Η κρυφή φωτογράφιση συντρόφου Προέδρου κόμματος κατά την έξοδό της από το μαιευτήριο παραβίασε το σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Dupate κατά της Λετονίας της 19.11.2020 (αρ. προσφ. 18068/11)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κρυφή φωτογράφιση μητέρας και νεογέννητου παιδιού κατά την έξοδο από την μαιευτική κλινική και δημοσίευσή τους στα ΜΜΕ. Η προσφεύγουσα ήταν σύντροφος Προέδρου πολιτικού κόμματος, που ήταν  δημόσιο πρόσωπο. Δικαίωμα στην προστασία σεβασμού της  ιδιωτικής ζωής της μητέρας. Εξισορρόπηση ιδιωτικής ζωής και ελευθερίας της έκφρασης.

Λήψη κρυφών φωτογραφιών της τη στιγμή που αποχωρούσε με το νεογέννητο μωρό της από τη μαιευτική κλινική και μεταγενέστερη δημοσίευση τους με συνοδευτικό άρθρο, λόγω του ότι ο σύντροφός της αποτελούσε δημόσιο πρόσωπο.

Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν σχετική αγωγή της προσφεύγουσας, υπογραμμίζοντας ιδίως την ιδιότητά της ως συντρόφου δημόσιου προσώπου, τη στάση αυτής και του συντρόφου της απέναντι στη δημοσιότητα και ότι οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί σε δημόσιο χώρο και  δεν ήταν ταπεινωτικές.

Το Στρασβούργο, ωστόσο, διαπίστωσε ότι παρόλο που η προσφεύγουσα δεν είχε απεικονιστεί με ταπεινωτικό τρόπο, τα πλάνα ήταν κρυφά και η προσφεύγουσα βρίσκονταν σε μια κατάσταση την οποία πρακτικά δεν θα μπορούσε να είχε αποφύγει. Έτσι, παρόλο που τα εθνικά δικαστήρια είχαν επιχειρήσει να εξισορροπήσουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας με το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του περιοδικού, δεν το είχαν πράξει επαρκώς, ούτε σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Το Στρασβούργο διεπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8  της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Kristīne Dupate είναι υπήκοος της Λετονίας η οποία γεννήθηκε το 1973 και ζει στη Ρίγα. Κατά το χρόνο των γεγονότων, η προσφεύγουσα ήταν δικηγόρος και ο σύντροφός της ήταν πρόεδρος πολιτικού κόμματος και το πρόσωπο μιας διαφημιστικής εκστρατείας για το Privātā Dzīve, ένα εθνικό περιοδικό με επίκεντρο τις διασημότητες. Προηγουμένως, είχε ηγηθεί μιας κρατικής εταιρείας.

Το 2003, το περιοδικό Privātā Dzīve δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με τη διάλυση του γάμου του συντρόφου της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών της προσφεύγουσας και πληροφορίες σχετικά με το γεγονός ότι κυοφορούσε το πρώτο τους παιδί. Το 2004 το ίδιο περιοδικό δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένων των κρυφών φωτογραφιών, μία από τις οποίες ήταν η φωτογραφία εξωφύλλου, στην οποία αποτυπώνονταν η προσφεύγουσα να αποχωρεί από τη μαιευτική κλινική με το μωρό και κρατώντας βρεφικά είδη πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητό της.

Το 2006 παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον των δικαστηρίων, ισχυριζόμενη παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής. Το κεντρικό περιφερειακό δικαστήριο της Ρίγας αποφάνθηκε υπέρ της. Ωστόσο, το περιοδικό αναδημοσίευσε το άρθρο και τις φωτογραφίες, μαζί με μια δήλωση ότι διαφωνούσε με την απόφαση.

Μετά άσκηση ενδίκου μέσου, το Περιφερειακό δικαστήριο της Ρίγας αποφάνθηκε εναντίον της προσφεύγουσας υπογραμμίζοντας ιδίως την ιδιότητά της προσφεύγουσας ως συντρόφου δημόσιου προσώπου, τη στάση της προσφεύγουσας καθώς και εκείνης του συντρόφου της απέναντι στη δημοσιότητα,  ότι οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί σε δημόσιο χώρο, δεν ήταν ταπεινωτικές και ότι οι εμπλεκόμενοι δημοσιογράφοι δεν την παρακολουθούσαν στην καθημερινή της ζωή, αλλά είχαν εστιάσει σε ένα συμβάν.

Η ασκηθείσα αναίρεση απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λετονίας.

Βασιζόμενη στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η απόρριψη των καταγγελιών της σχετικά με τη δημοσίευση μυστικών/κρυφών φωτογραφιών της ίδιας και του νεογέννητου βρέφους είχε παραβιάσει τα δικαιώματά της.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής)

Το Δικαστήριο επανέλαβε τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης για τις δημοκρατίες, αλλά τόνισε ότι πρέπει το εν λόγω δικαίωμα να εξισορροπείται ορθά με το δικαίωμα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής. Σημείωσε ότι ειδήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή των δημόσιων προσώπων μπορεί να γίνουν ανεκτές, εκτός κι αν αυτές οι ειδήσεις είναι ιδιωτικές ή προσωπικές ή αν δεν υπάρχει κανένα δημόσιο συμφέρον δημοσίευσης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε τεκμηριωθεί ότι η ιδιωτική ζωή του συντρόφου της προσφεύγουσας είχε επηρεάσει και ενδιέφερε το κοινό εκείνη την εποχή. Ωστόσο, οι πληροφορίες για τη γέννηση του παιδιού ενέπιπτε στη δημόσια σφαίρα και ως εκ τούτου είχε κάποια δημόσια σημασία – αν και λιγότερη σίγουρα από ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα.

Το Δικαστήριο συμφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια ότι η προσφεύγουσα, ως σύντροφος δημόσιου προσώπου, θα έπρεπε να περίμενε να αναφέρεται στα μέσα ενημέρωσης ως μητέρα του παιδιού του. Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω άρθρο προχώρησε πολύ πέρα ​​από αυτό που θα μπορούσε λογικά να αναμενόταν. Το Δικαστήριο τόνισε ότι απαιτείται κάποιος βαθμός προσοχής όταν ένας σύντροφος ενός δημόσιου προσώπου προσελκύει τη προσοχή των μέσων ενημέρωσης  μόνο λόγω της ιδιωτικής ή οικογενειακής του ζωής. Στην παρούσα περίπτωση, τα εγχώρια δικαστήρια δεν είχαν κάνει διάκριση μεταξύ της αναμετάδοσης των πληροφοριών σχετικά με τη γέννηση του παιδιού και τη δημοσίευση των κρυφών φωτογραφιών που απεικόνιζαν την προσφεύγουσα σε ιδιωτική στιγμή – κατά την αποχώρησή της από το μαιευτήριο μετά από τοκετό. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι οι προηγούμενες και επακόλουθες εμφανίσεις της προσφεύγουσας και του συντρόφου της   στα μέσα ενημέρωσης, δεν εστίασαν στη γέννηση του παιδιού τους ούτε το ανήγαγαν σε δημόσιο γεγονός, ούτε πράγματι, δικαιολογούνταν η συγκεκριμένη παραβίαση του απορρήτου της προσφεύγουσας.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι παρόλο που η προσφεύγουσας δεν είχε απεικονιστεί με ταπεινωτικό τρόπο, το άρθρο ήταν από μόνο του «φωτογραφική ιστορία», με το κείμενο να είναι δευτερεύουσας σημασίας. Τα πλάνα ήταν κρυφά, η προσφεύγουσα βρίσκονταν σε μια κατάσταση την οποία πρακτικά δεν θα μπορούσε να είχε αποφύγει – διασχίζοντας το χώρο στάθμευσης του νοσοκομείου – και οι φωτογράφοι την είχαν ακολουθήσει μέχρι το σπίτι της.  Τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποτύχει να εξετάσουν τους παραπάνω παράγοντες. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρόλο που τα εθνικά δικαστήρια είχαν εμπλακεί και προσπάθησαν να εξισορροπήσουν τα δύο δικαιώματα, δεν κατάφεραν να το πράξουν επαρκώς ή σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής  (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Λετονία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 532 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες