Η κακομεταχείριση καταδικασθέντος για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού στις φυλακές από τους φρουρούς, συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Η αναποτελεσματική και ελλιπής έρευνα της καταγγελίας του, συνιστά παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Jevtović κατά Σερβίας της 03.12.2019 (αριθ.προσφ. 29896/14)

Βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απαγόρευση βασανιστηρίων, όρια κακομεταχείρισης και υποχρέωση έρευνας.

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου μόλις 3 ετών . Κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του, υπέστη τέσσερεις  φορές κακομεταχείριση από φύλακες. Οι αρχές ισχυρίστηκαν ότι επρόκειτο για δικαιολογημένη επίθεση προκειμένου να καταστείλουν συμπλοκή μεταξύ κρατουμένων ωστόσο ουδέποτε διεξήχθη αποτελεσματική έρευνα για να πιστοποιηθούν τα γεγονότα. Το εγχώριο Συνταγματικό Δικαστήριο δικαίωσε τον προσφεύγοντα και του επιδίκασε το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Το Στρασβούργο επιβεβαίωσε ότι, ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, η Σύμβαση απαγορεύει με απόλυτο τρόπο τα βασανιστήρια και την  απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου.

Στην συγκεκριμένη υπόθεση το ΕΔΔΑ δέχθηκε ως αποδεδειγμένα  από το εθνικό  Συνταγματικό Δικαστήριο τα  πραγματικά περιστατικά που συνιστούν κακομεταχείριση και έκρινε ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 3 ως προς την ουσιαστική πτυχή.

Όσον αφορά τη διαδικαστική πτυχή, διαπίστωσε ότι οι αρμόδιες αρχές δεν διενήργησαν αποτελεσματική έρευνα όσον αφορά τα εν λόγω τέσσερα περιστατικά και διέταξαν – ακόμη και όσον αφορά το περιστατικό της 24ης Δεκεμβρίου 2011 μόνο – να επιταχυνθεί η συνεχιζόμενη επίσημη έρευνα. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε παραβίαση και του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Mališa Jevtović, είναι Σέρβος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1974 και ζούσε στο Βελιγράδι και εκτίει ποινή κάθειρξης.

Η υπόθεση αφορά την υποτιθέμενη κακομεταχείριση από τους φύλακες των φυλακών, που όπως  υποστηρίζει ισοδυναμούσε με βασανιστήρια. Ο προσφεύγων συνελήφθη το 2005 με την κατηγορία της διάπραξης σεξουαλικής κακοποίησης  εναντίον κοριτσιού τριών ετών, γεγονός που οδήγησε στο θάνατό της. Καταδικάστηκε το 2009 και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 40 ετών, απόφαση η οποία επικυρώθηκε στο Εφετείο το 2011.

Κατά τη διάρκεια της  κράτησής του στην επαρχιακή φυλακή του Βελιγραδίου από το 2005 έως το 2011 και στο Σωφρονιστικό ίδρυμα Ζαχαρέβατς – Ζαμπέλα μεταξύ 2011 και 2013 έλαβαν χώρα τέσσερα περιστατικά ειδικότερα – στις 11.06.2007, 18.12.2009, 22.12.2011 και 24.12.2011 – για τα οποία ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί τραυματισμούς.

Σε κάθε περίπτωση, οι φύλακες των φυλακών χρησιμοποίησαν βία, συμπεριλαμβανομένων τη χρήση  κλομπ από καουτσούκ. Οι αρχές των φυλακών αποφάνθηκαν σε σχέση με τα τρία πρώτα περιστατικά ότι οι φρουροί είχαν χρησιμοποιήσει δικαιολογημένα και νόμιμα βία με σκοπό να ακινητοποιήσουν τον προσφεύγοντα, είτε μετά από συμβάν με άλλο κρατούμενο είτε επειδή είχε αρνηθεί να υπακούσει στους κανονισμούς των φυλακών.

Το τέταρτο περιστατικό δεν καταχωρήθηκε σε κανένα επίσημο αρχείο αλλά καταγράφηκε από τον Διαμεσολαβητή αφ’ ότου επισκέφτηκε τον προσφεύγοντα και άκουσε την υπόθεσή του . Οι αρχές των φυλακών δεν μπόρεσαν να ταυτοποιήσουν με βεβαιότητα τον τρόπο με τον οποίο ο προσφεύγων είχε τραυματιστεί στο εν λόγω περιστατικό.

Ο προσφεύγων υπέβαλε συνταγματική προσφυγή τον Σεπτέμβριο του 2011. Το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε σε απόφαση που εξέδωσε τον  Ιούλιο του 2013 ότι ο προσφεύγων υπέστη παραβίαση του δικαιώματός του στην σωματική και πνευματική ακεραιότητα, τόσο λόγω της πραγματικής σωματικής βλάβης όσο και της έλλειψης κατάλληλης έρευνας, και στα τέσσερα περιστατικά. Του επιδικάστηκε  1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση  για ηθική βλάβη και διέταξε να διεξαχθεί επίσης έρευνα αναφορικά με το περιστατικό της 24.12.2011.

Βασιζόμενος στο άρθρο 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων καταγγέλλει την κακομεταχείριση που υπέστη από τους φύλακες και ειδικότερα ότι υπέστη βασανιστήρια και στα τέσσερα αυτά περιστατικά. Καταγγέλλει επίσης στο ίδιο άρθρο την έλλειψη διεξαγωγής αποτελεσματικής επίσημης έρευνας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο ουδέποτε ζήτησε από τον προσφεύγοντα να εξαντλήσει την αστική αξίωση που ανέφερε η κυβέρνηση προτού αποφανθεί επί της προσφυγής του προσφεύγοντος. Επιπλέον, έχοντας ήδη χρησιμοποιήσει τη διαδικασία συνταγματικής προσφυγής, όπου διαπιστώθηκαν παραβιάσεις και αποζημίωση από το Συνταγματικό Δικαστήριο, ο προσφεύγων σαφώς δεν ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει ακόμη μια άλλη αγωγή αποζημίωσης μετά από αυτό. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο  θεωρεί ότι η ένσταση της κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει τα ένδικα μέσα κατά την έννοια του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης πρέπει να απορριφθεί.

Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει μία από τις θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ουσιαστικές ρήτρες της Σύμβασης, το άρθρο 3 δεν προβλέπει εξαιρέσεις και δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση από το άρθρο 15 § 2, ακόμη και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης που απειλεί τη ζωή του έθνους. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, η Σύμβαση απαγορεύει απόλυτα τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου. Επομένως, η φύση του αδικήματος που φέρεται ότι διέπραξε ο προσφεύγων δεν ασκεί επιρροή κατά την έννοια του άρθρου 3.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η κακομεταχείριση πρέπει να επιτυγχάνεται με ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας, προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3. Η εκτίμηση αυτού του ελάχιστου βαθμού σοβαρότητας είναι σχετική. Εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως η διάρκεια της μεταχείρισης, οι σωματικές και ψυχικές επιδράσεις της και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το φύλο, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας του θύματος.

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στις 10 Ιουλίου 2013 το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντα στη σωματική και διανοητική του ακεραιότητα (όσον αφορά τόσο τις ουσιαστικές όσο και τις διαδικαστικές πτυχές του), παραβίαση ισοδύναμη με παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ όσον αφορά τα επεισόδια της 11ης Ιουνίου 2007, της 18ης Δεκεμβρίου 2009 και της 22ας και 24ης Δεκεμβρίου 2011 και του χορήγησε 1.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη. Υπό τις συνθήκες αυτές και ενόψει των τεκμηριωμένων γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι έχει αποδειχθεί ότι ο προσφεύγων υπέστη κακομεταχείριση από κρατικούς υπαλλήλους, συγκεκριμένα «απάνθρωπη μεταχείριση» όπως την χαρακτηρίζει το Συνταγματικό Δικαστήριο. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ως συνέπεια της απάνθρωπης μεταχείρισης του προσφεύγοντα υπήρξε παραβίαση της ουσιαστικής πλευράς του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Διαδικαστική πτυχή του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μετά την κοινοποίηση της υπόθεσης στην κυβέρνηση, ο προσφεύγων επανέλαβε άλλες καταγγελίες που έγιναν αρχικά βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης, ιδίως όσον αφορά την υποτιθέμενη κακομεταχείριση σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, καθώς και την επακόλουθη έλλειψη αποτελεσματικής επίσημης έρευνα στο θέμα αυτό.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όταν ένα πρόσωπο προβάλλει αξιόπιστα ότι έχει υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 από κρατικούς υπαλλήλους, η διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τη γενική υποχρέωση των κρατών που απορρέουν από το άρθρο 1 της Σύμβασης να «εξασφαλίζουν σε όλους τους πολίτες της δικαιοδοσίας τους τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται στην […] Σύμβαση», απαιτεί εμμέσως την ύπαρξη αποτελεσματικής επίσημης έρευνας.

Όποια και αν είναι η μέθοδος διερεύνησης, οι αρχές πρέπει να ενεργούν αμέσως μόλις υποβληθεί επίσημη καταγγελία.

Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η έρευνα πρέπει να είναι ικανή να οδηγήσει στον εντοπισμό και την τιμωρία των υπευθύνων.

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο  επισημαίνει για μία ακόμη φορά ότι στις 10 Ιουλίου 2013 το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντα να εξασφαλίσει  τη σωματική και διανοητική του ακεραιότητα (όσον αφορά τόσο τις ουσιαστικές όσο και τις διαδικαστικές πτυχές του) παραβίαση αντίστοιχη  του άρθρου 3 της Σύμβασης, όσον αφορά τα περιστατικά της 11ης Ιουνίου 2007, της 18ης Δεκεμβρίου 2009 και της 22ας και 24ης Δεκεμβρίου 2011 και χορήγησε στον προσφεύγοντα 1.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη. Όσον αφορά τη διαδικαστική πτυχή, διαπίστωσε περαιτέρω ότι οι αρμόδιες αρχές δεν διενήργησαν αποτελεσματική έρευνα όσον αφορά τα εν λόγω τέσσερα περιστατικά και διέταξαν – ακόμη και όσον αφορά το περιστατικό της 24.12.2011 μόνο – να επιταχυνθεί η συνεχιζόμενη επίσημη έρευνα. Συνεπώς, το Δικαστήριο θα συμφωνούσε  ότι δεν θα υπήρχε ποινική ή άλλη επίσημη έρευνα ικανή να οδηγήσει στον εντοπισμό και την τιμωρία των βασανιστών του προσφεύγοντα σχετικά με τα ανωτέρω περιστατικά, παρά τους αξιόπιστους ισχυρισμούς του ότι έχει υποστεί κακομεταχείριση από κρατικούς υπαλλήλους.

Όσον αφορά το περιστατικό της 24.12.2011, το Δικαστήριο δεν βλέπει κανένα λόγο, ενόψει των αποδεδειγμένων  πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, να διαφωνήσει  με τη διαπίστωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για διαδικαστική παραβίαση του άρθρου 3, λαμβάνοντας υπόψιν:

  1. i) την αξιοσημείωτη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε μερικά από τα στάδια της έρευνας, ii) τη συνολική διάρκεια της εν λόγω έρευνας, η οποία άρχισε το αργότερο στις 14.03.2012 και εξακολουθούσε να εκκρεμεί έως τις 04.07.2016, διαρκώντας  μέχρι τότε για  περίοδο τεσσάρων ετών και τριών μηνών (iv) την αδικαιολόγητα επαναλαμβανόμενη φύση ορισμένων από αυτά τα στάδια, (iv) την αποτυχία των αρμόδιων αρχών να προσπαθήσουν να εφαρμόσουν μία πρακτική  που θα επιτρέψει στον προσφεύγοντα να προσδιορίσει τους φύλακες, παρά τις επανειλημμένες και φαινομενικά λογικές προτάσεις του προσφεύγοντος και v) την έλλειψη διαφάνειας ως προς το πού, πότε και γιατί το βίντεο μπορεί να είναι διαθέσιμο ή όχι. Τέλος, οι εγχώριες αρχές δεν κατάφεραν επίσης να διενεργήσουν αποτελεσματική και ουσιαστική έρευνα ακόμη και μετά την έγκριση της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 10.07.2013.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Έτσι τελικά το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε:

Παραβίαση του άρθρου 3 (απάνθρωπη μεταχείριση)

Παραβίαση του άρθρου 3 (έρευνα)

Το Στρασβούργο επιδίκασε τα ποσά των 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.355 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες