Βιασμός, απαγωγή και παρενόχληση γυναίκας από πρώην σύντροφό της. Απειλές εναντίον της, κόψιμο φρένων αυτοκινήτου της για να σκοτωθεί, κτυπήματα και αναγκαστική άμβλωση. Το Στρασβούργο καταδίκασε την αδιαφορία των αρχών για την ενδοοικογενειακή βία. Απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση γυναίκας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Volodina κατά Ρωσίας της 09.07.2019 (αρ. προσφ. 41261/17)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ενδοοικογενειακή βία και διακριτική συμπεριφορά σε βάρος γυναικών. Ανεπαρκές νομικό καθεστώς για την αντιμετώπιση τους. Η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι οι ρωσικές αρχές δεν την είχαν προστατεύσει από επαναλαμβανόμενες σοβαρές επιθέσεις, απαγωγές, βιασμούς και απειλές του πρώην συντρόφου της. Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα υπέστη σωματική και ψυχολογική κακομεταχείριση χωρίς να λάβει την ενδεδειγμένη προστασία από τις αρχές. Η ενδοοικογενειακή βία δεν αναγνωρίζονταν στο ρωσικό δίκαιο, ούτε προβλέπονταν κάποια περιοριστικά μέτρα. Οι εν λόγω ελλείψεις απέδειξαν σαφώς ότι οι αρχές ήταν απρόθυμες να αναγνωρίσουν τη σοβαρότητα του προβλήματος αυτού στη Ρωσία και τις διακρίσεις που επιφέρει στις γυναίκες. Παραβίαση του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 13

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, παλαιότερα γνωστή ως Valeriya Igorevna Volodina, είναι υπήκοος της Ρωσίας που γεννήθηκε το 1985 και ζει στο Ulyanovsk (Ρωσία). Άλλαξε το όνομά της το 2018, και το νέο της όνομα δεν αποκαλύπτεται για λόγους ασφαλείας. Η υπόθεση αφορά την καταγγελία της για επανειλημμένη ενδοοικογενειακή βία.

Η προσφεύγουσα ξεκίνησε μια σχέση με τον S. το 2014 και ζούσαν μαζί στο Ulyanovsk. Όταν αυτή μετακόμισε τον Μάιο του 2015, έγινε επικίνδυνος και απείλησε να την σκοτώσει εάν αρνούνταν να ζήσει μαζί του. Μεταξύ Ιανουαρίου 2016 και Μαρτίου 2018 ανέφερε επτά επεισόδια σοβαρής βίας ή απειλών βίας από τον πρώην σύντροφό της, κάνοντας έκτακτες εκκλήσεις προς την αστυνομία ή υποβάλλοντας επίσημες καταγγελίες. Κάθε φορά που πήγαινε στην αστυνομία ή στο νοσοκομείο, καταγράφονταν τραυματισμοί (αμυχές και μώλωπες).

Συγκεκριμένα, το πρώτο εξάμηνο του 2016 ανέφερε επανειλημμένες σωματικές επιθέσεις, απαγωγή και επίθεση, και έπειτα τον Μάρτιο του 2018 κατήγγειλε περιστατικά καταδίωξης και απειλές θανάτου. Μια από τις επιθέσεις, στην οποία ο S. την χτύπησε στο πρόσωπο και το στομάχι όταν ήταν έγκυος, είχε ως αποτέλεσμα να χρειαστεί να υποβληθεί σε άμβλωση. Άλλες καταγγελίες της περιλάμβαναν το κόψιμο των φρένων του αυτοκινήτου της και την κλοπή τσάντας,  ταυτότητάς της και δύο κινητών  τηλεφώνων.

Έκανε επανειλημμένες προσπάθειες να απομακρυνθεί, αναζητώντας καταφύγιο στη Μόσχα. Αν και δεν είχε αφήσει στον S. τη νέα της διεύθυνση, τον Ιανουάριο του 2016, αυτός την εντόπισε μέσω του βιογραφικού της που δημοσίευσε σε ιστοσελίδες εύρεσης εργασίας, και οργάνωσε μια ψευδή συνέντευξη με αποτέλεσμα να τη φέρει πίσω στο Ulyanovsk ενάντια στη βούλησή της. Τον Σεπτέμβριο του 2016, βρήκε έναν GPS στο εσωτερικό της τσάντας της. Ακολούθως άρχισε να την παρακολουθεί έξω από το σπίτι της και προσπάθησε να την απαγάγει και πάλι τραβώντας της έξω από ένα ταξί.

Καμία ποινική έρευνα δεν κινήθηκε ποτέ σχετικά με τη χρήση ή την απειλή βίας εναντίον της. Μια σειρά από έρευνες διεξήχθησαν και η αστυνομία ανέκρινε τον κ. S. Ωστόσο, αρνήθηκαν να κινήσουν ποινικές διαδικασίες επειδή καμία ενέργειά του δεν είχε πραγματοποιηθεί δημοσίως. Ο S. απλώς όφειλε να αποκαταστήσει τις ζημιές που είχε προκαλέσει και να επιστρέψει τα προσωπικά αντικείμενα της προσφεύγουσας.

Τον Μάρτιο του 2018 η αστυνομία κίνησε ποινική έρευνα για παρεμβολή στην ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας όταν ο S. δημοσίευσε φωτογραφίες της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς τη συγκατάθεσή της. Η διαδικασία επέτρεψε στην προσφεύγουσα να υποβάλει αίτηση για κρατικά μέτρα προστασίας, αλλά δεν έλαβε καμία επίσημη απόφαση. Η περιφερειακή αστυνομία έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητη η κρατική παρέμβαση καθώς  η συγκεκριμένη ενδοοικογενειακή βία είχε ως βάση «άρρωστα συναισθήματα» μεταξύ της προσφεύγουσας και του S.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι ρωσικές αρχές απέτυχαν να αποτρέψουν, να ερευνήσουν και να ασκήσουν δίωξη για επανειλημμένες πράξεις ενδοοικογενειακής βίας εναντίον της και να θέσουν σε ισχύ ένα νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου κατά των γυναικών. Βασιζόμενη στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) και το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3 (απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση)

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τόσο οι σωματικές βλάβες της προσφεύγουσας, όσο και οι ψυχολογικές επιπτώσεις της ελεγκτικής και εξαναγκαστικής συμπεριφοράς του πρώην συντρόφου της είχαν ανέλθει στο απαιτούμενο επίπεδο σοβαρότητας εφαρμογής του άρθρου 3 της Σύμβασης και προκάλεσε την υποχρέωση των αρχών να την προστατεύσουν από τη βία του πρώην συντρόφου της.

Πρώτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ρωσία δεν κατάφερε να δημιουργήσει και να εφαρμόσει αποτελεσματικά ένα σύστημα που θα τιμωρούσε όλες τις μορφές ενδοοικογενειακής βίας και θα παρείχε επαρκή προστασία στα θύματα. Πέρα από ένα μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ του 2016 και του 2017, η ενδοοικογενειακή βία δεν καθορίζονταν ή αναφέρονταν με οποιοδήποτε τρόπο στη Ρωσική νομοθεσία είτε ως αυτόνομο αδίκημα είτε ως επιβαρυντικό στοιχείο άλλων αξιόποινων πράξεων. Οι υπάρχουσες ποινικές διατάξεις ήταν ανεπαρκείς για να συμπεριλάβουν πολλές μορφές ενδοοικογενειακής βίας, όπως π.χ. ψυχολογική ή οικονομική κακοποίησης,  έλεγχο ή καταναγκαστική συμπεριφορά.

Επιπλέον, ο ρωσικός νόμος δεν προέβλεπε την άσκηση αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης για «ελαφρές σωματικές βλάβες» ή κατηγορίες ξυλοδαρμού, αφήνοντας στα θύματα να καταθέτουν εγκλήσεις. Αυτό έθετε βάρος στα θύματα, τα οποία αναμενόταν να συλλέγουν αποδεικτικά στοιχεία ενώ συχνά συνέχιζαν να ζουν και να εξαρτώνται οικονομικά από τον δράστη. Επιπλέον, οι υποθέσεις ιδιωτικής δίωξης θα μπορούσαν να τερματιστούν εάν το θύμα απέσυρε την καταγγελία του. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι εισαγγελικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να συνεχίζουν τις διαδικασίες ως ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, έστω και αν το θύμα απέσυρε την καταγγελία.

Δεύτερον, η απάντηση των ρωσικών αρχών στη κακομεταχείριση της προσφεύγουσας, η οποία αφορά ιδιαίτερα σοβαρές παραβάσεις, ήταν προδήλως ανεπαρκής. Αν και είχαν ενημερωθεί,  με στοιχεία που αποδεικνύουν τη βίαιη συμπεριφορά του πρώην συντρόφου της και έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος να επαναληφθεί η συμπεριφορά του, δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο για να την προστατεύσουν ή να την περιορίσουν. Μέσω της παθητικότητας τους επέτρεψαν στον S. να συνεχίζει να απειλεί, να παρενοχλεί και να κακοποιεί την προσφεύγουσα χωρίς κάποια ποινή.

Το Δικαστήριο επεσήμανε ειδικότερα στο πλαίσιο αυτό ότι η Ρωσία παρέμεινε μεταξύ των λίγων κρατών μελών των οποίων η νομοθεσία δεν προστάτευε ουσιαστικά τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας όπως άλλα κράτη. Μια τέτοια νομική προστασία αποσκοπεί στην αποτροπή της επανειλημμένης ενδοοικογενειακής βίας και προστατεύει τα θύματα, απαιτώντας από τον δράστη να εγκαταλείψει την κοινή κατοικία και να αποφεύγει να πλησιάσει ή να επικοινωνήσει με το θύμα. Η ρωσική κυβέρνηση δεν διέθετε κανένα ισοδύναμο μέτρο το οποίο οι αρχές θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να εξασφαλίσουν την προστασία της προσφεύγουσας ή τον περιορισμό της συμπεριφοράς του S.

Τρίτον, το κράτος απέτυχε στο καθήκον του να διερευνήσει την κακομεταχείριση. Παρά τους αξιόπιστους ισχυρισμούς κακοποίησης της προσφεύγουσας, την υποβολή ιατρικών εκθέσεων, τις καταθέσεις μαρτύρων και τα γραπτά μηνύματα, οι αρχές ήταν απρόθυμες να κινήσουν ποινική έρευνα εναντίον του S. η οποία θα είχε εξασφαλίσει την τιμωρία του. Πράγματι, η μόνη ποινική δίωξη που ασκήθηκε ήταν για την ελάσσονα παραβίαση της δημοσίευσης φωτογραφιών της προσφεύγουσας σε κοινωνικά δίκτυα.

Ακόμη και όταν η προσφεύγουσα είχε εμφανείς τραυματισμούς, οι ιατρικές εκτιμήσεις καθυστέρησαν και η έρευνα περιορίστηκε στη καταγραφή εκ μέρους της αστυνομίας της εκδοχής γεγονότων του κακοποιού και στην προτροπή να αποκαταστήσει τυχόν ζημιές. Επιπλέον, οι αρχές δεν είχαν ούτε μία φορά εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη διερεύνηση των ισχυρισμών της προσφεύγουσας, ενώ τα σοβαρά αδικήματα όπως η απαγωγή και η επίθεση που οδήγησαν την προσφεύγουσα να διακόψει την εγκυμοσύνη της θα μπορούσαν να εξεταστούν ως αδίκημα δημόσιας ποινικής δίωξης.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης. Δεδομένου αυτής της διαπίστωσης, διαπιστώνει ότι δεν υπήρχε λόγος να εξεταστεί η καταγγελία βάσει του άρθρου 13.

Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 3

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ενδοοικογενειακή βία επηρέασε δυσανάλογα τις γυναίκες στη Ρωσία. Θεμελίωσε την εν λόγω διαπίστωση στα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα και από πληροφορίες από εγχώριες και διεθνείς πηγές. Αυτά τα στοιχεία έδειξαν ότι οι γυναίκες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία των θυμάτων τις ενδοοικογενειακής βίας στα στατιστικά της αστυνομίας, ότι  η βία κατά των γυναικών σε μεγάλο βαθμό δεν καταγράφεται, ότι  οι γυναίκες είχαν πολύ μικρότερες πιθανότητες να καταγγείλουν τους κακοποιούς τους και να καταδικαστούν λόγω της εγχώριας ταξινόμησης τέτοιων αδικημάτων ως κατ΄έγκληση διωκόμενα.

Δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι υπήρχε μιας μεγάλης κλίμακας συστημική προκατάληψη, η προσφεύγουσα δεν χρειάστηκε να αποδείξει ότι είχε πέσει θύμα ατομικών προκαταλήψεων.

Παρά την κατάσταση αυτή και τη γενικευμένη φύση του προβλήματος, οι ρωσικές αρχές δεν είχαν έως σήμερα θεσπίσει μέτρα για την αντιμετώπιση της διακριτικής μεταχείρισης των γυναικών και την προστασία τους από ενδοοικογενειακή βία.

Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η συνεχιζόμενη αδυναμία θέσπισης νομοθεσίας για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας και η απουσία οποιασδήποτε μορφής περιοριστικών μέτρων κατέστησε σαφές ότι οι αρχές ήταν απρόθυμες να αναγνωρίσουν την σοβαρότητα και την έκταση του προβλήματος και των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο συμφώνησε με  πρόσφατη αξιολόγηση από επιτροπή του ΟΗΕ ότι οι νομοθετικές τροποποιήσεις το 2017 αποποινικοποιούν την επίθεση από συγγενείς και «οδηγούν στην ατιμωρησία των δραστών» της ενδοοικογενειακής βίας.

Δείχνοντας ανοχή σε πράξεις ενδοοικογενειακής βίας, οι αρχές δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν συνθήκες ουσιαστικής ισότητας των φύλων που θα επέτρεπαν στις γυναίκες να ζουν απαλλαγμένες από φόβο κακομεταχείρισης ή σωματικών επιθέσεων και να επωφελούνται από την ισότιμη προστασία του νόμου.

Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε, με πέντε ψήφους έναντι δύο, ότι η Ρωσία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.875,69 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Ξεχωριστές απόψεις

Οι δικαστές Serghides και Pinto de Albuquerque, στις οποίες συμμετείχε ο δικαστής Dedov, εξέφρασαν ξεχωριστές απόψεις.

Οι γνώμες αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση(επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες