Η άσκηση ποινικής δίωξης και οι μακροχρόνιες διαδικασίες κατά καθηγητών για το περιεχόμενο έκθεσής τους παραβίασαν την ελευθερία έκφρασης, ανεξαρτήτως της αθώωσής τους

ΑΠΟΦΑΣΗ

Kaboğlu και Oran κατά Τουρκίας της 20.10.2020 (αρ. 2) (αρ. προσφ. 36944/07)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ποινικές διαδικασίες εναντίον δύο καθηγητών πανεπιστημίου και δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης.

Δύο καθηγητές πανεπιστημίου, αποτέλεσαν στόχο διαφόρων αντιδράσεων μετά τη δημοσίευση έκθεσης για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η οποία εκπονήθηκε από δημόσιο οργανισμό στον οποίο κατείχαν υπεύθυνες θέσεις.

Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν πρώτα ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής από ομιλία βουλευτή στο κοινοβούλιο. Δεύτερον, ισχυρίστηκαν παραβίαση του δικαιώματός τους στην ελευθερία της έκφρασης, καθώς είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον τους. Απαλλάχτηκαν τελικά από τις κατηγορίες.

Όσον αφορά την καταγγελία για παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής (άρθρο 8), το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια ισορρόπησαν μεταξύ του δικαιώματος των προσφευγόντων στην προστασία της φήμης τους και της ελευθερίας έκφρασης του βουλευτή.

Όσον αφορά την καταγγελία για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ποινική διαδικασία κατά των προσφευγόντων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίδραση των αρμόδιων αρχών και είχε ως αποτέλεσμα την ποινικοποίηση της έκφρασης των απόψεών τους στην έκθεσή τους, ενώ οι απόψεις αυτές συνέβαλαν σε δημόσια συζήτηση για το καθεστώς και την κατάσταση των μειονοτήτων στην Τουρκία.

Κατά συνέπεια, το επίμαχο  μέτρο (δηλαδή, η άσκηση ποινικής δίωξης για σοβαρά αδικήματα και η χρονική διάρκεια των ποινικών διαδικασιών για μεγάλο χρονικό διάστημα) δεν είχε ικανοποιήσει μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη και δεν ήταν ανάλογη με τους επιδιωκόμενους νόμιμους στόχους (προστασία της εθνικής ασφάλειας, εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια), ή απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε  παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης των προσφευγόντων και μη παραβίαση του δικαιώματος  σεβασμού της ιδιωτικής ζωής τους και επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ στον καθένα των προσφευγόντων για ηθική βλάβη για την διαπιστωθείσα παραβίαση.

ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Σημαντική η απόφαση αυτή. Παρότι οι προσφεύγοντες αθωώθηκαν αμετάκλητα από τα ποινικά δικαστήρια, το Στρασβούργο καταδίκασε την Τουρκία για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης γιατί ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη για σοβαρά αδικήματα και οι ποινικές διαδικασίες διήρκεσαν 3,5 σχεδόν χρόνια. Κατά το ΕΔΔΑ οι ποινικές αυτές ενέργειες κατά των προσφευγόντων γιατί άσκησαν την ελευθερία της έκφρασής τους μέσω μιας επιστημονικής έκθεσης που συνέταξαν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, ποινικοποίησαν την έκφραση των απόψεών τους για ένα δημόσιο θέμα  όπως το καθεστώς των μειονοτήτων στην Τουρκία  και ως εκ τούτου δεν ήταν συμβατές με κοινωνική ανάγκη,  ούτε  ανάλογες με νόμιμους σκοπούς και σε καμία περίπτωση δεν ήταν αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η αναγνώριση αυτής της παραβίασης παρότι υπήρξε αθωωτική απόφαση σηματοδοτεί μία ενδιαφέρουσα επέκταση της προστατευτικής εμβέλειας του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 10

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες İbrahim Özden Kaboǧlu και Baskın Oran, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1950 και το 1945 αντίστοιχα, είναι Τούρκοι υπήκοοι. Διαμένουν στην Κωνσταντινούπολη. Είναι καθηγητές πανεπιστημίου.

Το 2003, οι προσφεύγοντες εξελέγησαν αντίστοιχα Πρόεδρος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ένας δημόσιος οργανισμός υπό τον πρωθυπουργό, υπεύθυνος για την παροχή συμβουλών στην κυβέρνηση, προτάσεων, και σύνταξη εκθέσεων για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και Πρόεδρος της ομάδας εργασίας για θέματα μειονοτήτων και πολιτιστικών δικαιωμάτων στο παραπάνω Συμβούλιο.

Το 2004, η Γενική Συνέλευση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ενέκρινε έκθεση για τη μειονότητα και τα πολιτιστικά δικαιώματα, η οποία εντόπιζε προβλήματα που σχετίζονται με την προστασία των μειονοτήτων στην Τουρκία. Στη συνέχεια, δημοσιεύτηκαν πολλά άρθρα σε εφημερίδες τα οποία σχολίαζαν την εν λόγω έκθεση και επέκριναν τους προσφεύγοντες.  Αρκετοί πολιτικοί και ανώτεροι αξιωματούχοι επέκριναν επίσης την έκθεση και τους συντάκτες της. Σε αυτό το πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγοντες δέχθηκαν απειλές θανάτου από ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες και άτομα.

Την ίδια χρονιά, ένα μέλος του κοινοβουλίου (S.S.) σε ομιλία του στο κοινοβούλιο περιέγραψε τους προσφεύγοντες χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «πνευματικοί αποστάτες», «αυτοί που στάζουν δηλητήριο» , «αυτοί που λαμβάνουν οδηγίες από το εξωτερικό» και «προδότες» . Οι προσφεύγοντες άσκησαν  μήνυση και κίνησαν αστικές διαδικασίες εναντίον του βουλευτή, για παράβαση των δικαιωμάτων της προσωπικότητάς τους. Αυτές οι ενέργειες ήταν ανεπιτυχείς.

Το 2005, η εισαγγελία της Άγκυρας άσκησε ποινική δίωξη στους δύο προσφεύγοντες  για υποκίνηση μίσους και εχθρότητα και δυσφήμιση των δικαστικών οργάνων του κράτους λόγω του περιεχομένου της έκθεσης. Οι προσφεύγοντες αθωώθηκαν για την κατηγορία της υποκίνησης μίσους και εχθρότητας, καθώς το Ποινικό Δικαστήριο της Άγκυρας έκρινε  ότι είχαν εκφράσει προσωπικές απόψεις που καλύπτονται από το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ακυρωτικού Δικαστηρίου το 2008.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην ομιλία του βουλευτή  S.S., αυτός είχε χρησιμοποιήσει καυστική γλώσσα για να εκφράσει την αντίδραση και την αγανάκτησή του σχετικά με την έκθεση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και δημοσίως για να  δυσφημίσει τους συντάκτες του (μεταξύ των οποίων ήταν οι προσφεύγοντες), μαζί με εκείνους που είχαν διατάξει την σύνταξη της έκθεσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το στυλ και το περιεχόμενο των εν λόγω παρατηρήσεων, παρ’ όλο που ήταν προκλητικό, εχθρικό και κάπως προσβλητικό, δεν μπορούσε γενικά να θεωρηθεί ότι είχε έλλειψη επαρκούς πραγματικής βάσης ή ήταν προσβλητικό στο πλαίσιο ένθερμης δημόσιας συζήτησης  για την έκθεση, η οποία εξέταζε ζητήματα θεμελιώδους σημασίας για την τουρκική κοινωνία.

Όσον αφορά τις ποινικές διαδικασίες που άσκησαν οι προσφεύγοντες για την εν λόγω ομιλία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχαν ανασταλεί και τερματιστεί για διαδικαστικούς λόγους, ιδίως λόγω της βουλευτικής ασυλίας του βουλευτή. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο είχε προηγουμένως  αποφανθεί ότι η ασυλία που καλύπτει τις δηλώσεις των βουλευτών κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών συζητήσεων ήταν συμβατή με τη Σύμβαση υπό ορισμένους όρους.

Όσον αφορά τις αγωγές που άσκησαν οι προσφεύγοντες για βλάβη στη φήμη και την υπόληψή τους, το δικαστήριο σημείωσε ότι τα αστικά δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή αποζημίωσης. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η ομιλία του S.S. εμπίπτει στο πεδίο άσκησης από βουλευτή – ο οποίος δεν συμμερίζεται τις  απόψεις που εκφράστηκαν στην έκθεση των προσφευγόντων – της ελευθερίας της έκφρασης, ότι η ομιλία δεν υπερέβη τα όρια της επιτρεπόμενης κριτικής, ειδικά όπως είχε εκφωνηθεί στο κοινοβούλιο και ότι τα θέματα που εξετάστηκαν στην έκθεση ήταν σημαντικά και ευαίσθητα. Περαιτέρω έκρινε ότι ορισμένες από τις εκφράσεις στην ομιλία δεν είχαν ως στόχο τους ίδιους τους προσφεύγοντες και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι παρατηρήσεις που έγιναν για αυτούς παρέμειναν εντός των ορίων της επιτρεπόμενης κριτικής.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα αστικά δικαστήρια τόνισαν τόσο τη σημασία της άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης από ένα μέλος του κοινοβουλίου για ένα θέμα τόσο σημαντικό για την τουρκική κοινωνία και την ύπαρξη συζήτησης δημοσίου ενδιαφέροντος, στην οποία η ανταλλαγή ιδεών μεταξύ των προσφευγόντων και του S.S. είχε συνεισφέρει, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εκφράσεις που απευθύνονται στους προσφεύγοντες στην εν λόγω ομιλία δεν είχαν ξεπεράσει τα όρια της επιτρεπόμενης κριτικής. Κατά συνέπεια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές είχαν επιτύχει μια αποδεκτή ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος των προσφευγόντων στην προστασία της φήμης τους και την ελευθερία έκφρασης του S.S. Επομένως, δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης)

Το Δικαστήριο ξεκίνησε διαπιστώνοντας ότι οι ποινικές διαδικασίες εναντίον των προσφευγόντων  αποτελούσαν παρέμβαση στο δικαίωμά τους στην ελευθερία έκφρασης. Παρόλο που οι διαδικασίες αυτές είχαν τελικά κατέληξαν στην αθώωσή  τους και η υπόθεση είχε ολοκληρωθεί, παρέμειναν σε εκκρεμότητα για μια σημαντική περίοδο (3 χρόνια, 4 μήνες και 16 μέρες). Επιπλέον, η ποινική έρευνα διήρκεσε για 9 μήνες.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο φόβος της καταδίκης κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών είχε δημιουργήσει αναπόφευκτα πίεση στους προσφεύγοντες και τους οδήγησε, ως καθηγητές πανεπιστημίου που ασχολούνται με ευαίσθητα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αυτολογοκρισία. Οι ίδιες οι ποινικές διαδικασίες αντιπροσώπευαν έτσι ένα πραγματικό και αποτελεσματικό περιορισμό και οι αθωωτικές αποφάσεις δεν είχαν ελαχιστοποιήσει τη πίεση που ένιωθαν οι προσφεύγοντες για ένα χρονικό διάστημα και ήταν τέτοια η φύση τους που να τους εκφοβίζει και να τους αποθαρρύνει να μιλήσουν για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος.

Το Δικαστήριο σημείωσε στη συνέχεια ότι η παρέμβαση προβλέπεται στα άρθρα 216 και 301 του νέου Ποινικού κώδικα. Στο πλαίσιο αυτό, επανέλαβε μια προηγούμενη διαπίστωση ότι ενδέχεται να προκύψουν σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να προβλέψουν τις ποινικές διαδικασίες σύμφωνα με το άρθρο 301 λόγω του ευρύ πεδίου εφαρμογής της διατύπωσης που χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή. Σημείωσε επίσης ότι οι επιδιωκόμενοι νόμιμοι στόχοι ήταν η προστασία της εθνικής ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της δημόσιας ασφάλειας.

Όσον αφορά την αναγκαιότητα της παρέμβασης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η έκθεση ασχολήθηκε με το ευαίσθητο ζήτημα των μειονοτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων στην Τουρκία. Είχε επικρίνει πολιτικές που είχαν υιοθετηθεί προηγουμένως από τις αρχές σχετικά με αυτά τα θέματα και είχε υποβάλει προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης των μειονοτήτων στη χώρα.

Οι δικαστικές αρχές άσκησαν δίωξη κατά των προσφευγόντων με την αιτιολογία ότι η εν λόγω έκθεση στρέφονταν κατά των θεμελιωδών στοιχείων της Δημοκρατίας της Τουρκίας και είχε προκαλέσει αγανάκτηση και εχθρικές αντιδράσεις στην κοινή γνώμη. Ωστόσο, δεν είχαν αναλύσει ορθά το περιεχόμενο της έκθεσης ή του πλαισίου στο οποίο συντάχθηκε υπό το φως των κριτηρίων που καθορίζονται και εφαρμόζονται από το Δικαστήριο σε υποθέσεις που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης.

Ούτε οι δικαστικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η εν λόγω έκθεση περιείχε έκκληση σε βία, ένοπλη αντίσταση ή εξέγερση, ή ότι αποτελούσε ρητορική μίσους, ή ότι ήταν «αδικαιολόγητα» προσβλητική, προϋπόθεση η οποία κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αποτελεί βασικό παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η άσκηση ποινικής δίωξης κατά των προσφευγόντων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίδραση από τις αρμόδιες αρχές και είχε ως αποτέλεσμα την ποινικοποίηση της έκφρασης των απόψεων των προσφευγόντων στην έκθεσή τους, ενώ οι απόψεις αυτές συνέβαλαν στην δημόσια συζήτηση σχετικά με το καθεστώς και την κατάσταση των μειονοτήτων στην Τουρκία, που αποτελούσε ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Κατά συνέπεια, το επίμαχο μέτρο, δηλαδή η άσκηση ποινικής δίωξης για παραβίαση σοβαρών αδικημάτων και η παράταση των ποινικών διαδικασιών για σημαντικό χρονικό διάστημα, δεν ήταν συμβατό με κάποια κοινωνική ανάγκη και δεν ήταν ανάλογο με τους νόμιμους σκοπούς που επιδιώκονται ή απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Υπήρξε επομένως παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε σε κάθε προσφεύγοντα ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη(επιμέλεια echrcaselaw.com). 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες