Οι περιπέτειες της αλλοδαπής Knox στις ανακριτικές και δικαστικές διαδικασίες στην Ιταλία. Μια διάσημη υπόθεση στο Στρασβούργο!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Knox κατά Ιταλίας της 24.01.2019 (αρ. 76577/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στις 2-11-2007 η ιταλική αστυνομία μετέβη στο σπίτι της Αμερικανίδας φοιτήτριας Amanda Knox στην Ιταλία και στη συνέχεια εισήλθε στο δωμάτιο της βρετανίδας συγκατοίκου της, ανακαλύπτοντας το νεκρό σώμα της τελευταίας με κομμένο το λαιμό. Αθώωση της Knox για τις αποδιδόμενες κατηγορίες δολοφονίας και σεξουαλικής κακοποίησης. Καταδίκη της Amanda Knox για ψευδή καταγγελία. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης στις 6 Νοεμβρίου 2007 η 20χρονη τότε Knox κατηγόρησε τον διευθυντή της παμπ που δούλευε ότι σκότωσε τη συγκάτοικό της. Ο άνδρας κρίθηκε στη συνέχεια αθώος.

Προσφυγή της Knox στο ΕΔΔΑ με την καταγγελία, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού και ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3. Το ΕΔΔΑ έκρινε ειδικότερα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επωφεληθεί από μια αποτελεσματική έρευνα, δεδομένου ότι αυτή απέτυχε να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που βασίζονταν οι ισχυρισμοί της. Καμία παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3, δεδομένου ότι το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν διέθετε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα είχε υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση για την οποία είχε παραπονεθεί.

Καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος παροχής νομικής συνδρομής. Παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 γ, δεδομένου ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι ο περιορισμός πρόσβασης της Knox σε δικηγόρο τη στιγμή της άσκησης της ποινικής δίωξης εναντίον της δεν είχε υπονομεύσει ανεπανόρθωτα τον δίκαιο χαρακτήρα της δίκης στο σύνολό του.

Καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος σε διερμηνέα. Παραβίαση του Άρθρου 6 §§ 1 και 3 (ε) της Σύμβασης, καθώς το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές δεν είχαν αξιολογήσει τη συμπεριφορά του διερμηνέα, προκειμένου να εξετάσουν εάν ήταν συνεπής με τις εγγυήσεις που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ. Πράγματι, η διερμηνέας διαδραμάτισε ρόλο διαμεσολαβητή και είχε υιοθετήσει μια μητρική στάση απέναντι στην Knox όταν η τελευταία διατύπωσε την επίδικη δήλωση, η οποία οδήγησε στη δίωξή της για ψευδή καταγγελία. Κατά το ΕΔΔΑ, συνεπώς, το γεγονός αυτό είχε επιπτώσεις σε άλλα δικαιώματα της Knox και είχε θέσει σε κίνδυνο τον δίκαιο χαρακτήρα της δίκης.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Amanda Marie Knox είναι Αμερικανίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1987 και ζει στο Σιάτλ (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Την εποχή των γεγονότων η προσφεύγουσα ήταν 20 ετών και ήταν στην Περούτζια (Ιταλία) για περίπου δύο μήνες στο πλαίσιο των σπουδών της. Είχε βρει μια προσωρινή δουλειά σε ένα μπαρ υπό τη διεύθυνση του D.L. Έβγαινε με τον φίλο της R.S. για δύο εβδομάδες. Στις 2 Νοεμβρίου 2007, περίπου στις 12.30 μ.μ., η αστυνομία πήγε στο διαμέρισμα της προσφεύγουσας και βρήκε εκεί την προσφεύγουσα μαζί με τον R.S., ο οποίος είχε καλέσει την αστυνομία για να πει ότι είχε βρει ένα σπασμένο παράθυρο και ίχνη αίματος στο διαμέρισμα της φίλης του. Η αστυνομία αναγκάστηκε να ανοίξει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της συγκατοίκου της κας Knox (Μ.Κ., Βρετανίδας φοιτήτριας από πρόγραμμα ανταλλαγής πανεπιστημίων) και ανακάλυψε το σώμα μίας νεαρής γυναίκας, της οποίας ο λαιμός είχε κοπεί. Υπήρχαν ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης.

Στις 6 Νοεμβρίου 2007 η προσφεύγουσα υπεβλήθη σε προανάκριση δύο φορές και ενοχοποίησε τον D.L. Στη συνέχεια, λίγες ώρες αργότερα ανακάλεσε στη δήλωσή της και έγραψε ένα κείμενο που έδωσε στην αστυνομία. Την ίδια ημέρα, ο εισαγγελέας διέταξε τη σύλληψη των Knox, R.S. και D. L., και τους κατηγόρησε για σεξουαλική κακοποίηση και δολοφονία. Τέθηκαν υπό κράτηση, αλλά ο D.L. αφέθηκε ελεύθερος δύο εβδομάδες αργότερα, αφού έδωσε στον εαυτό του ένα άλλοθι. Τον Μάιο του 2008 η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε ότι καταμήνυσε ψευδώς τον D.L. Στις 5 Δεκεμβρίου 2009, το ποινικό Δικαστήριο καταδίκασε την προσφεύγουσα και τον R.S. για συμμετοχή σε σεξουαλική κακοποίηση και δολοφονία. Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε επίσης για ψευδή καταγγελία, επειδή είχε κατηγορήσει τον D.L., παρότι έχει πλήρη επίγνωση της αθωότητάς του. Η κα. Knox άσκησε έφεση. Υποστήριξε ότι ένας συνδυασμός ψυχολογικής πίεσης, εξάντλησης και άγνοιας, τόσο των διαδικασιών όσο και των δικαιωμάτων της, την οδήγησαν να κάνει μια δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Σύμφωνα με αυτήν, δεν ήταν σε θέση να ανακαλέσει ή να αξιολογήσει τα γεγονότα.

Στις 3 Οκτωβρίου 2011, το Εφετείο απαλλάσσει την προσφεύγουσα και τον R.S. σχετικά με τις πιο σοβαρές κατηγορίες για συμμετοχή σε σεξουαλική κακοποίηση και ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, επικυρώνοντας παράλληλα την καταδίκη της προσφεύγουσας για ψευδή καταγγελία. Αφού έμεινε τρία χρόνια υπό κράτηση, η κα. Knox απελευθερώθηκε την ίδια ημέρα και έφυγε από την Ιταλία για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης άσκησε αναίρεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε στη συνέχεια την απαλλαγή και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο. Το δικαστήριο αυτό καταδίκασε την προσφεύγουσα σε κάθειρξη 28 ετών και 6 μηνών για συμμετοχή σε σεξουαλική κακοποίηση και ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και σε φυλάκιση 3 ετών για ψευδή καταγγελία. Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο την απάλλαξε καθώς  και τον R.S. σχετικά για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και σεξουαλικής κακοποίησης. Παρατήρησε ότι η καταδίκη για ψευδή καταγγελία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη και ήταν φυλάκιση τριών ετών.

Περαιτέρω ποινική δίωξη ασκήθηκε εναντίον της κ. Knox και για άλλη ψευδή καταγγελία, αυτή τη φορά για το γεγονός ότι είχε κατηγορήσει, μεταξύ άλλων, τους αστυνομικούς που την ανέκριναν, ότι είχαν ασκήσει βία και απειλές εναντίον της. Απαλλάχθηκε από την κατηγορία αυτή.

Στις 16 Δεκεμβρίου 2010, το Ακυρωτικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η R.G. (μια γνωριμία του Μ.Κ., του αποθανόντος συμμαθητή) ήταν ο δράστης της ανθρωποκτονίας και της σεξουαλικής επίθεσης. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 16 ετών με αμετάκλητη απόφαση.

Στηριζόμενη στα άρθρα 3 (απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), η κα Knox κατήγγειλε ότι είχε υποστεί κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της ανάκρισής της στις 6 Νοεμβρίου 2007. Ισχυρίστηκε ότι χτυπήθηκε δύο φορές στο κεφάλι, υπέστη ακραία ψυχολογική πίεση και αναγκάστηκε να κάνει δηλώσεις σε ένα χρονικό σημείο, όπου δεν ήταν σε θέση να επιδείξει ικανότητα διάκρισης ή δύναμη θέλησης. Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει όλες αυτές τις καταγγελίες σύμφωνα με το άρθρο 3.

Η προσφεύγουσα, βασιζόμενη στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη / δικαίωμα νομικής συνδρομής), ισχυρίστηκε ότι δεν είχε βοηθηθεί από δικηγόρο κατά τη διάρκεια της προανάκρισης της 6ης Νοεμβρίου 2007. Παραπονέθηκε ότι η διαδικασία ήταν άδικη. Επικαλούμενη το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (α) (δικαίωμα άμεσης ενημέρωσης για την κατηγορία),  υποστήριξε ότι δεν είχε ενημερωθεί έγκαιρα, σε μια γλώσσα που κατανοεί, για τη φύση και την αιτία των κατηγοριών εναντίον της. Βασιζόμενη στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (ε) (δικαίωμα στη συνδρομή διερμηνέα), παραπονέθηκε ότι δεν της είχε παρασχεθεί επαγγελματίας ή ανεξάρτητος διερμηνέας κατά την ανάκριση της 6ης Νοεμβρίου 2007 και ότι ο αστυνομικός υπάλληλος που την βοήθησε είχε διαδραματίσει ρόλο «μεσολαβητή», ενθαρρύνοντάς την να φανταστεί υποθετικά σενάρια.

Η αίτηση υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 24 Νοεμβρίου 2013.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….

Άρθρο 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) Διαδικαστικό σκέλος της καταγγελίας (έρευνα)

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στις 6 Νοεμβρίου 2007, λίγες ώρες μετά την υποβολή των ενοχοποιητικών καταθέσεων, η προσφεύγουσα εξήγησε σαφώς, σε ένα κείμενο που έγραψε για την αστυνομία, ότι ήταν σε ακραία κατάσταση σοκ και σύγχυσης. Δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να διακρίνει ανάμεσα σε αυτό που σκεφτόταν ότι ήταν η πραγματικότητα – ότι τη νύχτα της δολοφονίας είχε μείνει στο σπίτι του R.S. – και σε ένα άλλο σενάριο, στο οποίο είδε τον D.L. ως υπεύθυνο για το αδίκημα. Ισχυρίστηκε ότι είχε φθάσει σε αυτό το σενάριο αφού της ασκήθηκε από την αστυνομία πίεση, απειλές φυλάκισης, χαστούκια στο κεφάλι και φωνές, σε μια γενική ατμόσφαιρα φόβου και αγωνίας. Δύο μέρες αργότερα, κατά την προανάκριση  μίλησε ανοιχτά για την ακραία σύγχυση, την αναξιοπιστία των καταθέσεών της και τη διαστρέβλωση της ικανότητάς της για αυτοκυριαρχία. Η σύγχυση αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και από τις δύο εκθέσεις της αστυνομίας που περιέχουν τις σχετικές δηλώσεις. Η προσφεύγουσα ανέφερε ότι δυσκολεύτηκε να ανακαλέσει τα γεγονότα και ότι το μόνο πράγμα που ήρθε στο μυαλό της, έστω και ασαφώς, ήταν ότι ο D.L. είχε σκοτώσει τον Μ.Κ. Είχε εξηγήσει περαιτέρω ότι οι σκέψεις της ήταν πολύ συγκεχυμένες και ότι δεν μπόρεσε να θυμηθεί την ακολουθία των γεγονότων επειδή ήταν σε κατάσταση σοκ. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η κα. Knox απλώς υποστήριξε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχε «φανταστεί» τι θα συνέβαινε και ότι είχε συναντήσει τον D.L.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της 17ης Δεκεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα είχε δηλώσει ότι είχε στερηθεί τον ύπνο αφότου είχε κατηγορήσει τον D.L. και είχε επίσης διαμαρτυρηθεί για την περιορισμένη ποικιλία τροφίμων που της προσφέρθηκε κατά την κρίσιμη περίοδο. Επιπλέον, το άκρως συναισθηματικό σοκ που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια ης προανάκρισης επισημάνθηκε στη δήλωση της και στη δήλωση του διερμηνέα της 13ης Μαρτίου 2009. Η κ. Knox ισχυρίστηκε, ειδικότερα, ότι είχε αντιμετωπιστεί επιθετικά και με περιφρόνηση, και ότι την είχαν χαστουκίσει, και ακολούθως επανέλαβε τους ισχυρισμούς της για αυτές τις ίδιες συνθήκες κατά τις προανακρίσεις στις 12 και 13 Ιουνίου 2009, ενώ συνέχισε να διαμαρτύρεται στις προσφυγές και τα ένδικα μέσα που άσκησε.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το Εφετείο, στην απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2011, τόνισε την υπερβολική διάρκεια των ανακρίσεων σε σχέση με  την ευαισθησία της προσφεύγουσας και την ψυχολογική πίεση που είχε υποστεί, γεγονός που εμπόδισε τον αυθορμητισμό των δηλώσεών της σε συνδυασμό με τη γενικότερη κατάσταση καταπίεσης και άγχους. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε πράγματι υποβληθεί σε πραγματικό μαρτύριο, ερχόμενη σε μια αφόρητη ψυχολογική κατάσταση από την οποία είχε επιδιώξει να βγάλει τον εαυτό της ενοχοποιώντας τον D.L. Τέλος, το Δικαστήριο εξήγησε ότι δεν μπορούσε να παραβλέψει τον ασαφή ρόλο που διαδραμάτισε η διερμηνέας, που ενεργούσε περισσότερο ως «διαμεσολαβήτρια», μολονότι δεν ήταν υποχρεωμένη να υπερβεί τα καθήκοντα διερμηνείας. Σημείωσε επίσης ότι ο αστυνομικός R.Ι., , είχε αγκαλιάσει την προσφεύγουσα, είχε χαϊδέψει τα μαλλιά της και είχε κρατήσει τα χέρια της, συμπεριφερόμενος σαφώς ακατάλληλα, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι, στο πλαίσιο αυτό, είχε προβεί σε κατηγορίες που στη συνέχεια χαρακτηρίστηκαν ως ψευδείς και είχαν ως αποτέλεσμα την καταδίκη της. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η προαναφερθείσα συμπεριφορά, η οποία έφερε στο φως τις γενικές συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η προανάκριση της προσφεύγουσας, έπρεπε να επιστήσουν την προσοχή στις εθνικές αρχές για το ενδεχόμενο να έχει υπονομευθεί η αξιοπρέπειά της και η ικανότητα διάκρισής της.

Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία παραπονέθηκε η κα. Knox, στα οποία βασίστηκε ο ισχυρισμός της ότι είχε υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση, τη στιγμή που τελούσε εξ ολοκλήρου υπό αστυνομικό έλεγχο, πληρούσαν τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας για την εφαρμογή του άρθρου 3 της σύμβασης. Το Δικαστήριο επανέλαβε στο πλαίσιο αυτό, ότι το άρθρο 3 της Σύμβασης απαιτεί σε μια τέτοια περίπτωση να διεξάγεται επίσημη έρευνα, προκειμένου να εντοπιστεί και να τιμωρηθεί ο οποιοσδήποτε υπεύθυνος. Ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες καταγγελίες της προσφεύγουσας, η καταγγελλόμενη μεταχείριση δεν είχε οδηγήσει σε κάποια έρευνα. Ειδικότερα, το αίτημα του δικηγόρου στης 13 Μαρτίου 2009 για διαβίβαση εγγράφων στον εισαγγελέα παρέμεινε αναπάντητο, ενώ μετά την ακρόαση αυτή η προσφεύγουσα είχε διωχθεί για ψευδή καταγγελία, αυτή τη φορά εναντίον των αρχών, τις οποίες κατηγόρησε ότι ήταν υπεύθυνες για την παραβίαση των δικαιωμάτων της βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης. Αυτή η ποινική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας είχε οδηγήσει στην αθώωσή της, καθώς δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι οι ισχυρισμοί της για το τι συνέβη ήταν ανακριβείς. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της δεν είχαν τύχει αποτελεσματικής διερεύνησης, προκειμένου να εξακριβωθούν τα πραγματικά περιστατικά και οι ενδεχόμενες ευθύνες της εν προκειμένω. Το άρθρο 3 της Σύμβασης, από πλευράς διαδικαστικής πλευράς, είχε παραβιαστεί.

Αναφορικά με το ουσιώδες σκέλος της καταγγελίας (φερόμενη κακομεταχείριση), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κ. Knox είχε πράγματι υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση για την οποία είχε διαμαρτυρηθεί. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης ως προς την ουσία του.

Άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) (δικαίωμα παροχής νομικής συνδρομής)

Στις 6 Νοεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα υπεβλήθη σε προανάκριση στις 5.45 μ.μ., χωρίς νομική συνδρομή, σε μια εποχή κατά την οποία υπήρξε ποινική δίωξη κατά την έννοια της Σύμβασης. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε δικηγόρο για επιτακτικούς λόγους επιτρέπονται σε προκαταρκτικές διαδικασίες μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Εν προκειμένω, η κυβέρνηση δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη συνδρομή τέτοιων περιστάσεων. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έπρεπε να ασκήσει πολύ αυστηρό έλεγχο κατά την εκτίμηση της δίκαιης δίκης. Διαπίστωσε τα εξής:

Πρώτον, η προσφεύγουσα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη, ήταν μια ξένη νεαρή γυναίκα, 20 ετών την εποχή εκείνη, που δεν έμενε στην Ιταλία για πολύ καιρό και δεν μιλούσε άπταιστα ιταλικά.

Δεύτερον, λίγες μόνο ώρες μετά τις εν λόγω προανακρίσεις, απέσυρε αμέσως τις καταθέσεις της, ιδίως με ένα κείμενο το οποίο είχε γράψει στις 6 Νοεμβρίου 2007 περίπου στις 1 μ.μ. και το διαβίβασε στην αστυνομία, με ένα άλλο κείμενο που γράφτηκε στις 9 Νοεμβρίου 2007 για τους δικηγόρους της και σε ένα τηλεφώνημα στη μητέρα της στις 10 Νοεμβρίου 2007, όταν οι κλήσεις της παρακολουθούνταν. Παρόλα αυτά, έξι μήνες αργότερα, στις 14 Μαΐου 2008, η κα. Knox κατηγορήθηκε για ψευδή καταγγελία.

Τρίτον, από την απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Φλωρεντίας στις 14 Ιανουαρίου 2016 προέκυψε ότι οι καταθέσεις της προσφεύγουσας της 6ης Νοεμβρίου 2007 είχαν ληφθεί σε μια ατμόσφαιρα έντονης ψυχολογικής πίεσης.

Τέταρτον, οι αμφισβητούμενες καταθέσεις της στοιχειοθετούσαν το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων είχε κριθεί ένοχη για ψευδή καταγγελία.

Πέμπτον, οι περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθησαν οι ενοχοποιητικές δηλώσεις δεν διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο έρευνας.

Έκτον, δεν προέκυπτε από τη δικογραφία και ειδικότερα από το πρακτικό της ανάκρισης της  προσφεύγουσας στις 5.45 μ.μ. ότι είχε ενημερωθεί για τα διαδικαστικά της δικαιώματα. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι ο περιορισμός της προσβάσεως της σε δικηγόρο, κατά την ανάκριση της 6ης Νοεμβρίου 2007, στις 5.45 μ.μ., δεν είχε υπονομεύσει ανεπανόρθωτα τη δίκαιη δίκη στο σύνολό της. Το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης είχε παραβιαστεί.

Άρθρο 6 παρ. 1 και 3 (α) (δικαίωμα άμεσης ενημέρωσης για την κατηγορία) Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί δεόντως για τις κατηγορίες εναντίον της στις 19 Ιουνίου 2008, μέσω ανακοίνωσης σε αυτήν της ολοκλήρωσης της προανάκρισης που της είχε σταλεί τόσο στην ιταλική, όσο και στην αγγλική γλώσσα. Επομένως, η καταγγελία αυτή ήταν προδήλως αβάσιμη.

Άρθρο 6 §§ 1 και 3 (ε) (Δικαίωμα στη συνδρομή διερμηνέα) Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο αστυνομικός διερμηνέας (AD), με δική του ομολογία, είχε διαδραματίσει ρόλο που υπερέβαινε ​​την ερμηνεία, στο σημείο όπου η προσφεύγουσα, αφού κατηγορήθηκε, διατύπωσε τη κατάθεσή της. Έτσι, ο (AD) αστυνομικός διερμηνέας προσπάθησε να δημιουργήσει μια προσωπική και συναισθηματική σχέση με την κ. Knox, αντιλαμβάνοντας τον εαυτό του ως διαμεσολαβητή και λαμβάνοντας μια μητρική στάση που δεν απαιτείτο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Παρόλο που η προσφεύγουσα είχε εγείρει την καταγγελία αυτή στα εθνικά δικαστήρια, δεν είχε επωφεληθεί από μια διαδικασία με την οποία θα μπορούσαν να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της. Οι αρχές δεν είχαν αξιολογήσει τη συμπεριφορά της AD, να εξετάσουν κατά πόσο η διερμηνεία της ήταν σύμφωνη με τις διασφαλίσεις του άρθρου 6 §§ 1 και 3 στοιχείο ε της Σύμβασης ή να εξετάσουν κατά πόσον η συμπεριφορά αυτή είχε αντίκτυπο στην αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας κατά της προσφεύγουσας. Επιπλέον, δεν υπήρξε στις σχετικές αστυνομικές αναφορές  καμία καταγραφή συνομιλιών μεταξύ αυτής και του AD κατά τη διάρκεια της ανάκρισής στις 6 Νοεμβρίου 2007. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η αρχική αυτή παράλειψη είχε συνέπειες σε άλλα δικαιώματα, τα οποία ήταν ξεχωριστά αλλά στενά συνδεδεμένα με το επίδικο δικαίωμα και είχαν θέσει σε κίνδυνο τον δίκαιο χαρακτήρα της δίκης  στο σύνολό της. Υπήρξε, συνεπώς, παραβίαση του Άρθρου 6 §§ 1 και 3 (ε) της Σύμβασης.

Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία οφείλει να καταβάλει στην προσφεύγουσα 10.400 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για έξοδα και δικαστικές δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες