Η βιντεοσκόπηση υπαλλήλων εν αγνοία τους παραβιάζει το δικαίωμα προστασίας ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

López Ribalda κατά Ισπανίας 09.01.2018 (αριθμ. προσφ. 1874/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κρυφή  επιτήρηση μέσω βιντεοσκόπηση υπαλλήλων στο σουπερμάρκετ  που εργάζονταν ως ταμίες για πιθανές κλοπές. Το σουπερμάρκετ τοποθέτησε τόσο ορατές όσο και κρυφές κάμερες χωρίς να ενημερώσει τους εργαζομένους για τις κρυφές. Η παρακολούθηση δεν ήταν σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά την ενημέρωση, και τα δικαιώματα του εργοδότη θα μπορούσαν να έχουν εγγυηθεί και προστατευτεί με άλλα μέσα. Η  εταιρεία του σουπερμάρκετ θα μπορούσε να παράσχει γενικές πληροφορίες σχετικά με την επιτήρηση και να τις ενημερώσει βάσει του νόμου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Παραβίαση του άρθρου 8 (προστασία ιδιωτικής ζωής).

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε  παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δίκαιη δίκη) για το υλικό που συλλέχτηκε από τη παράνομη βιντεοσκόπηση γιατί οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων στηρίχθηκαν και σε άλλα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, γραπτές ομολογίες των τριών από τις πέντε προσφεύγουσες).

ΔΙΑΤΑΞΗ

άρθρο 8

άρθρο 6 § 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγουσες, η Isabel López Ribalda, η María Ángelles Gancedo Giménez, η María Del Carmen Ramos Busquets, Pilar Saborido Apresa και Carmen Isabel Pozo Barroso, είναι πέντε υπήκοοι της Ισπανίας οι οποίες  γεννήθηκαν το 1963, 1967, 1969 και 1974 αντίστοιχα και ζουν στην Ισπανία.

Η υπόθεση αφορά την κρυφή επιτήρηση μέσω βίντεο των προσφευγόντων στο χώρο εργασίας τους. Τον Ιούνιο του 2009 όλες εργάζονταν ως ταμίες για την M.S.A., μια οικογενειακή αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Η επιτήρηση/βιντεοσκόπηση πραγματοποιήθηκε από τον εργοδότη τους προκειμένου να διερευνηθεί πιθανή κλοπή αφότου ο διαχειριστής του καταστήματος παρατήρησε μειώσεις σε καθημερινή βάση στην ποσότητα των αποθεμάτων σε σχέση με τα πωλούμενα προϊόντα.

Ο εργοδότης εγκατέστησε κάμερες στο μαγαζί τόσο ορατές όσο και κρυφές. Η εταιρεία ενημέρωσε τους εργαζομένους της για την εγκατάσταση καμερών αλλά δεν ενημέρωσε σχετικά με τις κρυφές κάμερες και έτσι ποτέ δεν γνώριζαν ότι βιντεοσκοπούνταν.

Όλοι οι εργαζόμενοι που θεωρούνται ύποπτοι κλοπής κλήθηκαν σε μεμονωμένες συναντήσεις όπου τους έδειξαν τα βίντεο.  Είχαν πιάσει τους προσφεύγοντες να βοηθούν τους πελάτες και άλλους συναδέλφους να κλέψουν αντικείμενα και να κλέβουν οι ίδιοι.

Οι προσφεύγουσες ομολόγησαν την συμμετοχή τους στις κλοπές και απολύθηκαν.

Τρεις από τις πέντε προσφεύγουσες υπέγραψαν συμφωνία διακανονισμού αναγνωρίζοντας τη συμμετοχή τους στις  κλοπές και δεσμεύτηκαν να μην αμφισβητήσουν την απόλυσή τους ενώπιον των εργατικών δικαστηρίων ενώ η  εργοδότρια εταιρεία δεσμεύτηκε να μη κινήσει ποινική δίωξη εναντίον τους. Οι άλλες δύο προσφεύγουσες δεν υπέγραψαν συμφωνία. Όλες οι προσφεύγουσες τελικά άσκησαν αγωγή, αλλά οι απολύσεις έγιναν δεκτές σε πρώτο βαθμό από τα εργατικά δικαστήρια και κατόπιν και από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Τα δικαστήρια δέχθηκαν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία από τις βιντεοσκοπήσεις έχουν ληφθεί νόμιμα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο παρατήρησε αρχικά ότι η ισπανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι το κράτος δεν ήταν υπεύθυνο εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι επίδικες πράξεις είχαν πραγματοποιηθεί από ιδιωτική εταιρία.

Ωστόσο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι χώρες είχαν θετική υποχρέωση σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη λήψη μέτρων σχετικά με την εξασφάλιση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και, ως εκ τούτου, έπρεπε να εξετάσει αν το κράτος είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των προσφευγουσών και του εργοδότη.

Σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο, τα άτομα όφειλαν να ενημερώνονται σαφώς για την αποθήκευση και την επεξεργασία προσωπικών τους στοιχείων αλλά οι προσφεύγουσες  δεν είχαν λάβει καμία τέτοια προειδοποίηση. Τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν ότι κάτι τέτοιο δικαιολογείται δεδομένης της εύλογης υποψίας κλοπής και επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να υπάρξει  επαρκής προστασία των δικαιωμάτων του εργοδότη και μικρότερη παρέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγουσών. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν είχε διαπιστώσει παραβίαση στην υπόθεση Köpke κατά Γερμανίας, η οποία επίσης  αφορούσε μυστική βιντεοσκόπηση υπαλλήλου. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχαν σαφείς διατάξεις στο εθνικό δίκαιο για το ζήτημα και η επιτήρηση ήταν περιορισμένη. Η παρακολούθηση στην περίπτωση αυτή αφορούσε όλους τους υπαλλήλους για αρκετές εβδομάδες, κατά τη διάρκεια όλων των ωρών εργασίας.

Το Δικαστήριο διαφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την αναλογικότητα του μέτρου. Η παρακολούθηση δεν ήταν σύμφωνη με το ισπανικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά την ενημέρωση, και τα δικαιώματα του εργοδότη θα μπορούσαν να έχουν εγγυηθεί και προστατευτεί με άλλα μέσα. Για παράδειγμα, η εταιρεία θα μπορούσε να παράσχει στις προσφεύγουσες γενικές πληροφορίες σχετικά με την επιτήρηση και να ενημερώσει βάσει του νόμου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 όσον αφορά τις προσφεύγουσες.

Άρθρο 6 § 1

Το Δικαστήριο εξέτασε εάν η χρήση του υλικού από το βίντεο που αποκτήθηκε κατά παράβαση της ευρωπαϊκής Σύμβασης είχε καταστήσει άδικη την εσωτερική διαδικασία ως σύνολο.

Σημείωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη γνησιότητα των εγγραφών και ότι οι βιντεοσκοπήσεις δεν αποτελούσαν το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο των αποφάσεων των δικαστηρίων, οι οποίες είχε επίσης βασιστεί σε καταθέσεις μαρτύρων.

Το Δικαστήριο δεν είχε επίσης κανένα λόγο να αμφισβητήσει τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων ότι δύναται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία η συμφωνία διακανονισμού των τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των προσφευγουσών, έστω και αν είχαν αποκτηθεί μετά την εμφάνιση του βίντεο. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν ζυγίσει την εγκυρότητα των εγγράφων και οι προσφεύγουσες είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι αυτών.

Συνολικά, δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης. Επίσης, απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την προσφυγή της πρώτης προσφεύγουσας σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας ή την εξέταση συγκεκριμένων περιστάσεων από τα δικαστήρια.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο αποφάσισε με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι η Ισπανία πρέπει να καταβάλει στις προσφεύγουσες 4.000 ευρώ σε κάθε μία όσον αφορά την ηθική βλάβη. Έκρινε ομόφωνα ότι η Ισπανία έπρεπε να καταβάλει 500 ευρώ στην πρώτη προσφεύγουσα για έξοδα και δαπάνες και 568,86 ευρώ στις υπόλοιπες.

Μειοψηφούσα Γνώμη

Ο δικαστής Poláčková εξέδωσε μια μερικά αντίθετη άποψη, την οποία υπέγραψε και ο δικαστής Pastor Vilanova, ενώ ο δικαστής Dedov εξέφρασε αντίθετη άποψη. Οι γνώμες αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες