H αναστολή κοινοβουλευτικών διαπιστευτηρίων σε δημοσιογράφους παραβίασε το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Mándli κ.α. κατά Ουγγαρίας της 26.05.2020 (αριθμ. προσφ. 63164/16)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αναστολή διαπιστευτηρίων εισόδου στη Βουλή  από τον Πρόεδρό της στους προσφεύγοντες. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι προσφεύγοντες που είναι δημοσιογράφοι και εργάζονται σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, ερευνούσαν ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος, τις φερόμενες παράνομες πληρωμές που συνδέονται με την εγχώρια Εθνική Τράπεζα.

Τα διαπιστευτήριά τους για είσοδο στο κοινοβούλιο είχαν ανασταλεί μετά από προσπάθεια να λάβουν συνέντευξη από βουλευτές σε χώρους του Κοινοβουλίου, όπου δεν επιτρεπόταν μαγνητοφώνηση. Το ΕΔΔΑ, παρότι αναγνώρισε το δικαίωμα των εθνικών Κοινοβουλίων να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά στις εγκαταστάσεις τους, διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση σε μηχανισμό προσφυγής κατά της αναστολής των διαπιστευτηρίων τους. Επομένως, η κύρωση εναντίον τους δεν συνοδεύτηκε από επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας.

Παραβίαση του δικαιώματος στην  ελευθερία έκφρασης των δημοσιογράφων (άρθρου 10 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Iván Szabolcs Mándli, Ferenc Bakro-Nagy, Tamás Fabián, Norbert Fekete, Balázs Kaufmann και Klára Anikó Kovács, είναι Ούγγροι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1975, 1967, 1987, 1976, 1987 και 1978 αντίστοιχα και ζουν όλοι στην Ουγγαρία.

Τον Απρίλιο του 2016 οι προσφεύγοντες, οι οποίοι εργάζονται σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των index.hu, 24.hu και hvg.hu, έλαβαν διαπιστευτήρια για να παραστούν σε σύνοδο της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου.

Σκοπεύοντας να συλλέξουν δηλώσεις σχετικά με το θέμα των φερόμενων πληρωμών που σχετίζονται με την ουγγρική Εθνική Τράπεζα, προσπάθησαν να πάρουν συνέντευξη από διάφορα μέλη του Κοινοβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Βουλής και του Πρωθυπουργού. Έθεσαν τις ερωτήσεις τους χωρίς προηγούμενη ενημέρωση σε τμήμα του κτιρίου του Κοινοβουλίου που δεν επιτρέπεται η μαγνητοφώνηση. Πολλοί βουλευτές αρνήθηκαν να απαντήσουν.

Οι προσφεύγοντες προειδοποιήθηκαν από τον Υπεύθυνο Τύπου του Πρωθυπουργού και από τα μέλη του προσωπικού των Γραφείων του Κοινοβουλίου ότι δεν μαγνητοφωνούσαν με νόμιμο τρόπο ούτε μαγνητοφωνούσαν στις επιτρεπόμενες περιοχές. Την επόμενη μέρα, ο Πρόεδρος της Βουλής ανέστειλε τα διαπιστευτήριά τους στο Κοινοβούλιο, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων ότι προέβησαν σε «ηχογράφηση χωρίς άδεια» και σε «ανοιχτή και εσκεμμένη παραβίαση των κανόνων».

Ζήτησαν πρόσβαση στο Κοινοβούλιο για τη σύνοδο της Ολομέλειας του Ιουνίου για να υποβάλουν έκθεση σχετικά με τις προγραμματισμένες συζητήσεις της έκτης τροποποίησης του θεμελιώδους νόμου της Ουγγαρίας, αλλά δεν έλαβαν απάντηση.

Ο Πρόεδρος απέσυρε την απόφαση αναστολής τον Σεπτέμβριο του 2016.

Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι η αναστολή των κοινοβουλευτικών τους διαπιστευτηρίων παραβίασε το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου σύμφωνα με το άρθρο 10  της ΕΣΔΑ.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 (πρόσβαση στο δικαστήριο) και το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), παραπονέθηκαν ότι δεν είχαν κανένα διαθέσιμο αποτελεσματικό ένδικο μέσο  βάσει του εσωτερικού δικαίου για να αμφισβητήσουν την κύρωση που τους επιβλήθηκε. Ειδικότερα, δεν μπόρεσαν να αμφισβητήσουν την απόφαση του Προέδρου της Βουλής σε δικαστήριο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Για το ΕΔΔΑ, το κεντρικό ζήτημα ήταν αν η παρέμβαση που ισχυρίστηκαν οι προσφεύγοντες ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το Στρασβούργο επανέλαβε τις αρχές της νομολογίας του, όπως το γεγονός ότι η προστασία του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) για τους δημοσιογράφους υπόκειται στην προϋπόθεση ότι ενεργούσαν με καλή πίστη προκειμένου να παρέχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες σύμφωνα με τις αρχές της υπεύθυνης δημοσιογραφίας.

Η έννοια της υπεύθυνης δημοσιογραφίας δεν περιορίζεται στο περιεχόμενο, αλλά περιλαμβάνει και τη νομιμότητα της συμπεριφοράς των δημοσιογράφων, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας αλληλεπίδρασής τους με τις αρχές.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες, ενώ ζητούσαν πληροφορίες από βουλευτές, είχαν παραβιάσει κανόνες συμπεριφοράς στο Κοινοβούλιο, οι οποίοι απαγόρευαν τη μαγνητοφώνηση σε ορισμένα τμήματα. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είχαν τιμωρηθεί για τη μετάδοση πληροφοριών για ζητήματα πολιτικής σημασίας, αλλά μάλλον για τον τόπο και τον τρόπο με τον οποίο το είχαν πράξει. Ωστόσο, το μέτρο είχε περιορίσει τις επακόλουθες δημοσιογραφικές δραστηριότητές τους, δηλαδή την άμεση ενημέρωση σχετικά με το κοινοβουλευτικό έργο.

Το Δικαστήριο δεν συμφώνησε με το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι εν λόγω μαγνητοφωνήσεις δεν είχαν ως στόχο να αναδείξουν ένα ζήτημα που απασχολεί το κοινό, αλλά να παρουσιάσουν μέλη του Κοινοβουλίου με σκανδαλοθηρικό τρόπο, και έτσι δεν διέθεταν ίδιο επίπεδο προστασίας.

Στην πραγματικότητα, οι προσφεύγοντες δημοσιογράφοι ζητούσαν να καταγράψουν την αντίδραση των βουλευτών αναφορικά με τους ισχυρισμούς για παράνομες πληρωμές που συνδέονται με την εγχώρια Εθνική Τράπεζα, ζήτημα σημαντικού δημοσίου ενδιαφέροντος.

Το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει ότι η ελευθερία του τύπου παρέχει στο κοινό ένα από τα βέλτιστα μέσα αποκάλυψης πληροφοριών και διαμόρφωσης γνώμης για τις ιδέες και τις στάσεις των πολιτικών ηγετών τους. Συγκεκριμένα, παρείχε στους πολιτικούς την ευκαιρία να προβληματιστούν και να σχολιάσουν τις ανησυχίες της κοινής γνώμης.

Έτσι, επέτρεπε σε όλους να συμμετάσχουν στην ελεύθερη πολιτική συζήτηση που βρίσκεται στον πυρήνα μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Ούτε το Δικαστήριο, ούτε τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις απόψεις τους με αυτές του Τύπου σχετικά με τις απαραίτητες δημοσιογραφικές τεχνικές. Έτσι, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το επίμαχο αντικείμενο ήταν δημόσιου ενδιαφέροντος και έκρινε ότι το συμφέρον των δημοσιογράφων να τους επιτραπεί η είσοδος στο Κοινοβούλιο αφορούσε θέματα στα οποία το κοινό είχε έννομο συμφέρον να ενημερωθεί.

Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης το ζήτημα της προστασίας της ομαλής διεξαγωγής κοινοβουλευτικών εργασιών καθώς και τα δικαιώματα των μελών του Κοινοβουλίου. Κατ’ αρχήν αποδέχθηκε ότι τα Κοινοβούλια μπορούσαν να ρυθμίσουν την επιτρεπόμενη συμπεριφορά εντός των χώρων τους, για παράδειγμα με τον καθορισμό περιοχών για μαγνητοφώνηση για αποφυγή διακοπής των κοινοβουλευτικών εργασιών χωρίς να είναι εμφανής μια τέτοια αναστάτωση, και ότι ο έλεγχος του Δικαστηρίου για τέτοια θέματα ήταν περιορισμένος.

Επικεντρώθηκε επομένως σχετικά με το κατά πόσον ο περιορισμός του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης των προσφευγόντων  συνοδεύτηκε από αποτελεσματικές και επαρκείς διασφαλίσεις κατά της αυθαιρεσίας. Σημείωσε ότι η απόφαση του Προέδρου της Βουλής εναντίον  τους δεν είχε απαιτήσει καμία αξιολόγηση του ενδεχόμενου αντίκτυπου της κύρωσης ή της συνάφειας της δημοσιογραφικής δραστηριότητας που να αιτιολογεί τον περιορισμό.

Επιπλέον, δεν προέβλεπε τη δυνατότητα για άτομα στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις να συμμετέχουν σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων, οι οποίες συνίστατο στην αποστολή επιστολής στους αρχισυντάκτες των προσφευγόντων  ενημερώνοντάς τους για την αναστολή των διαπιστευτηρίων τους. Ούτε η εντολή του Προέδρου, ούτε η απόφαση απαγόρευσης εισόδου των προσφευγόντων στο Κοινοβούλιο είχαν καθορίσει περίοδο περιορισμού και οι επακόλουθες αιτήσεις εξουσιοδότησης για είσοδο στο Κοινοβούλιο δεν είχαν απαντηθεί. Τέλος, η απόφαση του Προέδρου της Βουλής  δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί αφού δεν υφίστατο κανένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο, όπου οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους.

Οι τροποποιήσεις της απόφασης  του Προέδρου, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ τον Ιούλιο του 2017, εισήγαγαν προθεσμία για την αναστολή των διαπιστευτηρίων, στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση των κυρώσεων και τη δυνατότητα για τους δημοσιογράφους να ζητήσουν αποζημίωση.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης των προσφευγόντων δεν ήταν ανάλογη με τους νόμιμους σκοπούς που επιδιώχθηκαν, επειδή δεν συνοδεύονταν από  κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις. Επομένως, η παρέμβαση δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» και έτσι το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 ΕΣΔΑ) των δημοσιογράφων – προσφευγόντων.

Άλλα άρθρα

Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματά του βάσει του άρθρου 10 της Σύμβασης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν απαραίτητο  να εξετάσει χωριστά το παραδεκτό και το βάσιμο των καταγγελιών βάσει των άρθρων 6 και 13.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε από μόνη της δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Έκρινε ότι η Ουγγαρία οφείλει  να καταβάλλει στους προσφεύγοντες 4.575 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες