Αθλητές κατά ελέγχων ντόπινγκ. Οι έλεγχοι αυτοί περιορίζουν την ελευθερία κίνησής τους και την ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή; Τις απαντήσεις δίνει το Στρασβούργο…

ΑΠΟΦΑΣΗ

Εθνική Ένωση Αθλητικών Συνδικάτων (FNASS) κ.α. κατά Γαλλίας 18/1/2018 (αριθ. προσφ. 48151/11 και 77769/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προσφυγή αθλητών σχετικά με απόφαση της Γαλλικής κυβέρνησης για έλεγχο ντόπινγκ. Υποχρέωση αθλητών να γνωστοποιούν συνεχώς όλες τις μέρες  τον τόπο που βρίσκονται  με σκοπό την πραγματοποίηση αιφνιδιαστικών ελέγχων ντόπινγκ. Καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, του δικαιώματος στην ιδιωτική και  οικογενειακή τους ζωή και της αρχής της ισότητας.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παραθέτει  μια αναλυτική αιτιολογία για το επίκαιρο και σοβαρό θέμα του ντόπινγκ των αθλητών και προβαίνει σε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση.  Το Δικαστήριο αποδέχεται ότι  το νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση του ντόπινγκ εν πρέπει να υποτιμηθεί από το προοπτική της διασφάλισης των δικαιωμάτων των επαγγελματιών του αθλητισμού. Θεωρεί ότι η συνεχής υποχρέωση δήλωσης  των αθλητών της τοποθεσίας  που βρίσκονται είναι αναμφίβολα ένας περιορισμός της κίνησής τους και παρέμβαση στην ατομική και οικογενειακή ζωή τους, όμως είναι αναγκαία προκειμένου να καταπολεμηθεί η μάστιγα του ντόπινγκ που επικρατεί ιδιαίτερα στις αθλητικές διοργανώσεις υψηλού επιπέδου.

Μη παραβίαση της προστασίας της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωή (άρθρου 8) των αθλητών διότι είχε επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων.

Μη παραβίαση της ελευθερία μετακίνησής τους (άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 4) διότι η διάταξη αυτή της ΕΣΔΑ ήταν ανεφάρμοστη δεδομένου ότι οι αθλητές μπορούσαν να μετακινηθούν με την υποχρέωση να δηλώνουν τη τοποθεσία τους. Πλέον αυτού τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν να εξομοιωθούν με την ηλεκτρονική σήμανση που χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση στη φυλάκιση ή τον κατ’ οίκον περιορισμό.

Απορρίπτονται οι  ατομικές προσφυγές.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 

άρθρο 8

άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στην προσφυγή αριθ. 48151/11, οι προσφεύγοντες είναι η Εθνική Ένωση Αθλητικών Συνδικάτων (FNASS), το Εθνικό Συνδικάτο Παιχτών Ράγκμπι (Provale), η Εθνική Ένωση Ποδοσφαιριστών (UNFP), το Σωματείο των Επαγγελματιών Χάντμπολ (AJPH), και το Εθνικό Συνδικάτο Καλαθοσφαίρισης (SNB). Όλοι οι ενενήντα εννέα προσφεύγοντες είναι επαγγελματίες παίκτες χάντμπολ, ποδοσφαίρου, ράγκμπι και μπάσκετ.

Στις 14 Απριλίου 2010, η κυβέρνηση εξέδωσε την απόφαση με αριθ. 2010-379 για την υγεία των αθλητών, προσαρμόζοντας τον Κώδικα Αθλητισμού σύμφωνα με τις αρχές του Παγκόσμιου Κώδικα κατά της φαρμακοδιέγερσης.

Την 1η Ιουνίου 2010, ορισμένοι από τους προσφεύγοντες ζήτησαν από το Συμβούλιο του Κράτους την ακύρωση διατάξεων του διατάγματος σχετικά με την απαίτηση, οι επαγγελματίες του αθλητισμού που εμπίπτουν σε μια «ομάδα – στόχο» που έχει ορίσει ο γαλλικός οργανισμός κατά της φαρμακοδιέγερσης (AFLD), να κοινοποιήσουν πληροφορίες σχετικά έτσι ώστε να μπορούν να πραγματοποιηθούν αιφνιδιαστικές δοκιμές αντιντόπινγκ. Παραπονέθηκαν σχετικά με το  «ιδιαίτερα ενοχλητικό» σύστημα ελέγχου που επέτρεπε την πραγματοποίηση ελέγχων ανεξάρτητα από αθλητικές εκδηλώσεις και περιόδους συμμετοχής σε διοργανώσεις. Ισχυρίστηκαν ειδικότερα ότι αυτό αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και στο δικαίωμά τους στην κανονική οικογενειακή ζωή και στην παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής. Οι ίδιοι καταγγέλλουν επίσης παραβίαση της αρχής της ισότητας, υποστηρίζοντας ότι η υποχρέωση κοινοποίησης της διαμονής τους ώστε να πραγματοποιηθούν έλεγχοι κατά του ντόπινγκ περιοριζόταν στους επαγγελματίες του αθλητισμού που ανήκαν σε «ομάδα – στόχο». Το Συμβούλιο του Κράτους απέρριψε την προσφυγή τους.

Η προσφεύγουσα στην προσφυγή αριθ. 77769/13 είναι η Jeannie Longo, Γαλλίδα ποδηλάτης που γεννήθηκε το 1958. Με απόφαση του διευθυντή δοκιμών της AFLD στις 14 Μαρτίου 2008, η κα Longo συμπεριλήφθηκε ως μέλος «ομάδας-στόχου». Την εποχή εκείνη, η διάρκεια εγγραφής σε αυτήν την ομάδα ήταν απεριόριστη. Η καταχώρησή της στην ομάδα αυτή ανανεώθηκε αρκετές φορές με αποφάσεις της AFLD και αμφισβητήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 28 Μαρτίου 2013 ενώπιον του Συμβουλίου του Κράτους. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ζήτησε από το Συμβούλιο του Κράτους να παραπέμψει ερώτημα στο Συνταγματικό Συμβούλιο σχετικά με το εάν η απαίτηση δημοσιοποίησης διαμονής της ήταν συμβατή με το Σύνταγμα, αλλά το Συμβούλιο του Κράτους αποφάσισε να μην αναφερθεί στην ερώτηση αυτή. Διευκρίνισε ότι οι επίμαχες διατάξεις δεν επηρέασαν την ατομική ελευθερία την οποία το Σύνταγμα έθετε υπό την προστασία των τακτικών δικαστηρίων, αλλά ότι εμπίπτουν στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων. Το Συμβούλιο του κράτους απέρριψε τις προσφυγές της κας Longo. Το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι, όσον αφορά την παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των αθλητών, οι διατάξεις σχετικά με την απαίτηση δημοσιοποίησης της διαμονής τους αποτελούσαν παρεμβάσεις οι οποίες ήταν αναγκαίες και αναλογικές προς τους στόχους που επιδιώκουν τα προγράμματα αντιντόπινγκ, δηλαδή την προστασία της υγείας αυτών των αθλητών και τη διαφύλαξη της αμεροληψίας και της δεοντολογίας των αθλητικών διοργανώσεων.

Με απόφαση της 9ης Απριλίου 2015, η AFLD διέγραψε το όνομα της κας Longo από τον κατάλογο των επαγγελματιών από την «ομάδα στόχος».

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι μεμονωμένοι προσφεύγοντες οι οποίοι είχαν καταχωρηθεί στην ομάδα-στόχος ήταν υποχρεωμένοι να παράσχουν σε δημόσια αρχή ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τον τόπο κατοικίας τους και τις καθημερινές μετακινήσεις τους επτά ημέρες την εβδομάδα. Σημείωσε ότι μερικές φορές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παραμένουν στο σπίτι τους για το εν λόγω ημερήσιο χρονικό διάστημα. Αυτή η απαίτηση διαφάνειας και διαθεσιμότητας, η οποία μείωσε την άμεση προσωπική αυτονομία των ενδιαφερομένων, αρκούσε για να διαπιστώσει το Δικαστήριο ότι οι ζητούμενες πληροφορίες παρέμβαιναν στην ιδιωτική ζωή των προσφευγόντων.

Οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η παρέμβαση αυτή προβλεπόταν από το διάταγμα της 14 Απριλίου 2010, αλλά έκριναν ότι οι αποφάσεις της AFLD δεν ήταν «νόμιμες» επειδή προέρχονταν από ένα ίδρυμα το οποίο δεν είχε την εξουσία να εκδίδει προσβάσιμους και ακριβείς κανόνες. Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι η AFLD ήταν ανεξάρτητη δημόσια αρχή αρμόδια, ιδίως, για τον προγραμματισμό και την εκτέλεση των προγραμμάτων αντιντόπινγκ και, στη βάση αυτή, για την εγγραφή των επαγγελματιών αθλητισμού στην ομάδα στόχου. Η AFLD είχε καθορίσει τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώσουν οι επαγγελματίες βάση της απόφασης αριθ. 54, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα του Κράτους και ήταν επομένως προσιτές στους ενδιαφερόμενους. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τις ακριβείς και λεπτομερείς ενδείξεις αυτού του κειμένου, το Δικαστήριο ήταν της άποψης ότι οι επαγγελματίες, συνοδευόμενοι από τους εκπαιδευτές τους, θα μπορούσαν να ρυθμίσουν τις δραστηριότητές τους να ενεργούν αναλόγως και να διαθέτουν επαρκή προστασία από αυθαίρετες ενέργειες. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση ήταν «σύμφωνη με το νόμο».

Όσον αφορά το νόμιμο σκοπό ή τους σκοπούς της παρέμβασης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η «προστασία της υγείας» κατοχυρώνονταν στα σχετικά διεθνή και εθνικά όργανα τα οποία παρουσίαζαν  το ντόπινγκ ως ανησυχητικό παράγοντα για την υγεία. Ως αποτέλεσμα, οι απαιτήσεις  είχαν ως στόχο να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα υγείας, και όχι μόνο την υγεία των επαγγελματιών, αλλά και την υγεία των ερασιτεχνών αθλητών και ιδιαίτερα της νεολαίας. Όσον αφορά την άλλη δικαιολογητική βάση για τα προγράμματα αντιντόπινγκ, όπως είναι η δίκαιη διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων, το Δικαστήριο προτίμησε να θεωρήσει ότι ήταν πιο στενά συνδεδεμένο με αυτό της «προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων». Πράγματι, η χρήση απαγορευμένων ουσιών αθέμιτα απέκλειε ανταγωνιστές του ίδιου επιπέδου που δεν είχαν πρόσβαση στις εν λόγω επικίνδυνες ουσίες  ενθαρρύνοντας τους ερασιτέχνες και ιδιαίτερα τους νέους να ακολουθήσουν το παράδειγμα και έτσι οι θεατές στερούνται του θεμιτού ανταγωνισμού που νόμιμα ανέμεναν.

Όσον αφορά την αναγκαιότητα μιας τέτοιας παρέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι έπρεπε πρώτα να εξετάσει τους κινδύνους του ντόπινγκ και να διαπιστώσει εάν υπήρχαν κοινά σημεία στο ευρωπαϊκό και διεθνές στερέωμα.

Όσον αφορά το πρώτο σημείο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι υπήρξε ευρεία συναίνεση μεταξύ των ιατρικών, κυβερνητικών και διεθνών αρχών σχετικά με τη καταγγελία και την καταπολέμηση των κινδύνων που προκαλείται από το ντόπινγκ για την υγεία των αθλητών. Αναφέρθηκε συναφώς σε διεθνή όργανα τα οποία νομιμοποιούν τα προγράμματα αντιντόπινγκ για λόγους προστασίας της υγείας και βασίστηκαν ιδίως στις λεπτομερείς εκθέσεις της Ιατρικής Ακαδημίας και της Γαλλικής Γερουσίας. Επιπλέον, σημείωσε ότι ο έλεγχος του ντόπινγκ αφορούσε όλους όσους αθλούνταν, ιδίως τη νεολαία.

Το Δικαστήριο θεώρησε σημαντικό να δοθεί βάρος στις επιπτώσεις του επαγγελματικού ντόπινγκ σε νέους ανθρώπους, οι οποίοι ταυτίζονταν με υψηλού επιπέδου επαγγελματίες του αθλητισμού, θεωρώντας τους ως μοντέλα των οποίων τα παραδείγματα ακολουθούσαν.

Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η σταδιακή δημιουργία προγραμμάτων αντιντόπινγκ είχε οδηγήσει στο καθορισμό διεθνούς νομικού πλαισίου, του οποίου ο Παγκόσμιος Κώδικας κατά του Ντόπινγκ ήταν το κύριο όργανο. Επιπλέον, σημείωσε ότι η συνεργασία μεταξύ του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Παγκόσμιου Οργανισμού για την καταπολέμηση ντόπινγκ όδευε προς τη μεγαλύτερη εναρμόνιση των κανόνων για την καταπολέμηση του ντόπινγκ και εκτός των συνόρων της  Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο είχε την άποψη ότι υπήρχαν κοινές ευρωπαϊκές και διεθνείς απόψεις σχετικά με την ανάγκη για αιφνιδιαστικές εξετάσεις. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, εναπόκειται πρωτίστως στα συμβαλλόμενα κράτη να αποφασίσουν τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να επιλύσουν στην έννομη τάξη τα συγκεκριμένα προβλήματα που εγείρει ο έλεγχος του ντόπινγκ.

Όσον αφορά την απαίτηση ενημέρωσης της τοποθεσίας που επιβάλλεται στους επαγγελματίες αθλητές και τις αιφνιδιαστικές ιατρικές εξετάσεις, το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σαφή επιλογή της Γαλλίας να εναρμονίσει το εσωτερικό της δίκαιο με τις αρχές του Παγκόσμιου Κώδικα κατά του ντόπινγκ. Επισήμανε επίσης ότι τα συμβαλλόμενα κράτη της Σύμβασης της UNESCO ανέλαβαν τη δέσμευση να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να συμμορφωθούν με τις αρχές που τέθηκαν στον εν λόγω  κώδικα.

Όσον αφορά την ανάγκη εξισορρόπησης των συμφερόντων, το Δικαστήριο δεν υποτίμησε τον αντίκτυπο των απαιτήσεων σχετικά με την συνεχή ενημέρωση της τοποθεσίας τους στην ιδιωτική ζωή των προσφευγόντων. Αποδέχθηκε έτσι τον ισχυρισμό τους  ότι υποβλήθηκαν σε υποχρεώσεις οι οποίες δεν επιβλήθηκαν στην πλειονότητα του ενεργού πληθυσμού. Υπό το πρίσμα αυτό, επισήμανε, πρώτον, ότι ο μηχανισμός εντοπισμού είχε το πλεονέκτημα θέσπισης ενός νομικού πλαισίου για την καταπολέμηση του ντόπινγκ το οποίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί από το προοπτική της διασφάλισης των δικαιωμάτων των επαγγελματιών του αθλητισμού. Θεώρησε, δεύτερον, ότι ενώ η απαίτηση αναφοράς της τοποθεσίας τους ήταν μόνο μία πτυχή του ελέγχου αντιντόπινγκ, οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να δεχθούν τον εν λόγω περιορισμό ο οποίος εμπεριέχονταν στα μέτρα που ήταν αναγκαία προκειμένου να καταπολεμηθεί μια μάστιγα που επικρατούσε ιδιαίτερα στις διοργανώσεις υψηλού επιπέδου. Τέλος, παρατήρησε ότι το οι προσφεύγοντες δεν είχαν αποδείξει ότι οι εξετάσεις περιορίζονταν στους χώρους εκπαίδευσης και ο σεβασμός του ιδιωτικού χρόνου επαρκούσε για την εκπλήρωση των στόχων που έχουν θέσει οι εθνικές αρχές ενόψει της εξέλιξης των μεθόδων ντόπινγκ και το σύντομο χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορούσαν να εντοπιστούν απαγορευμένες ουσίες.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εναγόμενο κράτος είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων και ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες ήταν υποχρεωμένοι να κοινοποιούν στην AFLD ένα ημερήσιο χρονοδιάγραμμα στο οποίο να προσδιορίζουν τη τοποθεσία τους για τα επόμενα 60 λεπτά ώστε να τους διενεργηθεί αιφνιδιαστική εξέταση. Η τοποθεσία επιλέχθηκε ελεύθερα από τους ίδιους και η υποχρέωση αποτελούσε περισσότερο παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή παρά μέτρο επιτήρησης. Το Δικαστήριο σημείωσε τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων να μην χαρακτηρίσουν τη απαίτηση εντοπισμού θέσης ως περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας και να κάνει διάκριση μεταξύ των τακτικών και διοικητικών δικαστηρίων όσον αφορά τη δικαιοδοσία για τέτοιες εξετάσεις. Το Δικαστήριο ισχυρίστηκε συνεπώς ότι τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν να εξομοιωθούν με την ηλεκτρονική σήμανση που χρησιμοποιήθηκε ως εναλλακτική λύση στη φυλάκιση ή τον κατ’ οίκον περιορισμό. Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχαν εμποδιστεί οι προσφεύγοντες να αποχωρήσουν από τη χώρα διαμονής τους, αλλά ήταν απλώς υποχρεωμένοι να αναφέρουν τον τόπο διαμονής τους στη χώρα προορισμού για τους σκοπούς της εξέτασης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 ήταν επομένως ανεφάρμοστο (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες