Η μη καταβολή σύνταξης σε κατάδικο κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής κάθειρξης δεν συνιστά απαγορευμένη διάκριση! Η σύνταξη που διακόπτεται δεν συνιστά περιουσία

ΑΠΟΦΑΣΗ

P.C. κατά Ιρλανδίας της 01.09.2022 (αρ. προσφ. 26922/19)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εθνική σύνταξη και συνταξιούχος κρατούμενος. Διακοπή καταβολής της κατά τη διάρκεια έκτισης κάθειρξης. Περιουσία, διακρίσεις και σύνταξη.

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή κάθειρξης 15 ετών για 14 βιασμούς και 60 προσβολές γενετήσιας αξιοπρέπειας κατ’ εξακολούθηση. Κατά τη διάρκεια το εγκλεισμού του στις φυλακές μετά την αμετάκλητη καταδίκη του, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία διακόπηκε η καταβολή της εθνικής σύνταξης. Ο προσφεύγων βασιζόμενος στα άρθρα 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας), και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας), παραπονέθηκε ότι αποκλείστηκε από την καταβολή της σύνταξής του, ότι υπέστη διακρίσεις για πολλαπλούς λόγους και ότι δεν διέθετε αποτελεσματικά ένδικα μέσα για να εξεταστούν οι ισχυρισμοί του.

Το Στρασβούργο έκρινε ότι η διακοπή της καταβολής της εθνικής σύνταξης δεν συνιστούσε διάκριση γιατί η διακοπή των κοινωνικών παροχών συνέβαινε σε όλους όσους είχαν καταδικαστεί χωρίς καμία διάκριση ηλικίας και εισοδήματος. Επίσης δεν μπορούσε να γίνει σύγκριση με τους ψυχιατρικά ασθενείς κρατούμενους γιατί αυτοί ανήκαν σε άλλη κατηγορία.

Ακολούθως έκρινε ότι η σύνταξη εφόσον είχε διακοπεί η καταβολή της, δεν αποτελούσε περιουσία και απέρριψε την προσφυγή δυνάμει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ως αβάσιμη.

Τέλος το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε λάβει αποζημίωση με απόφαση των εγχώριων δικαστηρίων και ότι το καθ’ού κράτος διέθετε επαρκή ένδικα μέσα για την υπόθεση του. Απέρριψε την προσφυγή του για παραβίαση του άρθρου 13 ως αβάσιμη .

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14,

Άρθρο 13,

Άρθρο 1 του ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, P.C., είναι Ιρλανδός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1940 και ζει στο Δουβλίνο. Λόγω των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που σχετίζονται με τις παρακρατήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εργασίας του, ο κ. P.C. δικαιούταν κρατική σύνταξη σε ηλικία 66 ετών.

Στις 25 Μαρτίου 2011 καταδικάστηκε για 60 περιπτώσεις προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας και 14 περιπτώσεις βιασμού, για τις οποίες του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 15 ετών. Σύμφωνα με τον νόμο περί ενοποίησης κοινωνικής πρόνοιας του 2005, τα άτομα που βρίσκονταν σε φυλακή ή υπό κράτηση δεν δικαιούνταν πολλές από τις κοινωνικές πληρωμές που ορίζονταν στον εν λόγω νόμο, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής σύνταξης.

Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή κατά του Δημοσίου, υποστηρίζοντας, ιδίως, ότι η διακοπή της σύνταξής του τον είχε αφήσει άπορο και διεκδικούσε 100.000 ευρώ ως απολεσθέν εισόδημα, επικαλούμενος πολλά άρθρα της ΕΣΔΑ. Το 2016 το εθνικό δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση, κρίνοντας, σε μια ομόφωνη απόφαση, ότι η ανταποδοτική σύνταξη δεν ήταν δικαίωμα ιδιοκτησίας, και αναφέροντας, μεταξύ άλλων, την ανάγκη ύπαρξης ευελιξίας στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Το δικαστήριο απέρριψε πλήρως το επιχείρημα περί υπάρξεως διακρίσεων σε σχέση με τους κρατούμενους που λάμβαναν ιδιωτικές συντάξεις, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα ιδιωτική περιουσία, δηλώνοντας συνολικά ότι το μέτρο ήταν αναλογικό. Ο προσφεύγων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις για την υπόθεση το 2017 και το 2018. Στην πρώτη, διαπίστωσε ότι η μη καταβολή της ανταποδοτικής σύνταξης ίσχυε μόνο για όσους είχαν καταδικαστεί. Ήταν λοιπόν μια μορφή παρεπόμενης ποινής που εφαρμοζόταν εξωδικαστικά.

Καθώς «η διαδικασία της δίκης, η εκδίκαση και η ποινή αποτελούν αναπόσπαστες πτυχές της απονομής της δικαιοσύνης σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες πηγάζουν από το Σύνταγμα και τις εφαρμόζουν τα δικαστήρια», το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του προσφεύγοντος. Δεν προχώρησε στην παραγγελία ένδικων μέσων. Η κυβέρνηση προέβη σε ενδιάμεση χρηματική καταβολή στον προσφεύγοντα ποσού 7.500 ευρώ.

Στη δεύτερη απόφαση, το δικαστήριο αποφάσισε σχετικά με τα ένδικα μέσα. Ακύρωσε τη σχετική διάταξη του νόμου περί ενοποίησης της κοινωνικής πρόνοιας (άρθρο 249 παρ. 1 στ. β). Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ο προσφεύγων αυτοδικαίως δικαιούταν αποζημίωσης.

Έκρινε ότι εάν ο προσφεύγων δικαιούνταν να λαμβάνει παροχές ενώ βρισκόταν στη φυλακή, αυτό θα δημιουργούσε ένα νέο νομοθετικό δικαίωμα που έρχονταν σε άμεση αντίθεση με την πρόθεση του νομοθέτη, δεδομένου ότι δεν υπήρχε νόμιμος τρόπος το κράτος να καταβάλλει τις παροχές στον προσφεύγοντα και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 10.000 ευρώ συνολικά (συμπεριλαμβανομένης της ενδιάμεσης πληρωμής που έχει ήδη πραγματοποιηθεί).

Συνολικά, οι καταβολές της σύνταξης παρακρατήθηκαν από τις 25 Μαρτίου 2011 έως τις 28 Νοεμβρίου 2017.

Ο προσφεύγων βασιζόμενος στα άρθρα 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας), και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας), παραπονέθηκε ότι αποκλείστηκε από την καταβολή της σύνταξής του, ότι υπέστη διακρίσεις για πολλαπλούς λόγους και ότι δεν διέθετε αποτελεσματικά ένδικα μέσα για να προωθήσει αυτούς τους ισχυρισμούς.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….

Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε τριών ειδών διακρίσεις.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό για διάκριση λόγω ηλικίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η παύση πληρωμών κοινωνικής ασφάλισης ίσχυε και για τα επιδόματα σε άτομα σε ηλικία εργασίας και έτσι δεν υφίστατο άμεση διάκριση σε βάρος των κρατουμένων σε ηλικία συνταξιοδότησης. Όσο για την έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας, θα ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ότι το μέτρο είχε δυσανάλογη επίδραση στους ηλικιωμένους. Ο προσφεύγων είχε μιλήσει για την προσωπική του κατάσταση, αλλά δεν είχε δώσει στοιχεία που να σχετίζονται με την παραπάνω ηλικιακή ομάδα, ενώ τα αποδεικτικά στοιχεία στην εσωτερική δίκη είχαν δείξει ότι οι ηλικιωμένοι κρατούμενοι μπορούσαν να αναλάβουν κάποια εργασία στην φυλακή. Το Δικαστήριο έκρινε το ζήτημα των διακρίσεων λόγω ηλικίας ως αναπόδεικτο.

Όσον αφορά τις διακρίσεις που συνδέονται με την πηγή ή το επίπεδο εισοδήματος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι όλοι, ανεξάρτητα από το επίπεδο του εισοδήματός τους, αποκλείονταν από τη λήψη της εθνικής ανταποδοτικής σύνταξής τους κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής τους. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε έμμεση διάκριση, καθώς το μέτρο είχε δυσανάλογη επίδραση σε άτομα που δεν είχαν άλλη πηγή εισοδήματος. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο διαφορετικός αντίκτυπος μεταξύ της μη καταβολής της κρατικής σύνταξης σε κρατούμενους με ή και χωρίς άλλες πηγές εισοδήματος δεν σχετιζόταν με καμία πτυχή της προσωπικής τους κατάστασης εντός της έννοιας του άρθρου 14 και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στη διάταξη αυτή.

Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε τις διακρίσεις λόγω της ιδιότητας του κατάδικου, κάτι που σίγουρα θα μπορούσε να εμπίπτει σε «άλλο καθεστώς» κατά την έννοια του άρθρου 14, σε σύγκριση με άλλα άτομα, τα οποία κρατούνταν.

Έκρινε ότι η κράτηση ατόμων σε ψυχιατρείο κρατουμένων βάσει της νομοθεσίας είχε ως σκοπό την θεραπεία τους. Ως εκ τούτου, αυτές οι δύο ομάδες δεν ήταν σε συγκρίσιμη θέση, αποκλείοντας τον ισχυρισμό ύπαρξης διακρίσεων από την άποψη αυτή.

Σε σύγκριση με την κατάσταση των κρατουμένων, το Δικαστήριο δήλωσε ότι οι καθοριστικές διαφορές μεταξύ αυτής της ομάδας και του προσφεύγοντος– το τεκμήριο αθωότητας και η άμεση αποφυλάκιση (σε αντίθεση με την ενσωμάτωση, την υπό όρους αποφυλάκιση κλπ) – σήμαινε ότι, όπως και σε ψυχιατρικούς ασθενείς, η κατάστασή τους δεν ήταν ανάλογη και έτσι δεν μπορούσε να παραπονεθεί για διαφορά στην θεραπευτική αγωγή.

Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία διάκριση και, επομένως, καμία παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Λοιπά άρθρα

Όσον αφορά την καταγγελία του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η καταβολή της σύνταξής του είχε αρθεί τη στιγμή που είχε αποκλειστεί από το νόμο, η δε εν λόγω περιουσία δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κατοχή περιουσίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Επομένως, το Δικαστήριο απέρριψε αυτό το μέρος της προσφυγής.

Όσον αφορά το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η αποτελεσματικότητα ενός ένδικου μέσου δεν εξαρτάται από τη βεβαιότητα ενός ευνοϊκού αποτελέσματος για τον προσφεύγοντα. Σημειώνοντας ότι ο προσφεύγων είχε εγείρει αυτή την καταγγελία βάσει του Συντάγματος, επανέλαβε ότι τα κράτη είχαν διακριτική ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») στον καθορισμό συνταγματικών ζητημάτων. Υπογράμμισε ότι στην προκειμένη περίπτωση, η αμφισβήτηση του αποκλεισμού ήταν επιτυχής και ότι είχε λάβει κάποια αποζημίωση. Ακόμα κι αν η χορηγηθείσα αποζημίωση δεν ήταν σύμφωνη με αυτό που είχε ζητήσει, το κράτος δεν είχε αποτύχει στην υποχρέωση του να διαθέσει αποτελεσματικά ένδικα μέσα. Κατά συνέπεια, απέρριψε την καταγγελία ως προδήλως αβάσιμη (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες