Άγριος ξυλοδαρμός πολίτη από αστυνομικούς γιατί πείραξε τη νύφη αστυνομικού ! Η άσκηση σωματικής βίας συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Gülkanat κατά Τουρκίας της 09.07.2019 (αριθ. προσφ. 38176/08)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κακομεταχείριση πολίτη για προσωπικούς λόγους από αστυνομικούς και συγκάλυψη από τους ανώτερους.

Ο προσφεύγων, ο οποίος δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα,  οδηγήθηκε από αστυνομικούς σε δασώδη περιοχή και ξυλοκοπήθηκε άγρια από αυτούς,   διότι  δήθεν παρενοχλούσε την νύφη ενός. Όταν μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα υπέβαλλε αναφορά στον ανώτερο αξιωματικό, ο οποίος την απέρριψε. Η ποινική διαδικασία εναντίον των αστυνομικών διήρκησε 8 χρόνια, με αποτέλεσμα στο μεσοδιάστημα να παραγραφεί το αδίκημα  και να μην τιμωρηθούν.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ γιατί η ταλαιπωρία που υπέστη ο προσφεύγων ισοδυναμούσε με  απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση με υπεύθυνο το κράτος, το οποίο παρέλειψε ως όφειλε , να ενεργήσει αποτελεσματικά και άμεσα  σε κάθε περίπτωση άσκησης παράνομης βίας προκειμένου να διαφυλαχτεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο κράτος δικαίου και να προληφθούν συμπεριφορές συμπαιγνίας των αρμοδίων.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Aşur Gülkanat είναι Τούρκος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1961 και ζει στην Κωνσταντινούπολη.

Η υπόθεση αφορά ισχυρισμούς περί κακομεταχείρισης από αστυνομικούς. Στις 9 Αυγούστου 1999, περίπου στις 10 π.μ., τρεις αστυνομικοί πήγαν στο σπίτι του προσφεύγοντος και του ζήτησαν να τους  συνοδεύσει στο αστυνομικό τμήμα. Σύμφωνα με αυτόν, οι αστυνομικοί σταμάτησαν το αυτοκίνητο σε μια δασώδη περιοχή και ένας από αυτούς τον προσέβαλε, κατηγορώντας τον ότι παρενοχλούσε τη νύφη του.

Τότε οι τρεις αστυνομικοί τον χτύπησαν πριν τον μεταφέρουν στο αστυνομικό τμήμα. Όταν έφτασε στο αστυνομικό τμήμα, ο προσφεύγων υπέβαλε αναφορά στον ανώτερο αστυνομικό ότι τον είχαν χτυπήσει και ζήτησε να τον παραπέμψει για  ιατρική εξέταση. Ο αστυνομικός  αρνήθηκε το αίτημά του. Ο προσφεύγων αφέθηκε ελεύθερος περίπου το μεσημέρι, χωρίς να έχει καταγραφεί κανένα συμβάν για το χρόνο που πέρασε στο αστυνομικό τμήμα. Στη συνέχεια, πήγε στο γραφείο του εισαγγελέα για να υποβάλει μήνυση και υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση. Ο γιατρός του αναγνώρισε ανικανότητα για  εργασία για  πέντε ημέρες, σημειώνοντας ότι έφερε σωματικούς τραυματισμούς. Λίγες μέρες αργότερα ο εισαγγελέας παρέπεμψε  τους τρεις αστυνομικούς για κατάχρηση εξουσίας και κακομεταχείριση και κατηγόρησε τον ανώτερο αστυνομικό για μη επαγγελματική συμπεριφορά.

Τον Φεβρουάριο του 2001 οι αστυνομικοί καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή με αναστολή. Ωστόσο, η απόφαση ακυρώθηκε από το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Τον Ιούλιο του 2003 οι αστυνομικοί καταδικάστηκαν εκ νέου από το Επαρχιακό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε και πάλι την απόφαση. Τον Μάρτιο του 2006 καταδικάστηκαν για τρίτη φορά, αλλά τον Απρίλιο του 2008 το Εφετείο έκρινε ότι η υπόθεση είχε παραγραφεί.

Βασιζόμενος στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης), ο προσφεύγων διμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι υπέστη κακομεταχείριση από τους αστυνομικούς και για την  διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον τους για κακομεταχείριση. Ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι οι αστυνομικοί είχαν πλήρη ασυλία λόγω της εφαρμογής του καθεστώτος των περιορισμών.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η Κυβέρνηση δεν αναφέρθηκε σε  παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης στην ουσία της. Ωστόσο, όσον αφορά τη διαδικαστική πτυχή, αυτό δείχνει ότι η ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά των αστυνομικών συζητήθηκε έξι φορές από δύο φορείς και ότι δεν υπήρχε περίοδος αδράνειας. Ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει όλους τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος.

Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, όταν ένας ιδιώτης στερείται της ελευθερίας του ή, γενικότερα, βρίσκεται αντιμέτωπος με αστυνομικούς, η χρήση σωματικής βίας εναντίον του, όταν δεν κρίνεται απολύτως αναγκαία εξαιτίας της συμπεριφοράς του, μειώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και είναι κατ΄ αρχήν προσβολή του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 3 της σύμβασης .

Το Δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι η κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά ούτε την προέλευση των τραυματισμών που διαπιστώνονται στο ιατρικό πιστοποιητικό του προσφεύγοντος. Σημειώνει επίσης ότι δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων  δεν αντιστάθηκε σωματικά ή δεν συμπεριφερόταν με τρόπο που θα απαιτούσε τη χρήση βίας εναντίον του.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι καταγγελίες κακομεταχείρισης του προσφεύγοντος καθορίστηκαν από το δικαστήριο της ουσίας.

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι τραυματισμοί που διαπιστώθηκαν στο σώμα του προσφεύγοντα αναμφισβήτητα τον ανάγκασαν να υποστεί τέτοια ταλαιπωρία ώστε να ισοδυναμεί με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση για την οποία είναι υπεύθυνο το Κράτος.

Το γεγονός αυτό οδήγησε το Δικαστήριο να διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης στην ουσιαστική πτυχή του .

Όσον αφορά τη διαδικαστική πτυχή της εν λόγω διατάξεως, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι την 1η Απριλίου 2008, η ποινική διαδικασία που κινήθηκε στις  13 Αυγούστου 1999 εναντίον αστυνομικών οδήγησε σε παραγραφή. Αυτή η ποινική διαδικασία διήρκεσε σχεδόν 8 χρόνια, 8 μήνες και 22 ημέρες. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όταν ένας δημόσιος υπάλληλος κατηγορείται για πράξεις αντίθετες προς το άρθρο 3, η διαδικασία ή ποινή δεν μπορεί να αντικατασταθεί από μια επίπληξη, και η εφαρμογή των μέτρων, όπως η αμνηστία ή η χάρη δεν μπορεί να επιτραπεί.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι και στο παρελθόν, σε παρόμοιες περιπτώσεις και πάλι,  οι τουρκικές αρχές δεν ήταν σε θέση να ενεργήσουν με επαρκή ταχύτητα και τη δέουσα επιμέλεια στην ποινική διαδικασία που αφορούσε κρατικούς υπαλλήλους και οι υποθέσεις αρχειοθετήθηκαν. Θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση οι τουρκικές αρχές δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν ενεργήσει με επαρκή ταχύτητα και δέουσα επιμέλεια. Το αποτέλεσμα αυτής της αποτυχίας είναι ότι οι δράστες των αναφερόμενων πράξεων βίας τελικά δεν τιμωρήθηκαν. Ωστόσο κατά την πάγια νομολογία του, το Δικαστήριο και πάλι διαβεβαιώνει  ότι η ταχεία και αποτελεσματική αντίδραση των αρχών είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού και την τήρηση του κράτους δικαίου και για την πρόληψη τυχόν εμφάνισης ανοχής των παράνομων πράξεων ή την  συμπαιγνίας των αρμοδίων.

Υπό το φως της νομολογίας του, το Δικαστήριο διαπιστώνει επίσης ότι υπήρξε διαδικαστική παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Έτσι διαπιστώθηκε: α) Παραβίαση του άρθρου 3 (απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση) και β) Παραβίαση του άρθρου 3 (έρευνα)

Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες