Καταδίκη δημοσιογράφου για δημοσιοποίηση πληροφοριών απόρρητης έρευνας. Μη παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Sellami κατά Γαλλίας της 17.12.2020 (αριθ. προσφ. 61470/15)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία της έκφρασης, εξισορρόπηση ανταγωνιστικών συμφερόντων και ποινική έρευνα.

Ο προσφεύγων δημοσιογράφος καταδικάσθηκε ποινικά  σε πρόστιμο 3.000 ευρώ για χρήση πληροφοριών που αποκτήθηκαν κατά παράβαση του επαγγελματικού απόρρητου, διαρκούσης της ποινικής έρευνας.  Ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη έρευνα για  τρεις βιασμούς και μία απόπειρα ανθρωποκτονίας, χωρίς να έχει ταυτοποιηθεί ο ύποπτος, ο προσφεύγων δημοσίευσε σε εφημερίδα 3 ρεπορτάζ  σχετικά με τα αδικήματα και σκίτσο του φερόμενου  ως υπόπτου, χωρίς να έχει διασταυρώσει τις πληροφορίες του.

Το Στρασβούργο επισήμανε ότι, η παρέμβαση βασίστηκε στην ανάγκη διασφάλισης του απαιτούμενου απορρήτου των  πληροφοριών σχετικά με τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας και, γενικότερα, στη διατήρηση του κύρους και της αμεροληψίας του δικαστικού σώματος, άρα εξυπηρετούσε θεμιτό σκοπό.

Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δημοσιοποίησε το σκίτσο χωρίς να εξετάσει την αξιοπιστία ή τον αντίκτυπο στη συνεχιζόμενη δικαστική  έρευνα, κατά παράβαση των καθηκόντων του, απλά για να ικανοποιήσει την περιέργεια του κοινού, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο προσφεύγων  είχε συνειδητά παρέμβει  στη διεξαγωγή της έρευνας, η οποία ήταν στο πιο ευαίσθητο στάδιο της για αναγνώριση και σύλληψη του ύποπτου.

Κατά συνέπεια η καταδίκη του από τα εγχώρια δικαστήρια στο πρόστιμο των 3.000 ευρώ ήταν αναγκαία για την εξισορρόπηση των ανταγωνιστικών συμφερόντων και δεν παραβίασε το δικαίωμα του στην ελευθερία της έκφρασης.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Stéphane Sellami, είναι Γάλλος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1972 και ζει στο Saint-Ouen (Γαλλία).

Στις 23 Δεκεμβρίου 2011, δύο γυναίκες βιάστηκαν στο Παρίσι και μία από αυτές υπήρξε επίσης θύμα απόπειρας ανθρωποκτονίας. Η έρευνα ανατέθηκε στην 3ο Αστυνομικό Τμήμα του Παρισιού, με επικεφαλής τον Επιθεωρητή  D.

Στις 28 Δεκεμβρίου 2011, ένα 15χρονο κορίτσι βιάστηκε και μαχαιρώθηκε στο Étampes στο διαμέρισμα Essone.  Στις 30 Δεκεμβρίου 2011 δημιουργήθηκε σκίτσο του υπόπτου από την ιατροδικαστική μονάδα αναγνώρισης βάσει της μαρτυρίας του τρίτου θύματος.

Στις 3 Ιανουαρίου 2012, ο Εισαγγελέας του Παρισιού άσκησε ποινική δίωξη για όλα τα αδικήματα και στις 4 Ιανουαρίου 2012 ο Ανακριτής έδωσε εντολές στο 3ο περιφερειακό αστυνομικό τμήμα.

Την ίδια ημέρα ο επιθεωρητής D., επικεφαλής της ερευνητικής μονάδας, έστειλε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα  στα μέλη της ομάδας του ενημερώνοντας τους ότι είχε λάβει ένα τηλεφώνημα από τον προσφεύγοντα, ο οποίος δεν θα έπρεπε να λάβει καμία πληροφορία σχετικά με την υπόθεση. Στις 11 Ιανουαρίου 2012 το σκίτσο δημοσιεύτηκε από το περιοδικό Le Nouveau Détective. Την επόμενη μέρα η καθημερινή εφημερίδα Le Parisien αφιέρωσε μια πλήρη σελίδα στις πληροφορίες και στα υπάρχοντα στοιχεία της υπόθεσης,  δημοσιεύοντας τρία άρθρα συνταγμένα από τον προσφεύγοντα στο τμήμα των ειδήσεων, ένα από τα οποία περιελάμβανε το σκίτσο του φερόμενου ως δράστη. Στις 13 Ιανουαρίου 2012, μετά τη δημοσίευση των άρθρων και ενόψει του γεγονότος ότι το σκίτσο δεν ταίριαζε με τον ύποπτο που είχε ταυτοποιηθεί στο μεταξύ από τις φωτογραφίες, ο ανακριτής και το τμήμα ποινικών ερευνών αποφάσισαν να προσκαλέσουν τυχόν μάρτυρες να εμφανιστούν δημοσιεύοντας μια φωτογραφία του ατόμου που επιδίωκαν να εντοπίσουν.

Στις 19 Ιανουαρίου 2012 ο επιθεωρητής D. έστειλε μια αναφορά στους ανωτέρους  του διαμαρτυρημένος για παραβίαση του απόρρητου της έρευνας λόγω της δημοσίευσης του σκίτσου στην εφημερίδα Le Parisien στις 12 Ιανουαρίου 2012. Ο Εισαγγελέας διέταξε έρευνα σχετικά με παραβίαση του απόρρητου της έρευνας.

Σε απόφαση της 21ης ​​Νοεμβρίου 2012, το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για χρήση πληροφοριών που ελήφθησαν κατά παράβαση του επαγγελματικού απορρήτου και τον καταδίκασαν  να καταβάλει πρόστιμο  8.000 ευρώ και ένα ευρώ ως αποζημίωση στα θύματα που είχαν προσχωρήσει στη δίκη ως υποστηρικτές της κατηγορίας. Σε απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, το Εφετείο του Παρισιού επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση σχετικά με τη διαπίστωση της ενοχής, αλλά μείωσε το πρόστιμο  σε 3.000 ευρώ. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος.

Βασιζόμενος στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η καταδίκη του για χρήση πληροφοριών που αποκτήθηκαν κατά παράβαση του επαγγελματικού απορρήτου, μετά τη δημοσίευση σκίτσου της αστυνομίας σε σχέση με την έρευνα, ήταν αντίθετη με την Σύμβαση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο αφού επισήμανε ότι υπήρξε παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης του προσφεύγοντος, παρατήρησε ότι είχε προηγουμένως αποφανθεί ότι η καταδίκη ενός δημοσιογράφου για χρήση πληροφοριών που αποκτήθηκαν κατά παράβαση του επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με το άρθρο 321-1 του Ποινικού Κώδικα, πληρούσε την απαίτηση προβλεψιμότητας του νόμου για τους σκοπούς του άρθρου 10 της Σύμβασης (Dupuis κ.λπ. κατά Γαλλίας, § 31 · Hacquemand κατά Γαλλίας  και Ressiot κ.λπ. Γαλλία, §§ 107-108). Δεδομένου ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχε λόγος να απομακρυνθεί από τη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω παρέμβαση ήταν «σύμφωνη με το νόμο» κατά την έννοια του δεύτερου εδάφιου του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο είχε επίσης αποφανθεί προηγουμένως ότι η παρέμβαση βασίστηκε στην ανάγκη διαφύλαξης του απορρήτου της δικαστικής έρευνας που αποσκοπούσε στη διασφάλιση της ορθής διεξαγωγής της έρευνας, διατηρώντας έτσι το κύρος και τη αμεροληψία του δικαστικού σώματος. Αυτό ισχύει επίσης για περίπτωση που αφορούσε το επαγγελματικό απόρρητο που αποσκοπεί στην αποτροπή της αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών. Στην παρούσα περίπτωση, η παρέμβαση βασίστηκε στην ανάγκη διασφάλισης του απαιτούμενου απορρήτου των  πληροφοριών σχετικά με τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας και, γενικότερα, για τη διατήρηση του κύρους και της αμεροληψίας του δικαστικού σώματος. Επομένως, είχε επιδιώξει έναν θεμιτό σκοπό.

Όσον αφορά την αναγκαιότητα της παρέμβασης και τα κριτήρια της νομολογίας που ίσχυαν, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν την άποψη ότι ο προσφεύγων, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, δεν θα μπορούσε να αγνοεί ότι το σκίτσο το οποίο είχε στην κατοχή του και σκόπευε να δημοσιεύσει καλύπτονταν από το απόρρητο της έρευνας. Στην απόφασή του της 16 Ιανουαρίου 2014, το Εφετείο είχε παρατηρήσει ότι το τηλεφώνημα το οποίο ο προσφεύγων είχε παραδεχτεί ότι έκανε στον επιθεωρητή D. επιβεβαίωσε το γεγονός ότι γνώριζε ότι είχε διεξαχθεί δικαστική έρευνα και ότι το σκίτσο που είχε στην κατοχή του αποτελούσε μέρος της δικογραφίας.

Όσον αφορά το άρθρο στο Le Parisien, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η δημοσίευση του εν λόγω σκίτσου, μαζί με μια σύντομη λεζάντα που την σχολίαζε,  ήταν μέρος ενός συνόλου άρθρων που γράφτηκαν από τον προσφεύγοντα, καλύπτοντας μια ολόκληρη σελίδα, σχετικά με μια σειρά βιασμών και επιθέσεων οι οποίες φέρεται να διαπράχθηκαν από τον ίδιο δράστη. Η διάταξη στην εφημερίδα είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο σκίτσο. Σύμφωνα με την αξιολόγηση των εγχώριων δικαστηρίων, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτές οι εκδοτικές επιλογές δεν άφησαν καμία αμφιβολία ως προς την προσέγγιση που υιοθέτησε ο προσφεύγων.

Επιπλέον, το Δικαστήριο υπογράμμισε το γεγονός ότι μέχρι τη δημοσίευση του εν λόγω σκίτσου, το οποίο έγινε αρχικά βάσει μιας περιγραφής που παρείχε ένα μόνο θύμα, πλέον δεν  ταίριαζε με την περιγραφή του φερόμενου δράστη, καθώς οι αστυνομικοί είχαν λάβει αρκετές  στο μεταξύ φωτογραφίες του υπόπτου. Επομένως, τα εγχώρια δικαστήρια αποφάνθηκαν σωστά ότι, κατά τη δημοσίευση του σκίτσου ο προσφεύγων το  παρουσίασε ως αντίστοιχο με την περιγραφή του φερόμενου ως βιαστή, χωρίς να εξετάσει την αξιοπιστία του σκίτσου ή τον αντίκτυπο στη συνεχιζόμενη δικαστική  έρευνα, κατά παράβαση των καθηκόντων και των ευθυνών που συνεπάγεται η άσκηση της δημοσιογραφικής ελευθερίας της έκφρασης.

Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το αντικείμενο του ρεπορτάζ, δηλαδή η ποινική έρευνα για μια σειρά από βιασμούς και επιθέσεις σε γυναίκες στο Παρίσι και στα γύρω προάστια, ήταν θέμα δημοσίου συμφέροντος. Ωστόσο, κατ΄αρχήν ο τρόπος  με τον οποίο παρουσιάστηκε το σκίτσο έχει σχεδιαστεί κυρίως για να ικανοποιήσει την περιέργεια του κοινού και κατά δεύτερον, οι πληροφορίες που διαδόθηκαν ήταν ανακριβείς και παραπλανούσαν τον αναγνώστη.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να διακρίνει κανέναν ισχυρό λόγο για να αμφισβητήσει την εκτίμηση που πραγματοποίησαν τα εγχώρια δικαστήρια για να διαπιστώσουν ότι η ανάγκη  ενημέρωσης του κοινού δεν δικαιολογούσε τη χρήση του σκίτσου.

Επιπλέον, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ήταν νόμιμο να παρέχεται ειδική προστασία στο απόρρητο μιας δικαστικής έρευνας, ενόψει των διακυβευόμενων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών,  συμφερόντων, τόσο για την  απονομή δικαιοσύνης όσο και για το δικαίωμα των υπό έρευνα προσώπων λόγω του τεκμηρίου της αθωότητας.

Η προκειμένη υπόθεση αφορούσε ειδικότερα τη διασφάλιση της απαιτούμενης εμπιστευτικότητας των πληροφοριών σχετικά με τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας, προκειμένου να διατηρηθεί το κύρος και η αμεροληψία του δικαστικού σώματος.

Ο κίνδυνος επηρεασμού των διαδικασιών δικαιολογούσε αφ΄ εαυτής τη έγκριση από τις εγχώριες αρχές αποτρεπτικών μέτρων όπως η απαγόρευση της αποκάλυψης μυστικών πληροφοριών. Στην παρούσα υπόθεση, τα εθνικά δικαστήρια είχαν την άποψη ότι η δημοσίευση του εν λόγω ρεπορτάζ είχε παρεμποδίσει την ομαλή διεξαγωγή των ερευνών, παρατηρώντας ότι η δημοσίευση του σκίτσου είχε ερμηνευτεί από ορισμένους αναγνώστες ως έκκληση για μάρτυρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο όγκο τηλεφωνικών κλήσεων προς την αστυνομία και είχε παρακινήσει τον ανακριτή και το τμήμα ποινικής έρευνας, την επόμενη ημέρα από την εμφάνιση του άρθρου, να καλέσει τυχόν μάρτυρες και τη δημοσίευση φωτογραφίας του άνδρα που ήθελαν να εντοπίσουν. Τα εγχώρια δικαστήρια είχαν  σημειώσει ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος είχε συνειδητά παρέμβει  στη διεξαγωγή της έρευνας, η οποία βρισκόταν στο πιο ευαίσθητο στάδιο της, της αναγνώρισης και σύλληψης του ύποπτου. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να διακρίνει κανέναν ισχυρό λόγο για να αμφισβητήσει την εκτίμηση ότι η δημοσίευση του υλικού είχε αρνητικό αντίκτυπο στη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας.

Όσον αφορά την επιβληθείσα χρηματική ποινή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική διαδικασία και το πρόστιμο  που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα (3.000 ευρώ αντί για το ποσό των 8.000 ευρώ το οποίο αρχικά επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο  Ποινικό Δικαστήριο) δεν ισοδυναμούσε με δυσανάλογη παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να αποφανθεί  ότι μια τέτοια ποινή θα μπορούσε να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης για τον προσφεύγοντα ή άλλον δημοσιογράφο ο οποίος επιθυμούσε να ενημερώσει το κοινό σχετικά με τη συνεχιζόμενη ποινική διαδικασία.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη και το γεγονός ότι η άσκηση της εξισορρόπησης διαφόρων ανταγωνιστικών συμφερόντων είχε διεξαχθεί σωστά από τα εγχώρια δικαστήρια, τα οποία είχαν εφαρμόσει τα σχετικά κριτήρια βάσει της νομολογίας του, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης που προβλέπεται  από το άρθρο 10 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες