Kαταδίκη κατηγορούμενου από ίδιους δικαστές που δίκασαν προηγούμενα τους συγκατηγορουμένους του με αναφορές σε ενοχή του. Μη αμερόληπτο δικαστήριο

ΑΠΟΦΑΣΗ

Mucha κατά Σλοβακίας της 25.11.2021 (αρ. προσφ. 63703/19)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δίκαιη δίκη και αμερόληπτο δικαστήριο. Καταδίκη κατηγορουμένου από δικαστές που είχαν δικάσει προηγουμένως υποθέσεις  με συγκατηγορουμένους του για εγκληματική οργάνωση και  με αναφορές στην ενοχή του, χωρίς  να ληφθεί υπόψη το τεκμήριο αθωότητάς του.

Ο προσφεύγων, καταδικάστηκε ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης με αμετάκλητη απόφαση σε 23 έτη κάθειρξη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δίκασε με την ίδια σύνθεση που είχε δικάσει όλους τους συνεργούς του προσφεύγοντα, βασίστηκε στις καταθέσεις τους  και στις προγενέστερες καταδικαστικές αποφάσεις.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι η  αρχή του τεκμηρίου αθωότητας αντικατοπτρίζει την άποψη ότι κανένας κατηγορούμενος δεν θεωρείται  ένοχος πριν αποδειχτεί βάσει νόμου.  Στην παρούσα υπόθεση δέχτηκε  ότι λόγω της φύσης του αδικήματος που συμμετείχαν πολλά άτομα, ήταν εύλογο να αναφέρονταν οι πράξεις των συνεργών σε κάθε δικαστήριο που δίκαζε κάποιον από αυτούς, όμως διαπίστωσε ότι στη δίκη των συγκατηγορουμένων του, οι αναφορές στον προσφεύγοντα  δεν είχαν διατυπωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσφεύγων θα είχε αργότερα δική του δίκαιη  δίκη και δεν είχε κριθεί ακόμα ένοχος.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εγχώρια δικαστήρια στη δίκη του προσφεύγοντα,  είχαν την εξουσία αλλά δεν είχαν διορθώσει αυτό το ελάττωμα της διαδικασίας. Ο προσφεύγων δικάστηκε από δικαστήριο όχι αμερόληπτο που τον είχε ήδη κρίνει ένοχο στις προηγηθείσες δίκες των συγκατηγορουμένων συνεργών του.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 7.800 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Pavel Mucha, είναι Σλοβάκος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1979 και κρατείται επί του παρόντος στις Φυλακές Λεοπόλντοφ (Σλοβακία).

Ο προσφεύγων ήταν μέλος μιας εγκληματικής οργάνωσης που δρούσε στη Σλοβακία. Το 2012 αυτός και εννέα μέλη της οργάνωσης αυτής κατηγορήθηκαν για σύσταση, και συμμετοχή σε  εγκληματική οργάνωση και για πολλά βίαια αδικήματα. Ασκήθηκε δίωξη για τους  οκτώ από τους κατηγορούμενους χωριστά καθώς ήταν έτοιμοι να συνάψουν δικαστικούς διακανονισμούς. Αυτές οι συμφωνίες επικυρώθηκαν από το ίδιο Τριμελές Τμήμα του Ειδικού Ποινικού Δικαστηρίου το 2012 και το 2013, και οι οκτώ κρίθηκαν ένοχοι και τους επιβλήθηκαν ποινές στέρησης της ελευθερίας, χωρίς επαρκή  αιτιολογία.

Οι συμφωνίες και οι αποφάσεις αναφέρονταν στον προσφεύγοντα (το όνομα του οποίου εμφανίζεται μόνο με τα αρχικά του) συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων στοιχείων: Ο προσφεύγων είχε δώσει καθοδήγηση σχετικά με τη διάπραξη διαφόρων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Ένα ποσοστό των κερδών από εκβιασμούς είχε παραδοθεί σε αυτόν. Είχε εκδώσει «πρόστιμα» στα νεώτερα μέλη της συμμορίας.

Το Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο δίκασε τον προσφεύγοντα το 2013, κρίνοντάς τον ένοχο για όλες τις κατηγορίες και επέβαλε ποινή  κάθειρξης 23 ετών. Η σύνθεση  ήταν η ίδια με εκείνη που καταδίκασε τους συγκατηγορούμενούς του. Δύο από τους συνεργούς αρνήθηκαν να καταθέσουν, αλλά οι προανακριτικές καταθέσεις του ενός από αυτούς συμπεριλήφθηκε στη δικογραφία. Οι καταδικαστικές αποφάσεις που ακολούθησαν τους δικαστικούς διακανονισμούς  θεωρήθηκαν ως «πραγματικό και ομοιογενές μέρος της υπό εξέταση υπόθεσης» από το δικαστήριο στο σκεπτικό του.  Στο σκεπτικό συμπεριλήφθηκαν και οι καταθέσεις έξι συνεργών του, αποδεικτικά έγγραφα και πραγματογνωμοσύνες. Το δικαστήριο επισήμανε ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις  προήλθαν κυρίως από μάρτυρες κατηγορίας, αλλά υποστήριξαν ότι, σε συνδυασμό με τα άλλα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, αυτό δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί από  τους μάρτυρες υπεράσπισης του κ. Mucha.

Ο προσφεύγων άσκησε αργότερα έφεση, αναίρεση καθώς και συνταγματική καταγγελία, χωρίς αποτέλεσμα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο επικαλέστηκε την αρχή της επικουρικότητας και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων  στο σκεπτικό του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε αμφισβητήσει το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της δίκης του, η καταγγελία του δε αφορούσε το γεγονός ότι οι ίδιοι δικαστές που είχαν καταδικάσει τους συγκατηγορούμενους, καταδίκασαν και τον ίδιο  και πώς αυτό είχαν επηρεάσει την αμεροληψία του δικαστηρίου και το δικαίωμά του να τεκμαίρεται  αθώος.

Μολονότι το ίδιο δικαστήριο είχε εξετάσει τόσο τις καταδικαστικές αποφάσεις σχετικά με την ένσταση όσο και τις καταδίκες του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι απαρτιζόταν μόνο από επαγγελματίες δικαστές, οι οποίοι θα έπρεπε να είχαν διαχωρίσει καλύτερα τη θέση τους  από τα πορίσματα στις προηγούμενες δίκες. Εξάλλου άλλα στοιχεία παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, καθώς και διαφορετικά πραγματικά και νομικά πορίσματα.

Ωστόσο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι παραβιάζεται η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εάν δικαστική απόφαση ή δήλωση δημόσιου λειτουργού που αφορά κατηγορούμενο για ποινικό αδίκημα αντικατοπτρίζει την άποψη ότι είναι ένοχος πριν αποδειχτεί ότι το άτομο είναι όντως ένοχο βάσει του νόμου. Ωστόσο, είναι ευρέως αποδεκτό σε όλη την Ευρώπη ότι σε περίπλοκες υποθέσεις θα μπορούσε να γίνει αναφορά σχετικά με την συμμετοχή ατόμων, ακόμη και αν και αυτοί δικαστούν αργότερα.

Δεδομένης της φύσης των εικαζόμενων αδικημάτων στην υπόθεση αυτή – που αφορούσαν  εγκληματική οργάνωση – ήταν  απαραίτητο να αναφέρονταν σε πράξεις τρίτων. Ωστόσο, οι αναφορές στον προσφεύγοντα δεν είχαν διατυπωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσφεύγων θα είχε αργότερα δική του δίκη και δεν είχε κριθεί ακόμα ένοχος. Η συμμετοχή του σε συγκεκριμένες εγκληματικές δραστηριότητες είχε ήδη κριθεί. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε κίνητρο να παρακολουθήσει τα γεγονότα που διαπιστώθηκαν στις προηγούμενες υποθέσεις, καθώς είχε προηγουμένως καταδικάσει τους συνεργούς του προσφεύγοντος και στη συνέχεια είχε επιλέξει να λάβει υπόψιν του τις καταδίκες τους στη δίκη του προσφεύγοντος ως μέρος της υπόθεσης εναντίον του. Αυτοί οι συνεργοί – οι οποίοι είχαν συνάψει δικαστικούς διακανονισμούς – στις καταθέσεις των οποίων βασίστηκε η καταδίκη του προσφεύγοντος,  προφανώς είχαν επίσης κίνητρο να μην αντικρούσουν τις προηγούμενες καταθέσεις τους.

Οι αποφάσεις στις υποθέσεις των συγκατηγορουμένων ήταν σαφώς επιζήμιες για την υπόθεση του προσφεύγοντος. Δεδομένου του ρόλου που είχαν διαδραματίσει στη δίκη του, που είχε γίνει ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, οι αμφιβολίες του αναφορικά με την αμεροληψία του δικαστηρίου δικαιολογούνταν αντικειμενικά. Τα ανώτερα δικαστήρια είχαν την εξουσία αλλά δεν είχαν διορθώσει αυτό το ελάττωμα της διαδικασίας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης  (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Σλοβακία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 7.800 ευρώ για ηθική βλάβη και 630 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες