Η καταδίκη που βασίστηκε σε αντιφατικές καταθέσεις μαρτύρων, σε απολεσθέν βίντεο και σε μάρτυρα που δεν εξετάστηκε στο Εφετείο παραβίασε τη δίκαιη δίκη!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Dan κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 10.11.2020 (αρ. 2) (αρ. προσφ. 57575/14)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αποδεικτικά στοιχεία, αντιφατικές καταθέσεις μαρτύρων, μη εξέταση βασικού μάρτυρα, αντισταθμιστικοί παράγοντες στην ελλειπτικότητα των αποδείξεων και δίκαιη δίκη.

Ο προσφεύγων δικαιώθηκε 2η φορά από το Δικαστήριο του Στρασβούργου για την ίδια υπόθεση,  που αφορά καταδίκη του για παθητική δωροδοκία.

Καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σε 5 χρόνια φυλάκισης για παθητική δωροδοκία. Το ΕΔΔΑ έκρινε στην πρώτη προσφυγή του ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά του της δίκαιης δίκης. Μετά την καταδίκη έγινε στη συνέχεια  επανάληψη της διαδικασίας στα εγχώρια Δικαστήρια.

Στην επανάληψη της διαδικασίας, τα εγχώρια Δικαστήρια παρέλειψαν να εξετάσουν βασικό μάρτυρα και στήριξαν την απόφαση τους σε απολεσθέν βίντεο και σε αντιφατικές καταθέσεις τριών μαρτύρων που είχαν καταθέσει μερικώς διαφορετικά το 2006 και το 2013. Ο προσφεύγων άσκησε εκ νέου προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης.

Το Στρασβούργο υπενθύμισε ότι: α) καθήκον του  εθνικού δικαστηρίου  δυνάμει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ  είναι να προβεί σε ορθή εξέταση των ισχυρισμών, των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων των διαδίκων, με την επιφύλαξη της αξιολόγησής τους για το κατά πόσον αυτά είναι σημαντικά και β) πριν καταδικαστεί ένας κατηγορούμενος, όλα τα σε βάρος του αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να προσκομιστούν παρουσία του σε δημόσια συνεδρίαση.

Στην υπό κρίση υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κατέβαλε την δέουσα επιμέλεια προκειμένου να εξασφαλιστεί στη δίκη η συμμετοχή βασικού μάρτυρα. Επιπλέον στήριξε την κρίση του σε αντιφατικές καταθέσεις μαρτύρων και σε ένα «απολεσθέν» βίντεο που δήθεν είχε μαγνητοσκοπήσει το επίδικο συμβάν, και δεν υπήρχαν  επαρκείς παράγοντες αντιστάθμισης, όπως επιβεβαιωτικά αποδεικτικά στοιχεία, για να αντισταθμιστούν οι ελλείψεις των αποδείξεων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Mihail Dan, είναι Μολδαβός υπήκοος που γεννήθηκε το 1960 και ζει στο Chişinău.

Η υπόθεση αφορούσε ποινική δίωξη εναντίον του για παθητική δωροδοκία, υπόθεση για την οποία έγινε επανάληψη διαδικασίας ως αποτέλεσμα καταδικαστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Dan κατά Μολδαβίας, αρ. προσφ. 8999/07).

Στην κύρια απόφαση του 2011, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) ως προς την ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, διευθυντή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Chişinău, για την αποδοχή ανταλλάγματος  για την έγκριση μεταγραφής μαθητή στο σχολείο του. Τα Μολδαβικά δικαστήρια τον είχαν κρίνει ένοχο σύμφωνα με τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν το 2006 και τον καταδίκασαν σε πενταετή ποινή φυλάκισης και την καταβολή χρηματικής ποινής. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ειδικότερα ότι η διαδικασία δεν ήταν δίκαιη, διότι η αρχική αθώωση του προσφεύγοντος ανατράπηκε μετά από έφεση χωρίς να εξεταστούν  οι μάρτυρες κατηγορίας.

Μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ, τα Μολδαβικά δικαστήρια διέταξαν την επανάληψη  της διαδικασίας. Το 2013 το Εφετείο έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο, βασιζόμενο σε καταθέσεις τριών από τους επτά μάρτυρες που είχαν αρχικά εξεταστεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το 2006 και σε βίντεο στο οποίο διαφαίνεται η σύλληψη του προσφεύγοντα κατά τη διάρκεια μυστικής αστυνομικής επιχείρησης.

Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση, υποστηρίζοντας ότι και οι επτά μάρτυρες ήταν αναξιόπιστοι καθώς ήταν αστυνομικοί και ότι οι τρεις που είχαν εξεταστεί ήδη,  έδωσαν αντικρουόμενες καταθέσεις σε σχέση με τις αρχικές τους καταθέσεις  στην προδικασία. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το δικαστήριο στηρίχθηκε στο βίντεο της αστυνομικής επιχείρησης χωρίς καν να το δει, καθώς είχε απωλεσθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο  απέρριψε την αίτηση αναίρεσης το 2014, κρίνοντας ότι η μη εξέταση και των επτά πρώτων μαρτύρων δεν αποτελούσε πρόβλημα καθώς ένας από αυτούς είχε στο μεταξύ πεθάνει και ένας άλλος είχε αποχωρήσει από το αστυνομικό σώμα και η διεύθυνση του ήταν άγνωστη.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε νέα παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη στην επανάληψη της διαδικασίας σχετικά με την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και την ακρόαση μαρτύρων.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, περιλαμβάνει το δικαίωμα των μερών στη δίκη να υποβάλουν παρατηρήσεις που θεωρούν σχετικές με την υπόθεσή τους. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή  του άρθρου 6 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το καθήκον του δικαστηρίου να προβεί σε ορθή εξέταση των ισχυρισμών, επιχειρημάτων και αποδεικτικών στοιχείων που προβάλουν οι διάδικοι, με την επιφύλαξη της αξιολόγησής τους για το κατά πόσον είναι σημαντικά.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 6 παρ. 3 στ. δ, έχει θεσπίσει την αρχή ότι, πριν καταδικαστεί ένας κατηγορούμενος, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του πρέπει, σύμφωνα με το νόμο, να προσκομιστούν παρουσία του σε δημόσια συνεδρίαση.

Όταν μια καταδίκη βασίζεται αποκλειστικά ή έστω σημαντικά  σε καταθέσεις απόντων  μαρτύρων, το Δικαστήριο πρέπει να υποβάλει διαδικασία  πιο διεξοδικού ελέγχου. Το ερώτημα σε κάθε περίπτωση είναι εάν υπάρχουν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που επιτρέπουν την ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας αυτών των αποδεικτικών στοιχείων.

Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων  είχε συμφωνήσει να αναγνωστούν οι καταθέσεις των απόντων μαρτύρων στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το Δικαστήριο  σημείωσε ότι πράγματι ο προσφεύγων, ο οποίος αθωώθηκε πρωτόδικα, δεν αντιτάχθηκε στην ανάγνωση αυτών των καταθέσεων. Ωστόσο, εκτίμησε ότι εάν το Εφετείο έπρεπε να διασφαλίσει μια δίκαιη δίκη υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν καθήκον να λάβει θετικά μέτρα για την εξέταση των απόντων μαρτύρων, παρά το γεγονός ότι ο προσφεύγων  δεν την ζήτησε.

Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι οι τρεις μάρτυρες που εξετάστηκαν  από το Εφετείο Chişinău  στην επανάληψη  της διαδικασίας προέβησαν σε καταθέσεις  οι οποίες, με μια πρώτη ματιά, δεν φαινόταν ασυμβίβαστες με την εκδοχή των γεγονότων όπως παρουσιάστηκαν από τον κατηγορούμενο.  Ωστόσο, μετά από προσεκτικότερη εξέταση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτές οι καταθέσεις παρουσίαζαν σοβαρά προβλήματα.

Έτσι, οι τρεις μάρτυρες που εξετάστηκαν στο ακροατήριο ήταν όλοι τους αστυνομικοί και συμμετείχαν στην αστυνομική επιχείρηση που διεξήχθη εναντίον του προσφεύγοντος. Οι ίδιοι κατέθεσαν  το 2013 νέα και άλλα γεγονότα τα οποία δεν τα ανέφεραν στις καταθέσεις τους το 2006.

Οι τρεις μάρτυρες δεν δήλωσαν ότι σκόπευαν να αλλάξουν τις αρχικές τους καταθέσεις, αλλά τις επικαλέστηκαν, με αποτέλεσμα οι δεύτερες καταθέσεις  τους να έρχονται μερικά σε αντίθεση με τις πρώτες. Για παράδειγμα, ο μάρτυρας C.C. ανέφερε αντιφατικά περιστατικά,  ότι ήταν υπεύθυνος για τη μαγνητοσκόπηση της επιχείρησης και ότι δεν γνώριζε ποιος την είχε μαγνητοσκοπήσει.

Παρότι αντιμετώπισε την παραπάνω κατάσταση των μαρτύρων, το Εφετείο του Chişinău  δεν θεώρησε απαραίτητο να ζητήσει εξηγήσεις και να εξομαλύνει  τα προβληματικά ζητήματα και τις αντιφάσεις στις καταθέσεις αυτές στην απόφασή του, αλλά απλά καταδίκασε τον προσφεύγοντα λόγω των καταθέσεων των μαρτύρων, χωρίς να εξηγήσει αν βασίστηκε στις καταθέσεις που δόθηκαν το 2006 ή στις καταθέσεις του 2013 και για ποιους λόγους βρήκε το ένα σύνολο καταθέσεων πιο αξιόπιστο από το άλλο. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Εφετείο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του για την ενοχή του προσφεύγοντα.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι τέσσερις από τους επτά μάρτυρες που εξετάστηκαν πρωτόδικα δεν εξετάστηκαν  από το Εφετείο στην επανάληψη της διαδικασίας. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν οι C., M., B. και V. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει εάν η παράλειψη εξέτασης 4 από τους 7 μάρτυρες ήταν συμβατή με το δικαίωμα δίκαιης ακρόασης.

Όσον αφορά τον C., ο οποίος ήταν ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας, σημειώνεται ότι είχε αποβιώσει πριν από την επανάληψη της διαδικασίας και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να εξεταστεί εκ νέου. Όσον αφορά τους B. και V., επισήμανε ότι δεν ήταν αυτόπτες μάρτυρες  όταν δόθηκαν  τα χρήματα στον προσφεύγοντα.  Ωστόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά όσον αφορά τον μάρτυρα Μ., του οποίου οι καταθέσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ήταν οι μόνες που επιβεβαίωναν την εκδοχή των  γεγονότων. Το Δικαστήριο θεώρησε συνεπώς ότι οι καταθέσεις  του ισοδυναμούσαν με «αποφασιστικά αποδεικτικά στοιχεία». Έχοντας εξετάσει το υλικό του φακέλου της υπόθεσης και τις παρατηρήσεις της κυβέρνησης, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι καταβλήθηκαν όλες οι εύλογες προσπάθειες για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του μάρτυρα  αυτού στη δίκη ενώπιον του Εφετείου.

Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης εάν υπήρχαν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες, όπως επιβεβαιωτικά αποδεικτικά στοιχεία, για να αντισταθμιστούν τα μειονεκτήματα που προκλήθηκαν στην υπεράσπιση ως αποτέλεσμα της αποδοχής των καταθέσεων των μαρτύρων C. και M.  Το γεγονός ότι ο προσφεύγων μπόρεσε να εξετάσει τους απουσιάζοντες μάρτυρες στην πρωτοβάθμια δίκη δεν αρκούσε για να αλλάξει το συμπέρασμα αυτό, δεδομένης της σημαντικής αλλαγής στις καταθέσεις των τριών μαρτύρων που εξετάστηκαν.

Το Δικαστήριο σημείωσε τελικά ότι, κρίνοντας ένοχο τον προσφεύγοντα, το Εφετείο στηρίχθηκε στο απολεσθέν βίντεο της πράξης σχετικά με τη σύλληψη του. Δεδομένου ότι το κρίσιμο περιστατικό – η λήψη των χρημάτων – δεν είχε μαγνητοσκοπηθεί ούτως ή άλλως, αυτό, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, επιδείνωσε τις ελλείψεις στη συνολική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία δεν ήταν δίκαιη και ότι, κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θεώρησε ότι ήταν απαραίτητο να εξεταστεί, επιπλέον, η συμμόρφωση άλλων πτυχών της διαδικασίας με τη διάταξη αυτή.

To ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση: το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες