Η χρήση υπερβολικής βίας από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Kanciał κατά Πολωνίας της 23.05.2019 (αριθ. 37023/13)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αστυνομική βία με χρήση ηλεκτρικού όπλου κατά τη διάρκεια επιδρομής της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας. Χρήση από την αστυνομία υπερβολικής βίας κατά του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε ήδη ακινητοποιηθεί την εποχή εκείνη. Ελλιπής η έρευνα για τους ισχυρισμούς του σχετικά με την κακομεταχείρισή του. Παραβίαση της ουσιαστικής και διαδικαστικής πτυχής του δικαιώματος στη ζωή.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Maciej Kanciał, είναι υπήκοος της Πολωνίας, ο οποίος γεννήθηκε το 1985 και ζει στο Gdańsk  (Πολωνία).

Ο προσφεύγων συνελήφθη τον Ιούνιο του 2011 κατά τη διάρκεια έρευνας για απαγωγή όταν η αστυνομία τον ταυτοποίησε ως πιθανό ύποπτο μεταξύ των φίλων της οικογένειας του θύματος και των υπαλλήλων της οικογενειακής επιχείρησης. Αφέθηκε ελεύθερος μετά από δύο ημέρες και αργότερα δεν ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για οποιαδήποτε κατηγορία.

Στη συνέχεια, κατήγγειλε στις αρχές ότι είχε υποστεί κακομεταχείριση, ενώ ήταν υπό κράτηση και κατά τη διάρκεια της σύλληψης, στην οποία μια ομάδα ένοπλων και κουκουλοφόρων αστυνομικών της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, εισέβαλαν στο σπίτι όπου διέμενε εκείνη τη στιγμή. Συγκεκριμένα, τον κτύπησαν στο κεφάλι, πλάτη και στο λαιμό και δέχτηκε ηλεκτρικές κενώσεις στην πλάτη, στους γλουτούς και στα γεννητικά όργανα.

Ένας εισαγγελέας εξέτασε τους ισχυρισμούς του τον Ιούλιο του 2011 σχετικά με κατηγορίες για κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία, αλλά διέκοψε την έρευνα το επόμενο έτος. Ο εισαγγελέας έλαβε κατάθεση από τον προσφεύγοντα και από άλλα άτομα που βρισκόταν στο διαμέρισμα, από αστυνομικούς και από έναν δικαστικό πραγματογνώμονα, και εξέτασε ιατρικά στοιχεία σχετικά με τους τραυματισμούς του προσφεύγοντος.

Ο εισαγγελέας διαπίστωσε ότι αν και η εκδοχή των γεγονότων του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να αποκλειστεί και ότι είχε τραυματιστεί στην επιδρομή, δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για παράβαση από τους αστυνομικούς.

Συγκεκριμένα, το όπλο ηλεκτρικής εκκένωσης χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με διαδικασίες οι οποίες ίσχυαν σε περιπτώσεις όπου ο προσφεύγων δεν συμμορφώνεται με τις οδηγίες της αστυνομίας.

Η έφεση του προσφεύγοντος κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε από δικαστήριο τον Μάρτιο του 2013.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Ουσιαστική πτυχή του άρθρου 3

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχε αμφιβολία ότι ο προσφεύγων τραυματίστηκε κατά τη σύλληψή του και παρατήρησε ταυτόχρονα ότι η αστυνομία μπορούσε μόνο να χρησιμοποιήσει βία κατά τη διάρκεια μιας σύλληψης που ήταν απαραίτητη και όχι υπερβολική.

Διέκρινε δύο φάσεις στη σύλληψη του προσφεύγοντος: μέχρι να του περαστούν χειροπέδες και να τεθεί υπό τον έλεγχο της αστυνομίας και μετά την ακινητοποίησή του. Εντούτοις, δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν είχε χρησιμοποιηθεί υπερβολική βία στην πρώτη φάση εξαιτίας των αντιφατικών αποδεικτικών στοιχείων. ΟΙ αρχές δήλωσαν ότι είχε χρησιμοποιηθεί ένα όπλο ηλεκτρικής εκκένωσης εναντίον του προσφεύγοντος επειδή αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις εντολές της αστυνομίας για να του περάσουν χειροπέδες ενώ ο προσφεύγων δήλωσε ότι είχε ακολουθήσει τις εντολές αλλά τον είχαν κτυπήσει και κλωτσήσει ούτως ή άλλως.

Κατά τη δεύτερη φάση της σύλληψής του, ο προσφεύγων υπέστη μώλωπες και οίδημα, κάτι που είχε επίσης σημειωθεί σε ιατροδικαστική έκθεση. Ο εισαγγελέας δεν είχε εξηγήσει πώς είχαν προκληθεί οι τραυματισμοί, γεγονός που υποδηλώνει ότι προκλήθηκαν κατά κάποιον τρόπο από την ταχύτητα της αστυνομικής επιχείρησης.

Ενώ το ίδιο το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο προσφεύγων είχε υποστεί τους μώλωπες, δεν ήταν πεπεισμένο από τα συμπεράσματα του εισαγγελέα. Στην πραγματικότητα, ούτε ο εισαγγελέας ούτε η κυβέρνηση είχαν αποδείξει ότι η αστυνομία έπρεπε να χρησιμοποιήσει το είδος της βίας που θα μπορούσε να προξενήσει τέτοιους τραυματισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι η χρήση βίας σε αυτό το στάδιο της επιχείρησης ήταν απολύτως απαραίτητη.

Επίσης, η έρευνα δεν παρείχε σαφήνεια σχετικά με τη χρήση του ηλεκτρικού όπλου από την αστυνομία.

Ο προσφεύγων κατέθεσε ότι είχε κτυπηθεί αρκετές φορές σε διάφορα μέρη του σώματός του, γεγονός που η εγκληματολογική έκθεση φαίνεται να επιβεβαιώνει. Τα σημάδια στο σώμα του αντιστοιχούσαν στο όπλο και πιο συγκεκριμένα όταν εκείνο χρησιμοποιήθηκε σε λειτουργία «επαφής» (drive-stun), την οποία η Επιτροπή για την Πρόληψη των βασανιστηρίων ανέφερε ότι προκαλούσε σοβαρό τοπικό πόνο και πιθανά εγκαύματα. Επιπλέον, οι εγχώριοι κανονισμοί για τη χρήση βίας από την αστυνομία ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι τα όπλα που χρησιμοποιούσαν ηλεκτρική εκκένωση έπρεπε να χρησιμοποιούνται μόνο αν τα άλλα μέσα καταναγκασμού ήταν αναποτελεσματικά ή δεν ήταν διαθέσιμα.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αστυνομία δε χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει βία κατά του προσφεύγοντος μετά την ακινητοποίηση του και ότι ήταν υπερβολική η χρήση της. Φαίνεται επίσης ότι τέτοιες πράξεις δεν ήταν σύμφωνες με τον νόμο ο οποίος προέβλεπε ότι η βία θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εντολές της αστυνομίας.

Δεδομένης της φύσης των τραυματισμών του προσφεύγοντος και των σχετικών σωματικών και ψυχικών βλαβών, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχε υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, κατά παράβαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3.

Διαδικαστική πτυχή του άρθρου 3

Το Δικαστήριο εξέτασε την έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για κακομεταχείρισή του από την αστυνομία, σύμφωνα με το διαδικαστικό κεφάλαιο του άρθρου 3, και διαπίστωσε σημαντικές ατέλειες στη διαδικασία. Συγκεκριμένα, οι αρχές δεν μπόρεσαν να απαντήσουν σε σημαντικά ερωτήματα, όπως με ποιο τρόπο οι αστυνομικοί είχαν χρησιμοποιήσει βία και πως ο προσφεύγων τραυματίστηκε.

Η έρευνα δεν κατόρθωσε επίσης να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα σχετικά με τη χρήση όπλων ηλεκτρικής εκκένωσης, όπως ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι είχε χρησιμοποιηθεί επανειλημμένως αφ’ ότου ακινητοποιήθηκε και κρατούνταν στο έδαφος.

Ούτε ο εισαγγελέας, ούτε τα δικαστήρια είχαν προβεί σε σωστή ανάλυση της πτυχής της νομιμότητας – για το Δικαστήριο, αντίθετα, μια αυστηρή έρευνα σχετικά με την αναγκαιότητα χρήσης τέτοιων όπλων ήταν αναγκαία, ιδίως επειδή ήταν γνωστό ότι προκαλούσαν έντονο πόνο και προσωρινή ανικανότητα όταν εφαρμόζεται με τον τρόπο που η αστυνομία είχε πράξη στην περίπτωση του προσφεύγοντος. Επιπλέον, οι αρχές είχαν αποδεχθεί την αστυνομική εκδοχή των γεγονότων και είχαν δώσει πολύ μικρότερη βαρύτητα στην μαρτυρία του προσφεύγοντος, αν και είχε υποστηριχθεί από ιατρικά πιστοποιητικά. Ο εισαγγελέας παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι πριν από τη λήψη της απόφασης επί της υπόθεσης ο προσφεύγων και οι φερόμενοι συνεργοί του είχαν απαλλαγεί από τυχόν κατηγορίες απαγωγής.

Συνεπώς, η έρευνα δεν ικανοποίησε τα πρότυπα που απαιτούνται από τη Σύμβαση και υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 και στη  διαδικαστική του πτυχή.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πολωνία οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Μειοψηφούσες απόψεις

Ο δικαστής Eicke εξέφρασε χωριστή γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση(επιμέλεια  echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες