Η απέλαση Ιρανού στη χώρα του ενώ κινδύνευε η ζωή του, παραβίασε το δικαίωμα στη ζωή και συνιστούσε εξευτελιστική και απάνθρωπη μεταχείριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ν.Α. κατά Φινλανδίας της 14.11.2019 (αριθ. 25244/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μη χορήγηση ασύλου σε ιρακινό που κινδύνευε η ζωή του. Παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και της αρχής απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, λόγω της έκδοσης απόφασης απέλασης του πατέρα της προσφεύγουσας στη χώρα καταγωγής του, το Ιράκ, όπου τελικά σκοτώθηκε στη συνέχεια.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι φινλανδικές αρχές δεν είχαν διεξαγάγει διεξοδικό έλεγχο σχετικά με τον κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε ο πατέρας της προσφεύγουσας, στο Ιράκ, μολονότι είχαν αποδεχθεί τον ισχυρισμό του ότι δέχτηκε δύο σχεδόν θανατηφόρες επιθέσεις στο πλαίσιο της της διαμάχης που υφίσταται ανάμεσα στις μουσουλμανικές ομάδες των Σιιτών και των Σουνιτών, στην οποία άνηκε και ο ίδιος.

Η απόφαση των φινλανδικών αρχών να απελάσουν τον πατέρα, ο οποίος είχε έρθει σε σύγκρουση με έναν συνάδελφο του Σιίτη στον χώρο εργασίας του, ως ερευνητής στο Υπουργείο Εσωτερικών, τον ανάγκασε τελικά να συμφωνήσει να επιστρέψει οικειοθελώς στο Ιράκ, όπου πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε σε λίγο χρονικό διάστημα μετά την άφιξή του. Παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 2

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, N.A., είναι Ιρακινή υπήκοος, η οποία γεννήθηκε το 1996 και ζει στη Φινλανδία. Ο πατέρας της ήταν Σουνίτης Μουσουλμάνος Άραβας από τη Βαγδάτη. Υπηρέτησε στο στρατό με το βαθμό του ταγματάρχη υπό τη διοίκηση του πρώην Ιρακινού ηγέτη Σαντάμ Χουσεΐν και στη συνέχεια για μια αμερικανική εταιρεία logistics μετά την πτώση του καθεστώτος αυτού. Μεταξύ 2007 και 2015 εργάστηκε στο Ιρακινό Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή, μέρος του Υπουργείου Εσωτερικών, όπου διετέλεσε ερευνητής και έπειτα κορυφαίος αξιωματούχος για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με τα εγκλήματα και τις υποθέσεις διαφθοράς. Ερευνούσε αρκετά συχνά μυστικούςς πράκτορες ή αξιωματικούς των υπηρεσιών πληροφοριών της πολιτοφυλακής. Το έργο του έγινε πιο επικίνδυνο όταν η πολιτοφυλακή των Σιιτών κέρδισε εξέχουσα θέση.

Διερευνούσε μια υπόθεση το 2015, όταν διαφώνησε με έναν συνάδελφο, ο οποίος φέρεται να  ανήκε σε μια κυρίαρχη ομάδα των Σιιτών, την οργάνωση Badr. Ο συνάδελφός επιτέθηκε στον πατέρα της προσφεύγουσας, τον πρόσβαλε, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην υπηρεσία πληροφοριών και προήχθη. Τον Φεβρουάριο του 2015 έλαβε χώρα απόπειρα εναντίον της ζωής του πατέρα της όταν κάποιος προσπάθησε να τον πυροβολήσει. Ανέφερε την επίθεση, αλλά αργότερα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ερευνήθηκε.

Θεωρώντας ότι δεν θα προστατευόταν στο Ιράκ ή ότι δεν θα δικαιώνονταν, παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 2015. Τον Απρίλιο του 2015 μια βόμβα εξερράγη στο οικογενειακό αυτοκίνητο αμέσως μετά την απομάκρυνση του πατέρα και της μητέρας της προσφεύγουσας από το όχημα και τον Μάιο του ίδιου έτους η ίδια η προσφεύγουσα έπεσε θύμα μιας απόπειρας απαγωγής.

Η οικογένεια έφτασε στη Φινλανδία τον Σεπτέμβριο του 2015 και ο πατέρας ζήτησε διεθνή προστασία. Οι αρχές απέρριψαν την αίτησή τους για χορήγηση ασύλου τον Δεκέμβριο του 2016, ενώ η Υπηρεσία Μετανάστευσης δέχτηκε τους ισχυρισμούς του σχετικά με τα γεγονότα  αλλά επικαλέστηκε ότι οι Σουνίτες Άραβες δεν αντιμετωπίζουν διώξεις στο Ιράκ.

Η έφεση του πατέρα της προσφεύγουσας απορρίφθηκε από το διοικητικό δικαστήριο του Ελσίνκι τον Σεπτέμβριο του 2017. Εκτίμησε ότι δεν αντιμετώπιζε κανένα κίνδυνο εξαιτίας του παρελθόντος του για το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν ή την αμερικανική εταιρεία. Δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι οι επιθέσεις εναντίον του οφειλόταν στη διαμάχη του με τον πρώην συνάδελφό του στο υπουργείο Εσωτερικών, και μάλλον η γενική κατάσταση ασφαλείας στο Ιράκ ήταν υπαίτια για τις ενέργειες εναντίον του. Επίσης, δεν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος διώξεων λόγω της Σουνιτικής καταγωγής του. Δεν του επετράπη να προσφύγει ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου στα τέλη Νοεμβρίου του 2017.

Ο πατέρας της προσφεύγουσας επέστρεψε στο Ιράκ τον Νοέμβριο του 2017 σύμφωνα με τη διαδικασία της υποβοηθούμενης εκούσιας επιστροφής. Τον Δεκέμβριο του 2017 η προσφεύγουσα έμαθε ότι το διαμέρισμα της θείας της, που είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως από την οικογένεια ως καταφύγιο, είχε δεχτεί επίθεση. Αργότερα εκείνο το μήνα πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας της είχε σκοτωθεί από άγνωστους ένοπλους. Σύμφωνα με έγγραφα που υπέβαλε η προσφεύγουσα, ο πατέρας της πυροβολήθηκε τρεις φορές σε έναν δρόμο στη Βαγδάτη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 2 και άρθρο 3

Το Δικαστήριο σημείωσε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η Φινλανδία δεν έχει δικαιοδοσία καθώς ο πατέρας της προσφεύγουσας είχε επιστρέψει οικειοθελώς στη χώρα καταγωγής του. Εντούτοις, η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει ότι η επιστροφή δεν ήταν εθελοντική, αλλά περισσότερο τον είχαν αναγκάσει οι φιλανδικές εγχώριες για να επιστρέψει. Ο πατέρας της δεν ήθελε να προσελκύσει την προσοχή των ιρακινών αρχών μέσω της βίαιης επιστροφής του στην χώρα του και δεν ήθελε να του επιβληθεί απαγόρευση έκδοσης βίζας για διάστημα δύο ετών.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο πατέρας της προσφεύγουσας δεν θα είχε επιστρέψει στο Ιράκ αν η εκτελεστή απόφαση απέλασης δεν είχε εκδοθεί εναντίον του και έτσι η απόφασή του δεν ήταν εθελοντική με την έννοια ότι δε λήφθηκε με ελεύθερη βούληση. Ως εκ τούτου, η δικαιοδοσία του κράτους του εναγόμενου θα μπορούσε να εφαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο ανέφερε επίσης την έλλειψη πραγματικής ελεύθερης βούλησης ως αιτιολογία για να απορρίψει ένα περαιτέρω επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο πατέρας της προσφεύγουσας είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα προστασίας από τη σύμβαση δεδομένου ότι είχε υπογράψει δήλωση ότι κανένας οργανισμός ή αρχή που συμμετείχε στην επιστροφή του μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος ή υπεύθυνη.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι φινλανδικές αρχές έκριναν τους ισχυρισμούς του πατέρα της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια των διαδικασιών για το άσυλο ως αξιόπιστους και αληθινούς συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας ότι θα μπορούσε να προσελκύσει τη προσοχή των ιρακινών αρχών ή των μη κρατικών φορέων.

Οι εγχώριες αρχές ανέφεραν επίσης εκτεταμένες πληροφορίες σχετικά με το Ιράκ, οι οποίες έδειξαν, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχαν εντάσεις μεταξύ των ομάδων των Σιιτών και των Σουνιτών, ότι υπήρξαν περιστατικά όπου οι Ιρακινοί οι οποίοι είχαν δουλέψει για αμερικανικές εταιρείες είχαν σκοτωθεί και ότι η κατάσταση ασφαλείας στη Βαγδάτη απαιτούσε από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων να εξετάσουν τους  κινδύνους που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα άτομα που έρχονταν αντιμέτωπα με την απέλαση.

Όταν δε λαμβάνεται σωρευτικά και εξετάζεται υπό το πρίσμα της γενικής κατάστασης ασφάλειας και της βίας, ήταν πιθανό τέτοιοι παράγοντες να μπορούσαν να δημιουργήσουν πραγματικό κίνδυνο. Ωστόσο, οι εγχώριες αρχές δεν είχαν πραγματοποιήσει μια τέτοια σωρευτική εκτίμηση.

Ακόμη πιο σημαντικό, τα δικαστήρια δεν είχαν δώσει αρκετή προσοχή στις βίαιες απόπειρες εναντίον της ζωής του πατέρα της προσφεύγουσας πριν φύγει για το Ιράκ, παρόλο που οι φινλανδικές αρχές είχαν αναγνώρισαν τον πυροβολισμό και τη βομβιστική επίθεση αυτοκινήτου ως γεγονότα. Αντ’ αυτού, είχαν δει αυτά τα περιστατικά ως μέρος της  γενικής κατάστασης ανασφάλειας, αντί να επικεντρωθούν κυρίως στην υπόθεση του πατέρα της προσφεύγουσας.

Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι φινλανδικές αρχές δεν είχαν λάβει υπόψη τα  δύο περιστατικά.  Επιπλέον, η διαμάχη μεταξύ του πατέρα και του συναδέλφου του είχε απορριφθεί ως μια  προσωπική σύγκρουση και δεν εξετάστηκαν οι πιθανοί  δεσμοί με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και οι εντάσεις μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών ή οι απόπειρες κατά της ζωής του πατέρα της προσφεύγουσας.

Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι η εκτίμηση των φινλανδικών αρχών σχετικά με τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε  ο πατέρας αν επέστρεφε στο Ιράκ είχε εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 2 ή του άρθρου 3. Πράγματι, αυτές οι αρχές είχαν ή έπρεπε να γνωρίζουν τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φινλανδικές αρχές δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 2 ή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, όταν ασχολήθηκαν με την αίτηση ασύλου του πατέρα της προσφεύγουσας και υπήρξε παραβίαση και των δύο αυτών διατάξεων.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Φινλανδία πρέπει να καταβάλει στην προσφεύγουσα 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες