Υποχρέωση δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα να μεταδώσει διαφήμιση που ήταν αντίθετη με τα συμφέροντά του. Μη παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Schweizerische Radio und Fernsehgesellschaft και publisuisse SA κατά Ελβετίας της 22.12.2020 (αριθ. προσφ. 41723/14)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι δύο προσφεύγουσες εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν για την υποχρέωση που τους επιβλήθηκε να μεταδώσουν διαφήμιση η οποία, κατά την άποψή τους, έβλαπτε τη φήμη τους και ήταν αντίθετη με τα συμφέροντά τους. Η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία είναι εθνικής εμβέλειας δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας, και η δεύτερη δρούσε ως διαφημιστική εταιρεία έως ότου εξαγοράστηκε από άλλη εταιρεία το 2016.

Για 7 δευτερόλεπτα, η επίδικη διαφήμιση εμφάνιζε το λογότυπο και τη διεύθυνση ιστότοπου ενός συλλόγου που δραστηριοποιείται στην προστασία των ζώων και των καταναλωτών, ενώ περιείχε κείμενο με το εξής περιεχόμενο: «Τι δεν αναφέρουν τα άλλα μέσα». Στη συνέχεια, ο σύλλογος ζήτησε από τη δεύτερη προσφεύγουσα να προβεί σε τροποποίηση της διαφήμισης, στην οποία το αρχικό κείμενο είχε αντικατασταθεί από το ακόλουθο μήνυμα: «Τι δεν αναφέρει η Ελβετική Τηλεόραση» και αυτή αρνήθηκε με την αιτιολογία ότι ήταν επιζήμια για τα εμπορικά συμφέροντα και την εικόνα της. Το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι με το περιεχόμενο της διαφήμισης ασκήθηκε θεμιτή κριτική.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η υποχρέωση που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες για τη προβολή της επίμαχης διαφήμισης, δεν ισοδυναμούσε με δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης και ότι ήταν επομένως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Επισήμανε, μεταξύ άλλων συμπερασμάτων, ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης των προσφευγουσών εταιρειών προβλεπόταν από το άρθρο 35§2, του Ομοσπονδιακού Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι κάθε πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα εκ μέρους του Κράτους υποχρεούται να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να συμβάλει στην εφαρμογή τους. Στο πλαίσιο αυτό, διαπίστωσε ότι η εν λόγω διαφήμιση δεν ενέπιπτε στο κανονικό διαφημιστικό πλαίσιο, το οποίο παρακινεί το κοινό να αγοράσει ένα συγκεκριμένο προϊόν. Η διαφήμιση αποτελούσε μέρος μιας καμπάνιας πολυμέσων με την οποία ο εν λόγω σύλλογος επιδίωκε να ευαισθητοποιήσει το κοινό σχετικά με τον ιστότοπό του και να διαδώσει πληροφορίες σχετικά με την προστασία των ζώων. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτή ήταν μια πτυχή που αφορούσε μία συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος.

Λόγω της ιδιαίτερης θέσης της πρώτης προσφεύγουσας στο χώρο των μέσων ενημέρωσης, η ίδια ήταν υποχρεωμένη να ανεχτεί επικριτικές απόψεις και να παρέχει μια δίοδο επικοινωνίας αυτών στα κανάλια της, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται διάδοση πληροφοριών ή ιδεών που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Αυτές είναι οι απαιτήσεις του πλουραλισμού και της ανοχής, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία. Επιπλέον, ήταν προφανές στους τηλεθεατές ότι η διαφήμιση αντιπροσώπευε την άποψη τρίτων. Αν και παρουσιάστηκε με πολύ προκλητικό τρόπο, ήταν σαφώς μία διαφήμιση που δε σχετιζόταν με το τηλεοπτικό πρόγραμμα της πρώτης προσφεύγουσας εταιρείας.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η πρώτη προσφεύγουσα Schweizerische Radio – und Fernsehgesellschaft (SSR), είναι εταιρεία ιδιωτικού δικαίου, η οποία παράγει, στο πλαίσιο παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές εθνικής εμβέλειας βάσει αδείας, η οποία εκδόθηκε από την Ελβετική Συνομοσπονδία.

Η δεύτερη προσφεύγουσα publisuisse, ήταν μια εταιρεία πωλήσεων διαφημίσεων στην οποία η SSR κατείχε ποσοστό 99,8%. Το 2016 η εταιρεία Admeira SA ανέλαβε τις δραστηριότητες της τελευταίας.

Τον Σεπτέμβριο του 2011 ο σύλλογος με την επωνυμία Verein gegen Tierfabriken, που δραστηριοποιείται στους τομείς προστασίας των ζώων και των καταναλωτών, χρησιμοποίησε διαφημιστικό χρόνο μέσω της δεύτερης προσφεύγουσας με σκοπό να μεταδώσει διαφήμιση την οποία είχε δημιουργήσει. Για επτά δευτερόλεπτα, η διαφήμιση εμφάνιζε το λογότυπο και τη διεύθυνση του ιστότοπου και το κείμενο του συλλόγου που ήταν το εξής: «Τι δεν αναφέρουν τα άλλα μέσα» (Was andere Medien totschweigen). Η διεύθυνση του ιστότοπου και το κείμενο εκφωνούνταν με φωνή τρίτου. Αυτή η πρώτη έκδοση της διαφήμισης μεταδόθηκε 18 φορές κατά την περίοδο από 23 έως 31 Δεκεμβρίου 2011.

Εν τω μεταξύ, το Νοέμβριο του 2011 ο σύλλογος αυτός ζήτησε από τη δεύτερη προσφεύγουσα να προβεί σε τροποποίηση της εν λόγω διαφήμισης, στην οποία το αρχικό κείμενο είχε αντικατασταθεί από το ακόλουθο μήνυμα: «Τι δεν αναφέρει η Ελβετική Τηλεόραση» (Was das Schweizer Fernsehen totschweigt). Η παροχή εξουσιοδότησης για μετάδοση της εν λόγω τροποποιημένης έκδοσης απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι ήταν επιζήμια για τα εμπορικά συμφέροντα και την εικόνα της δεύτερης προσφεύγουσας, όπως αναφέρεται στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις.

Τον Φεβρουάριο του 2012 ο σύλλογος υπέβαλε καταγγελία στο Διοικητικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (AIEP) κατά της πρώτης προσφεύγουσας, ισχυριζόμενος ότι η άρνηση μετάδοσης της τροποποιημένης έκδοσης της διαφήμισης ισοδυναμούσε με λογοκρισία. Η AIEP απέρριψε αυτήν την καταγγελία.

Στη συνέχεια, ο σύλλογος υπέβαλε αίτηση στο Β’ Τμήμα Δημοσίου Δικαίου του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο αποφάνθηκε εναντίον των προσφευγουσών τον Νοέμβριο του 2013. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες εταιρείες τον Δεκέμβριο του 2013. Το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η άρνηση μετάδοσης του επίμαχου διαφημιστικού μηνύματος ισοδυναμούσε με περιορισμό του δικαιώματος του συλλόγου στην ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών, ακόμη και αν οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις της δεύτερης προσφεύγουσας εταιρείας περιλάμβαναν μια ρήτρα αποκλεισμού όσον αφορά προγράμματα που βλάπτουν τα εμπορικά συμφέροντα ή την εικόνα της. Διαπίστωσε επίσης ότι το επίμαχο εμπορικό σήμα δεν αντιστοιχούσε σε μία από τις κατηγορίες τηλεοπτικού προγράμματος τις οποίες ο ομοσπονδιακός ραδιοτηλεοπτικός νόμος απαγόρευσε τη μετάδοση και ότι η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία είχε επίσης αποτύχει στο να αποδείξει ότι η διαφήμιση συνιστούσε παράνομη παρέμβαση στα δικαιώματα προσωπικότητας ή ήταν αντίθετη στην αρχή του θεμιτού ανταγωνισμού.

Το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφήμιση ήταν ομολογουμένως ασυνήθιστη, καθώς στρέφονταν απευθείας εναντίον της πρώτης προσφεύγουσας εταιρείας, αλλά ο απλός φόβος ότι θα μπορούσε να βλάψει τη φήμη της τελευταίας δεν αρκούσε για να δικαιολογήσει την άρνηση να μεταδώσει την εν λόγω διαφήμιση, δεδομένου ότι η ελευθερία της έκφρασης επέτρεπε, μεταξύ άλλων, την κριτική όχι μόνο των δημόσιων αρχών, αλλά και ατόμων ή ιδιωτικών εταιρειών που εκτελούσαν έργο εκ μέρους του κράτους.

Βασιζόμενες στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) της Σύμβασης, οι προσφεύγουσες εταιρείες παραπονέθηκαν σχετικά με την υποχρέωση να μεταδώσουν διαφήμιση, η οποία, κατά την άποψή τους, ήταν επιζήμια για τη φήμη τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση μετάδοσης της επίδικης διαφήμισης ανερχόταν σε «παρέμβαση δημόσιας αρχής» στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης των προσφευγουσών εταιρειών.

Όσον αφορά το κατά πόσον η παρέμβαση προβλέπονταν από το νόμο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Ομοσπονδιακός Ραδιοτηλεοπτικός νόμος δεν απαγόρευε κατ’ αρχήν τη μετάδοση της εν λόγω διαφήμισης. Επίσης σημείωσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 35 § 2 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος, κάθε άτομο που εκτελούσε μια εργασία εξ ονόματος του κράτους ήταν υποχρεωμένο να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να συμβάλλει στην εφαρμογή τους. Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα στην περίπτωση που μια ιδιωτική εταιρεία λάμβανε άδεια για μια εργασία, η οποία εμπίπτει στο πεδίο δημόσιων υπηρεσιών.

Στο πλαίσιο αυτό, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει, ότι αν και η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία είχε δικαίωμα πλήρους αυτονομίας όσον αφορά τις επιλογές της και το τηλεοπτικό της πρόγραμμα, αυτό δεν υφίσταται όσον αφορά το τομέα της διαφήμισης, δεδομένου ότι αυτή η δραστηριότητα είχε ως σκοπό τη δημιουργία εσόδων για χρηματοδότηση των προγραμμάτων του. Έκρινε ότι αυτή η δευτερογενής οικονομική δραστηριότητα συνδέεται στενά με τη άδεια που έχει λάβει η εταιρεία. Υποστήριξε ότι, ως προνομιακός κάτοχος franchise από την Ελβετική Συνομοσπονδία, και ως αποδέκτης δημόσιας χρηματοδότησης μέσω τέλους από την ραδιοτηλεοπτική άδεια, η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε την ίδια ελευθερία με αυτήν μίας ιδιωτικής εταιρείας, παρόλο που δεσμεύονταν σε διαφημιστές μέσω συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου. Είχε κρίνει ότι η ιδιαίτερη θέση της πρώτης προσφεύγουσας στο χώρο των ελβετικών ΜΜΕ, έδινε στις δύο προσφεύγουσες εταιρείες σημαντικά πλεονεκτήματα στη διαφημιστική αγορά.

Το εγχώριο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες εταιρείες υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν, στον τομέα της διαφήμισης, με τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 35 § 2 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος. Λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στα συμβαλλόμενα μέρη, ιδίως στον τομέα της διαφήμισης, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα πορίσματα του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου δεν ήταν ούτε προφανώς αβάσιμα, ούτε αυθαίρετα. Επισήμανε ότι άλλες πιο επιεικείς λύσεις, ή ακόμα και η αντίθετη συλλογιστική, θα μπορούσαν, βεβαίως, να είχαν προβλεφθεί, ωστόσο το επιχείρημα του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου δεν ήταν καινούργιο και πρόκυπτε από τη νομολογία του.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι προσφεύγουσες εταιρείες- οι οποίες θα μπορούσαν πάντα να λάβουν, εάν κρινόταν απαραίτητο, κατάλληλες νομικές συμβουλές  δεν μπορούσαν λογικά να ισχυριστούν ότι η εφαρμογή του άρθρου 35§2 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος και οι νομικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτό δεν ήταν προβλέψιμες. Έκρινε δε ότι η παρέμβαση είχε «προβλεφθεί από το νόμο».

Όσον αφορά τη νομιμότητα της παρέμβασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε σκοπό να εγγυηθεί τον πλουραλισμό που ήταν απαραίτητος για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας και την «προστασία των δικαιωμάτων τρίτων».

Όσον αφορά την αναλογικότητα της παρέμβασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η επίδικη διαφήμιση ενέπιπτε εκτός του κανονικού εμπορικού πλαισίου που παρακινεί το κοινό να αγοράσει ένα συγκεκριμένο προϊόν. Αποτελούσε μέρος μιας εκστρατείας πολυμέσων με την οποία ο σύλλογος αναζητούσε να ευαισθητοποιήσει το κοινό σχετικά με τον ιστότοπό του και να μεταδώσει πληροφορίες σχετικά με την προστασία των ζώων. Ο σύλλογος, ο οποίος θεώρησε ότι αυτές οι πληροφορίες δεν κοινοποιούνταν στα προγράμματα άλλων μέσων, και ειδικότερα αυτού της πρώτης προσφεύγουσας εταιρείας, προσπαθούσε να επιστήσει την προσοχή σε αυτό θέμα. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σύλλογος είχε το δικαίωμα να ασκήσει την ελευθερία της έκφρασης προς το σκοπό αυτό.

Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η επίδικη διαφήμιση διέφερε από την πρώτη παραλλαγή της διαφήμισης – την οποία οι προσφεύγουσες είχαν συμφωνήσει να μεταδώσουν – μόνο στο σημείο, ότι αντί να ισχυρίζεται ότι τα μέσα ενημέρωσης γενικά εμποδίζουν την προβολή πληροφοριών που δημοσιεύει ο σύλλογος, υπονοούσε συγκεκριμένα ότι η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία ήταν εκείνη που απέκρυπτε αυτές τις πληροφορίες. Θεώρησε ότι αυτή η πτυχή της εκστρατείας του συλλόγου αφορούσε συζήτηση δημοσίου ενδιαφέροντος.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο επανέλαβε τη σημασία που αποδίδει στη νομολογία του στο θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζει σε μια δημοκρατική κοινωνία η ελευθερία της έκφρασης, η οποία εγγυάται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, ιδίως όταν χρησιμεύει για τη μετάδοση πληροφοριών και ιδεών γενικού ενδιαφέροντος, και τον ιδιαίτερο ρόλο των οπτικοακουστικών μέσων στο θέμα αυτό. Λόγω της ικανότητάς τους να μεταφέρουν μηνύματα μέσω ήχου και εικόνων, τέτοια μέσα είχαν πιο άμεσο και ισχυρό αποτέλεσμα από τον Τύπο. Η  λειτουργία της τηλεόρασης ως οικεία πηγή ψυχαγωγίας εντός της οικίας του θεατή ενισχύει περαιτέρω τον αντίκτυπό της.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι προσφεύγουσες εταιρείες θεώρησαν ότι είχαν δυσφημιστεί και ότι η φήμη τους είχε πληγεί από το επίμαχο διαφημιστικό. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι ένας απλός φόβος ότι η διαφήμιση θα μπορούσε να βλάψει τη φήμη της τελευταίας δεν ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει την άρνηση μετάδοσης της διαφήμισης, καθώς η ελευθερία της έκφρασης επέτρεπε, μεταξύ άλλων, την κριτική όχι μόνο σε δημόσιες αρχές, αλλά και σε άτομα ή ιδιωτικές εταιρείες που ενεργούν εξ ονόματος του κράτους.

Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να εντοπίσει κανέναν λόγο να απομακρυνθεί από αυτήν την εκτίμηση. Επανέλαβε ότι, δεδομένης της ιδιαίτερης θέσης στο χώρο των ΜΜΕ της Ελβετίας, η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να ανεχτεί επικριτικές απόψεις και να παρέχει μια δίοδο επικοινωνίας αυτών στα κανάλια της, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται τη διάδοση πληροφοριών ή ιδεών που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Αυτές είναι οι απαιτήσεις του πλουραλισμού και της ανοχής, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία. Επιπλέον, σημείωσε ότι ήταν προφανές στους τηλεθεατές ότι η διαφήμιση αντιπροσώπευε τη γνώμη ενός τρίτου. Προφανώς παρουσιάστηκε με πολύ προκλητικό τρόπο, αλλά αφορούσε σαφώς διαφήμιση, η οποία δεν σχετίζεται με τα προγράμματα που συνήθως προβάλλονταν από την πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία.

Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη την έκθεση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της Ελβετίας της 17ης Ιουνίου 2016, αναφέροντας ότι το τηλεοπτικό πρόγραμμα των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών που δεν παρείχαν δημόσια υπηρεσία ή δε λάμβαναν κάποιο μερίδιο από το τέλος της ραδιοτηλεοπτικής άδειας, ήταν «ουσιαστικά επικεντρωμένο στην ψυχαγωγία» και προσέδινε μόνο «δευτερεύουσα σημασία στις γενικές πολιτικές πληροφορίες και στα πολιτιστικά ή εκπαιδευτικά προγράμματα».

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες εταιρείες να μεταδώσουν το επίμαχο διαφημιστικό, δεν ισοδυναμούσε με δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους στην ελευθερίας έκφρασης, και ότι ήταν επομένως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν  υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης (άρθρου 10 της ΕΣΔΑ) (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες