Καταδίκη πληροφοριοδότη που αποκάλυψε φορολογικά έγγραφα της εργοδότριας εταιρείας του. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Halet κατά Λουξεμβούργου της 11.5.2021 (αριθ. 21884/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος στην υπόθεση «Luxleaks» για γνωστοποίηση φορολογικών εγγράφων που αφορούσαν ορισμένους από τους πελάτες της εργοδότριας εταιρείας του.

Τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου δεν δέχτηκαν την παροχή πληροφοριών ως δικαιολογία για τις ενέργειες του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι η αποκάλυψη των εγγράφων, τα οποία υπόκεινται σε επαγγελματικό απόρρητο προκάλεσε βλάβη  στην εργοδότρια εταιρεία- ιδίως, προσέβαλε τη φήμη της εταιρείας και προκάλεσε την απώλεια της εμπιστοσύνης των πελατών στις εσωτερικές ρυθμίσεις ασφάλειας – η οποία υπερέβαινε το δημόσιο συμφέρον. Το Εφετείο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε πρόστιμο 1.000 ευρώ.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η καταδίκη του ισοδυναμούσε με δυσανάλογη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης του.

Κατά την εξέταση της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ εξέτασε καταρχάς αν ο προσφεύγων έπρεπε να χαρακτηριστεί ως «πληροφοριοδότης» με βάση τους σκοπούς και τα κριτήρια της νομολογίας του. Το ΕΔΔΑ, αν και δέχτηκε ότι ο προσφεύγων έπρεπε να χαρακτηριστεί ως πληροφοριοδότης, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι το Εφετείο για να κρίνει ότι τα έγγραφα που αποκάλυψε ο ίδιος ήταν ήσσονος ενδιαφέροντος, και άρα δεν δικαιολογούσαν την αθώωσή του, εξέτασε προσεκτικά τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την υπόθεση βάσει των κριτηρίων που καθορίζει η νομολογία του ΕΔΔΑ.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε επίσης ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη, ως ελαφρυντικό στοιχείο, την «αντικειμενική φύση των ενεργειών του προσφεύγοντος» και, ως εκ τούτου, είχαν επιβάλει ένα αρκετά ήπιο πρόστιμο. Αυτό θα μπορούσε λογικά να θεωρηθεί ως σχετικά ήπια ποινή, η οποία δεν θα είχε πραγματική ανασταλτική επίδραση στην άσκηση της ελευθερίας του προσφεύγοντος ή άλλων εργαζομένων.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης των συμβαλλομένων κρατών στον τομέα αυτό, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία στην παρούσα υπόθεση μεταξύ της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων αφενός της εργοδότριας του προσφεύγοντος και της ανάγκης προστασίας της ελευθερίας  έκφρασης του προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ έκρινε με πλειοψηφία (πέντε ψήφους προς δύο), ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης) της ΕΣΔΑ, λόγω της ποινικής καταδίκης του προσφεύγοντος στην υπόθεση «Luxleaks» για δημοσίευση φορολογικών εγγράφων  που αφορούν ορισμένους από τους πελάτες της εργοδότριας εταιρείας του.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Raphaël Halet, είναι Γάλλος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1976 και ζει στο Viviers (Γαλλία).

Την εν λόγω  περίοδο ο προσφεύγων εργάζονταν για την εταιρεία PricewaterhouseCoopers (PwC), η οποία παρέχει υπηρεσίες ελέγχου, φορολογικών συμβουλών και διαχείρισης επιχειρήσεων. Οι δραστηριότητές της περιλαμβάνουν την προετοιμασία φορολογικών δηλώσεων εκ μέρους των πελατών της και συνάπτει φορολογικά προσύμφωνα με τις φορολογικές αρχές. Αυτές οι ρυθμίσεις, επίσης γνωστές ως «προκαταβολικές φορολογικές συμφωνίες», αφορούν την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας σε μελλοντικές συναλλαγές. Μεταξύ 2012 και 2014 αρκετές εκατοντάδες φορολογικές ρυθμίσεις και φορολογικές δηλώσεις με προέλευση από την PwC δημοσιεύθηκαν από διάφορα μέσα ενημέρωσης. Τα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν υπογράμμισαν μια πρακτική, η οποία εκτείνεται σε μια περίοδο από το 2002 έως το 2012, με εξαιρετικά επωφελείς φορολογικές συμβάσεις μεταξύ της PwC, ενεργώντας εξ ονόματος των πολυεθνικών εταιρειών και των φορολογικών αρχών του Λουξεμβούργου.

Κατόπιν μίας εσωτερικής έρευνας της PwC προέκυψε ότι το 2010, ένας ελεγκτής, ο A.D., ο οποίος επρόκειτο να αποχωρήσει από την εταιρεία μετά από παραίτησή του, είχε αντιγράψει 45.000 σελίδες εμπιστευτικών εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων 20.000 σελίδων φορολογικών εγγράφων που αντιστοιχούν σε 538 προκαταβολικές αποφάσεις. Το καλοκαίρι του 2011 τα παρέδωσε στο δημοσιογράφο, E.P., κατόπιν αιτήματος του τελευταίου.

Μια δεύτερη εσωτερική έρευνα της PwC αποκάλυψε ότι τον Μάιο του 2012, μετά την αποκάλυψη από τα ΜΜΕ ορισμένων από τις προκαταβολικές φορολογικές συμφωνίες που αντιγράφηκαν από τον A.D., ο προσφεύγων επικοινώνησε με τον δημοσιογράφο E.P. και προσφέρθηκε να διαβιβάσει περαιτέρω έγγραφα. Δεκαέξι έγγραφα (δεκατέσσερις φορολογικές δηλώσεις και δύο συνοδευτικές επιστολές) παραδόθηκαν μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2012. Ορισμένα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τον E.P. σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα με τίτλο «Έρευνα Χρήματος» που μεταδόθηκε τον Ιούνιο του 2013. Τον Νοέμβριο του 2014 τα έγγραφα δημοσιεύτηκαν επίσης μέσω του διαδικτύου από την ένωση δημοσιογράφων γνωστή ως «Διεθνής Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων».

Μετά από καταγγελία της PwC κινήθηκαν ποινικές διαδικασίες, οι οποίες οδήγησαν στην αθώωση του  A.D. και του δημοσιογράφου E.P. Ο κ. Halet, ωστόσο, καταδικάστηκε μετά από έφεση σε ποινικό πρόστιμο 1.000 ευρώ και διατάχθηκε να πληρώσει το συμβολικό ποσό 1 ευρώ στην PwC ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Στην απόφασή του, το Εφετείο διαπίστωσε, ιδίως, ότι η αποκάλυψη των εγγράφων που υπόκεινται σε επαγγελματικό απόρρητο είχαν προσβάλει την φήμη της εργοδότριας εταιρείας του προσφεύγοντος και η βλάβη της υπερέβαινε το γενικό συμφέρον. Ο κ. Halet άσκησε αναίρεση η οποία απορρίφθηκε τον Ιανουάριο του 2018.

Βασιζόμενος στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η καταδίκη του μετά την δημοσίευση δεκαέξι εγγράφων προερχόμενα από την εργοδότρια εταιρεία του PwC σε δημοσιογράφο ανέρχονταν σε δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….

Άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης)

Επαναλαμβάνοντας ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης επεκτείνονταν στον επαγγελματικό τομέα, συμπεριλαμβανομένου και όταν η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου διέπεται από ιδιωτικό δίκαιο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος ισοδυναμούσε με παρέμβαση για τους σκοπούς του άρθρου 10.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η εν λόγω παρέμβαση «προβλέπεται από το νόμο» και είχε επιδιώξει έναν «νόμιμο σκοπό», καθώς ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για διάφορα αδικήματα όπως ορίζονται στον Ποινικό Κώδικα, και ο σκοπός της δίωξης και της τιμωρίας αυτών των αδικημάτων ήταν να αποτρέψει την αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών και να προστατεύσει τη φήμη της εργοδότριας εταιρείας, PwC.

Όσον αφορά το εάν η παρέμβαση ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία», το Δικαστήριο εξέτασε στην αρχή ότι το καθήκον του ήταν να εκτιμήσει εάν αυτή ήταν μια περίπτωση καταγγελίας σύμφωνα με τους σκοπούς της νομολογίας του Δικαστηρίου κατά την οποία οι αρχές που θεσπίστηκαν και εφαρμόζονταν στην Guja κατά της Μολδαβίας [2] και στην Heinisch κατά Γερμανίας. Σχετικά με αυτό το ζήτημα, παρατήρησε, πρώτον, ότι υπήρχε ιεραρχική σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και της εργοδότριας εταιρείας του, PwC, που συνεπάγεται καθήκον πίστης, και διακριτικότητας εκ μέρους του. Δεύτερον, ο προσφεύγων είχε επικοινωνήσει με έναν δημοσιογράφο για να αποκαλύψει εμπιστευτικές πληροφορίες που είχε λάβει στο πλαίσιο της εργασιακής του σχέσης.

Εκτιμώντας ότι υπήρξαν παράλληλες μεταξύ των ενεργειών του προσφεύγοντος και εκείνων των προσφευγόντων στις υποθέσεις Guja και Heinisch, που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων πρέπει να θεωρηθεί πληροφοριοδότης για τους σκοπούς της νομολογίας του Δικαστηρίου.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον τηρήθηκαν οι αρχές που θεσπίστηκαν στη Guja. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι μόνον το πέμπτο και το έκτο κριτήριο που καθιέρωσε η νομολογία αυτή ίσχυαν επί του παρόντος στην υπό κρίση υπόθεση.

Όσον αφορά το πέμπτο κριτήριο (η εξισορρόπηση του δημοσίου συμφέροντος για τη λήψη πληροφοριών έναντι της βλάβης που προκλήθηκε στον εργοδότη από τις δημοσιεύσεις), το Δικαστήριο σημείωσε ότι, κατά την άποψη των εθνικών δικαστηρίων, η δημοσίευση από τον προσφεύγοντα εγγράφων που υπάγονταν σε επαγγελματικό απόρρητο προκάλεσαν ηθική βλάβη στην PwC – η οποία προκύπτει, ιδίως, από τη προσβολή στη φήμη της εταιρείας και την απώλεια εμπιστοσύνη του πελάτη στις εσωτερικές ρυθμίσεις ασφάλειας – που υπερέβαινε το γενικό συμφέρον. Εξισορροπώντας τα συμφέροντα που διακυβεύονται, τα δικαστήρια απέδωσαν έτσι μεγαλύτερο βάρος στη βλάβη που υπέστη η PwC παρά στο ενδιαφέρον των πληροφοριών που αποκάλυψε ο προσφεύγων.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η PwC υπέστη βλάβη λόγω της ευρέως αναφερόμενης διαμάχης που προκύπτει από την υπόθεση Luxleaks. Η κάλυψη του Τύπου επιβεβαίωσε ότι η  εταιρεία είχε «βιώσει μια δύσκολη χρονιά» μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης. Ωστόσο – και πάλι, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, και αυτό το γεγονός δεν είχε αμφισβητηθεί – μόλις πέρασε  αρχικά δύσκολη περίοδος, η εταιρεία είχε δει αύξηση του κύκλου εργασιών της σε συνδυασμό με σημαντική αύξηση του προσωπικού.

Ως εκ τούτου, έπρεπε να εξακριβωθεί εάν η βλάβη στη φήμη της ήταν πραγματική και απτή.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώ η PwC υπέστη αναμφίβολα ζημία βραχυπρόθεσμα, δεν έχει αποδειχθεί πλέον μακροπρόθεσμη βλάβη στη φήμη της. Το Δικαστήριο εξέτασε στη συνέχεια το σκεπτικό των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με το ενδιαφέρον των πληροφοριών που αποκάλυψε ο προσφεύγων. Συναφώς, το Εφετείο σημείωσε ότι παρ’ όλο που οι αποκαλύψεις της Halet είχαν δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, ωστόσο δεν είχαν αποκαλύψει τίποτα  σχετικά με τη στάση των φορολογικών αρχών έναντι αυτών των εταιρειών. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το Εφετείο αιτιολόγησε λεπτομερώς τα πορίσματά του σχετικά με το πέμπτο κριτήριο που καθορίζεται στη νομολογία Guja. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα απαιτούσε ισχυρούς λόγους για να αντικαταστήσει τη δική του άποψη με αυτή των εθνικών δικαστηρίων. Η κατάσταση αυτή δεν ισχύει στη παρούσα περίπτωση, για τους ακόλουθους λόγους.

Το Εφετείο είχε εκτιμήσει προσεκτικά το ενδιαφέρον των αποκαλύψεων του κ. Halet με επιμέλεια, εξετάζοντας σε βάθος το περιεχόμενό τους και τις επιπτώσεις τους από την άποψη των φορολογικών πρακτικών των πολυεθνικών εταιρειών. Στο πλαίσιο αυτό είχε αναγνωρίσει ότι οι αποκαλύψεις  ήταν γενικού ενδιαφέροντος. Είχε ακόμη λάβει  υπόψη τον αντίκτυπο των πληροφοριών, αποδεχόμενο ότι μπορούσε να « προκαλέσει ανησυχία και σοκ στο γενικό πληθυσμό». Ωστόσο, το Εφετείο έκρινε ότι το συμφέρον των γνωστοποιήσεων του προσφεύγοντος ζύγιζε λιγότερο από τη ζημία που υπέστη η PwC, αφού διαπίστωσε ότι αυτές οι γνωστοποιήσεις ήταν ελάσσονος σημασίας. Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα, παρατήρησε ότι τα έγγραφα δεν παρείχαν καμία πληροφορία που να ήταν ζωτικής σημασίας, νέα ή προηγουμένως άγνωστα. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτά τα τρία νέα κριτήρια-“ζωτικής σημασίας», «νέα» και «προηγουμένως άγνωστα» – συμπεριλήφθηκαν στην εξαντλητική αιτιολογία του Εφετείου σχετικά με το πέμπτο κριτήριο για την εξισορρόπηση των ιδιωτικών και των δημόσιων συμφερόντων που διακυβεύονται. Υπό άλλες περιστάσεις αυτά τα κριτήρια μπορούν να θεωρηθούν πολύ αυστηρά, αλλά στην παρούσα περίπτωση είχαν εξυπηρετήσει,  μαζί με τα άλλα στοιχεία που έλαβε υπόψη το Εφετείο, στην έκδοση πορίσματος ότι οι αποκαλύψεις του προσφεύγοντος δεν είχαν επαρκές ενδιαφέρον για να αντισταθμίσουν τη ζημία που υπέστη η PwC.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Εφετείο περιορίστηκε στην προσεκτική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων υπό το φως των κριτηρίων που καθορίζει η νομολογία του Δικαστηρίου, προτού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα που δημοσίευσε ο προσφεύγων δεν είχαν επαρκές ενδιαφέρον για να δικαιολογήσουν την απαλλαγή του. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι ο A.D. αθωώθηκε μετά την εφαρμογή των ίδιων κριτηρίων βάσει της υποθέσεως του Δικαστηρίου, επιβεβαίωσε ότι οι εθνικές αρχές είχαν πραγματοποιήσει λεπτομερή εξέταση και στάθμιση των σχετικών συμφερόντων.

Όσον αφορά το έκτο κριτήριο (αναλογικότητα της ποινής), το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη, ως ελαφρυντικό στοιχείο, τον «αντικειμενικό χαρακτήρα των ενεργειών  του προσφεύγοντος» και επομένως είχαν επιβάλει ένα αρκετά ήπιο πρόστιμο (1.000 ευρώ). Αυτό θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ως σχετικά ήπια ποινή η οποία δεν θα είχε πραγματικά ανασταλτική επίδραση στην άσκηση της ελευθερίας του προσφεύγοντος ή άλλων εργαζομένων.

Συνοπτικά, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης των Συμβαλλομένων Κρατών σε αυτόν τον τομέα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία στην παρούσα υπόθεση μεταξύ της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων του εργοδότη του προσφεύγοντος από τη μία πλευρά και της ανάγκης προστασίας της ελέυθερίας της έκφρασης του προσφεύγοντος από την άλλη. Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Ξεχωριστή γνώμη

Οι δικαστές Lemmens και Pavli εξέφρασαν κοινή αντίθετη γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες