Δικαίωμα στην ακρόαση των πειθαρχικά ελεγχόμενων δικαστών

ΑΠΟΦΑΣΗ:

Ramos Nunes de Carvalho E Sá κατά Πορτογαλίας (αριθ. προσφ. 55391/13, 57728/13 και 74041/13) και Tato Marinho Dos Santos Costa Alves Dos Santos και Figueiredo κατά Πορτογαλίας της 21.06.2016 (αριθ. προσφ. 9023/13 και 78077/13)
βλ. εδώ 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Η δημόσια ακρόαση στις πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστών εγγυάται και συμβάλλει στη προστασία του δικαιώματος ακρόασης και δίκαιης δίκης κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Στις πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον των δικαστών η ανάγκη για ουσιαστική εκπροσώπηση των  δικαστικών λειτουργών  στο σχετικό πειθαρχικό όργανο έχει αναγνωριστεί στον Ευρωπαϊκό Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών και στις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής της Βενετίας και ο σχηματισμός πλειοψηφίας στη σύνθεση του Συμβουλίου από δικαστές συνάδει με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Το Στρασβούργο  έκρινε ότι η εγγύηση δημόσιας ακρόασης στις πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστών συμβάλει στη προστασία του δικαιώματος της δικαιοσύνη κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εγχώριες αρχές απέτυχαν να διασφαλίσουν τις εγγυήσεις της δημόσιας ακρόασης.

ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ:

Σημαντική απόφαση που απαιτεί την δημόσια ακρόαση  στα πειθαρχικά συμβούλια των δικαστών για να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας των διαδικασιών. Επίσης  στα αυτά  πειθαρχικά Συμβούλια των Δικαστών η πλειοψηφία των μελών τους πρέπει να είναι δικαστές.

ΔΙΑΤΑΞΗ:

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ:

 Οι προσφεύγοντες, Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sá, Sofia Tato Marinho dos Santos Kosta Alvesdos Santos και Mariada Luz Figueiredo, είναι Πορτογάλοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1972, 1975 και 1963 αντίστοιχα και ζουν στο Barcelos, Loures και στη Λισαβόνα (Πορτογαλία). Είναι δικαστές στην Πορτογαλία. Τρεις σειρές πειθαρχικών διαδικασιών κινήθηκαν εναντίον της κα Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sá, η οποία ήταν δικαστής στο Πρωτοδικείο της Vila Nova de Famalicã τoυ τον εν λόγω χρόνο. Τον Νοέμβριο του 2010, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (HCJ) αποφάσισε να κινήσει ποινικές διαδικασίες εναντίον της, στο πλαίσιο της οποίας ο δικαστικός επιθεωρητής F.M.J. πρότεινε η προσφεύγουσα να πληρώσει πρόστιμο για 20 ημέρες διότι χαρακτήρισε άλλον δικαστικό ανακριτή «ψεύτη» κατά τη διάρκεια μιας τηλεφωνικής συνομιλίας, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο κατά παράβαση των καθηκόντων της. Ο επιθεωρητής διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε κατηγορήσει τον υπεύθυνο για την αξιολόγησης της απόδοσης της «ως αδρανή και με έλλειψη επιμέλειας».

Τον Μάρτιο του 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αναφορικά με την απόσυρση του F.M.J. από την υπόθεση με το αιτιολογικό ότι είχε παραβιάσει το δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας της και ισχυρίστηκε πως είχε στενούς δεσμούς με τον δικαστικό επιθεωρητή τον οποίο είχε υποθετικά προσβάλει. Ο F.M.J. ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να αποσυρθεί από την υπόθεση, λέγοντας ότι ήταν «ορκισμένος εχθρός» της προσφεύγουσας, μετά τις κατηγορίες που του είχε προσάψει. Σε μια απόφαση της 10.01.2012, το Δικαστικό Συμβούλιο, διέταξε η κα Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sá να καταβάλει ένα πρόστιμο, που αντιστοιχούσε στο μισθό που έπαιρνε σε 20 ημέρες, για ενέργειες που έκανε κατά παράβαση του καθήκοντός της. Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση. Στις 21 Μαρτίου 2013, το Δικαστικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου επικύρωσε ομόφωνα την απόφαση του Συμβουλίου, ισχυριζόμενο μεταξύ άλλων, ότι το έργο του δεν ήταν να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά, αλλά μόνο να εξετάσει αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν λογικά.

Ένας δεύτερος γύρος πειθαρχικών διαδικασιών άνοιξε για καταγγελίες πλαστής μαρτυρίας στην προηγούμενη διαδικασία. Στις 11 Οκτωβρίου 2011, το Συμβούλιο, στην ολομέλειά του, διέταξε την αναστολή των καθηκόντων της προσφεύγουσας για 100 ημέρες για ενέργειες κατά παράβαση των καθηκόντων της. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε δώσει ψευδή μαρτυρία, ζητώντας από έναν μάρτυρα να προβεί σε ψευδείς δηλώσεις σχετικά με τις σε βάρος της κατηγορίες. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Δικαστικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αμφισβητώντας τα γεγονότα. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου στις 26 Ιουνίου 2013, ισχυριζόμενο, μεταξύ άλλων, ότι οι εξουσίες του είναι περιορισμένες σε σχέση με την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών.

Ένας τρίτο γύρος των πειθαρχικών διαδικασιών ασκήθηκε εναντίον της, όταν υποθετικά είχε ζητήσει από τον δικαστικό επιθεωρητή F.M.J., κατά τη διάρκεια μιας ιδιωτικής συνομιλίας τους, να μη ληφθούν πειθαρχικά μέτρα εναντίον του μάρτυρα για λογαριασμό της, ο οποίος είχε κληθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης δίκης. Σε μια απόφαση της 10.04.2012 το Συμβούλιο, στην ολομέλειά του, διέταξε την αναστολή των καθηκόντων της προσφεύγουσας για 180 ημέρες για ενέργειες κατά παράβαση των καθηκόντων της. Το Δικαστικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου επικύρωσε ομόφωνα την απόφαση αυτή.

Στις 30.09.2014, το Συμβούλιο στην Ολομέλεια του, μετά από έναν συγκερασμό των επιβληθεισών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στην κα Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sá στις τρεις διαφορετικές πειθαρχικές διαδικασίες, της επέβαλε μια ενιαία ποινή αναστολής 240 ημερών από τα καθήκοντά της.

Τον Ιούλιο του 2010 ασκήθηκαν πειθαρχικές διώξεις εναντίον της κας Tato Marinho dos Santos Costa Alvesdos Santos, η οποίa ήταν ένας δικαστής στο Δικαστήριο Εργασιακών Υποθέσεων της Λισαβόνας εκείνη τη χρονική περίοδο. Είχε κατηγορηθεί για την αποτυχία να συμμορφωθεί με την υποχρέωση να ενεργεί για την προώθηση του γενικού συμφέροντος και για μη συμμόρφωση στο καθήκον επιμέλειας. Στις 20.09.2011 το Συμβούλιο, επέβαλε πειθαρχική ποινή 25 ημερών-πρόστιμο στην προσφεύγουσα, το οποίο αντιστοιχούσε σε μισθό 25 ημερών, με το αιτιολογικό ότι δεν συγκαλούσε άμεσα ακροάσεις στις υποθέσεις που δίκαζε και πως ήταν αντιπαραγωγική. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση στο Δικαστικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, ζητώντας την επανεξέταση της υπόθεσης από την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου και ζητώντας την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή της με το αιτιολογικό ότι δεν έχει τη δικαιοδοσία να εξετάζει τα γεγονότα.

Πειθαρχική δίωξη ασκήθηκε κατά της κας Figueiredo, η οποία ήταν δικαστής στο Εργατικό Δικαστήριο της Λισαβόνας εκείνη τη περίοδο. Οι διώξεις είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή πειθαρχικής ποινής 50 ημερών πρόστιμο στις 07.06.2011 από το Συμβούλιο, για μη συμμόρφωση με την υποχρέωση να ενεργεί με σκοπό τη προώθηση του γενικού συμφέροντος και λόγω της απόκλισης από το καθήκον της επιμέλειας, πίστης και της πληροφόρησης. Η κα Figueiredo άσκησε έφεση, αμφισβητώντας τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών ενώπιον του Δικαστικού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ισχυρίστηκε επιπλέον ότι η απονομή εξουσίας στο Ανώτατο Δικαστήριο ως προς την εξέταση των προσφυγών που αμφισβητούσαν τις αποφάσεις του Συμβουλίου έθετε υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα της πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο επειδή οι δικαστές του δικαστηρίου υπόκεινται στην πειθαρχική δικαιοδοσία του Συμβουλίου. Το Δικαστικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε την απόφαση της 07.06.2011. Η κ Figueiredo κατέθεσε συνταγματική προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι κάποια σημεία του Νόμου σχετικά με το Καθεστώς των Δικαστών ήταν αντισυνταγματικά. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η Ανεξαρτησία και αμεροληψία των ελεγκτικών αρχών

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, το ζήτημα της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας πρέπει να εξεταστούν από κοινού. Παρατήρησε, κατ ‘αρχάς, ότι είχε ήδη διαπιστώσει ότι, όταν τουλάχιστον το ήμισυ των μελών του δικαστηρίου αποτελείτο από δικαστές, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, αυτό αποτελούσε ισχυρή ένδειξη αμεροληψίας. Επίσης, δήλωσε ότι όσον αφορά τις πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον των δικαστών η ανάγκη για ουσιαστική εκπροσώπηση των δικαστών στο σχετικό πειθαρχικό όργανο είχε αναγνωριστεί στον Ευρωπαϊκό Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών και στις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής της Βενετίας. Επίσης, επεσήμανε ότι βάση την γνωμοδότησής της της 17.11.2010 η Επιτροπή Υπουργών συνέστησε ότι η αρμόδια αρχή που λαμβάνει τις αποφάσεις σχετικά με την επιλογή και την σταδιοδρομία των δικαστών θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Με σκοπό την εγγύηση της ανεξαρτησίας της, τουλάχιστον τα μισά μέλη της αρχής θα πρέπει να είναι δικαστές εκλεγμένοι από τους συναδέλφους τους. Σημείωσε, επίσης, τη σύσταση αριθ. 6 της Έκθεσης Αξιολόγησης της Πορτογαλίας από την Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO), που εγκρίθηκε στις 04.12.2015, η οποία ανέφερε πως πάνω από τα μισά μέλη του Συμβουλίου έπρεπε να είναι δικαστές, οι οποίοι να έχουν εκλεγεί από τους συναδέλφους τους. Τέλος ανέφερε, ότι το Συμβούλιο Ευρωπαίων Δικαστών είχε υιοθετήσει, κατά την 11η σύνοδό του, μια Magna Carta δικαστών, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι το Συμβούλιο θα πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά από δικαστές, ή τουλάχιστον από μια σημαντική πλειοψηφία δικαστών που εκλέγονται από τους συναδέλφους τους.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει τις καταγγελίες της κα Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sa αναφορικά με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του Συμβουλίου υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων αρχών. Σημείωσε ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποτελείται από 17 μέλη, 2 από τα οποία διορίζονταν άμεσα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, 7 από τη Βουλή, και οι άλλοι 7 δικαστές από τους συναδέλφους τους. Στην κανονική σύνθεσή του, το Συμβούλιο αποτελείται από 8 δικαστές, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, ο οποίος είχε μια επαυξημένη ψήφο, και 9 μη δικαστικά μέλη. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Συμβούλιο απαρτίζονταν, επομένως, κατά πλειοψηφία από μη δικαστικά μέλη που διορίζονταν και εξαρτώντο άμεσα από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία.

Στην περίπτωση της κα Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sa, το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια εκδικάσεων της 10.01.2012, μεταξύ των 15 μελών του Συμβουλίου που δίκαζαν την υπόθεσή της μόνο οι 6 είχαν την ιδιότητα του δικαστή. Παρατήρησε ότι η σύσκεψη του Συμβουλίου της 11.10.2011 διεξήχθη επίσης με μια μειοψηφία δικαστών. Να σημειωθεί ότι η σύσκεψη της 10.04. 2012 είχε διεξαχθεί με την πλειοψηφία δικαστών έναντι των μη δικαστικών υπαλλήλων λόγω της απουσίας μεγάλου αριθμού μη δικαστικών μελών του Συμβουλίου. Η απόφαση της 30.09.2014 είχε ληφθεί με 12 μέλη παρόντα από τα 17 του Συμβουλίου, μεταξύ των οποίων 7 ήταν δικαστές και 5 εξωδικαστικοί υπάλληλοι, και συνεπώς η πλειοψηφία των δικαστών και πάλι οφειλόταν στην απουσία των τεσσάρων μη δικαστικών μελών της.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι δικαστές σχημάτιζαν μειοψηφία στη σύνθεση του Συμβουλίου. Βρήκε την κατάσταση αυτή, στο πλαίσιο του πορτογαλικού Συμβουλίου, προβληματική σε σχέση με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Σημείωσε, εξάλλου, με ανησυχία ότι, στην πορτογαλική έννομη τάξη, ο νόμος δεν προβλέπει καμία συγκεκριμένη προϋπόθεση αναφορικά με τα προσόντα των εξωδικαστικών μελών του Συμβουλίου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί.

Πεδίο εφαρμογής του ελέγχου που ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο Δικαιοσύνης.

Το εσωτερικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων επιβολής πειθαρχικής ποινής σε δικαστή του Συμβουλίου. Στην παρούσα υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο Δικαιοσύνης είχε την εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα της απόφασης επιβολής των πειθαρχικών κυρώσεων του Συμβουλίου στους τρεις δικαστές. Κατά τη διενέργεια της εν λόγω επανεξέτασης, το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει την εγκυρότητα των αποδεικτικών στοιχείων, αν τα πραγματικά περιστατικά είχαν επαρκώς και με συνέπεια τεκμηριωθεί, και εάν η απόφαση για την επιβολή της ποινής ήταν εύλογη και ανάλογη. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να επανεξετάσει τη τεκμηρίωση των πραγματικών περιστατικών από το Συμβούλιο, ούτε θα μπορούσε να επανεξετάσει την ποινή που είχε επιβληθεί, αλλά είχε μόνο δικαιοδοσία να αποφασίσει κατά πόσο η ποινή ήταν ανάλογη με το αδίκημα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι θα πρέπει, ως εκ τούτου, να διερωτηθεί κατά πόσον το Ανώτατο Δικαστήριο Δικαιοσύνης είχε πραγματοποιήσει έναν αρκετά ευρύ έλεγχο και αξιολόγηση αναφορικά με την ασκούμενη πειθαρχική εξουσία από το Συμβούλιο. Στην προκειμένη περίπτωση, σημειώνεται ότι οι τρεις δικαστές αμφισβήτησαν τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το Συμβούλιο ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η κα Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sá υποστήριξε ότι δεν είχε χαρακτηρίσει τον δικαστή Η.Ο. «ψεύτη» και δεν ζήτησε την άρση της πειθαρχικής δίωξης του μάρτυρα από τον επιθεωρητή F.M.J. Η κ. Tato Marinho dos Santos Costa Alves dos Santos ισχυρίστηκε ότι η απόδοσή της ήταν υψηλότερη από εκείνη που περιγράφει το πειθαρχικό όργανο. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτά ήταν καθοριστικά γεγονότα για την έκβαση των πειθαρχικών διαδικασιών, τα οποία το Ανώτατο Δικαστήριο Δικαιοσύνης δεν έλεγξε, εμμένοντας απλώς στην εξέταση της νομιμότητας αναφορικά με τα συμβάντα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του, δεν είχε εξετάσει δεόντως τα ουσιαστικά επιχειρήματα που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες.

Αναφορικά με τον έλεγχο επί των νομικών ζητημάτων, το Ανώτατο Δικαστήριο Δικαιοσύνης έκρινε ότι οι εξουσίες του Συμβουλίου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αναθεώρησης του δικαστηρίου όπου το πειθαρχικό όργανο αποφαίνεται επί της συμπεριφοράς που φέρεται ότι δεν συμβαδίζει με το καθήκον επιμέλειας ενός δικαστή. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε, βάση της νομιμότητας με την ευρεία έννοια του όρου, σύμφωνα με το άρθρο 266 § 2 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει πως οι αρχές πρέπει να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με, μεταξύ άλλων, την αρχή της αναλογικότητας.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε περιορισμένη αντίληψη του πεδίου εφαρμογής των αρμοδιοτήτων ελέγχου της πειθαρχικής δραστηριότητας του Συμβουλίου, και έκρινε ότι η επανεξέταση που διενέργησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση των τριών δικαστών ήταν ανεπαρκής.

Η απουσία δημόσιας ακρόασης

Η κα Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sa είχε ζητήσει δημόσια ακρόαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προκειμένου να καλέσει μάρτυρα και να καταθέσει έγγραφα. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της με το σκεπτικό ότι η εξέταση μάρτυρα θα ερχόταν σε σύγκρουση με την εμπιστευτική διαδικασία και ότι τα κατατεθέντα έγγραφα υπερέβαιναν το αντικείμενο της πειθαρχικής διαδικασίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν σχετικός με την υπόθεση καθώς κατά πάσα πιθανότητα θα υποστήριζε την κα Paula Cristina Ramos Nunes de Carvalho e Sa. Σημείωσε, επίσης, ότι οι λόγοι άρνησης εξέτασης του μάρτυρα που δόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν ανεπαρκείς, κάτι που οδήγησε στην μειωμένη ικανότητα της προσφεύγουσας να υπερασπιστεί τον εαυτό της και συνεπώς δεν εξασφαλίστηκαν έτσι οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κατόρθωσε να εγγυηθεί τη απαιτούμενη διαφάνεια.

Κατά συνέπεια, έκρινε ότι μια δημόσια ακρόαση, με προφορική συζήτηση και προσιτή στη προσφεύγουσα, ήταν αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση, επειδή τα γεγονότα ήταν συγκρουόμενα και οι κυρώσεις θα επέφεραν σημαντικό πλήγμα και ήταν πιθανό να επηρεάσουν δυσμενώς την επαγγελματική τιμή και υπόληψη της προσφεύγουσας.

Έχοντας υπόψη του την ανάγκη να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ της προστασίας της ανεξαρτησίας του Συμβουλίου και την εξασφάλιση του ελέγχου των αποφάσεών του από μια δημόσια αρχή ώστε να αποφευχθεί μια κατάσταση συντεχνιακής διοίκησης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εγγύηση δημόσιας ακρόασης στις πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστών συμβάλει στη προστασία του δικαιώματος της δικαιοσύνη κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εγχώριες αρχές απέτυχαν να διασφαλίσουν τις εγγυήσεις της δημόσιας ακρόασης.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση, αναφορικά με τους τρεις δικαστές, του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Επίσης επιδίκασε στην κα Tato Ma­rinho dos Santos Costa Alves dos Santos και στη κα Figueiredo 7.800 ευρώ στην κάθε μία για ηθική τους βλάβη και στην κα Figueiredo ευρώ 5.876 για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες