεβαιότητας και ανησυχίας σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας».

Στην απόφαση του Τμήματος της 10 Νοεμβρίου 2004 στην υπόθεση Apicella κατά Ιταλίας το Δικαστήριο ανήγγειλε το δόγμα για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ανέκυπτε από την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκη εντός λογικής προθεσμίας. Η απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης στην ίδια υπόθεση της 29.3.2006 προβαίνει αναλυτικότερα σε μια μέθοδο υπολογισμού της οικονομικής αποτίμησης για την ηθική βλάβη καθιερώνοντας ενδεικτικούς κανόνες που κατά βάση και όχι αποκλειστικά ακολουθούνται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Λογικός χρόνος. Στη νομολογιακή πρακτική του Στρασβούργου ως μέσος όρος λογικής προθεσμίας για την ολοκλήρωση κάθε βαθμού δικαιοδοσίας (στον οποίο περιλαμβάνεται όχι μόνον η έκδοση αλλά και η καθαρογραφή της απόφασης) υπολογίζεται η διετία.

Βάση υπολογισμού του χρόνου. Το Δικαστήριο υπολογίζει ως βάση όχι τον αδικαιολόγητο χρόνο που υπερβαίνει το λογικό χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων αλλά θεωρεί ως χρόνο βάσης όλα τα χρόνια  της διαδικασίας. Π.χ. εάν ο λογικός χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας είναι 6 χρόνια και σε εξεταζομένη υπόθεση ο χρόνος είναι συνολικά 8 χρόνια, το ΕΔΔΑ δεν τοποθετεί ως βάση για την χρηματική αποτίμηση τα επιπλέον δύο (2) χρόνια που είναι τα εκτός λογικής προθεσμίας αλλά το σύνολο της διάρκειας, δηλαδή τα οκτώ (8) χρόνια.

Βάση υπολογισμού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης[16]. Το Στρασβούργο υπολογίζει ως βάση για το σχετικό υπολογισμό ένα ποσό μεταξύ 1.000 και 1.500 ευρώ ανά έτος διάρκειας της διαδικασίας (και όχι ανά έτος καθυστέρησης).

Αποτέλεσμα των εθνικών εσωτερικών δικαστηρίων. Το αποτέλεσμα αυτών (δηλ. εάν ο προσφεύγων νίκησε ή έχασε μερικά ή ολικά ή εάν συμβιβάστηκε με οιοδήποτε τρόπο) είναι ασήμαντο για την υφιστάμενη χρηματική αποτίμηση λόγω της παραβίασης της διάρκειας της διαδικασίας.

Αύξηση του ποσού βάσης.

Το συνολικό ποσό βάσης αυξάνεται μέχρι 2.000 ευρώ σε υποθέσεις που  απαιτούν ιδιαίτερη επιμέλεια και η επιτάχυνσή τους είναι σύμφυτη με το χαρακτήρα τους και το διακύβευμα. Υποθέσεις τέτοιες είναι ενδεικτικά οι εργατικές, οι οικογενειακές,  οι υποθέσεις που σχετίζονται με τις συντάξεις, την υγεία, τη ζωή και την ελευθερία (όπως οι ποινικές) ενός ατόμου.

Στην υπόθεση Tsikakis κατά  Γερμανίας της 10.2.2011[17], η υπόθεση αφορούσε διαδικασίες αναγνώρισης πατρότητας. Το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι δεδομένης της παρελκυστικής τακτικής της μητέρας το Εφετείο δεν έλαβε μέτρα να επισπεύσει τη διαδικασία. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η ταχύτητα ήταν αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της ανεπανόρθωτης συνέπειας που το πέρασμα του χρόνου μπορεί να προκαλέσει στη σχέση μεταξύ παιδιού και γονέα και το Στρασβούργο θεώρησε ότι τα γερμανικά δικαστήρια δεν επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια.

Στην απόφαση Antoaneta Ivanova κατά Βουλγαρίας της 24.2.2011[18] η υπόθεση αφορούσε εργατική διαφορά και ιδίως καταχρηστική καταγγελία από τον εργοδότη. Η διαφορά αυτή όφειλε κατά το ΕΔΔΑ να εκδικαστεί ταχύτατα δεδομένου ότι οι εργατικές διαφορές[19] από τη φύση τους απαιτούν μια γρήγορη απόφαση, αφού διακυβεύονται για το πρόσωπο που απολύεται τα προς το ζην του[20]. Η υπόθεση διήρκεσε πέντε χρόνια, πέντε μήνες και είκοσι μέρες για τρία επίπεδα.

Στην υπόθεση H. κατά Ηνωμένου Βασιλείου[21], η υπόθεση αφορούσε την υιοθέτηση του παιδιού της προσφεύγουσας. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η υπόθεση ήταν αρκετά περίπλοκη, με δεδομένο το γεγονός ότι υπήρχαν πολλά τα εμπλεκόμενα μέρη, όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι υποθέσεις που αφορούν τη φροντίδα των παιδιών και την επιμέλεια δεν πρέπει να έχουν διαδικαστικές καθυστερήσεις αφού αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τον de facto σχηματισμό της κατάστασης.

Στη υπόθεση X. κατά Γαλλίας[22], ο προσφεύγων ήταν αιμορροφιλικός που πέθανε ένα μήνα πριν από την απόφαση Δικαστηρίου. Είχε υποβληθεί σε σειρά μεταγγίσεων αίματος και είχε προσβληθεί από τον ιό του HIV σαν αποτέλεσμα της λήψης μολυσμένου αίματος. Μέχρι τη στιγμή που η υπόθεση εξετάστηκε από το ΕΔΔΑ, οι εγχώριες νομικές διαδικασίες διήρκεσαν περισσότερο από δύο χρόνια. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι οι κρατικές αρχές δεν είχαν προκαλέσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση, θα έπρεπε να ενεργήσουν με εξαιρετική επιμέλεια, δεδομένου ότι είχε μειωθεί σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης του προσφεύγοντος ως αποτέλεσμα της ασθένειάς του. Το Δικαστήριο τόνισε ότι οι εγχώριες αρχές παρέλειψαν να κάνουν χρήση των εξουσιών που διαθέτουν για να επιταχύνουν τις δικαστικές διαδικασίες.

Στην απόφαση Martins Moreira κατά Πορτογαλίας[23] , η προσφεύγουσα είχε τραυματιστεί σοβαρά σε τροχαίο ατύχημα. Άσκησε αγωγή κατά του προσώπου που ήταν υπεύθυνο για το ατύχημα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ειδική επιμέλεια είναι απαραίτητη διαδικασία για τον καθορισμό της αποζημίωσης των θυμάτων  τροχαίων ατυχημάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση λόγω των αδικαιολόγητων καθυστερήσεων.

Μείωση του ποσού βάσης.

Η βασική αποζημίωση θα μειωθεί ανάλογα:

α)  από τον αριθμό των δικαστηρίων που ασχολήθηκαν με την υπόθεση από την αρχή ως το τέλος των διαδικασιών και σε όλες τις βαθμίδες δικαιοδοσίας (μεγαλύτερος αριθμός δικαστηρίων μεγαλύτερη μείωση),

β) από την αρνητική  συμπεριφορά του προσφεύγοντος (όπως στην περίπτωση που καθυστερήσεις στις διαδικασίες οφείλονται στον ίδιο ή το συνήγορό του[24]),

γ) από το μικρό διακύβευμα της διαφοράς (εάν π.χ. οι οικονομικές συνέπειες έχουν μικρή ή ελάχιστη σημασία για τον προσφεύγοντα),

δ) από το κριτήριο κόστους διαβίωσης στο εναγόμενο κράτος (μεγαλύτερη θα είναι η μείωση εάν το κόστος διαβίωσης είναι σαφώς μικρότερο, όπως π.χ. στη Μολδαβία). Για αντικειμενικότερο προσδιορισμό του κριτηρίου αυτού λαμβάνεται υπόψη το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της εναγομένης χώρας (ΑΕΠ),

ε) από το σύντομο χρόνο εμπλοκής του προσφεύγοντος στις δικαστικές διαδικασίες[25] (π.χ. στη συνέχιση της υπόθεσης στα εγχώρια δικαστήρια από τον κληρονόμο που συμμετέχει στο τελευταίο μέρος των διαδικασιών),

στ) από τη λήψη χρηματικού ποσού για τη καθυστέρηση από εθνικό δικαστήριο. Το ποσό που το Δικαστήριο θα επιδικάσει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης θα είναι μικρότερο από αυτό που υποδεικνύεται στη νομολογία του στην περίπτωση που ο προσφεύγων έχει ήδη επιτύχει τη διαπίστωση παραβίασης σε εθνικό επίπεδο και καταβολή αποζημίωσης με χρήση εσωτερικού ένδικου μέσου. Στη περίπτωση αυτή η αφαίρεση κυμαίνεται στο 55% περίπου των συνήθως επιδικασθησομένων από το Στρασβούργο (το ποσό βάσης δηλ. μειώνεται κατ΄ έτος μεταξύ 450 και 675 ευρώ).

 

ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ

 

Στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπιστώνει μια παραβίαση της Σύμβασης δύναται να επιδικάσει στον προσφεύγοντα όχι μόνο τα έξοδα και τις δαπάνες του ενώπιον των οργάνων της Σύμβασης αλλά επίσης εκείνα που προέκυψαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (σπανιότερα) με σκοπό να τερματιστεί ή να αποκατασταθεί η παραβίαση.

Να σημειωθεί ότι τα δικαστικά έξοδα επιδικάζονται μόνον με τη προσκόμιση νομίμων εγγράφων και δικαιολόγησης της αμοιβής. Δηλαδή πρέπει να αποστέλλονται στη γραμματεία του Στρασβούργου:

α) για την αμοιβή του δικηγόρου που υπογράφει την προσφυγή διπλότυπη απόδειξης παροχής υπηρεσιών και κατάσταση – ανάλυση του χρόνου εργασίας για την υπόθεση, που να δικαιολογεί το αιτούμενο ποσό της αμοιβής και

β) για λοιπά έξοδα (μεταφραστικά, φωτοτυπίες κλπ.) αντίστοιχα παραστατικά.

Το ΕΔΔΑ επιδικάζει μόνον έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί, είναι εύλογα και αφορούν την εξεταζομένη υπόθεση[26].

Να επισημανθεί ότι σε μερικές περιπτώσεις το ΕΔΔΑ επιδικάζοντας τα έξοδα προβαίνει σε διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο καταβολής τους.

Στην υπόθεση Makedonski κατά Βουλγαρίας της 11.1.2011[27] απεφάνθη ότι το ποσό των 1000 ευρώ που επιδίκασε για έξοδα πρέπει να καταβληθούν απευθείας στο δικηγόρο του Ιδρύματος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Στην υπόθεση Nalbantski κατά Βουλγαρίας της 10.2.2011[28] τα έξοδα τα κατένειμε στον προσφεύγοντα (1025 ευρώ) και στους δικηγόρους του (545 ευρώ) κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος.

Επίσης στην απόφαση Kanchev κατά Βουλγαρίας της 24.2.2011[29] το ΕΔΔΑ απεφάσισε το ποσό των 600 ευρώ που αντιστοιχεί στα έξοδα να καταβληθεί απευθείας στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δύο δικηγόρων της, δεδομένου ότι υπήρχε γραπτή συμφωνία για την αμοιβή και τα έξοδα μεταξύ δικηγόρων και προσφεύγουσας, η οποία υπεβλήθη στο Δικαστήριο.

 

 

 

[1] 1η χώρα σε παραβιάσεις ευλόγου χρόνου για το 2010 είναι η Τουρκία με 83 καταδικαστικές αποφάσεις, 2η η Ουκρανία με 60, 3η η Ιταλία με 44 , 4η η Πολωνία με 37 και 5η η Ελλάδα με 33 καταδικαστικές αποφάσεις.

[2] Για μια πλήρη αναφορά στο δικαίωμα αυτό βλ. Εβίτα Σαλαμούρα «Το δικαίωμα της διεξαγωγής της δίκης εντός ευλόγου χρόνου και η αποκατάσταση της «τεκμαιρομένης» βλάβης του διαδίκου», ΝοΒ 2009 (τομ. 57), σελ. 2009 επ.

[3] Δ. Σπινέλλης, «Η εύλογη διάρκεια μιας ποινικής δίκης» ΝοΒ 1998, σελ. 1583, Ηλ. Αναγνωστόπουλος «Η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης», ΠοινΧρ ΝΔ’ 2004, σελ. 5 επ., Ιππ. Μυλωνάς «Η σημασία για την ελληνική ποινική δικαιοσύνη της νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη», ΠοινΧρ ΜΘ΄, σελ. 805 επ.

[4] Η κατά Γαλλίας (1989).

[5] König κατά Αυστρίας της 10.3.1980, § 15.

[6] Giancarlo Lombardo κατά Ιταλίας της 26.11.1992.

[7] Βλ. αμέσως προηγουμένη υποσημείωση.

[8] Bunkate κατά Ολλανδίας της 26.5. 1993, Paccione κατά Ιταλίας της 27.4. 1995.

[9] H. κατά Ηνωμ. Βασιλείου της 9.6.1988.

[10] Erkner και Hofauer κατά Αυστρίας της 29.9.1987.

[11] Παπαστεφάνου κατά Ελλάδας της 20.3.2008 παρ. 24.

[12] Β. Χειρδάρη, «Η κριτική στο Στρασβούργο, τα όρια ερμηνείας, το «περιθώριο εκτίμησης» και τα προβλήματα του ΕΔΔΑ», ΝοΒ 2009, σελ. 1990 επ.

[13] Hornsby κατά Ελλάδος της 19.3.1997.

[14] Guillemin κατά Γαλλίας της 21.2.1997, § 63.

[15] Apicella κατά Ιταλίας της 29.3.2006, § 93.

[16] Frederic Edel, “The length of civil and criminal proceedings in the case-law of the European Court of Human Rights”, Human Rights File, No 16, Strasbourg, 2007, Council of Europe.

[17] αρ. προσφ. 1521/06.

[18] αρ. προσφ. 28899/04.

[19] Ruotolo κατά Ιταλίας της 27.2.1992.

[20] Obermeier κατά Αυστρίας της 28.6.1990, § 72.

[21] του 1987.

[22] του 1992.

[23] Του 1988.

[24] Γκίκας κατά Ελλάδος της 6.3.2008.

[25] «Κ/Ξ Ε. Αποστολόπουλος και Κ. Λυμπερόπουλος» κατά Ελλάδος της 24.4.2008.

[26] Bottazzi κατά Ιταλίας της 28.7.1978, § 30,  Scordino κατά Ιταλίας της  29.3.2006, § 283.

[27] αρ. προσφ. 36036/04.

[28] αρ. προσφ. 30943/04.

[29] αρ. προσφ. 16850/04.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες