Μωρό που γεννήθηκε με μόνιμη διανοητική αναπηρία. Καταδίκη από το Στρασβούργο για αναποτελεσματική διερεύνηση τυχόν ιατρικής αμέλειας .

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ulusoy κατά Τουρκίας της 25.06.2019  (αριθ. 54969/09)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ιατρική αμέλεια και κρατική ευθύνη. Ανεπαρκής και αναποτελεσματική έρευνα για διαπίστωσης ύπαρξης ιατρικής αμέλειας στη προγεννητική διαδικασία και στη διαδικασία της γέννας. Εφαρμογή του άρθρου 8 για ζητήματα σχετικά με τη προστασία της ηθικής και σωματικής ακεραιότητας των ατόμων στο πλαίσιο της παροχής ιατρικής περίθαλψης.

Καταγγελία των προσφευγόντων ότι η μόνιμη και μη αναστρέψιμη αναπηρία του γιου τους οφειλόταν σε ιατρική αμέλεια κατά τη διάρκεια της προγεννητικής διαδικασίας και κατά τη διαδικασία της γέννας. Έλλειψη αποτελεσματικής διερεύνησης των ισχυρισμών τους. Πράγματι, οι αρχές δεν ήταν σε θέση να παράσχουν μια συνεπή και επιστημονικά βασισμένη απάντηση στους ισχυρισμούς και στις καταγγελίες των προσφευγόντων ή να αξιολογήσουν την πιθανή ευθύνη των επαγγελματιών υγείας με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών. Παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος  σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

Ωστόσο, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι υπό κρίση καταγγελίες αφορούσαν ευρέως μια εσφαλμένη αξιολόγηση των προγεννητικών κινδύνων κατά τη διάρκεια του τοκετού. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση αφορούσε κυρίως ισχυρισμούς για απλά ιατρικά λάθη. Οι ουσιαστικές θετικές υποχρεώσεις του κράτους περιορίζονται στην εισαγωγή και εφαρμογή ενός αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου προστασίας των ασθενών. Εξάλλου, με βάση το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, δεν είχε επισημανθεί καμία παράβαση εκ μέρους του κράτους. Μη παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 8 (προστασία της ηθικής και σωματικής ακεραιότητας των ατόμων στο πλαίσιο της παροχής ιατρικής περίθαλψης).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Zeynep Ulusoy και Sebahattin Ulusoy, είναι Τούρκοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1979 και το 1970 αντίστοιχα και ζουν στη Malatya  (Τουρκία). Οι ίδιοι ενεργούν για λογαριασμό του γιου τους, Mehmet Ulusoy, ο οποίος γεννήθηκε το 2001 και έχει υποστεί ψυχοκινητική βλάβη και μόνιμη διανοητική ανεπάρκεια από τη γέννησή του.

Το 2001, κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της εγκυμοσύνης της, η κ. Ulusoy επισκέπτονταν το Κέντρο Περιφερειακής Υγείας αριθ. 2 στο Nevşehir, παραπονούνταν για οίδημα και υψηλή αρτηριακή πίεση. Στη συνέχεια μετακόμισε στη Malatya όπου εξετάστηκε στις 3, 13 και 17 Ιουλίου 2001 (οκτώ μηνών έγκυος) στο δημόσιο νοσοκομείο. Για άλλη μια φορά παραπονέθηκε για διάχυτο οίδημα και υψηλή αρτηριακή πίεση.

Στις 20 Ιουλίου 2001 η κυρία Ulusoy λιποθύμησε ​​και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Ωστόσο, επέστρεψε στο σπίτι χωρίς να εξεταστεί. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, αποφάσισε, με δική της πρωτοβουλία, να μην υποβληθεί σε εξέταση λόγω των προκαταλήψεών της να μην εξεταστεί από άντρα ιατρό. Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες οι ιατροί είχαν αρνηθεί να την εξετάσουν και να συνταγογραφήσουν τις εξετάσεις (σάρωση με υπερήχους και ακτινογραφία), προτρέποντάς την να επισκεφτεί τα ιδιωτικά ιατρεία τους.

Στις 30 Ιουλίου 2001, δέκα ημέρες πριν από την υποτιθέμενη ημερομηνία τοκετού, η προσφεύγουσα επέστρεψε στο νοσοκομείο, όπου ετοιμάστηκε για φυσιολογικό τοκετό. Επειδή ένιωθε πολύ αδύναμη να γεννήσει, υποβλήθηκε σε επιστημοτομία. Κατά τη γέννηση το παιδί, που έδειχνε να πάσχει από κυάνωση και ασφυξία, έπρεπε να αναζωογονηθεί και να τοποθετηθεί σε θερμοκοιτίδα. Την επόμενη μέρα η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και μεταφέρθηκε στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο İnönü, όπου οι γιατροί παρατήρησαν ότι οι λειτουργίες του εγκεφάλου είχαν υποστεί βλάβη λόγω έλλειψης οξυγόνωσης.

Σε διάφορες ημερομηνίες οι προσφεύγοντες κίνησαν ανεπιτυχώς πειθαρχικές, ποινικές και διοικητικές διαδικασίες (αγωγή αποζημίωσης). Κατά τη διάρκεια αυτών το ιατρικό αρχείο  της κας Ulusoy εξαφανίστηκε.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

  1. Ουσιαστικό σκέλος (προστασία της ηθικής και σωματικής ακεραιότητας των ατόμων στο πλαίσιο παροχής ιατρικής περίθαλψης)

Επαναλαμβάνοντας την απόφασή του στην υπόθεση Lopes de Sousa Fernandes κατά Πορτογαλίας, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι σε περιπτώσεις εικαζόμενης ιατρικής αμέλειας, υπό την προϋπόθεση ότι ένα συμβαλλόμενο κράτος είχε προνοήσει για την εξασφάλιση υψηλών επαγγελματικών προτύπων στους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και την προστασία της ζωής των ασθενών, ζητήματα όπως σφάλμα της κρίσης εκ μέρους του επαγγελματία υγείας ή ο αμελής συντονισμός μεταξύ των επαγγελματιών υγείας για τη θεραπεία ενός συγκεκριμένου ασθενούς δεν αρκεί για ένα συμβαλλόμενο κράτος να λογοδοτήσει από τη σκοπιά των θετικών υποχρεώσεων δυνάμει του άρθρου 8 της σύμβασης. Οι ουσιαστικές θετικές υποχρεώσεις περιορίζονταν στην υποχρέωση καθορισμού κανόνων, δηλαδή τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου που να απαιτεί τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά νοσοκομεία και οι επαγγελματίες υγείας να υιοθετήσουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας της ακεραιότητας των ασθενών τους. Έτσι, ακόμη και αν είχε διαπιστωθεί ιατρική αμέλεια, το δικαστήριο θα διαπιστώσει κατά κανόνα παράβαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 8 μόνον εάν το νόμιμο πλαίσιο δεν επέτυχε να προστατεύσει δεόντως τους ασθενείς, ή αλλιώς εάν τα απαιτούμενα μέτρα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των ισχυόντων κανονισμών δεν είχαν υιοθετηθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο κ. Ulusoy δεν ισχυρίζονται ούτε ρητά, ούτε σιωπηρά ότι η μόνιμη αναπηρία του γιου του προκλήθηκε σκόπιμα ή ότι υπήρξε θύμα συστηματικής ή δομικής δυσλειτουργίας που επηρεάζει τα εν λόγω νοσοκομεία. Επίσης, δεν υπήρχαν επαληθεύσιμα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι οι ενδιαφερόμενοι επαγγελματίες υγείας τους είχαν στερήσει  εν γνώσει τη δυνατότητα πρόσβασης σε έκτακτη αντιμετώπιση ή ότι τα σφάλματα που φέρεται ότι διαπράχθηκαν ήταν περισσότερα από απλά ιατρικά λάθη ή αμέλεια. Οι καταγγελίες των προσφευγόντων αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό μια εσφαλμένη αξιολόγηση των προγεννητικών κινδύνων κατά τη διάρκεια του τοκετού και της γέννας κατά την εγκυμοσύνη της κυρίας Ulusoy.

Κατά συνέπεια, η υπόθεση αφορούσε κατά κύριο λόγο ισχυρισμούς περί απλών ιατρικών λαθών ή αμέλειας. Κατά συνέπεια, οι ουσιαστικές θετικές υποχρεώσεις της Τουρκίας περιορίστηκαν στην αποτελεσματική εισαγωγή και την εφαρμογή ενός θεσμικού πλαισίου ικανού να προστατεύει τους ασθενείς. Και πάλι, με βάση το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης δεν προέκυψε, per se, παραβίαση εκ μέρους του κράτους, ούτε οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται για τυχόν κενά αυτού του είδους. Επομένως δεν υπήρξε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 8.

  1. Διαδικαστικό σκέλος (διερεύνηση των ισχυρισμών ιατρικής αμέλειας)

Η τουρκική έννομη τάξη είχε παράσχει στους προσφεύγοντες τα ένδικα μέσα τα οποία, θεωρητικά, πληρούσαν τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με τις διαδικαστικές υποχρεώσεις του άρθρου 8. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες  είχαν κάνει χρήση όλων των σχετικών εσωτερικών μέσων. Ωστόσο, όλες οι διαδικασίες,  πειθαρχικού, ποινικού και διοικητικού χαρακτήρα, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές.

Πρώτα απ’ όλα, η πειθαρχική διαδικασία οδήγησε σε αρχειοθέτηση, με βάση έκθεση πραγματογνωμόνων που συντάχθηκε από τον Αντιπρόεδρο Ιατρικής Υπηρεσίας του νοσοκομείου. Η έκθεση αυτή είχε επίσης αποτελέσει κεντρικό στοιχείο της ποινικής έρευνας, η οποία δεν οδήγησε σε ποινική δίωξη κατά του οικείου ιατρικού προσωπικού. Οι κανονισμοί που ορίζει ο νόμος αριθ. 4483 υπογράμμισε ένα διαρθρωτικό πρόβλημα όσον αφορά τις διαδικαστικές υποχρεώσεις στο Βέλγιο στην παρούσα υπόθεση. Επιπλέον, οι εν λόγω πραγματογνώμονες που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στην διακοπή των ποινικών ερευνών, ήταν γιατροί που εργάζονταν στο ίδιο νοσοκομείο και είχαν προσλάβει τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες στον τομέα της υγείας. Το γεγονός αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τις απαιτήσεις τόσο της επίσημης, όσο και της πρακτικής ανεξαρτησίας που έπρεπε να πληρούνται στις διαδικασίες αξιολόγησης πραγματογνωμόνων.

Δεύτερον, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, οι προσφεύγοντες δεν είχαν συμμετάσχει στο διορισμό των πραγματογνωμόνων ή στην επιλογή των ερωτήσεων που έπρεπε να τους υποβληθούν. Επιπλέον, παρά την ανεπάρκεια της έκθεσης που υπέβαλε η επιτροπή πραγματογνωμόνων στις 26 Μαΐου 2006, το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα των προσφευγόντων για νέα εκτίμηση πραγματογνωμόνων.

Στη συνέχεια, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το αίτημά τους για νέα έκθεση, παρά τα λεπτομερή επιχειρήματά τους. Τέλος, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν παρέμειναν σιωπηρές επί του θέματος ευθύνης των αρχών για την απώλεια του ιατρικού φακέλου. Σύμφωνα με το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, ωστόσο, συνιστούσε σοβαρή αμέλεια εκ μέρους των αρχών  και εμπόδιο στη δικαστική εξέταση του ζητήματος κατά πόσο το Υπουργείο ήταν υπεύθυνο για τη ζημία που προκλήθηκε στους προσφεύγοντες.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι καμία αρχή δεν ήταν σε θέση να παράσχει συνεπή και επιστημονική απάντηση στις καταγγελίες των προσφευγόντων ή  να αξιολογήσει την πιθανή ευθύνη των επαγγελματιών του τομέα της υγείας με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών. Πράγματι, στις αποφάσεις τους τα εθνικά δικαστήρια είχαν επικαλεσθεί τις επίσημες εκθέσεις που είχαν διαπιστωθεί είτε παραβιάζοντας την απαίτηση ανεξαρτησίας ή είχαν αποφύγει ή δεν αντιμετώπισαν ικανοποιητικά τα κύρια ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν. Εξάλλου, τα διοικητικά δικαστήρια απέρριψαν τις αντιρρήσεις των προσφευγόντων, παραβλέποντας τα επιχειρήματά τους, τα οποία ήταν, αν όχι αποφασιστικά, τουλάχιστον κεντρικά, απαιτώντας συγκεκριμένες και σαφείς απαντήσεις. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αντιμέτωπο με τις καταγγελίες των προσφευγόντων που ισχυρίζονται ότι η ιατρική αμέλεια είχε οδηγήσει στη μη αναστρέψιμη αναπηρία του γιου τους, το εθνικό σύστημα στο σύνολό του δεν κατόρθωσε να δώσει την κατάλληλη απάντηση σύμφωνα με την υποχρέωση της Τουρκίας βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης. Υπήρξε συνεπώς παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους της διατάξεως αυτής.

Άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης)

Οι προσφεύγοντες δεν διαμαρτυρήθηκαν στις εγχώριες αρχές για οποιαδήποτε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3, ούτε ανέφεραν κάποιο παράπονο σχετικό με αυτό κατά τη διάρκεια των διαφόρων διαδικασιών. Επομένως, η αιτίαση αυτή ενώπιον του ΕΔΔΑ απορρίφθηκε λόγω μη εξάντλησης των εγχώριων ένδικων μέσων.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία πρέπει να καταβάλει στους προσφεύγοντες 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 103 ευρώ για έξοδα και δαπάνες(επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες